Ξεπροβάλλουν ανάμεσα στις καταπράσινες πυκνές φυλλωσιές σαν λαμπερές σφαίρες.
Θα τα δεις και -ιδίως την άνοιξη- θα τα μυρίσεις όπου σταθείς κι όπου βρεθείς στην Ανδαλουσία και ειδικά στη Σεβίλλη, την πόλη που έχει τις περισσότερες πορτοκαλιές από κάθε άλλη στον πλανήτη.
Μα τα δικά της σεβιγιάνικα πορτοκάλια δεν είναι σαν αυτά που ξέρουμε. Σπάνια ζουμερά, ποτέ απόλυτα γλυκά. Δεν τα αποκαλούν τυχαία «naranjas amargas de Sevilla», «πικρά πορτοκάλια της Σεβίλλης» δηλαδή. Η επίγευσή τους δεν έχει στάλα γλύκας, μόνο πίκρα.
Κάτω από τη δική τους όψη και το δικό τους άρωμα μεγάλωσε ο Σέρχιο Ράμος, γέννημα θρέμμα της Ανδαλουσίας, έμαθε να χρησιμοποιεί τη φαντασία του και να τα εκμεταλλεύεται, να τα κλωτσά και να τα σουτάρει, όσο επέστρεφε σπίτι από το σχολείο, γιατί το ομορφότερο και αγαπημένο του παιχνίδι δεν μπορούσε να σταματήσει, ακόμα κι όταν δεν είχε μια πραγματική μπάλα στα πόδια του.
Και φυσικά έμαθε επίσης πως αυτά τα πορτοκάλια δεν μπορεί να τα φάει έτσι, γιατί πολύ απλά δεν τρώγονται παρά μόνο σαν μετατραπούν στην παραδοσιακή σεβιγιάνικη μαρμελάδα πορτοκαλιού. Μόνο που, ακόμα και βουτηγμένα στο σιρόπι, τα «naranjas amargas» δεν χάνουν ποτέ το σήμα κατατεθέν τους, αυτή την πικρή επίγευση.
Μια γεύση απόλυτα οικεία, “σπιτική”, για τους κάλυκες του Σέρχιο Ράμος. Μια γεύση που έμελλε να θυμηθεί καλά ως μεγάλο παιδί πια. Δακρυσμένο και πληγωμένο, στο πιο δύσκολο «αντίο», στον απρόσμενο αποχαιρετισμό του στη “Βασίλισσα” της ζωής του, τη Ρεάλ.
Δεκαέξι χρόνια γεμάτα από το σιρόπι της αμύθητης δόξας, των αμέτρητων ανεκτίμητων στιγμών και κορυφών, μα ταυτόχρονα 16 χρόνια παραδομένα σε αυτή την αίσθηση, στην ίδια πικρή επίγευση των «naranjas amargas» που αναστήθηκε από τις παιδικές του αναμνήσεις για να ζωντανέψει σε εκείνο το «Ήρθε η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Δεν ήμουν προετοιμασμένος να αποχαιρετήσω τη Ρεάλ».
Δεκαέξι χρόνια γεμάτα δόξα, εγκλωβισμένα όμως στα δεσμά του άδοξου πρόωρου τέλους και ένα διαλυμένο 35χρονο παιδί να προσπαθεί να διαχωρίσει τη γεύση από την επίγευση, να αναζητεί επίμονα τη γλύκα ανάμεσα στην πίκρα, όπως έκανε και κάποιες δεκαετίες πριν, τρώγοντας τη μαρμελάδα που τον μεγάλωσε.
Από το διαλυμένο του γόνατο στη Σεβίλλη κι από εκεί Galáctico
Στο στήθος του κανείς θα δει γραμμένη τη φράση «Ομολογώ πως έζησα». Μα η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν ο Ράμος φρόντιζε όχι απλώς να ζει αλλά να το ζει.
Ζωηρός και αεικίνητος από μικρός, η μητέρα του θυμάται να τρέχει να τον μαζεύει από τις πλατείες, εκεί όπου η απογευματινή μπαλίτσα δεν τελείωνε ποτέ, πριν νυχτώσει. Γρήγορα ξεχώρισε πάντως και από τις πλατείες βρέθηκε στην ακαδημία της αγαπημένης του Σεβίλλης, της ομάδας που έμαθε να αγαπά ως παιδί.
Μεγάλωσε σε αυτή, δίπλα σε φίλους που έγιναν αδέρφια του, στους Χεσούς Νάβας και Αντόνιο Πουέρτα, και παρέα στελεχώσαν μια από τις πιο ελπιδοφόρες φουρνιές των Ανδαλουσιανών. Ο Ράμος εξελισσόταν συνεχώς, ήδη από την εφηβική του ηλικία φαινόταν πως είναι ένα κτήνος εν τη γενέσει, πως έχει τα πάντα για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και να παίξει επαγγελματικά.
Όμως η εκρηκτικότητα και η φλόγα που πάντα όριζαν τις επιλογές του, λίγο έλειψαν να σκοτώσουν τα όνειρά του πολύ πρόωρα. Ήταν μόλις 14 ετών, ζούσε την περιπέτεια με τον Κάρλος, αλλά τα χέρια του τελευταίου έχασαν τον έλεγχο και η μηχανή που καβαλούσαν συνετρίβη. Το γόνατο του Σέρχιο διαλύθηκε.
Ξαφνικά, για χάρη μιας εφηβικής ηλιθιότητας, βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με τις σοβαρές επιπτώσεις του πειθαρχικού κώδικα της ακαδημίας της Σεβίλλης, τον οποίον είχε αγνοήσει συνειδητά και επιδεικτικά, αλλά και με έναν τραυματισμό που θα μπορούσε να τον ταλαιπωρήσει για μια ζωή, ακόμα και στο περπάτημα. «Πιστέψαμε ότι δεν θα αναρρώσει ποτέ», ομολόγησε χρόνια μετά ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο οποίος πάντα βρισκόταν στο πλευρό του.
Πέρασε έναν χρόνο πονώντας φρικτά, μακριά από τα γήπεδα. Και μάλιστα έναν κρίσιμο χρόνο, σε ηλικία που το ξεπέταγμα έρχεται για να καθορίσει ολόκληρες καριέρες. Οι γονείς του θυμούνται να τον βλέπουν να μην αντέχει να τεντώσει πλήρως το γόνατό του και ταυτόχρονα να βυθίζεται στις τύψεις της ανευθυνότητάς του. Μα μέσα από αυτές αναδύθηκε το τέρας πνευματικής δύναμης που αργότερα θα παρέσερνε τα πάντα στο διάβα του.
«Έδενε λάστιχα στους καναπέδες και έκανε ασκήσεις, όσο τα δάκρυα έρρεαν σαν ποτάμια στο πρόσωπό του», είπε πριν μερικά χρόνια η μητέρα του, ενώ ο ίδιος έχει αναγνωρίσει αυτή την τραυματική εμπειρία ως το κίνητρο που τον ανάγκασε μέσα του να κάνει τα πάντα για να επανορθώσει και να πετύχει. «Κάθε τέντωμα με λύγιζε από τον πόνο. Έκλαιγα κάθε μέρα, ήταν τρελό. Αλλά, όσο περισσότερο πονούσα, τόσο περισσότερες επαναλήψεις έκανα», θυμάται χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Σχεδόν κανείς δεν πίστεψε πως μπορεί να επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν. Μα δεν χρειαζόταν να το πιστέψει κανείς άλλος πέρα από τον ίδιο.
Ο Ράμος μετά από τόνους ιδρώτα και σκληρής δουλειάς μπήκε ξανά στις ράγες του με προορισμό την κορυφή. Μόλις στα 18 του βρέθηκε να γίνεται βασικό μέλος μιας Σεβίλλης που ήταν κακός μπελάς για τους μεγάλους. Και αυτοί είχαν αρχίσει ήδη να λιγουρεύονται το παιδί με τα μακριά μαλλιά στο δεξί άκρο της άμυνάς της.
Μια σεζόν ήταν αρκετή. Ο Σέρχιο Ράμος προσγειώθηκε σαν κομήτης στο ισπανικό ποδόσφαιρο και έπεισε άμεσα τον Φλορεντίνο Πέρεθ πως απλώς πρέπει να τον ντύσει στα λευκά. Το συντομότερο δυνατό.
Στον δρόμο προς το πάνθεον
27.000.000 ευρώ. Τόσα έβγαλε από τα ταμεία της η Ρεάλ Μαδρίτης το καλοκαίρι του 2005 για να τον φέρει στην πρωτεύουσα. Ήταν μόλις 19 ετών, ποτέ κανείς δεν είχε πληρώσει περισσότερα χρήματα για έναν Ισπανό αμυντικό τότε. Ποτέ ξανά ο Φλορεντίνο Πέρεθ δεν προσγείωσε στο Bernabéu άλλον Ισπανό ποδοσφαιριστή στην πρώτη του θητεία στην Προεδρεία του στους «Merengues».
Μέσα στην εποχή των περίφημων «Galácticos», ο Ράμος ήταν κάτι διαφορετικό, μάλλον γιατί ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό. Κουβάλησε από την πρώτη στιγμή το «4» στην πλάτη, όχι ένα τυχαίο νούμερο αλλά το «4» του εμβληματικού Ιέρο, και μπήκε από πολύ νωρίς στα βαθιά.
Αρχικά ως στόπερ και έπειτα ξανά ως δεξί μπακ, στη θέση στην οποία έλαμψε. Πριν καλά-καλά το καταλάβει κανείς, ο Σέρχιο είχε ήδη γίνει ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στην Ισπανία.
Μαχητικός μα μπαλάτος, με προσωπικότητα και αέρα Πρωταθλητή, πάντα με το άστρο των σημαντικών στιγμών, των σημαντικών -και πάμπολλων για αμυντικό- γκολ.
Η καθιέρωση και στην Ισπανία έδειχνε να είναι απλώς ένα θέμα χρόνου. Και φυσικά ο Ράμος ήταν εκεί σε κάθε κορυφή εκείνης της μοναδικής ομάδας που σάρωσε τα πάντα. Ή μάλλον ήταν κάτι παραπάνω από εκεί. Στα γήπεδα της Αυστρίας και της Ελβετίας το 2008, στη Νότια Αφρική το 2010, την Πολωνία και την Ουκρανία το 2012.
Βασικός και αναντικατάστατος στην καλύτερη Εθνική της ιστορίας, γέμισε από νωρίς με τίτλους που άλλοι ονειρεύονται όλη τους τη ζωή, μα ακόμα τα καλύτερα βρίσκονταν μπροστά του. Γιατί συνεχώς θα γινόταν ολοένα και πιο σημαντικός για τη Ρεάλ. Ήταν γραφτό του.
Ήδη από το 2009 είχε μπει στον κύκλο των αρχηγών της «Βασίλισσας» και θα συνδύαζε την ίδια σεζόν με την αλλαγή που θα μετάλλασσε όλη του την καριέρα. Ο Πέπε τραυματίστηκε σοβαρά και ο Σέρχιο ήταν αυτός που κλήθηκε να καλύψει το κενό στα στόπερ.
Καθιερώθηκε στο κέντρο της άμυνας, φορούσε το περιβραχιόνιο όλο και πιο συχνά και άρχισε να μετατρέπεται στον ηγέτη που όλοι έβλεπαν να έρχεται, στον απόλυτο σωματοφύλακα της «Βασίλισσας», ο οποίος δεν δίστασε ποτέ να λερώσει την περσόνα του για χάρη της. Με κλωτσιές, με μπινελίκια, με ξύλο. Αλλά και με καλλιτεχνικές άμυνες, με αψεγάδιαστα τάκλιν και ωδές αυτοθυσίας.
Η Ρεάλ ακόμη ψαχνόταν στη νέα της εποχή, στη σκιά της υπερηχητικής Μπαρτσελόνα του Γκουαρδιόλα, αλλά ακόμα κι έτσι ο Ράμος βρισκόταν καθ’ οδόν προς το πάνθεον των Μαδριλένων. Με το πάθος και την ποιότητά του, την προσφορά του.
Τα πάντα ωστόσο καθορίζονται από στιγμές, από λεπτομέρειες. Η ιστορία αλλάζει σε δευτερόλεπτα και χωρίς εκείνα τα δευτερόλεπτα νεκρού χρόνου σε εκείνο το βράδυ στη Λισαβόνα, ο Σέρχιο Ράμος δεν θα ήταν ο ίδιος. Γιατί ούτε η Ρεάλ Μαδρίτης θα ήταν η ίδια.
92:48
«Είπα στη μαμά μου πως πλέον μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Είναι το γκολ της καριέρας μου, για όλα αυτά που συμβολίζει για μένα και όλον τον σύλλογο. Ονειρευόμουν την τέλεια μπαλιά και αυτό συνέβη. Δεν το έβαλα με το κεφάλι μου, το έβαλα με την ψυχή μου».
Κάθε μοίρα, κάθε συμπαντική δύναμη που διέπει τη ζωή έδειξε να έχει πάρει την απόφασή της, η ιστορία έδειξε να έχει γραφτεί. Μα στη ρωγμή της, πάνω στο τελευταίο γύρισμα του δείκτη, εκείνος ήταν εκεί για να παγώσει τα πάντα και να αλλάξει τον ρου της. Ο μύθος του ίδιου, ο μύθος ενός συλλόγου, η πιο βαριά φανέλα του πλανήτη, όλα ισορρόπησαν στη δική του πλάτη κι αυτός, σαν άλλος Άτλαντας, φρόντισε να τα σηκώσει για να ζωγραφίσει την ίσως σπουδαιότερη στιγμή στην ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης.
Η απόλυτη λύτρωση και η απόλυτη ηδονή εγκλωβισμένες σε εκείνο το δευτερόλεπτο, στο 92:48 της Λισαβόνας. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο χωρίς αυτή την τέλεια κεφαλιά.
Η -αλύγιστη κι απέθαντη στα αστέρια- Ρεάλ θα είχε ηττηθεί σε έναν Τελικό Champions League, ακούγεται αστείο, και μάλιστα από τη συμπολίτισσα Ατλέτικο, η αναμονή για την επιστροφή στον ευρωπαϊκό θρόνο θα συνεχιζόταν με ακόμα περισσότερη πίεση, ακόμα περισσότερη γκρίνια. Είχε μείνει 12 χρόνια μακριά από την αγαπημένη της κούπα, πάρα πολλά για ένα club όπως αυτό. Είχε κολλήσει στην ένατη και το μυθικό βολ πλανέ του Ζιντάν, μέχρι που ήρθε η μυθική κεφαλιά του Σέρχιο Ράμος για να την κρατήσει ζωντανή για εκείνη την ιστορική «Decima».
Ήταν τόσο… Ράμος αυτό το γκολ. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τόσο κομβικό και πολύτιμο, τόσο θαρραλέο. Τόσο εριστικό και εκνευριστικό, αν ήσουν ένας από τους πολλούς που τον μισούσαν, όσο και η χαρακτηριστική χειρονομία σε στιλ «δεν σας ακούω» στον πανηγυρισμό.
Μα ακόμα πιο… Ράμος ήταν αυτό που έκανε αμέσως μετά. Στον κύκλο των εξουθενωμένων Μαδριλένων λίγο πριν την παράταση ήταν εκείνος που πήρε τον λόγο, εκείνος που τους γέμισε με πίστη, εκείνος που τους έκανε να καταπιούν τον αντίπαλό τους στη συνέχεια του αγώνα και να φτάσουν στη ζεστή αγκαλιά της δικαίωσης αυτού του Champions League.
Η ιστορία άλλαξε για πάντα μέσα από αυτό το γκολ. Η ιστορία του Ράμος και της Ρεάλ. Εκείνη ανέστησε τη χαμένη της ευρωπαϊκή πυγμή κι έστησε την πιο θρυλική αυτοκρατορία στα αστέρια. Εκείνος εξασφάλισε και επτασφράγισε την ανεξίτηλη παρουσία του στα βιβλία της ιστορίας της.
Και πού να ήξερε τι ερχόταν… Η «Decima» ήταν μόνο η αρχή, ο Ράμος θα οδηγούσε ιπποτικά τη «Βασίλισσα» σε ακόμα τρία Champions League, τρία διαδοχικά Champions League, και θα το έκανε με τον δικό του τρόπο.
Με γκολ στον Τελικό του 2016, με εμβληματικό τάκλιν πάνω στον Κουαδράδο σε αυτόν του 2017, με την περίφημη πια “λαβή” στον Σαλάχ το 2018. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν τραυμάτισε επίτηδες τον Αιγύπτιο, κανείς δεν θα πιστέψει κιόλας τίποτα άλλο από αυτό που θέλει. Όμως αυτός ήταν ο Ράμος και στο τέλος της ημέρας λατρεύτηκε και για αυτό.
Για το -εντός και εκτός φάσεων- ξύλο και τα σκληρά μαρκαρίσματα, για το πόσο εκνευριζόταν στις ήττες, για το ρεκόρ καρτών στην ιστορία της La Liga, για τα αμέτρητα μπινελίκια. Για όλη τη φλόγα μέσα του, η οποία είχε μάθει πια να καίει για χάρη του έρωτά του, της δικής του “Βασίλισσας”, δίχως να λογαριάζει τίποτα άλλο, “καθωσπρεπεισμούς”, την εικόνα του και οτιδήποτε συναφές.
Για τη φλόγα μέσα του, η οποία σίγουρα δεν τον έκανε αρεστό σε όλους, μα ταυτόχρονα τον κρατούσε πάντοτε αληθινό. Και τον καθιστούσε -ακόμα κι αν ελάχιστοι το παραδέχονταν- ζηλευτό για κάθε αντίπαλο. Γιατί ποιος δεν θα ήθελε έναν Ράμος στην ομάδα του; Ποιος δεν θα ήθελε έναν Ράμος για αρχηγό του;
Θα τον ήθελαν άπαντες, τον είχε όμως μόνο η Ρεάλ κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο ξεχωριστό. Παρά τα κατά καιρούς παιχνιδάκια με την ιδέα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή της Κίνας, οι δυο τους πορεύονταν μαζί και κανείς δεν μπορούσε να τους φανταστεί χώρια. Πιθανότατα ούτε ο Σέρχιο πιθανότατα ούτε η «Βασίλισσα». Ήταν εκεί. Ο καλύτερος αμυντικός του πλανήτη στη μεγαλύτερη ομάδα του πλανήτη. Ορκισμένοι ερωτευμένοι. Για μια ζωή. Ή και όχι.
Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, αδράνεια και άκαρδο «αντίο»
«Θα μείνεις για πάντα μαζί μας, να το θυμάσαι αυτό. Και σύντομα θα μιλήσουμε για το συμβόλαιό σου. Σκέψου καλά τι θες, γιατί τα έχω όλα έτοιμα. Απλώς θα σε βάλω να υπογράψεις. Στο είπα, για πάντα μαζί», φημολογείται πως του είπε ο Φλορεντίνο Πέρεθ το καλοκαίρι του 2018, μετά το τέταρτο Champions League σε πέντε χρόνια.
Το συμβόλαιό του είχε ακόμη ισχύ για τρία χρόνια, αλλά ήδη όλοι φαντάζονταν πως η σχέση αυτή δεν θα είχε καμία ημερομηνία λήξης. Ο Ράμος είχε γίνει ο εμβληματικός αρχηγός, είχε σηκώσει ό,τι κούπα υπάρχει και ήταν ακόμη κορυφαίος.
Το 2019 πέρασε, το 2020 το ίδιο, μέχρι που ήρθε το 2021 και τα πάντα άλλαξαν. Τα πάντα οδήγησαν σε εκείνο το πληγωμένο, δακρυσμένο παιδί που κάποτε υπήρξε ο απόλυτος ηγέτης της Ρεάλ. Οι υποσχέσεις του Πέρεθ δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Η αλήθεια μπορεί να μην έχει καν σημασία, να είναι βαρετή σε τέτοιες περιπτώσεις, μα φαντάζει δύσκολο πως αυτές οι -μέχρι πρότινος ερωτευμένες- δύο πλευρές απλώς δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν.
Η Ρεάλ επέδειξε τον κυνισμό της, όπως έκανε με κάθε θρύλο της, με κάθε Ραούλ και Κασίγιας. Του προσέφερε μονοετή ανανέωση, όπως έκανε με κάθε παίκτη άνω των 30. Ο αρχηγός δεν εξαιρέθηκε. Ο ίδιος ήθελε δύο χρόνια για την ασφάλεια. Ο καιρός κυλούσε, οι επικοινωνίες είχαν κοπεί, η οποιαδήποτε ευελιξία είχε χαθεί, η επιθυμία είχε καλυφθεί από ένα νέφος αμφιβολίας.
Ο Ράμος εν τέλει έκανε πίσω, είπε το «ναι» στη μονοετή επέκταση. Μα αμέσως μετά έμαθε πως ήταν ήδη αργά. Η διορία είχε παρέλθει, ο ίδιος υποστήριξε πως δεν ήξερε καν ότι υπήρχε διορία. Μα αυτή είναι η Ρεάλ, με τα καλά και τα κακά της, κι αυτός είναι ο Φλορεντίνο Πέρεθ. Στυγνός και αποστασιοποιημένος από οποιοδήποτε ίχνος συναισθήματος, ακόμα κι όταν πρόκειται για τον απόλυτο ζωντανό θρύλο των «Merengues».
Κανείς δεν ξέρει αν ο Ράμος όντως αγνοούσε την ύπαρξη διορίας, κανείς δεν κατάλαβε γιατί η Ρεάλ δεν περίμενε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο την απόφαση του συμβόλου της, γιατί έπρεπε να εγκλωβίσει χρονικά τον ηγέτη της. Κανείς δεν θα μάθει και τίποτα δεν θα αλλάξει. Τίποτα δεν θα σβήσει την εικόνα του δακρυσμένου Σέρχιο να προσπαθεί να αποδεχθεί την κατάσταση, να αντιληφθεί τι έχει συμβεί και να φτάνει σε ένα «αντίο» που ποτέ δεν περίμενε πως θα χρειαστεί να ξεστομίσει.
Τίποτα -πιθανότατα ποτέ- δεν θα καθαρίσει από τον ουρανίσκο αυτή την πικρή επίγευση, τη γεύση των «naranjas amargas» που έμεινε να λεκιάζει μάλλον 16 ανεκτίμητα χρόνια. «Ποτέ μου δεν θέλησα να φύγω από εδώ. Αποδέχθηκα την πρόταση της Ρεάλ, αλλά δεν με είχαν ενημερώσει ότι αυτή δεν ίσχυε πια. Με εξέπληξαν αρνητικά, αλλά δεν θέλω να μπω σε διαμάχη. Αγαπάω την ομάδα και δεν μπορώ να κάνω κάτι για να αλλάξει η απόφασή της», είπε βουρκωμένος στην ψυχρή τελετή του αποχαιρετισμού του.
Στα πλευρά του το μελάνι της βελόνας έχει γράψει: «Σε ευχαριστώ, Θεέ, για την ακατανίκητη ψυχή μου, είμαι ο κύριος του πεπρωμένου μου».
Μα, όπως αποδείχθηκε, στο τέλος δεν κατάφερε να ορίσει ο ίδιος το πεπρωμένο του, γιατί κανείς ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτό θα τον οδηγούσε μακριά από τη “Βασίλισσα” της ζωής του.
Ήταν εκεί στις αμέτρητες υπέρλαμπρες στιγμές και επίσης εκεί σε άλλες τόσες κακές και ταπεινωτικές ημέρες και περιόδους. Σημασία πάντα είχε ότι ήταν εκεί. Μέχρι που σταμάτησε να είναι. Χωρίς κανείς να χωνέψει τα “πώς” και τα “γιατί”.
Μετά από 16 χρόνια, 671 παιχνίδια, 101 γκολ και 22 τίτλους. Ο «κύριος του πεπρωμένου του» στο τέλος της ημέρας μπόρεσε μόνο να καταστήσει τον εαυτό του τον -ίσως- καλύτερο αμυντικό που έπαιξε ποτέ το παιχνίδι και να γίνει το απόλυτο σύμβολο του μεγαλύτερου συλλόγου του πλανήτη, χτίζοντας έναν ασύλληπτο μύθο που θα βρυχάται στα πέραντα του ποδοσφαιρικού χωροχρόνου, όπως ακριβώς έκανε και ο Ράμος στο γήπεδο.
Ακόμα κι αυτό ωστόσο δεν ήταν αρκετό για να του εξασφαλίσει το ονειρεμένο «αντίο» που θα ήθελε, ακόμα κι αυτό δεν μπόρεσε να του χαρίσει την ολοκλήρωση ενός πεπρωμένου που θα τον ήθελε για πάντα στα αγαπημένα του λευκά. Ακόμα κι αυτό δεν απέτρεψε το πρόωρο και κυρίως απόλυτα -για τα δικά του δεδομένα- άδοξο τέλος.
Δεν εξαφάνισε την πικρή επίγευση και άφησε τους πάντες -τον Ράμος, τη Ρεάλ κάθε ποδοσφαιρόφιλο- σαστισμένους και μπερδεμένους. Μα και ελεύθερους για τις δικές τους ερμηνείες. Σε αυτό το love story ο καθένας μπορεί να πολεμήσει για να επιλέξει τη δική του γεύση, αναζητώντας επίμονα τη γλύκα ανάμεσα στην πίκρα και διαχωρίζοντας την πίκρα από τη γλύκα, όπως έκανε και κάποιες δεκαετίες πριν ο μικρός Σέρχιο, τρώγοντας τη μαρμελάδα που τον μεγάλωσε, γευόμενος τα «naranjas amargas», τα οποία -πού να το φανταζόταν κανείς- έφτασαν να συμβολίζουν -ίσως- τη γεμάτη πάθος καριέρα του στη Ρεάλ.
CHECK IT OUT: Ο Σέρχιο Ράμος αμφισβήτησε την κλασική έννοια και του αμυντικού και της περσόνας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χεσούς Νάβας: Σα νερό που δεν εξατμίζεται