«Κυρία,
Το Σύνταγμα με μεγάλην θλίψην λαμβάνει την τιμήν να σας αναγγείλει ότι ο προσφιλής υιός σας δεν ζη πλέον.
Φονικόν βλήμα ανάνδρου εχθρού απεστέρησε την οικογένειάν του, το Σύνταγμα, την Πατρίδα, προσφιλούς και πολυτίμου τέκνου.
Εις τα ψυχάς όλων ημών μένει αλησμόνητον το αγέρωχον παράστημα, η μεγαλειώδης ψυχραιμία και ο τίμιος ηρωϊσμός του εκλιπόντος υιού σας.
Ήρωες, ωσάν τον Μίμη Πιερράκον δεν αποθνήσκουν, αλλά ζουν εις τα καρδίας όλων των Ελλήνων και ως λαμπρός φάρος καταυγάζουν την οδόν της Δόξης και της Νίκης της μεγάλης μας Πατρίδος.
Ο Πανάγαθος Θεός ας απαλύνη την καρδίαν δεινώς τρωθείσης μητρός, αδελφών και συγγενών και ας ελαφρύνει την γηνήτις τον εδέχθη εις μνήνηναιωνίαν.
Εν ΤΤ 212 τη 16η Δεκεμβρίου 1940
Ο Διοικητής του Συντάγματος».
Με αυτήν την επιστολή ανακοινώθηκε από το Σ’ Σύνταγμα του Β Πυροβολικού ο θάνατος του Μίμη Πιερράκου. Είχε αριθμό πρωτοκόλλου 858, ο πόλεμος ήταν ακόμα στην αρχή, δεν τον είχε νιώσει η ελληνική κοινωνία στο πετσί της.
Είχαν περάσει λίγες βδομάδες αφότου ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο του Μπενίτο Μουσολίνι που απαιτούσε τη συναίνεση των Ελλήνων στην ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από την ελληνοαλβανική μεθόριο.
Σχεδόν αμέσως έφυγε κι ο Μίμης Πιερράκος για το μέτωπο. Ήταν 31 ετών, μερικές φορές, η ίδια η ζωή επιφυλάσσει πιο ευφάνταστα σενάρια και από την πιο γόνιμη φαντασία.
Υπάρχουν διαδρομές, αστάθμητοι παράγοντες, συνδυασμός γεγονότων που διαφοροποιούν το πεπρωμένο ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι καλούνται να επιβιώσουν και εν τέλει να μεγαλουργήσουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, σε περιβάλλοντα εντελώς ξένα με τις σημερινές σταθερές και αντιλήψεις.
Διεσώθη μια επιστολή του λίγες μόνο ημέρες αφού κατετάγη στο Σ Σύνταγμα Πυροβολικού, έγραφε στον αδερφό του, τον Στέφανο:
«Αγαπητέ μου αδελφέ Στέφανε,
Σας έστειλα πέντε γράμματα. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σας έστειλα την σύστασίν μου, η οποία σήμερα άλλαξε, μην ανησυχείτε όμως διότι και με την παληά θα το λάβω.
Τώρα η σύστασίς μου είναι: Σ΄ Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού, 2α Μοίρα διοικήσεως Τ.Τ 212.
Μη ξεχάσεις Στέφανε να μου στείλεις ένα πουλόβερ, μερικά ξυραφάκια, τσιγάρα και λίγο χαρτζιλίκι για κανένα καφεδάκι όταν μπαίνουμε σε κανένα χωριό και για κονιάκ.
Σήμερα, όπως και κάθε μέρα μας επισκέφθηκαν εχθρικά αεροπλάνα. Έγινε αερομαχία. Τους ρίξαμε τρία. Το ένα από αντιαεροπορικό πυροβολικό.
Από το ένα αεροπλάνο γλύτωσαν τρεις με αλεξίπτωτο. Τον έναν εξ αυτών τον έπιασα εγώ. Είχε πέσει 5 χιλιόμετρα μακρυά μας.
Αν έβλεπε το τρέξιμό μου ο Σίμιτσεκ, σίγουρα θα με έβαζε στην εθνική για τα 5000μ. Τον έφερα στο Διοικητή.
Επήρα το αλεξίπτωτο το οποίο είχε σχισθή από ένα δένδρο και το μοιράσαμε στους άνδρες για μαντηλάκια. Έχω φυλάξει για τη Μαρία.
Έπειτα από τα σχετικά συγχαρητήρια κάθησα να σας γράψω με ένα φόβο μήπως αυτά που γράφω δεν εγκριθούν και δεν λάβετε το γράμμα μου, γι’ αυτό περιορίζομαι και δεν σας γράφω νέα του Μετώπου παρά μόνο πως πάμε υπερ-υπέροχα.
Αν δεν είχα έλλειψι νέων σας θα νόμιζα πως βρίσκομαι σε εξοχή. Αυτό όμως με κάνει να ανησυχώ και να περιμένω με αγωνία γράμμα σας που να μου λες πως η Μαμά, η Μαρία κι ο Γιάννης είναι τελείως καλά.
Φίλησέ μου τη Μαμά και τη Μαρία, πολλές φορές καθώς και τον Γιάννη, κι εγώ φιλώ εσένα, αδελφέ, μου Στέφανε.
Μαμακούλα μου, γειά σου. Είμαι πολύ καλά, να είσαι ήσυχη, πες το και της Μαρίας και δέξου ακόμα ένα φιλί.
Μαρία μου σε φιλώ και σε παρακαλώ να είσθε τελείως ήσυχοι. Γράψε στη Νίκη, αν σου είναι εύκολο, όχι όμως καλλιγραφικά.
ΜΙΜΗΣ».
Είναι συγκλονιστικό το γράμμα του Πιερράκου, σε λίγες γραμμές τα περικλείει όλα, τη φρίκη, το φόβο, την αγωνία και τη σπουδή να καθησυχαστούν όλοι εκείνοι που είχαν μείνει πίσω.
Η ιστορία της οικογένειας Πιερράκου δεν διαφέρει από τις περισσότερες ιστορίες των ανθρώπων στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Ο Μίμης γεννήθηκε στο Γύθειο, αλλά από τριών ετών η οικογένεια είχε μετακομίσει στην Αθήνα. Το παιδί είχε έμφυτη κλίση στον αθλητισμό, του άρεσε πιο πολύ το ποδόσφαιρο, ένα πρωτοεμφανιζόμενο άθλημα που συνάρπαζε τα περισσότερα αγόρια εκείνη την εποχή.
Πρωτοκλώτσησε τη μπάλα στον Ήφαιστο Αμπελοκήπων (που αργότερα έγινε Ένωση Αμπελοκήπων), εκεί τον εντόπισε ο Παναθηναϊκός για να τον εντάξει στο δυναμικό του.
Έμοιαζε σαν όνειρο ο Παναθηναϊκός, το νεότευκτο και ήδη ανακαινισμένο από τον Δήμαρχο Αθηναίων Κωνσταντίνο Κοτζιά γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας εθεωρείτο μεγάλη ατραξιόν για όλους τους Αθηναίους, τους περισσότερους Έλληνες φίλους του αθλητισμού.
Τότε προσδιορίζεται χρονικά και η belle epoque του Παναθηναϊκού του θρυλικού Μαγυάρου μαέστρου Γιόζεφ Κιούνσλερ, με τα ιερά τέρατα της ιστορίας του τριφυλλιού: Κρητικός, Μηγιάκης, Μπαλτάσης.
Πάνω απ’ όλους όμως εκείνος: ο Μίμης Πιερράκος, ίνδαλμα των πιτσιρικάδων της εποχής και εμβληματική φυσιογνωμία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από τα 17 με το τριφύλλι στο πέτο, στην αρχή αναπληρωματικός, κατόπιν βασικό γρανάζι, ο ορισμός του πιονιέρου του αθλήματος, το πρώτο ίνδαλμα.
Όταν καθιερώθηκε, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε επτά πρωταθλήματα στην ΕΠΣ Αθηνών, το Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1930, το κύπελλο.
Μαζί με τον Μεσσάρη πρόκειται για τη μεγαλύτερη φυσιογνωμία στα προπολεμικά χρόνια που πρωτογνώρισαν το ποδόσφαιρο οι Έλληνες.
Εκείνα τα χρόνια το άθλημα δεν ήταν διαδεδομένο, μπορεί να υπήρχαν και οι τρεις σημερινοί “μεγάλοι”, αλλά τα δεδομένα εντελώς διαφορετικά.
Η ΑΕΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων, ο Ολυμπιακός του Πειραιά (που εκείνη την εποχή θεωρείτο κάτι τελείως διαφορετικό και ξεχωριστό από την Αθήνα) και ο Παναθηναϊκός η ομάδα κυρίως των Αθηναίων αστών.
Υπήρχαν και ο πολύ δυνατός Πανιώνιος, επίσης σωματείο προσφύγων, ο Απόλλων Αθηνών, ο Ατρόμητος Πειραιά, πολλές ομάδες στα σπάργανα γιατί το ποδόσφαιρο γοήτευε τις λαϊκές τάξεις.
Ήδη από το 1926 που συστάθηκε η ΕΠΟ, το ποδόσφαιρο αποτελούσε διέξοδο διασκέδασης για τον Έλληνα και τον Αθηναίο, βαθμηδόν αύξανε τους οπαδούς του και από στόμα σε στόμα γεννιούνταν οι καινούριοι ήρωες.
Στους δρόμους της πρωτεύουσας είχαν βρεθεί αρκετοί νέοι πρόσφυγες, ενώ οι πρόσφυγες από το ’22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους στις παράγκες στις φτωχικές συνοικίες.
Κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη ροή των πραγμάτων και των γεγονότων αν δεν είχε εμπλακεί η Ελλάδα στο Μεγάλο Πόλεμο.
Ο Πιερράκος δεν ξεψύχησε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες μας στο μέτωπο.
Διεσώθη ακόμα και η αναφορά περί των συνθηκών του θανάτου του:
«Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι ο ασυρματιστής Πιερράκος Δημ, εφονεύθη υπό βομβαρδισμού εχθρικής αεροπορίας, υπό τας κάτωθι συνθήκας: Ο Σταθμός Ασυρμάτου ευρίσκετο προσωρινώς εγκατεστημένος εντός οικίας του χωρίου Διποταμιά.
Την προηγούμενην ημέραν του θανάτου του ο Σταθμάρχης διετάχθη να μεταφέρη τον Σταθμόν εις χώρον όπισθεν της Πυροβολαρχίας Λοχ. Τσαταλού, αλλά ούτος δεν εξετέλεσε την διαταγήν και εκράτησε τον Σταθμόν εις Διποταμιάν μέχρις ώρας 11ης π.μ της άλλης ημέρας ότε διετάχθη συναγερμός.
Την στιγμήν εκείνην ο Πιερράκος έγραφε επιστολήν εις την μητέρα του και παρά τας ρητάς διαταγάς της Μοίρας περί αποκρύψεως πάντων εις καταφύγια, ούτος παρέμεινεν γράφων.
Πέριξ του χώρου αυτού έπεσαν πέντε βόμβαι. Όταν μετά το πέρας του συναγερμού οι άλλοι ασυρματισταί εξήλθον του καταφυγίου, εύρον τον Πιερράκον νεκρόν κτυπηθέντα εις την κεφαλήν από θραύσματα οβίδος».
Το γήπεδο της Λεωφόρου είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, λίγο παραπέρα, στο Πεδίο του Άρεως από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια. Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας.
Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν, οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι αποτρόπαιες.
Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 350 χιλιάδες άνθρωποι ξεψύχησαν από την πείνα.
Όσο θέριζε ο λιμός, οι Αθηναίοι που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή βρέθηκαν σε τραγικό αδιέξοδο. Ακόμη και οι “έχοντες”, ακόμη και η αστική τάξη που υποτίθεται είχε τα μέσα για κάτι καλύτερο.
Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην εσκεμμένη και μη εξαφάνιση προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι μαυραγορίτες βασίλευσαν.
Οι αστικές και μεσοαστικές οικογένειες που μέχρι πρότινος παράγγελναν αυγοτάραχο στο Θανόπουλο και αγόραζαν κρέας στου Κίκιζα, πουλούσαν τα πάντα, κινητά και ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές.
Ολόκληρες οικογένειες εξαφανίστηκαν, η μαύρη αγορά και οι τοκογλύφοι ξεκλήρισαν όσους δεν διέλυσε ο λιμός.
Το ποδόσφαιρο πλέον είχε αποκτήσει άλλη σημασία, διαφορετική έννοια.
Όλα τα είχε σταματήσει ο πόλεμος. Κι αν στην αρχή η πρωτεύουσα δεν αντιμετώπιζε εμφανές πρόβλημα αφού το μέτωπο ήταν μακριά, όταν τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα κάθε συζήτηση για οτιδήποτε έλαβε τέλος.
Η αντίσταση από τους αποκαμωμένους Έλληνες μηδαμινή, είχε ξεκινήσει η εποχή του τρόμου, της ανέχειας, της τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας.
Οι εισβολείς υφάρπαξαν κάθε λογής αγαθό οδηγώντας την οικονομία στον όλεθρο, η πείνα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους, η Ελλάδα ψυχορραγούσε, που καιρός για ποδόσφαιρο.
Η ιστορία του Μίμη έμεινε ζωντανή, ταξίδευε από στόμα σε στόμα σε χαλεπούς καιρούς, σώθηκαν οι επιστολές και τα κειμήλια σαν κόρη οφθαλμού.
Οι ιστορίες των αθλητών πάντα θα παραμένουν πάνω απ’ όλα ιστορίες ανθρώπων.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro