Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Καζακστάν και, επειδή οι καταστάσεις τότε εκεί ήταν κάπως περίεργες, σε ηλικία 20 ετών ήρθαν στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή.
Δεν ξαναγύρισαν πίσω. Ούτε κι εγώ έχω πάει ποτέ.
Θυμάμαι ήμουν έξι ετών στην Περίσταση Κατερίνης, όταν έβαλα κάτω την μπάλα απλώς για να παίξω.
Πέρασαν δυο χρόνια και πήγα στον ΜΑΣ Καλλιθεακό, έπαιζε τοπικό τότε και προπονητής μου ήταν ο Στέφανος Ταμπουξής.
Στο ξεκίνημά μου, τότε που άρχισε η αγάπη για το ποδόσφαιρο, αλλά και στη συνέχεια έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στις επιλογές μου ο πατέρας μου.
Αγαπούσε και εκείνος πολύ το άθλημα, ήθελε να ασχοληθώ, μάλιστα στην αρχή είχε ξεκινήσει και ο μεγαλύτερος μου αδερφός.
Τότε εγώ απλώς ήθελα να παίζω μπάλα, δεν είχα άλλες βλέψεις σ’ εκείνη την ηλικία, με έκανε χαρούμενο να είμαι με τους φίλους μου, περίμενα πώς και πώς αυτήν την ώρα να έρθει, να πάω στην προπόνηση, να παίξουμε ως παιδιά.
Τότε μου άρεσαν ο Νίκος Νταμπίζας, ο Τάκης Φύσσας, ο Ζήσης Βρύζας , ο Γιώργος Καραγκούνης, από αυτούς ήταν οι πρώτες μου εικόνες, ενώ από ξένους ο Ρονάλντο, ο Ροναλντίνιο και ο Μαρσέλο, τον οποίον μάλιστα παρακολουθούσα και λόγω της ίδιας θέσης που παίζουμε.
Από την Κατερίνη στο Λονδίνο
Στην Κατερίνη κάποια στιγμή έγιναν δοκιμαστικά από ανθρώπους των ακαδημιών της Άρσεναλ, είχε έρθει και ο κύριος Λάκης Παπαϊωάννου, με σκοπό όσοι επιλεγούν να πάνε στο Λουτράκι, όπου θα γίνονταν και τα τελικά δοκιμαστικά από τον Τεχνικό Διευθυντή των ακαδημιών.
Ήμουν σε μια ηλικία δύσκολη, 12 ετών, για να αποχωριστεί μια μαμά το παιδί της και στην αρχή η μητέρα μου δεν ήταν θετική, δεν ήθελε να φύγω με τίποτα.
Ο πατέρας μου αγαπούσε τόσο πολύ το ποδόσφαιρο όμως, ήθελε να με δει να προοδεύω και τελικά την έπεισε να μας αφήσει με τον αδερφό μου να κάνουμε ένα τέτοιο βήμα.
Στο Λουτράκι πια αντιμετώπισα την όλη κατάσταση και ως παιχνίδι αλλά και ως μια καλή ευκαιρία να δείξω το ταλέντο μου.
Τελικά έμεινα και τα τέσσερα χρόνια, δύο στο Λουτράκι και δύο στη Θεσσαλονίκη, διάστημα κατά το οποίο, όπως και αργότερα στην Αγγλία, ήμουν μαζί με τον Σάββα Μούργο.
Τα δύο πρώτα χρόνια ήταν κάτι σαν προσαρμογή για εμένα, δεν το έβλεπα τόσο σοβαρό όσο πραγματικά ήταν αυτό το πρόγραμμα, αλλά στη συνέχεια άρχισα να διαπιστώνω κι εγώ πόσο βελτιωνόμουν, πόσο σημαντικά ήταν αυτά που κάναμε εκεί και ότι μας δινόταν η ευκαιρία να πάμε στο εξωτερικό!
Στα 16 μου ήταν ο πρώτος χρόνος που επιλέχτηκα για να πάω στην ακαδημία της Άρσεναλ στην Αγγλία! Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό και ένιωσα τότε πολύ χαρά!
Είχα κι έναν φόβο, αλλά τα τέσσερα χρόνια στην ακαδημία στην Ελλάδα μάς είχαν κάνει πιο δυνατούς, πιο τολμηρούς, μας έβαλαν σε έναν δρόμο να καταλάβουμε ότι, για να πετύχουμε το όνειρό μας, πρέπει να θυσιάσουμε πολλά πράγματα κι έτσι μπόρεσα να κάνω εν τέλει το ταξίδι και να ξεπεράσω πιθανούς φόβους.
Όταν πήγα στις εγκαταστάσεις, έμεινα με ανοιχτό το στόμα, εντυπωσιάστηκα από το προπονητικό κέντρο και τα γήπεδα, είδα σε τι επίπεδο βρίσκονταν εκεί, δεν τα είχα ξαναδεί στη ζωή μου, δεν μπορούσες να βρεις μια ατέλεια.
Παράλληλα, σου παρείχαν τα πάντα για να μπορέσεις να φτάσεις στο επόμενο επίπεδο, οι παροχές για την προπόνηση δηλαδή ήταν διαφορετικές σε κάθε παίκτη, προσαρμοσμένες στην προσωπική του βελτίωση!
Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολα με το θέμα της γλώσσας, δεν μιλούσα καλά τα αγγλικά, αλλά είχαμε τρεις φορές την εβδομάδα ιδιαίτερα (ειδικά τις δύο πρώτες χρονιές κάναμε πολύ εντατικά εμείς που ήμασταν από το εξωτερικό) με καθηγήτριες, οι οποίες έρχονταν εκεί που μέναμε αλλά και στο προπονητικό κέντρο που κάναμε τα μαθήματά μας, κι έτσι έμαθα τη γλώσσα πολύ πιο γρήγορα.
Ο Αρσέν Βενγκέρ ερχόταν σε κάποιες προπονήσεις και παρακολουθούσε, αλλά και την ώρα του φαγητού, επειδή αυτό λάμβανε χώρα σε ενιαίο χώρο με την πρώτη ομάδα και ήμασταν όλοι μαζί, μπορούσαμε να κάνουμε μια χειραψία.
Όσα έχει πετύχει στην καριέρα του αυτός ο άνθρωπος είναι απίστευτα, ενώ εκείνα που με εντυπωσίαζαν περισσότερο ήταν ο τρόπος προπόνησής του και η συνολική λειτουργία της ομάδας.
Όταν λοιπόν βλέπεις τον εαυτό σου να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους τέτοιου (ποδοσφαιρικού) επιπέδου, έχεις και ο ίδιος βλέψεις για τον εαυτό σου.
Έτσι είχα και εγώ τα όνειρά μου, ότι θα καταφέρω να φτάσω στην Α’ ομάδα!
Πεισμωμένος στην Μπρέντφορντ
Ένιωθα όμως κάθε στιγμή ότι προερχόμουν από μια χώρα στην οποία δεν είναι ιδιαίτερα προηγμένο το ποδόσφαιρο.
Μπορεί οι άνθρωποι εκεί να μας αντιμετώπιζαν πάντα με σεβασμό, αλλά κάποιες φορές έβλεπες ότι προτιμούσαν περισσότερο παιδιά της χώρας τους.
Δεν τους αδικώ ούτε λέω φυσικά ότι όλο αυτό σού δημιουργούσε πρόβλημα ή σε έκανε να σταματήσεις να δουλεύεις σκληρά και να κυνηγάς το όνειρό σου.
Έπαιξα έναν χρόνο στην Κ18, ο πρώτος χρόνος ήταν λίγο δύσκολος για εμένα, ήθελα να προσαρμοστώ και να μάθω τον τρόπο παιχνιδιού, αλλά τον δεύτερο ήμουν πιο έτοιμος, είχαμε και προπονητή τον Τιερί Ανρί που τον έβλεπες και προσπαθούσες να πάρεις ό,τι μπορούσες από τις οδηγίες που έδινε.
Ο στόχος μου λοιπόν ήταν να φτάσω στην πρώτη ομάδα, όπως, νομίζω, και όλων των παιδιών που ήμασταν εκεί τότε, κάποιες φορές όμως σε αυτήν την ηλικία δεν είσαι έτοιμος να μπεις και να παίξεις.
Οπότε το να πας κάπου χαμηλότερα, ώστε να μπορέσεις να πάρεις παιχνίδια και να δείξεις ποιος είσαι, μπορεί να σε βοηθήσει να ξαναφτάσεις στο σημείο για το οποίο παλεύεις. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ και έκανα το βήμα για την Μπρέντφορντ, στην οποία πήγα πεισμωμένος και θέλοντας να πετύχω, φεύγοντας έτσι από την Άρσεναλ.
Τους πρώτους μήνες που ήμουν στην Β’ ομάδα, ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω σκληρά και να αποδείξω ποιος είμαι, προκειμένου να μπω στην Α’ ομάδα και να πάρω αυτό που αξίζω.
Μετά από τρεις μήνες όντως με πήραν να προπονηθώ με την πρώτη ομάδα, με προπονητή τον Ντιν Σμιθ. είχε τραυματιστεί το αριστερό μπακ και πήρα την ευκαιρία να κάνω προπόνηση με τους μεγάλους.
Άρεσα στους ανθρώπους εκεί, με κράτησαν και μετά από δύο εβδομάδες μού ζήτησαν να ανανεώσουμε για δύο χρόνια το συμβόλαιο λόγω της καλής μου απόδοσης στις προπονήσεις.
Τον πρώτο χρόνο έπαιζα σε παιχνίδια Κυπέλλου, αλλά δεν είχαμε καλή τύχη, οπότε αποκλειστήκαμε και μετά ακολούθησαν μόνο παιχνίδια Πρωταθλήματος.
Εκεί δεν πήρα πολύ χρόνο και αποφάσισαν τον Ιανουάριο να με στείλουν για έξι μήνες δανεικό.
Πήγα στην Τσέλτεναμ Τάουν, στη League 2, για να πάρω παιχνίδια και να επιστρέψω πιο έτοιμος το καλοκαίρι.
Έπαιξα καλά σε όλα τα εναπομείναντα παιχνίδια του δεύτερου εξαμήνου, σε 20 αγώνες, και σώσαμε και την ομάδα που κινδύνευε.
Επέστρεψα για την προετοιμασία του καλοκαιριού στην Μπρέντφορντ, νιώθοντας πλέον έτοιμος για να πάρω χρόνο συμμετοχής και να αποδείξω ότι μπορώ να βοηθήσω.
Είχα κάνει μια συζήτηση με τον Ντιν Σμιθ, του είχα πει πώς νιώθω και πόσο με είχε βοηθήσει ο δανεισμός, αλλά τα σχέδιά του ήταν άλλα, ήθελε να με ξαναστείλει δανεικό εκείνο το καλοκαίρι, ώστε να κάνω παιχνίδια στην ίδια ομάδα για μια ακόμα χρονιά, ενώ ταυτόχρονα με ήθελαν και στην Τσέλτεναμ.
Απογοητεύτηκα, δεν ήθελα να επιστρέψω, γιατί το στιλ του Πρωταθλήματος δεν μου άρεσε πολύ, η αλήθεια είναι, από άποψη δύναμης για παράδειγμα, και ό,τι στοιχεία ήταν να πάρω τα είχα πάρει.
Όπως φυσικά είχα αποκτήσει και συνήθειες του αγγλικού τρόπου ζωής, αλλά, επειδή ήμουν μικρός σε ηλικία, έβγαινα σπάνια για να πάω πχ σε μια παμπ.
Στην Αγγλία αυτά τα πέντε χρόνια έκανα φίλους, ζούσα και εκτός ποδοσφαίρου, αλλά περισσότερο παρέα έκανα με συμπαίκτες μου.
Όταν ήμουν στην Μπρέντφορντ, ο Σάββας Μούργος ήταν στη Νόριτς, κάπως μακριά, περίπου δυόμισι ώρες με το αυτοκίνητο, αλλά στα ρεπό μας προσπαθούσαμε να βρισκόμαστε, ενώ μαζί μας ήταν και ο Κώστας Πηλέας, μετέπειτα συμπαίκτης του Σάββα στον Παναιτωλικό. οι τρεις μας γνωριζόμασταν καλύτερα από μικρά παιδιά και περνούσαμε χρόνο μαζί.
Οι γονείς μου και ο αδερφός μου έρχονταν στην Αγγλία, ταξίδευαν δυο-τρεις φορές τον χρόνο, ιδίως όταν είχα κάποια παιχνίδια, μετά τα οποία συνήθως βγαίναμε έξω στο κέντρο.
Κάποια τριήμερα-τετραήμερα που μας έδιναν επισκεπτόμουν εγώ την Ελλάδα για να δω τους δικούς μου, αλλά ήταν λίγες οι φορές μέσα στον χρόνο.
Όσον αφορά στο οικονομικό, τον πρώτο χρόνο που υπέγραψα στην Μπρέντφορντ πήρα ένα στάνταρ ποσό, όπως όλοι οι παίκτες της Β’ ομάδας, και με την ανανέωση του συμβολαίου μου τα χρήματα ήταν πολύ καλύτερα και μου επέτρεπαν να έχω πλέον μια άνεση.
Βήμα εμπρός, Παναθηναϊκός
Είχα λοιπόν έναν χρόνο ακόμη συμβόλαιο με την Μπρέντφορντ και, την περίοδο που ήθελε ο προπονητής μου να με ξαναστείλει δανεικό, είχε έρθει ο κύριος Νίκος Νταμπίζας στην Αγγλία για να βρεθούμε και να μιλήσουμε.
Του αρέσει πολύ το αγγλικό ποδόσφαιρο, έπαιζε κιόλας στην Αγγλία, ήξερε πράγματα και με παρακολουθούσε.
Κάναμε την πρώτη συνάντηση, μου είπε για το πλάνο που είχε για τον Παναθηναϊκό εκείνον τον καιρό, μιλήσαμε με τον Τεχνικό Διευθυντή της Μπρέντφορντ και αποφασίσαμε ότι το καλύτερο για εμένα ήταν να πάω στον Παναθηναϊκό.
Ήταν ο Παναθηναϊκός, οπότε δεν το θεώρησα “πισωγύρισμα”, ακόμα και αν έφευγα από το Αγγλικό Πρωτάθλημα. Πίστευα ότι θα έρθω εδώ και θα δείξω ποιος είμαι, ήμουν πολύ χαρούμενος και σίγουρος για την επιλογή μου, ήθελα να ξεκινήσουμε τη σεζόν και τα παιχνίδια.
Πήγα στην Ολλανδία για να συναντήσω την ομάδα που προετοιμαζόταν εκεί και να μιλήσω με τον κύριο Γιώργο Δώνη, τους γνώρισα όλους, τα παιδιά και τον κόουτς, με τον οποίον η πρώτη μας επαφή ήταν πολύ καλή.
Εννοείται ότι τον γνώριζα και ως παίκτη, πιο πολύ όμως ως προπονητή, και, όταν δούλεψα μαζί του, κατάλαβα τι άνθρωπος είναι, συνεργαστήκαμε πάρα πολύ καλά εκείνα τα δύο χρόνια και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό.
Γνωρίζαμε ότι ξεκινάμε το Πρωτάθλημα με μια τιμωρία -6 βαθμών από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεθήκαμε τόσο πολύ με τα παιδιά, ώστε την “ξεχάσαμε”, είχαμε στο μυαλό μας να μπούμε μέσα για να τη “διαγράψουμε” και να κάνουμε μια πολύ καλή πορεία, ακόμα και αν οι περισσότεροι ήμασταν πολύ νεαροί.
Τότε έκανα πολύ παρέα με τον Τάσο Χατζηγιοβάννη και τον Γιάννη Μπουζούκη, ήμασταν συνομήλικοι και δεθήκαμε.
Ξεκινήσαμε το Πρωτάθλημα, κάνοντας όντως μια πολύ καλή πορεία, “διαγράφοντας” κατευθείαν τους μείον βαθμούς, με καλές επιδόσεις και πίστη στην ομάδα.
Μέσα από τις προπονήσεις και τα παιχνίδια κατάφερα να κερδίσω και την εμπιστοσύνη του Γιώργου Δώνη, οπότε η συνέχεια ήταν πολύ καλή.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα γκολ μου σε ένα παιχνίδι στο ΟΑΚΑ στο οποίο κερδίσαμε τον Πανιώνιο 1-0, θέλαμε πολύ το παιχνίδι και είχαμε τον κόσμο στο πλευρό μας, μπήκα αλλαγή στο 70′ και μετά από δύο λεπτά σκόραρα ένα ωραίο γκολ.
Τα πρώτα μου δύο χρόνια ήταν λοιπόν πολύ καλά, ήμουν πολύ χαρούμενος, είχα καλά στατιστικά σε χρόνο συμμετοχής, αλλά προς τα πλέι οφ της δεύτερης χρονιάς, στο τελευταίο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, είχα έναν μεγάλο τραυματισμό, έκοψα τους συνδέσμους στον αστράγαλο, και αυτό με κράτησε οχτώ μήνες έξω!
Δεν πρόλαβα δηλαδή προπονητικά τον κύριο Πογιάτος, πρόλαβα λίγο τον κύριο Μπόλονι, ουσιαστικά προπονητής μας ήταν ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, όταν επέστρεψα.
Όταν είσαι σε μια τέτοια ομάδα πρωταθλητισμού όπως ο Παναθηναϊκός, το να μείνεις οχτώ μήνες σε απραξία είναι πολύς χρόνος, έρχονται και φεύγουν παίκτες, δεν υπάρχει χρόνος για να επανέλθεις εκεί που ήσουν.
Στη αρχή, όταν τραυματίστηκα, δεν ήξερα τι με περιμένει. Πριν από αυτό δεν είχα καν μυϊκό τραυματισμό, οπότε δεν γνώριζα.
Στην πορεία κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν, έβλεπα το σώμα μου να έχει άλλες συμπεριφορές και, όταν επέστρεψα, χρειαζόταν να κάνω τη διπλή δουλειά για να επανέλθω εκεί που ήμουν.
Μπουζούκης, Κουρμπέλης, Χατζηγιοβάννης, Βαγιαννίδης, Μαυρομμάτης, Διούδης, Κολοβέτσιος, Κολοβός, ήμασταν μια μεγάλη φουρνιά τότε και όλοι γνωρίζαμε ότι η ομάδα ήταν σε μια δύσκολη θέση, οπότε προσπαθήσαμε να την κρατήσουμε εκεί που της αρμόζει. εάν μάλιστα δεν ήμασταν τιμωρημένοι, θα μπορούσαμε να παίζουμε και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Στη συνέχεια άλλαξαν πολλά, ο προπονητής, ο Τεχνικός Διευθυντής, είχε έρθει ο Ρόκα, έφυγε και αυτός, γενικά είχαν γίνει πολλές αλλαγές, με αποτέλεσμα να υπάρξουν τέτοιες και στο ρόστερ. ίσως δεν κριθήκαμε αγωνιστικά, μάλλον μας συμπαρέσυρε όλο αυτό.
Ο Παναθηναϊκός ήταν για εμένα ένας σταθμός που είχε λίγο απ’ όλα, και γλύκα και πίκρα, αλλά όλα ήταν μαθήματα, πήρα πάρα πολλά από το κεφάλαιο αυτό, έγινα πιο δυνατός, χαίρομαι που μπόρεσα να βοηθήσω την ομάδα και που, φεύγοντας, κατακτήσαμε και το Κύπελλο Ελλάδος.
Από τότε υπάρχουν ακόμη επαφές αλλά και σεβασμός και από τις δύο μεριές.
Στο Αγρίνιο ξαναβρήκα τον εαυτό μου
Τον τελευταίο χρόνο, επί Ιβάν Γιβάνοβιτς, έχοντας έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό, κατάλαβα ότι δεν έπαιρνα πολλά παιχνίδια και έπρεπε να γίνει κάτι για να ξανανέβω.
Αυτό δεν συνέβη, οπότε το καλοκαίρι του 2022 σκέφτηκα να αποχωρήσω από την ομάδα για το καλό μου, να πάω κάπου να πάρω παιχνίδια, να δείξω τι μπορώ να κάνω.
Τότε ήρθε η πρόταση από τον Παναιτωλικό. είχα μιλήσει τηλεφωνικά με τον κύριο Αναστασίου, μου είχε πει το πλάνο της ομάδας και τι σκεφτόταν για εμένα.
Με γνώριζε από πριν, ήξερε τι παίκτης ήμουν, μου έδειξε εμπιστοσύνη και μου άρεσε αυτό, οπότε πήρα την απόφαση να κάνω την κίνηση και να υπογράψω στην ομάδα.
Ήταν λίγο δύσκολο για εμένα να πάω σε μια θεωρητικά υποδεέστερη ομάδα, αλλά, ξέροντας τι έχω περάσει, τον τραυματισμό μου αλλά και όλες αυτές τις δυσκολίες, ήμουν μέσα μου σίγουρος ότι θα ξαναπατήσω στα πόδια μου, θα ξαναδείξω ποιος μπορώ να είμαι και τι αξίζω, ώστε να επιστρέψω εκεί που ήθελα.
Στον πρώτο μου χρόνο στην ομάδα, είχαμε ξεκινήσει πολύ καλά τη σεζόν, η ομάδα ήταν σε μια καλή θέση, αλλά στο δεύτερο εξάμηνο είχα χάσει αρκετά παιχνίδια λόγω μιας ίωσης που με είχε κρατήσει ενάμιση μήνα εκτός, οπότε δεν τελείωσα τη σεζόν έτσι όπως θα ήθελα.
Μετά τον κύριο Αναστασίου είχε έρθει ο Γκάμπριελ Σούρερ, με τον οποίον δεν τα είχαμε πάει πολύ καλά στην προετοιμασία και αυτό φάνηκε και στα πρώτα παιχνίδια του Πρωταθλήματος που με είχε εκτός αποστολής ή στον πάγκο.
Είχα πέσει ψυχολογικά, αλλά δεν σταμάτησα να δουλεύω όλο εκείνο το διάστημα, αλλιώς θα μπορούσα να έχω πέσει ακόμα περισσότερο.
Δεν είχαμε καλά αποτελέσματα, οπότε ήρθε στην ομάδα ο κύριος Πετράκης.
Από τότε, μαζί του, ξεκίνησα κι εγώ να πατάω πάλι γερά στα πόδια μου, γιατί έδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου, κάτι για το οποίο και τον ευχαριστώ.
Ξαναβρήκα τον εαυτό μου, ξαναπήρα συμμετοχές, αν και αγωνιζόμενος σε άλλη, νέα, θέση, πράγμα που δεν με ενδιέφερε.
Δεν ξέρω αν έχει γίνει το comeback ή όχι, σίγουρα όμως έχω αρκετά παιχνίδια στα πόδια μου, κάτι που μου δίνει αυτοπεποίθηση και με βάζει στη διαδικασία να φτάσω εκεί που θέλω.
Οι γονείς μου θεωρώ ότι είναι περήφανοι για εμένα, έρχονται, όποτε έχουν την ευκαιρία, να με δουν να αγωνίζομαι, έχουν έρθει και στο Αγρίνιο να παρακολουθήσουν αγώνες μου, να καθίσουμε και να περάσουμε χρόνο μαζί.
Πηγαίνω κι εγώ βέβαια στην Κατερίνη, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, εκεί όπου υπάρχουν πολλοί φίλοι αλλά και παιδιά που γνωρίζουν την πορεία μου, με τα οποία και θα κάτσω να συζητήσω.
Όσον αφορά στους στόχους μου, θέλω αφενός να βοηθήσω, όσο γίνεται, την ομάδα μου, αφετέρου να επιστρέψω στο επίπεδο που ήμουν, όταν πρωτοξεκίνησα στο εξωτερικό, και να βρεθώ ξανά κάπου σε εκείνα τα μέρη.
Ο Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Σάββας Μούργος: Λόνδινο, Ρότερνταμ και Σέρρες
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Μπουζούκης: Ο κανονικός εαυτός μου