Έχουν πει ότι η στιγμή της αποχώρησης από την ενεργό δράση είναι για τον αθλητή ένας, πρώτος, αθλητικός «θάνατος».
Το ασπάζομαι.
Τα τελευταία τέσσερα – πέντε χρόνια, διαβάζοντας συνεντεύξεις μεγάλων παικτών και μιλώντας με πολλούς προπονητές και φίλους μου, προσπαθούσα να προσεγγίσω το θέμα του τέλους της καριέρας μου.
Υπάρχουν αθλητές που έπαθαν μέχρι και κατάθλιψη…
Πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου για κάτι τέτοιο.
Γνωρίζω πολύ κόσμο που επισκεπτόταν ψυχολόγους για πολλά χρόνια και παρακολουθούσα τέτοια περιστατικά.
Θέλησα να προετοιμάσω τον εαυτό μου.
Επιθυμούσα να σκεφτώ τι έρχεται, όταν θα φτάσει η ώρα αυτής της απόφασης.
Όπως της πρόσφατης απόφασης να αποχωρήσω από την Εθνική ομάδα μπάσκετ, έπειτα από 20 χρόνια.
Ακούγεται μακάβριο για τον υπόλοιπο κόσμο.
Άλλωστε, ειλικρινά, υπάρχουν τόσα προβλήματα, σημαντικότερα, εκεί έξω, που το να αποχωρήσεις από τα σπορ δεν είναι πρόβλημα. Απλώς, για τον τρόπο που το βιώνουν κάποιοι από εμάς, είναι κάτι που σε πονάει.
Διαβάζω αναδημοσιεύσεις στα social media, βλέπω φωτογραφίες ή βίντεο και ήδη πονάω…
Υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε πραγματικά.
Ωστόσο, για τον αθλητή, είναι κάτι δικό του. Κάτι που «πεθαίνει».
Όταν σε γεμίζει κάτι τόσο πολύ, δυσκολεύεσαι να βρεις άμεσα το επόμενο πράγμα που θα καθορίσει τη ζωή σου μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ήδη μου φαίνονται όλα τόσο… ανάλατα.
Από μικρή ήμουν στα γήπεδα, με μία μπάλα στα χέρια.
Ήμουν κοριτσάκι και τα αδέρφια μου έπαιζαν μπάσκετ, στην τοπική ομάδα της Γουμένισσας.
Ήμουν τυχερή που είχαμε κλειστό γυμναστήριο στην περιοχή μου, σε αντίθεση με πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ήμουν υπέρ-τυχερή που είχαμε ομάδα μπάσκετ και όχι βόλεϊ ή χάντμπολ, όπως στις γειτονικές πόλεις.
Θυμάμαι κάποιες φωτογραφίες που έχει η μητέρα μου, να κρατώ την πορτοκαλί μπάλα.
Θυμάμαι σχολικά πρωταθλήματα, από το Δημοτικό, με περικάρπιο στο χέρι, με το Νο6, λόγω Γκάλη, και μπασκετάρα!
Μπάσκετ με τα αγόρια, στο σχολείο, στις αλάνες και στην πλατεία, όλη μέρα.
Κάτω από το σπίτι μου, το οποίο ήταν πίσω από το προαύλιο μίας εκκλησίας, υπήρχε ένα κυπαρίσσι.
Πήραμε τη ζάντα από ένα ποδήλατο, βγάλαμε και τις ακτίνες, την καρφώσαμε στον κορμό και παίζαμε μπάσκετ, όλη μέρα!
Ήμουν από νεαρή ηλικία μέλος της τοπικής ομάδας, αλλά όχι των «μικρών» Εθνικών ομάδων.
Στην Εθνική Νεανίδων έπαιξα το 1996, απευθείας στην τελική φάση, χωρίς να με γνωρίζει σχεδόν κανένας.
Δεν χρειάζεται να απογοητεύονται τα κορίτσια και τα αγόρια που δεν καταφέρνουν να φτάσουν στα κλιμάκια.
Στην εφηβεία μου, πάντως, είχα μεγάλες αντιδράσεις και δεν είχα πάρει το μπάσκετ στα σοβαρά. Αντιδράσεις όπως το «πρέπει να είσαι στην προπόνηση» ή «γιατί βγήκες και ξενύχτησες;».
Σκέφτηκα να σταματήσω και να κάνω κάτι άλλο…
Ήθελα να κάνω κι άλλα πράγματα στη ζωή μου.
Έψαχνα την ταυτότητά μου και η πίεση που μου ασκούσαν άρχισε να με ενοχλεί και να με εγκλωβίζει.
Δεν είχα κατασταλάξει ότι το μπάσκετ είναι η ζωή μου.
Αυτό που με έκανε να παρατήσω όλα τ’ άλλα και να αφοσιωθώ στο μπάσκετ ήταν όταν στα 16 μου, στη Β’ Λυκείου, ο προπονητής μου, Θάνος Σόφτσης, μου είπε ότι μπορώ να παίξω στην Εθνική ομάδα.
Στην αρχή τον αμφισβήτησα… Τον αμφισβήτησα πολύ.
Αλλά κατάφερε να με πείσει, πηγαίνοντάς με σε ένα κλιμάκιο της Εθνικής Νεανίδων.
Ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Νίκος Μεντηλίδης, μου είπε απλά και ξεκάθαρα: «Ταλέντο έχεις, όμως πρέπει να δουλέψεις».
Από εκείνη τη μέρα δεν έβγαινα από το γήπεδο, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος.
Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό που λέμε πεπρωμένο.
Θεωρώ ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται ξεχωριστοί.
Αλλά πιστεύω ιδιαιτέρως στο κομμάτι της επιλογής.
Δεν μπορείς να αφήνεις πράγματα στην τύχη, ειδικά στον χώρο του αθλητισμού.
Πιστεύω ακράδαντα ότι η δουλειά μπορεί να ξεπεράσει το ταλέντο και τίποτε δεν είναι τυχαίο.
Ακόμη κι αν, πράγματι, είναι το πεπρωμένο σου.
Δεν μπορείς να καθίσεις απλώς στον καναπέ σου και αν κάτι είναι η μοίρα σου, θα έρθει έτσι απλά. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά.
Τον εαυτό μου δεν τον σκέφτηκα ποτέ δίχως το μπάσκετ.
Ούτε τώρα μπορώ να τον σκεφτώ χωρίς αυτό.
Σε περιόδους που είτε από σωματική κούραση είτε ψυχολογική πίεση αισθανόμουν εξαντλημένη και σκεφτόμουν «δεν θέλω να παίζω άλλο», ήταν όλα θέμα ενός μικρού διαλείμματος.
Αυτό λέω πάντα στη ζωή μου…
Όταν κουράζεσαι, να κοιτάς να ξεκουράζεσαι και όχι να τα παρατάς. Ποτέ.
Το μπάσκετ είναι για μένα τρόπος έκφρασης. Είναι διέξοδος και ένας τρόπος να μπορώ να… αντέχω τον εαυτό μου!
Δεν θα άντεχα τον εαυτό μου χωρίς το μπάσκετ.
Με το μπάσκετ ένιωθα καλύτερα όταν πήγαινα για ύπνο.
Αντίστροφα, δεν αισθανόμουν ποτέ καλά χωρίς να παίζω ή να προπονούμαι.
Σαν έφηβη, δεν είχα πλάσει ποτέ στο μυαλό μου όσα ακολούθησαν.
Από μικρή, όμως, θυμάμαι αμυδρά λίγες, αλλά έντονες εικόνες.
Εικόνες από το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1987 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας!
Εικόνες από το 1995, με το χρυσό των Εφήβων του Ευθύμη Ρεντζιά στο Παγκόσμιο, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Όλα τα ινδάλματά μου και όλα όσα μου προκαλούσαν ανατριχίλα, είχαν να κάνουν με αθλητικές επιτυχίες.
Μπορώ να συγκινηθώ με κάτι από άλλον τομέα, με έναν άλλον αγώνα που επιβραβεύεται -γιατί αυτό έχει σημασία- όμως, τα σπορ με άγγιζαν πάντα βαθιά.
Όλα ξεκίνησαν από ένα όνειρο που έβαλε στο κεφάλι μου ένας προπονητής, με τον στόχο της Εθνικής ομάδας.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, στα μάτια μου είχα τη φιλοδοξία να γίνω κι εγώ σαν τους ήρωες μου. Σαν τους ήρωες του ’87 και του ’95.
Τότε, δεν το σκεφτόμουν άμεσα, αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1997, τα όνειρά μου ήταν ξεκάθαρα.
Ήθελα να γίνω μία από τις καλύτερες Ελληνίδες παίκτριες όλων των εποχών.
Ήθελα να φτάσω ως την Εθνική ομάδα, να παίξω στο εξωτερικό.
Ήθελα να βρεθώ στο WNBA.
Κατακτώντας έναν – έναν τους στόχους, η φιλοδοξία εύλογα μεγάλωνε.
Ήταν όνειρα που τα κοιτούσα και με δέος και με φόβο… Γιατί με τρόμαζαν συχνά τα όνειρά μου.
Όταν, σε ηλικία 16 ετών, αντίκρισα και αντιμετώπισα για πρώτη φορά τις αντίστοιχες αθλήτριες που αγωνίζονταν σε μεγάλες πόλεις και ομάδες και είδα τις διαφορές ανάμεσά μας σε αθλητικό και τεχνικό επίπεδο, απόρησα αν θα τις ξεπεράσω ποτέ.
Εγώ έπαιζα στα τοπικά πρωταθλήματα και συνειδητοποίησα πως οι διαφορές μας ήταν αρχικά τεράστιες.
Τότε, τα όνειρα μού φάνηκαν «βουνό».
Η μητέρα μου ήταν πάντα πολύ υποστηρικτική.
Ήμουν τυχερή, γιατί οι γονείς μου δεν ήταν σαν τους σημερινούς και είχαν άγνοια γύρω από τον αθλητισμό.
Ήταν πιο όμορφο και πιο αγνό για εμάς.
Δεν είχα την πίεση να πάω στην προπόνηση ή να παίξω οπωσδήποτε καλά.
Δεν έρχονταν στα ματς και δεν μου δημιουργούσαν πρόβλημα αν δεν έπαιζα καλά.
Τα σπορ με κρατούσαν μακριά από πράγματα που πιθανότατα θα τους προκαλούσαν πονοκέφαλο.
Έβλεπαν ότι αγαπάω το μπάσκετ και προσπαθούσαν πολλές φορές να βάζουν κάποια όρια.
Μεγάλωσα σε μία εποχή χωρίς social media και youtube.
Για να παρακολουθήσω τον Μάικλ Τζόρνταν έπρεπε να μείνω ξάγρυπνη, ενώ την επομένη είχα σχολείο.
Αρχικά οι γονείς μου με υποστήριξαν με αγάπη. Αλλά όταν στην Γ΄ Λυκείου τους ανακοίνωσα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, τρόμαξαν…
Δεν άκουσαν για σπουδές, δεν ήξεραν τι σημαίνει επαγγελματικός αθλητισμός.
Ο πατέρας μου ήταν αρνητικός. Δεν ήθελε να φύγω.
Η μητέρα μου έβλεπε ότι το πίστευα.
Σήμερα μου θυμίζει, γιατί εγώ δεν το θυμόμουν, πως στα 16 μου της έλεγα πως μία μέρα θα παίξω στην Αμερική και θα κάνω μεγάλη καριέρα.
Μεσολάβησαν τα αδέρφια μου και αφού έφυγα από τη Γουμένισσα την πρώτη φορά, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Στάθηκα καλύτερα στα πόδια μου, είχα ενηλικιωθεί και τα πράγματα μπήκαν σε μία σειρά.
Πριν ο πατέρας μου αντιληφθεί αυτό που κάνω και αρχίζει να το αγκαλιάζει και να το στηρίζει, κυρίως βλέποντάς με να παίζω στην Εθνική ομάδα, είχε τις αντιθέσεις του.
Για κάποιον λόγο, τον ενοχλούσε να παίζω μπάσκετ.
Αναγκαζόμασταν πολλές φορές να πούμε ψέματα για να πάω στην προπόνηση και η μητέρα μου με κάλυπτε.
Επέστρεφα το βράδυ και δεν έκανα μπάνιο για να μην καταλάβει ο πατέρας μου ότι είχα προπονηθεί. Έκανα ένα ντους το πρωί, πριν πάω στο σχολείο.
Γυρίζοντας σπίτι έπειτα από έναν αγώνα στον οποίο είχα τραυματιστεί, μου είπε «τέλος, δεν ξαναπαίζεις!». Για περίπου έναν μήνα, δεν με άφησε να πλησιάσω στο γήπεδο… Για λίγο.
Είναι σημαντική η στήριξη των γονιών σου, αλλά και το να βρεις έναν σοβαρό και καλό προπονητή ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο σου και σε γεμίζει με εφόδια που θα σου χρησιμεύσουν.
Ήμουν πολύ τυχερή σ’ αυτό το κομμάτι, διότι πολλά ταλέντα πάνε χαμένα.
Ο καλός προπονητής δεν είναι εκείνος που σε ανακαλύπτει και τον θυμάσαι και τον υμνείς αργότερα, αλλά εκείνος που σου δίνει τα απαραίτητα εφόδια.
Είναι εκείνος που σε εμπνέει και σε κάνει να αγαπήσεις το άθλημά σου.
Γιατί, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν κόουτς που ωθούν τους αθλητές στο να σταματήσουν το μπάσκετ και τον αθλητισμό.
Προπονητές που προσφέρουν τελείως αρνητική αίσθηση αυτού που κάνουν.
Τύχη, επίσης, στην επαρχία από την οποία προέρχομαι κι εγώ, είναι να έχεις γήπεδο μπάσκετ κοντά στο σπίτι σου.
Είμαι «αθλήτρια ελευθέρας βοσκής», γιατί ποτέ δεν συνάντησα στο χωριό μου το πρόβλημα με τα γήπεδα.
Όπως στην Αθήνα και τις πολλές ώρες που χρησιμοποιούνται από ομάδες και αθλητές.
Η Γουμένισσα είναι κωμόπολη, όμως εγώ προτιμώ να την αποκαλώ «χωριό», γιατί αυτό μου δίνει μία αίσθηση πιο ζεστή, πιο οικογενειακή.
Ένα χωριό με τις πλατείες μας, τα καφενεία μας.
Ο πατέρας μου είχε μία πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα.
Όταν άρχισα να παίζω στην Εθνική Γυναικών, οι γονείς μου ήταν περήφανοι, αλλά δίχως έπαρση, που η κόρη τους παίζει για την Ελλάδα.
Γιατί με μεγάλωσαν με τα ιδανικά «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια».
Όταν άρχισα να παίζω στην Α1, φίλοι του πατέρα μου του έλεγαν κάθε Δευτέρα πόσους πόντους σκόραρε η κόρη του και του έδιναν αποκόμματα από τις εφημερίδες. Αυτό τον έκανε να «φουσκώνει» από περηφάνια.
Μία στιγμή που αισθάνθηκα πολύ ολοκληρωμένη σαν παιδί τους ήταν το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Είχαν έρθει οι γονείς μου, έμεναν στο σπίτι μου και έρχονταν σε κάθε ματς.
Σε ένα παιχνίδι, ο πατέρας μου βγήκε για λίγο από το γήπεδο, όμως ξέχασε το εισιτήριό του και δεν μπορούσε να ξαναμπεί.
Λέει στο φύλακα «η κόρη μου παίζει στην Εθνική».
Ο φύλακας τον ρωτά: «Ποια είναι η κόρη σας;».
Όταν του είπε «η Μάλτση», του άνοιξαν τον δρόμο να περάσει και ένιωσε κάτι σπουδαίο.
Αντίκριζα την περηφάνια και τη συγκίνησή τους.
Μετά το ματς με την Ιαπωνία, προκρινόμαστε στην οκτάδα, είμαστε ήδη Ολυμπιονίκες, στο γήπεδο φωνάζουν το όνομά μου και οι γονείς μου κλαίνε.
Εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας μου με παίρνει αγκαλιά και μου λέει: «Με έκανες τόσο περήφανο που τώρα μπορώ να φύγω χαρούμενος από αυτόν τον κόσμο».
Το 2011, όταν έχασα τον πατέρα μου, ήταν η δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, με μία απώλεια…
Ήταν άρρωστος, υπήρχε μία δύσκολη κατάσταση στην οικογένεια.
Το βίωσα πολύ δύσκολα.
Ίσως όχι τόσο δύσκολα όσο το πέρασε η οικογένειά μου και το βίωσαν σε άλλες περιπτώσεις κάποιοι φίλοι μου.
Σκέφτηκα να σταματήσω το μπάσκετ, τότε.
Για την ακρίβεια, ήταν μία συναισθηματική παρόρμηση.
Ήταν μία δύσκολη χρονιά, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος, εγώ ήμουν στο εξωτερικό και ήμουν ανήσυχη για την κατάσταση.
Δεν σταματά η ζωή, όμως.
Δεν μετανιώνω που δεν ήμουν εκεί, αλλά συναισθηματικά ζορίστηκα πολύ.
Ένιωσα ότι δεν θέλω να ξαναπαίξω με το όνομα «Μάλτση» στην πλάτη…
Ευτυχώς αυτές ήταν σκέψεις τις οποίες ξεπέρασα γρήγορα.
Το μπάσκετ με δίδαξε και στην καθημερινότητά μου πως ό,τι κι αν συμβεί, πρέπει να προχωράμε και να κοιτάμε παρακάτω.
Ακόμη και σήμερα σκέφτομαι πως δεν υπήρξε κάτι που να με έκανε να σταματήσω το μπάσκετ.
Πολλές φορές, οι συνθήκες και οι συγκυρίες γύρω από αυτό με δυσκόλεψαν πολύ, που σκεφτόμουν «δεν μπορώ να παλέψω άλλο».
Υπήρχαν περίοδοι στη ζωή μου, έπειτα από δύσκολες σεζόν, που χρειαζόμουν ένα μικρό μπρέικ.
Κάθε φορά που βρίσκεσαι μπροστά σε δυσκολίες, όπως ένας τραυματισμός, μία διαμάχη, απορείς και λες κάτι σαν «αξίζει όλο αυτό;». Αξίζει, όμως, θα το έκανα πάλι από την αρχή και θα πολεμούσα γι’ αυτό ξανά και ξανά.
Στο δίλημμα «καριέρα ή οικογένεια» ουσιαστικά κλήθηκα να απαντήσω κάθε μέρα που έπαιζα.
Κάθε μέρα χρειάζεται να το κάνεις.
Για μένα, γιατί είναι και θέμα του χαρακτήρα μου, ήταν και είναι καριέρα.
Αν δεν ήταν αθλητισμός θα ήταν κάτι άλλο και πάλι «καριέρα» θα ήταν η απόκριση.
Πάντα, βεβαίως, μιλάμε μέχρι τώρα.
Για παράδειγμα, ήμουν ξεκάθαρη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω ένα παιδί όσο αγωνιζόμουν.
Στο δίλημμα «χρήματα ή δόξα», δεν απάντησα ποτέ.
Η δόξα δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός.
Σχετικά με τα χρήματα, έλεγα συνεχώς πως θα ήταν δύσκολο να παίξω στο επίπεδο που έπαιξα αν το μπάσκετ ήταν η δεύτερη δουλειά μου.
Δεν θα το χαιρόμουν τόσο.
Δεν θα ήταν εύκολο να αφοσιωθώ, αλλιώς.
Προφανώς θα ήθελα περισσότερα χρήματα, όμως δεν θα έπαιζα κάπου μόνο για τα λεφτά και το έχω αποδείξει.
Σε όλη την καριέρα μου, όσο κι αν όλα είναι συνδυαστικά, η προτεραιότητα ήταν να χαίρομαι το παιχνίδι.
Γ’ αυτό και στην ερώτηση «μυαλό η καρδιά;», απαντώ το δεύτερο.
Αν και τίποτα δεν πάει μόνο του.
Αν έχεις τις βάσεις σε όλα, μπορείς να βάλεις λίγο πιο μπροστά την καρδιά.
Λέω μόνιμα: «Σωστό ή λάθος, κάνε το με πάθος».
Δεν είναι μυστικό ή συνταγή. Είναι απλώς ο τρόπος σκέψης της Εβίνας…
Παθιάζομαι τόσο με ό,τι καταπιάνομαι που για μένα δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Βεβαίως, δεν τα έχω κάνει όλα σωστά. Έχω κάνει πολλά λάθη. Ωστόσο, ό,τι έκανα, ήταν ξεκάθαρα αυτό που ήθελα να κάνω και το έκανα με πάθος.
Σε στιγμή έντασης ή αδρεναλίνης, είναι δύσκολο να διαχωρίσεις το λάθος από το σωστό, όσο είσαι μικρός.
Όσο μεγαλώνεις και αποκτάς εμπειρίες, παραστάσεις, το πλησιάζεις.
Στα 25 μου ίσως έπρεπε κάποιος, ο κόουτς ή οι φίλοι μου, να μου το υποδείξουν.
Στα 41 μου, μπορώ να το διαχωρίσω και να το προλάβω.
Σε μία στιγμή αδρεναλίνης στα 25 μου ίσως να δημιουργούσα χαμό στις σχέσεις ή τις συνεργασίες μου, σκεπτόμενη με κρύο αίμα.
Στα 41 μου, όλο αυτό είναι πιο ελεγχόμενο.
Η σκληρή καθημερινότητα του επαγγελματία αθλητή δεν πρέπει να τον επηρεάζει, γιατί είναι επιλογή του και οφείλει να το αγαπά.
Είναι η ζωή του.
Αν δεν το γουστάρεις, είναι ζόρικο.
Το ίδιο ίσχυε και για μένα.
Αυτή ίσως είναι ερώτηση για τους φίλους μου.
Υπήρχαν στιγμές που όλη η μέρα ήταν μόνο προπόνηση.
Εγώ δεν γκρίνιαζα.
Οι δικοί μου άνθρωποι δυσκολεύονταν.
Δεν μπορείς να είσαι χαλαρός. Έχεις συγκεκριμένο πρόγραμμα και συχνά η διάθεσή σου εξαρτάται από την κούραση, από το αποτέλεσμα.
Η πίεση του πρωταθλητισμού θεωρητικά σου αφαιρεί πράγματα, όμως εγώ ήμουν πάντα συγκεντρωμένη στο τι μου προσφέρει το μπάσκετ.
Αυτό έχει να κάνει με πειθαρχία, με σεβασμό στο τι ώρα θα φας, τι ώρα θα ξεκουραστείς.
Δεν τα είδα ποτέ ως θυσία.
Δεν υπήρξε ποτέ σκληρότερος κριτής του εαυτού από εμένα την ίδια.
Η οικογένειά μου, όμως, με κράτησε επίσης προσγειωμένη και ταπεινή. Δείχνοντάς μου κάποιες οπτικές σε καταστάσεις και πράγματα που δεν μπορούσα να αντιληφθώ, σαν παιδί.
Έπειτα ακόμη και από καλά ματς, στα οποία είχα σκοράρει πολλούς πόντους και όλοι μιλούσαν για μένα, η αδερφή μου ερχόταν και μου έκανε κάποιες επισημάνσεις για τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις μου.
Μου έλεγε αν κάτι δεν φαινόταν ωραίο.
Μου μιλούσε για το πώς μπορώ να είμαι πιο «ζεστή» με τις συμπαίκτριες και τον προπονητή μου και πώς μπορώ να ελέγξω τον εκνευρισμό μου.
Ο αδερφός μου καθόταν και μου εξηγούσε μία κακή προσπάθεια που έκανα ή μία πάσα που δεν είδα μέσα στον αγώνα και πώς μπορώ να γίνω πιο ομαδική.
Ο πατέρας μου πάντα στεκόταν σε ένα χαμένο λέι απ, το οποίο θεωρούσε εύκολο και αδικαιολόγητο που το έχασα.
Ή μία χαμένη βολή, στην οποία πάντα έλεγε πως είμαι μόνη μου στη γραμμή και πρέπει να συγκεντρωθώ για να σκοράρω.
Η μαμά μου ήταν πάντα εκείνη που αναλάμβανε το ψυχολογικό κομμάτι.
Με ενθάρρυνε να ξεπεράσω τη στεναχώρια μου όταν έχανε η ομάδα ή δεν έπαιζα καλά, λέγοντάς μου να συνεχίσω να προσπαθώ και να δουλεύω πιο σκληρά.
Ήταν εκείνη που με απέτρεπε από το να βγάζω κακία, ζήλεια ή στεναχώρια.
Εκείνη που μου έλεγε ότι ο καλός πάντα δικαιώνεται.
Πάντα μου έδειχναν και κάτι άλλο, ώστε να μην μένω σε όσα έβλεπα εγώ και να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα.
Πάντα μου γυρνούσαν το κεφάλι σε κάτι που μπορεί να μην είχα δει ή αντιληφθεί.
Ατελείωτες συζητήσεις για τομείς που μπορώ να βελτιώσω, για το πώς να είμαι πιο ομαδική και να εμπιστεύομαι τις συμπαίκτριές μου.
Ήμουν έτσι από μικρή. Τελειομανής, χωρίς να σημαίνει ότι τα έκανα όλα τέλεια.
Στα 20 ή 25 μου, δεν ήξερα καλά τον χαρακτήρα μου και ήμουν σε καθημερινή σύγκρουση με τον εαυτό μου.
Έκανα πράγματα που υποτίθεται πως ήταν επιλογές μου, αλλά δεν με ευχαριστούσαν 100%.
Δεν είχα βρει τις ισορροπίες μου.
Στη διάρκεια του χρόνου, το μεγαλύτερο όφελος από όλο αυτό το ταξίδι ήταν ότι γνώρισα τον εαυτό μου.
Κατόρθωσα να με καταλάβω.
Το μπάσκετ ήρθε και μου έδωσε λύσεις για μένα, ως αθλήτρια και ως άνθρωπο.
Στο πόσο δημιουργική ή παραγωγική είμαι μέσα στην ημέρα μου.
Στο πόσο πρέπει να βελτιωθώ.
Μέχρι τα 30 μου, ό,τι κι αν πετύχαινα, έλεγα μέσα μου «δεν είσαι ακόμη αρκετά καλή»…
Με «έτρωγε» το ανικανοποίητο.
Αυτό έφερνε συγκρούσεις μέσα μου, με έκανε κυκλοθυμική.
Πλέον, το έχω αποδεχθεί, το έχω αγκαλιάσει και αυτό το έμαθα μέσα από το μπάσκετ.
Το άθλημα μού έμαθε ακόμη να μην εγκαταλείπω ποτέ, αλλά και πώς να ξεπερνάω κάθε ήττα μου.
Εβίνα και πάθος πάνε μαζί.
Είμαι δυναμική, πολύ αυστηρή.
Τρεις λέξεις που με καθοδηγούν: «Έμπνευση, θαυμασμός, σεβασμός».
Τον εαυτό μου θα τον περιέγραφα ως δύσκολο, γιατί με κυνηγάει το ανικανοποίητο.
Αυτό δυσκολεύει εμένα, επομένως μπορείτε να φανταστείτε πόσο δυσκολεύει τους άλλους.
Πάντα ανταγωνιστική, όμως μου αρέσουν οι καθαροί και δίκαιοι αγώνες.
Είμαι ευγνώμων για όλα όσα έχω και έχω ζήσει και συνεχίζω να παλεύω για να μη με νικήσει η απληστία.
Είμαι σε μία καθημερινή μάχη μέσα μου, στοχεύοντας σε μία καλύτερη έκδοση του εαυτού μου.
Και προσπαθώ να μοιάζω σε όσα θαυμάζω και να αναλαμβάνω πάντα τις ευθύνες μου.
Με μπλοκάρει το άδικο και με πληγώνει το ανήθικο, σε έναν κόσμο που ο καθένας έχει διαφορετική ιδέα για την ηθική.
Είμαι αντιδραστική και χρειάζομαι ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης. Με σεβασμό, με ευγένεια, με καλοσύνη, ώστε να μην έρθω σε ρήξη.
Παρόλο που ωριμάζω και εξελίσσομαι, παραμένω ένα παιδί. Το παιδί που θα ήθελα να παραμείνω για πάντα!
Το «Ευανθία», με το οποίο με βάφτισαν, σημαίνει «καλός ανθός».
Το «Εβίνα» σημαίνει «καλή ίνα». Δεν ξέρω αν το πέτυχα, αλλά προσπάθησα να το επιβεβαιώσω.
Παρά τις βιολογικές ιδιαιτερότητες, περισσότερα προβλήματα αντιμετώπισα με γυναίκες προπονήτριες, παρά με άνδρες.
Χωρίς να διαχωρίζω τα πράγματα, νομίζω ότι μία βασική διαφορά των δύο φύλων είναι ο τρόπος σκέψης.
Η γυναίκα έχει πολύ πιο περίπλοκο τρόπο και χρειάζεται ιδιαίτερη αντιμετώπιση.
Σε μία ομάδα ανδρών λες κάτι και προφανώς εννοείς αυτό, το ίδιο.
Σε μία ομάδα γυναικών μπορεί να εννοείς κάτι άλλο.
Οι περισσότεροι άνδρες προπονητές μου είχαν ήδη συνεργαστεί με γυναίκες και δεν χρειάζονταν εισαγωγές.
Εκείνος που μας προσέγγισε με ιδιαίτερο τρόπο ήταν ο Κώστας Μίσσας, και λόγω της ιδιότητάς του ως καθηγητής.
Όταν κάθεσαι να μιλήσεις μαζί του, καταλαβαίνεις ότι δεν μιλάς απλώς με έναν κόουτς, αλλά και με έναν δάσκαλο.
Συχνά μας μιλούσε και έθιγε θέματα για εμάς τις ίδιες, ώστε να δούμε εμείς κάποιες πλευρές του εαυτού μας, σαν γυναίκες.
Πώς αντιδρά μία γυναίκα και πώς ένας άνδρας.
Έχω εκνευριστεί με κουβέντα κάποιου προπονητή μου. Όμως, πρέπει πάντα να ξεχωρίζεις τι λέει ο άλλος και τι πραγματικά εννοεί.
Πώς το λέει και γιατί σου το λέει.
Ακόμη δεν καταφέρνω να το διαχωρίσω.
Υπήρξαν στιγμές που ενοχλήθηκα, αλλά δεν αντέδρασα σαν «κάνω ότι δεν άκουσα».
Σκέφτηκα απλώς «μην τολμήσεις και μιλήσεις» ή «είναι προπονητής σου και σκάσε! Πρέπει να το καταπιείς».
Είμαι μεν εγωίστρια και όταν με θίξεις, θέλω να αντιδράσω.
Αλλά υπάρχουν ρόλοι και συχνά δεν μπορείς να μιλάς.
Η απάντηση είναι να προσπαθώ περισσότερο.
Με εκνευρίζει το σκεπτικό «έλα μωρέ. Αυτοί πληρώνονται για να κάνουν το χόμπι τους».
Τα σχόλια που γίνονται για τους αθλητές και τις απολαβές τους είναι συχνά αβάσιμα.
Όλα είναι αποτέλεσμα τεράστιας προσπάθειας που δεν φαίνεται πουθενά.
Είναι ατελείωτες ώρες προπόνησης. Στιγμές ιδρώτα, πόνου και κλάματος.
Ξεπερνά τον μέσο όρο ενός κοινού ανθρώπου, στο κομμάτι του αν κάποιος τα παρατάει ή συνεχίζει.
Αυτοί που ξεχωρίζουν μέσα από τη δουλειά τους ανταμείβονται. Και χωρίς ανταμοιβή, πάντως, η προσπάθεια ήταν και είναι η ίδια.
Η λογική τέτοιας κριτικής είναι συνήθως κρίση ανθρώπων που δεν έχουν προσπαθήσει ποτέ στη ζωή τους.
Ο κόσμος, αν κάτι δεν το ζει από μέσα, δεν μπορεί να το κατανοήσει.
Όπως, ίσως, ένας προπονητής που δεν έχει υπάρξει παίκτης, δεν μπορεί να καταλάβει τον παίκτη.
Ο δρόμος μας δεν είναι εύκολος…
Στην Ελλάδα, το μπάσκετ γυναικών δεν μπορεί να εξασφαλίσει μία άνετη ζωή. Στο εξωτερικό, ίσως.
Υπάρχουν λίγες γυναίκες που έχουν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους από το μπάσκετ.
Για τις υπόλοιπες είναι απλώς μία εργασία.
Μία δουλειά για να ζεις και να επιβιώνεις.
Συχνά σε «σημαδεύει» κάτι που ακούς, ανάλογα με το τάιμινγκ και το τι περνάς.
Ο Καζαντζάκης έγραψε «φτάσε εκεί όπου ΔΕΝ μπορείς, παιδί μου! Μην ντραπείς αν έπαιξες καλά κι έχασες… Να ντραπείς αν έπαιξες κακά και κέρδισες».
Μπορεί να ακούσεις κάτι, κάποια στιγμή και να μην σου «πει» τίποτα. Ειδικά αν είσαι αφοσιωμένος σε κάτι άλλο.
Αυτό το «κάτι» μπορεί να το καταλάβεις αργότερα.
Μία φίλη μου, σε στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω στο εξωτερικό για πρώτη φορά και δίσταζα, μου είπε πως «αν τολμάς, χάνεις για λίγο το βήμα σου. Αν δεν τολμάς, χάνεις για πάντα τον εαυτό σου».
Αυτό μου έχει μείνει.
Ο Μίσσας μου έχει πει ότι «η δύναμή σου είναι το μπάσκετ σου».
Εννοώντας να αφοσιωθώ στο σ’ αυτό που κάνω.
Συνέχιζα να δουλεύω και αυτό με έβγαλε πολλές φορές από δύσκολη κατάσταση.
Στο εξωτερικό, όσο τα πράγματα δυσκόλευαν, γιατί είσαι ξένη και «με το πιστόλι στον κρόταφο», μόνο η δουλειά μετράει. Να μην χάνεις τον εαυτό σου.
Από τη γιαγιά μου έχω κρατήσει το «ο θεός είναι ομόνοια. Όπου υπάρχει αγάπη, είναι ο θεός».
Από την άλλη, θα ήθελα να σβήσω κάποιες καταστάσεις από το μυαλό μου.
Ήμουν τόσο ταγμένη στο μπάσκετ που όλα συνδέονταν μαζί του.
Δύσκολα κάτι εκτός μπάσκετ με επηρέαζε.
Ακόμη και τον χαμό του πατέρα μου μέσα από το μπάσκετ επιχείρησα να τον ξεπεράσω.
Πήγα στο γήπεδο, να σουτάρω, να προπονηθώ, να ξεδώσω και να ξεχάσω.
Κάθε στιγμή στα παρκέ είναι διδακτική.
Ο μεγαλύτερος φόβος που με ακολουθούσε ήταν ο φόβος της αποτυχίας.
Πολλές φορές μετατράπηκε σε πίεση.
Αλλά αυτή η πίεση με κράτησε ώστε να μην τα παρατήσω.
Να μην γυρίσω πίσω, δίχως να προσπαθήσω.
Όταν έφυγα για πρώτη φορά από την Ελλάδα, σε διαφορετικές τότε εποχές, ανατράπηκε όλος ο κόσμος μου.
Δεν είναι όπως τώρα, με το διαδίκτυο, με την εύκολη επικοινωνία.
Ζορίστηκα τόσο πολύ ψυχολογικά που σκεφτόμουν να επιστρέψω στην οικογένεια και τους φίλους μου.
Όμως η πίεση με κράτησε εκεί.
Πάντα θεωρώ ότι, τελικά, λειτουργούσα καλύτερα υπό πίεση.
Πολλές φορές, επίσης, έχασα τον ύπνο μου για το μπάσκετ.
Τώρα, ωστόσο, σκέφτομαι… «Και τώρα που κοιμάσαι, τι έγινε;»!
Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι «πρέπει» να ανταποκριθώ στο ταλέντο μου ή στις προσδοκίες της δουλειάς που έβαζα στο γήπεδο.
Δεν ξέρω αν αντιλήφθηκα ποτέ και ποιο ήταν το ταλέντο μου.
Δεν ήξερα, κυρίως μικρή, αν ήταν πραγματικότητα ή παραμύθι.
Δεν γνώριζα αν όταν μου μιλούσαν για ταλέντο το εννοούσαν ή απλώς το έλεγαν για να με πείθουν να συνεχίζω.
Υπήρξαν προπονητές που με βοήθησαν σ’ αυτό.
Ο Τσίτσκαρης μού έλεγε «είσαι κάτω από αυτό που έχεις και πρέπει να δουλεύεις περισσότερο».
Απορούσα: «Θα τα καταφέρω;».
Πράγματα στο μπάσκετ, ως τα 30-32 μου, δεν τα διασκέδασα όσο θα μπορούσα, γιατί είχα πολύ άγχος.
Τώρα αντιλαμβάνομαι το πόσο άγχος είχα.
Τώρα θα τα έκανα διαφορετικά, πιο χαλαρά.
Υπήρξαν πράγματα που όσο αγωνιζόμουν στο εξωτερικό συνοδεύτηκαν από ατελείωτη μοναξιά.
Δεν θυμάμαι αν ήμουν ανέκαθεν τόσο κλειστό παιδί.
Οι φίλοι, πλέον, έτσι καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι καλά.
Εξαφανίζομαι… Δεν μιλάω σε κανέναν και καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι καλά.
Δεν το προτείνω, γενικά. Γιατί μία άλλη άποψη μπορεί να σε βοηθήσει.
Να σε κάνει να αποφύγεις το… «μποξ» με τον εαυτό σου.
Η διαχείριση όλου αυτού ήταν δύσκολη και έβγαινε και προσωπικά και στην απόδοσή μου.
Όσο συμφιλιωνόμουν με αυτό που είμαι, γινόταν πιο εύκολο.
Μέχρι τα 15 μου, για παράδειγμα, έλεγα δεν θα κάνω ποτέ τατουάζ.
Δεν ήθελα κάτι μόνιμο πάνω μου.
Δεν έχω μεγάλα tattoo, όμως το καθένα είναι συμβολικό, όπως για όλους.
Το πρώτο, που δεν φαίνεται, είναι το «me against myself» (=«εγώ εναντίον του εαυτού μου»). Το «9» και το «Passion» είναι όσα συμβολίζει το μπάσκετ για μένα.
Πάθος και ο αριθμός που είναι πια συνυφασμένος μαζί μου και τον επέλεξα από το νούμερο που φορούσε ο Μάικλ Τζόρνταν στην Dream Team των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992.
Η λέξη «Grateful» εκφράζει ότι είμαι ευγνώμων για όσα έχω ζήσει και έχω πετύχει.
Μέχρι πριν από δύο χρόνια, δεν μπορούσα να εξηγήσω και να καταλάβω το λεγόμενο «άδειασμα», ακόμη και έπειτα από μεγάλη νίκη.
Προσπάθησα να το συζητήσω με προπονητές, να μάθω από τις εμπειρίες τους.
Το παραδέχθηκα το 2017, στο Ευρωμπάσκετ, όταν φτάσαμε στη ζώνη των μεταλλίων και χάσαμε στον αγώνα για την τρίτη θέση από το Βέλγιο.
Δε καταλάβαινα γιατί χάσαμε. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου.
Οι προπονητές μού έλεγαν «αδειάσατε».
Τότε κατάλαβα πως το είχα πάθει πολλές φορές, χωρίς να το καταλάβω.
Είναι κάτι που προέρχεται από μεγάλη και συνεχή προσπάθεια και όταν καταφέρνεις να κάνεις υπερβάσεις. Δεν μπορεί να εξηγηθεί, όμως ακόμη και έπειτα από νίκη, κλείνουν οι διακόπτες.
Και δεν ξέρω αν μπορείς να το προλάβεις ή να το διορθώσεις.
Πολλοί προπονητές χτυπούν κουδουνάκια σε νίκες και όχι σε ήττες -γιατί οι ήττες σε ενεργοποιούν από μόνες τους- και μαθαίνεις να ζεις μ’ αυτό.
Σε όποια ερώτηση κλήθηκα να απαντήσω στη διάρκεια της πορείας μου, πιστεύω ότι βρήκα την απάντηση.
Έδωσα τις απαντήσεις, κυρίως στον εαυτό μου.
Μία απάντηση που δεν θα έρθει ποτέ, όμως, είναι το «γιατί πρέπει να τελειώνει κάποια στιγμή όλο αυτό;»…
Όμως έτσι είναι.
Το να αποδεχθώ ότι θα αποχωρήσω από την Εθνική ήταν όσο δύσκολο ήταν εξαρχής να αποδεχθώ πως κάποια στιγμή θα τελειώσει όλο αυτό.
Η σωστή στιγμή ήταν τώρα.
Αν και δεν θα ήθελα να τελειώσει ποτέ.
Αυτό τον καιρό παίζουν συνεχώς στα social media οι αναμνήσεις από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.
Είναι τόσο όμορφές στιγμές και όσο σκέφτομαι ότι δεν θα τις ξαναζήσω, κάθε μέρα «πεθαίνω» μέσα μου.
Λέω, όμως, συνεχώς στον εαυτό μου ότι «εκεί που κοιτάς, εκεί θα πας».
Το ταξίδι δεν έχει τελειώσει.
Αυτό έχει να κάνει με όσα θαυμάζω στη ζωή μου.
Αν κάτι το ακολουθείς, εκεί θα πας. Αυτή τη στάση κρατώ ακόμη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Εβίνα Μάλτση: «Η Εβίνα χωρίς την Εθνική» / «Από τη Γουμένισσα στο Γκάρντεν» / «Free Yelena!»