Η 26η Δεκεμβρίου 1978 είναι μια μέρα που θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου.
Είμαι-δεν είμαι 17 ετών και ο Άρης, στον οποίο παίζω, μου αναθέτει να κατεβάσω ως προπονητής την ομάδα Μίνι, 12χρονα γεννημένα το 1966, σε ένα τουρνουά που διοργανώνει η ΧΑΝΘ με τη συμμετοχή επίσης του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή.
Από την πρώτη στιγμή, αντικρύζοντας δεκαπέντε παιδάκια να με κοιτάνε στα μάτια, συνειδητοποίησα πόσο ιδιαίτερο είναι να ασχολείσαι με αυτές τις ηλικίες και πως είναι κάτι που θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου.
Σκέφτηκα ότι το πρώτο που πρέπει να έχεις για να κάνεις αυτή τη δουλειά είναι να είσαι φίλος, δάσκαλος και να αποβάλεις τις «κακές» σου συνήθειες.
Ομολογώ ότι ήμουν πολύ προσεκτικός και αισθάνθηκα κάπως άβολα, όμως προσπάθησα. Από κει και πέρα, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και σχεδόν 40 χρόνια μετά, έχω να σας πω τα εξής:
Η αντίληψη που επικρατεί για το μπάσκετ στις μικρές ηλικίες και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από παιδιά και γονείς, είναι κατά κανόνα λάθος.
Κάνοντας ένα πρόχειρο υπολογισμό, βλέπεις ότι αυτοί που τελικά θα παίξουν σε υψηλό επίπεδο, είναι ελάχιστοι. Με βάση τη στατιστική ως τώρα, στην Α1 παίζουν κατά μέσο όρο 4-4,5 παιδιά από κάθε χρονιά γέννησης.
Δηλαδή, με τα τωρινά δεδομένα από τα παιδιά γεννημένα το 2001, μόνο ελάχιστα θα παίξουν στη μεγάλη κατηγορία. Το ίδιο ισχύει για τους 2000, 2002, 2003 κ.ο.κ. Επίσης, από αυτούς τους 4-4,5 μόνο ο ένας θα κάνει συμβόλαιο τόσο υψηλό που θα του φτάνει να εξασφαλίσει τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Είναι εντελώς πλασματική λοιπόν η εικόνα που έχουν οι γονείς, προσβλέποντας σε επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους μέσω του μπάσκετ.
Βιάζονται να τα κάνουν επαγγελματίες. Τα σακατεύουν και τα δηλητηριάζουν κι όταν φτάνουν πια στα 16-17, έχουν σιχαθεί το μπάσκετ.
Εχω συναντήσει γονιό που μου είπε για το 8χρονο παιδί του ότι θέλει να του κάνει personal φυσικής κατάστασης για να έχει κάτι περισσότερο από την υπόλοιπη ομάδα.
Του απάντησα πως είναι εγκληματίας, γιατί του στερεί την παιδικότητα.
Του πρότεινα να πάει για μπάνιο στη θάλασσα, να κάνει ποδήλατο και να παίξει κυνηγητό με τους φίλους τους. Ο κάθε γονιός βλέπει στο παιδί του τον ΛεΜπρον Τζέιμς, ενώ έπρεπε να βλέπει απλά ένα παιδί.
Είναι πολύ καθοριστική η στάση του γονιού συνολικά. Και αυτό γιατί το μπάσκετ, δεν είναι σχολείο, όπου το παιδί πηγαίνει μόνο του. Στα σπορ, ο μπαμπάς ή η μαμά έρχεται στο γήπεδο. Και αρχίζει να έχει άποψη. Συζητά με τους άλλους γονείς. Κρίνει.
Ο κάθε γονιός στο γήπεδο, μοιραία, έχει έναν «προβολέα» που «φέγγει» το παιδί του.
Έχω ακούσει μπαμπά να φωνάζει σε ώρα αγώνα: «Μόνος σου», «τέλειωσέ το», αντί να λέει «δώσε πάσα». Έτσι, το παιδί λειτουργεί αρνητικά προς το σύνολο.
Η ομάδα είναι πάνω από όλα και δεν δαιμονοποιώ ούτε τα προγράμματα ενδυνάμωσης, ούτε ατομικής τεχνικής βελτίωσης, όμως αυτά πρέπει να γίνονται σε συνεργασία με το σύλλογο.
Έχω δει παίκτη μου, να μην βάζει ούτε βολή σε παιχνίδι. Εκ των υστέρων έμαθα ότι την παραμονή είχε κάνει τρεις ώρες βάρη.
Επίσης δεν είναι δα και καταστροφή, να μην είσαι στη μικτή της Ένωσης ή στο κλιμάκιό σου. Αναστάτωση μέχρι απελπισίας σε όλη την οικογένεια. Γιατί;
Από την πρώτη μέρα που ένα παιδί θα μπει στο μπάσκετ, ως τη στιγμή που θα κριθεί αν μπορεί να παίξει ή όχι είναι τουλάχιστον 8-10 χρόνια. Μην επείγεστε να δείτε αποτελέσματα.
Χωρίς να το καταλαβαίνετε, πιέζετε παιδιά, προπονητές, καταστάσεις χωρίς υπομονή.
Ένα χαμένο λέι-απ δεν είναι ούτε καταστροφή, ούτε αμαρτία.
Μην «κατσαδιάζετε» το παιδί σας στο αυτοκίνητο στο δρόμο της επιστροφής, αλλά και στο σπίτι! Μην του λέτε: «Εγώ σε κουβαλάω 40 χιλιόμετρα την ημέρα σαν ταξιτζής κι εσύ δεν γίνεσαι Αντετοκούνμπο»!
Το φορτώνετε με μια ευθύνη που δεν μπορεί να αντέξει. Θέλουν όλοι τα παιδιά τους να γίνουν Αντετοκούνμπο!
Δεν θα γίνει κανένας Αντετοκούνμπο! Να πατάει στη γραμμή του φάουλ και να καρφώνει! Θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, επίσης χρήσιμο στο παιχνίδι, αλλά τελικά παρατάει το άθλημα θυμωμένο!
Το «πραγματικό» μπάσκετ, κατά την άποψή μου, ξεκινά στο Παιδικό. Στην ηλικία των 15-16. Εκεί ξεχωρίζουν για πρώτη φορά τα «ταλέντα».
Ταλαντούχα παιδιά είναι αυτά που κάνουν κάτι να φαίνεται εύκολο, ενώ για τα υπόλοιπα είναι δύσκολο. Σ’ αυτή την ηλικία, δίνουν τα πρώτα σημάδια του τι μπορούν να κάνουν, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν.
Εκτός από τα τεχνικά χαρακτηριστικά, αρχίζουν να φαίνονται και τα δύο «μυστικά» ταλέντα ενός παίκτη: τι κρύβει μέσα στο μυαλό του και τι στην καρδιά του. Αυτά αποκαλύπτονται, θετικά ή αρνητικά, σ’ αυτή την ηλικία.
Σε κάθε περίπτωση, σ’ αυτές τις ηλικίες η νίκη, το αποτέλεσμα, δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν πρέπει να είναι ούτε για εμάς τους προπονητές, ούτε για τους παράγοντες των ομάδων.
Να φτάσεις όπου φτάσεις, αλλά με το σωστό τρόπο.
Θυμάμαι, όταν ήμουν στον Ολυμπιακό, από τα Μίνι ακόμα, να θέλουν να μας νικήσουν οι αντίπαλες ομάδες με κάθε τρόπο. Το έβλεπα, όμως ήξερα ότι 3-4 χρόνια μετά, όταν τα ίδια παιδιά φτάσουν Παιδικό, εμείς θα τους κερδίζουμε εύκολα.
Εδώ έχουμε ευθύνη όλοι. Δεν προδικάζει τίποτα για το μέλλον των παιδιών ένα πρωτάθλημα στο Προμίνι!
Κάτι παρόμοιο μου είχε τύχει και στον Μαντουλίδη: είχαμε μια ομάδα συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας, στο σύνολο 15 παιδιά, διαφορετικού επιπέδου. Κάναμε rotation και έπαιζαν όλοι.
Ένας ανταγωνιστικός σύλλογος μάς αντιμετώπισε με μόλις 8 παίκτες, παρότι μπορούσε να κατεβάσει και αυτός 12 ή 15 αθλητές, μόνο και μόνο για να παίξει με τους «καλούς» του. Μας κατατρόπωσαν! Και μας έκαναν και bulling, στο τέλος!
Περιττό να πω ότι λίγα χρόνια μετά, στο Παιδικό, τους νικήσαμε με 40 πόντους και η ομάδα του Μαντουλίδη πήρε και το πρωτάθλημα.
Την πλασματική εικόνα τη δημιουργούν οι γονείς και οι παράγοντες. Γι’ αυτό και τα παιδιά πρέπει να έχουν στο μυαλό τους, τα λόγια του Καζαντζάκη: «Δεν υπάρχει αντίπαλος. Και αυτός συμπαίκτης είναι».
Πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην αντίπαλη ομάδα και τον αντίπαλο παίκτη. Αν θες να τον πατήσεις στο κεφάλι, αργά ή γρήγορα θα σου γυρίσει μπούμερανγκ.
Κάπου εκεί στην ηλικία των 13-15 ετών, μπαίνει στο παιχνίδι το «φρούτο» των μάνατζερς. Ο μάνατζερ είναι «μεσίτης».
Απορώ με τους γονείς που δεν απευθύνονται στον προπονητή αλλά στον ατζέντη.
Κατανοώ ότι κάποιοι γονείς δεν ξέρουν. Ας απευθυνθούν τότε στον Σπανούλη ή τον Διαμαντίδη! Γιατί πάνε σε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει οικονομική διάσταση στο δικό του ενδιαφέρον για το παιδί τους;
Γιατί ξέρουν ενδόμυχα πως όταν θέλουν κάποια στιγμή αυτό να πάει παραπάνω από κάποιο άλλο στο ίδιο επίπεδο, ο μάνατζερ θα το «κυνηγήσει». Ο γονιός λοιπόν που το κάνει με αυτή τη λογική, είναι πονηρός.
Και δεν καταλαβαίνει πως, αν το παιδί του ανέβει παραπάνω από όσο αξίζει ή από ένα άλλο καλύτερο, ναι μπορεί να γίνει προς στιγμήν, αλλά το παιδί κάποια στιγμή θα πέσει.
Δεν υπάρχει εσαεί αδικία. Στο τέλος, το δίκαιο επικρατεί.
Σε όλα αυτά που προφανώς, δεν πηγαίνουν καλά, έρχεται να προστεθεί και το «κουρασμένο» αναπτυξιακό πρόγραμμα της Ομοσπονδίας. Το λέω έχοντας υπάρξει επί μια δεκαετία προπονητής εθνικών ομάδων.
Παρακολουθώ το αναπτυξιακό από την πρώτη μέρα δημιουργίας του. Ήμουν μόλις 21 ετών το 1983 όταν έγινε το πρώτο τουρνουά για τους γεννημένους το 1966 και έκτοτε το παρακολουθώ ανελλιπώς.
Το πρόγραμμα δεν είναι πλέον αυτό που θα έπρεπε να είναι. Κάποτε, είχα πει σε έναν παράγοντα της Ομοσπονδίας ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από σκαπανείς ανάδειξης ταλέντων, έχουμε γίνει ουραγοί.
Σίγουρα χρειάζεται φρεσκάρισμα, κυρίως σε νοοτροπία. Ούτε επιτυχίες έχουμε πλέον στις μικρές εθνικές ομάδες, Παίδων και Εφήβων, όπως παλαιότερα, ούτε ταλέντα αναδεικνύουμε. Τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει πια.
Θυμηθείτε πως η τελευταία πραγματικά σπουδαία φουρνιά που και έφερε και επιτυχίες και παιδιά στην εθνική Ανδρών, είναι αυτή του Σλούκα, του Παπανικολάου, του Παππά, του Μάντζαρη, του Σαρικόπουλου, του Κασελάκη, του Γιάνκοβιτς κλπ. Γεννημένοι το 1990.
Είχα την τύχη να τους επιλέξω και να προπονήσω. Ήταν παιδιά με ταλέντο, αλλά υπήρχε και η διαδικασία, η οποία τους επέτρεπε να δουλέψουν σαν ομάδα και να διεκδικήσουν κάτι.
Προσωπικά, πιστεύω ότι η φιλοσοφία που πρέπει να διέπει αυτές τις ηλικίες στις εθνικές ομάδες είναι να βγάλεις παίκτες. Και δίπλα σε 2-3-4 πιο «έτοιμους» ηλικιακά, σωματικά και μπασκετικά, οι οποίοι θα σε βοηθήσουν να πάρεις το αποτέλεσμα, να βάλεις και αυτούς που πιστεύεις ότι έχουν την προοπτική.
Ποτέ δεν θα θυσίαζα κανένα παίκτη αξιόλογο για να βάλω ένα παιδί το οποίο θα έχει ένα ρόλο εκείνη τη χρονιά αλλά ένα-δύο χρόνια μετά θα «τελειώσει».
Αξίζει να βάλεις και λίγο το αποτέλεσμα σε δεύτερη μοίρα για να επιτρέψεις στον κάθε Διαμαντίδη που είναι 17 χρονών από την Καστοριά και είναι σαν χαμένος γιατί προέρχεται από έναν άλλο κόσμο, να μην στερηθεί την ευκαιρία.
Αναφέρω τον συγκεκριμένο γιατί, οταν η σειρά του στην εθνικές ομάδες, «κόπηκε». Ο ίδιος βέβαια λέει ότι δεν ήταν έτοιμος και αν δεν υπήρχε εκείνος ο αποκλεισμός δεν θα είχε δουλέψει τόσο πολύ και διπλάσιες ώρες για να πετύχει.
Δυστυχώς όμως η λογική Διαμαντίδη είναι η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας.
Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, επεμβαίνει ο μπαμπάς και λέει «σε έκοψε, παικταρά μου. Όλοι τους φταίνε. Δεν ξέρουν».
Ο Παπαλουκάς είναι μια αντίστοιχη περίπτωση. Έπαιξε στα 20 του από τον Εθνικό Ελληνορώσων.
Και ο Τσαρτσαρής έδωσε αγώνα για να καθιερωθεί.
Ο Νίκος Ζήσης ήταν ταπεινός και «σκύλος» μέσα στο γήπεδο. Με δουλειά και σεβασμό σε όλους, έφτασε εκεί που έφτασε.
Αλλά αυτά τα παιδιά πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Έβγαλαν τον τσαμπουκά και τον χαρακτήρα τους στο γήπεδο. Επιβίωσαν μέσα από ένα σκληρό αγώνα. Παίκτες, όπως λέω εγώ, «ελευθέρας βοσκής».
Τα σημερινά παιδιά και το προστατευμένο περιβάλλον τους, μοιάζουν μπροστά τους με κοτόπουλα ορνιθοτροφείου.
Παίζει κάποιος δύο ματς με την εθνική Παίδων και του γράφουν ύμνους! Τους δίνουν γαλόνια που δεν έχουν! Τους σαπίζουν τα μυαλά…
Ας σταματήσουμε λοιπόν να ζητάμε από τα παιδιά πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν, πράγματα που δεν συμβαδίζουν με την ηλικία τους. Ένας είναι ο Ντόνσιτς και είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας!
Αν θέλουμε να πάει το μπάσκετ μπροστά πρέπει όλοι να συμβάλλουμε με νέες ιδέες. Να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να αποφασίσουμε τι θέλουμε.
Πώς μπορεί όμως να γίνει αυτό, όταν αυτή τη στιγμή στην Ομοσπονδία δεν μπορούν να αποφασίσουν με τι μπάλες θα παίζει το Μίνι σε όλη τη χώρα! Με άλλες παίζει η ΕΣΚΑ, με άλλες η ΕΚΑΣΘ, με άλλη η ΕΚΑΣΑΜΑΘ ( Ένωση Μακεδονίας-Θράκης).
Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει ένας άνθρωπος να πει τι θα γίνει!
Με τη διαιτησία όμως και ποιος θα σφυρίξει ποιόν, ασχολούνται όλοι συνεχώς!
Πώς λοιπόν θα πάει το αναπτυξιακό μπροστά; Η ομοσπονδία πρέπει να τα σχεδιάσει από την αρχή, αποβάλλοντας τα «αγκάθια».
Εν κατακλείδι και λίγο πριν αρχίσουν τα πρωταθλήματα υποδομών, θέλω να απευθυνθώ σε παιδιά, γονείς και προπονητές:
-Παιδιά, θυμηθείτε τι είπε ο Αντετοκούνμπο: «Στην Αμερική, είναι πολλοί που έχουν το ύψος μου, το άνοιγμα χεριών μου, την κατασκευή μου, αλλά δεν δουλεύουν όσο εγώ».
Για να φτάσετε λοιπόν σε κορυφαίο επίπεδο, πέρα από τα βιολογικά χαρακτηριστικά και τα γονίδια, αν δουλέψετε, σίγουρα κάτι θα πετύχετε. Επίσης να είστε καλοί μαθητές, καλοί χαρακτήρες και καλοί συμπαίκτες.
-Προπονητές, ακούστε τα λόγια του Χρήστου Τσολάκη, φιλόλογου και πανεπιστημιακού που μου έλεγε: «Γνώση του αντικειμένου, μεταδοτικότητα και να αγαπάτε τα παιδιά».
Τα δύο πρώτα μπορούν να βελτιωθούν. Το τρίτο αν δεν υπάρχει, ακυρώνει τα άλλα δύο.
-Γονείς, μην μεταφέρετε στα παιδιά τα άγχη σας για το μέλλον τους. Αναζητήστε το καλύτερο δυνατό περιβάλλον και εμπιστευτείτε τους ανθρώπους στους οποίους εμπιστεύεστε τα παιδιά σας. Υπομονή. Βάλτε στόχους μικρούς και εφικτούς.
Ο Γιωργάκης, ο Γιαννάκης ή ο Κωστάκης δεν θα γίνουν ΝΒΑers σε μια εβδομάδα ή σε ένα μήνα.
Και όλοι μαζί, ας θυμηθούμε τα λόγια του Αριστοτέλη:
«Είμαστε οι επιλογές μας».
Επιλέξτε σωστά λοιπόν!
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος