Πιτσιρίκα, δεν μου άρεσε το όνομά μου, όταν το άκουγα.
Είχα συνδυάσει το «Νίκη» με κάποια και, όπως συμβαίνει καμιά φορά, όταν δεν σου αρέσει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος που φέρει το όνομά σου, δεν σου αρέσει και το ίδιο το όνομα!
Όταν όμως ξεκίνησα αθλητισμό, άρχισα να το εκτιμάω ιδιαίτερα, μου άρεσε και έβαζα στο μυαλό μου ότι μπορεί να ήταν ένας συμβολισμός, ότι θα νικάω πχ σε αυτό που θα κάνω.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα ως Νίκη Ξανθού, ο πατέρας μου λεγόταν Βασίλης Ξανθός.
Συνεπώς, όταν ήμουν μικρή, στους αγώνες ήμουν η Νίκη Ξανθού.
Όταν ήρθα όμως στην Αθήνα 17 ετών και ξεκίνησαν οι επιτυχίες μου, οι δημοσιογράφοι άρχισαν να με αποκαλούν «Ξάνθου».
Κάθε φορά λοιπόν τούς έλεγα «δεν με λένε Ξάνθου, με λένε Ξανθού», το ζητούσα επί δύο χρόνια, «μη με γράφετε έτσι».
Ε, μετά σήκωσα τα χέρια ψηλά, ο κόσμος με έμαθε ως «Ξάνθου», οπότε άλλαξα το επώνυμό μου.
Για την ιστορία, το 1997 είχα ακολουθήσει την πλήρη διαδικασία στον Δήμο και με διαβεβαίωσαν ότι η αλλαγή ονόματος είχε γίνει, υπέγραφα και δήλωνα πλέον ως «Ξάνθου».
Ωστόσο, με αφορμή το πιστοποιητικό του γάμου μου, μου ήρθε ένα έγγραφο στο οποίο αναγραφόμουν και πάλι «Ξανθού», διαπίστωσα δηλαδή ότι δεν είχε γίνει σωστά η διαδικασία αλλαγής τότε, οπότε η “μετονομασία” έγινε μετά από 26 χρόνια!
Και το περίεργο μάλιστα είναι ότι πλέον δεν νιώθω Ξανθού αλλά Ξάνθου!
Η οικογένειά μου παράλληλα ένιωθε πολύ περήφανη για εμένα σε όλην την πορεία μου, οι γονείς μου το έλεγαν σε κάθε ευκαιρία.
Ο πατέρας μου μάλιστα αγαπούσε τον αθλητισμό, παρακολουθούσε όλα τα αθλήματα, δεν θεωρούσε ότι είναι τόσο σημαντική η διάκριση, αλλά μου τόνιζε πόσο σημαντική είναι η προσπάθεια -πετυχημένη ή αποτυχημένη- να φτάσω σε αυτή και ότι κάποια στιγμή -με υπομονή και επιμονή- θα πετύχω τον στόχο μου.
Κάπως έτσι μεγάλωσα και θεωρώ ότι είναι “υγιής” αυτή η φιλοσοφία, από την άποψη ότι, για να φτάσεις ψηλά, αφενός χρειάζεται προσπάθεια, αφετέρου δεν σου εξασφαλίζει κανείς την επιτυχία, σίγουρα θα υπάρξουν δηλαδή και αποτυχίες στον δρόμο προς την κορυφή.
Ξεκινώντας από την επαρχία, ο στόχος μου ως παιδί ήταν να γίνω Πανελληνιονίκης.
Σταδιακά αλλάζουν οι στόχοι, μπαίνει το μικρόβιο και οραματίζεσαι Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες.
Στο νησί μου υπήρχαν ομάδες, σύλλογοι στον στίβο, ενόργανη, κολύμβηση, πράγματα που μπορούσε να κάνει ένα παιδί, οπότε κι εγώ από έναν τοπικό σύλλογο ξεκίνησα.
Έβλεπα πολύ στίβο και στην τηλεόραση λόγω του μπαμπά, ο οποίος παρακολουθούσε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια κι Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, οπότε είχα πολλές εικόνες και παραστάσεις.
Ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, έχω μνήμες από τους Ολυμπιακούς της Σεούλ το 1988, στους οποίους οι Αμερικανίδες φορούσαν ένα ιδιαίτερο κορμάκι που μου είχε κάνει εντύπωση, θυμάμαι και την Γκρίφιθ να το φοράει, μάλιστα το αγόρασα κι εγώ μετά. ήταν ένα ολόσωμο κόκκινο κορμάκι, πολύ εντυπωσιακό, ταυτόχρονα τη θαύμαζα και ως αθλήτρια κι έλεγα ότι θέλω να αρέσω κι εγώ κάποτε με ένα τέτοιο, πέρασαν τα χρόνια, είμαι έξω από ένα μαγαζί με αθλητικά στη Ρόδο, είχαν φέρει αυτό το κορμάκι, δεν ξέρω πώς, το οποίο όμως ήταν και πανάκριβο και δεν μπορούσα να το αγοράσω, οπότε μάζευα το χαρτζιλίκι μου όλον τον χρόνο, αυτό που μου έδιναν για την τυρόπιτα στο σχολείο, και, πριν κλείσει το σχολείο, πήγα και το αγόρασα για να το φορέσω!
Από μικρή λοιπόν είχα πολύ πείσμα!
Όλο αυτό με τον στίβο δεν ξέρω από πού προέκυψε ακριβώς, προφανώς από αυτές τις παραστάσεις που είχα, από το ότι το συγκεκριμένο άθλημα, το ότι πέφτεις στην άμμο, είναι πολύ ωραίο, διασκεδαστικό και θεαματικό, αλλά μου κόλλησε, είπα ότι αυτό θέλω να κάνω, παρότι δεν είχα ιδέα πώς είναι, δεν είχα ξανακάνει, ήξερα μόνο ότι είμαι γρήγορη, πχ στο διάλειμμα του σχολείου έπιανα τα αγόρια στο κυνηγητό.
Έτσι, η αδερφή μου είπε στον δάσκαλο κάποια στιγμή να με βάλει σε αγώνες, εγώ δεν ήθελα όμως πχ τρέξιμο και διεκδίκησα αυτό που ήθελα.
Γενικά διεκδικώ αυτό που θέλω με ήρεμο και διακριτικό τρόπο, τότε όμως ήμουν μικρή και απόλυτη, παρόλ’ αυτά μού βγήκε σε καλό.
Ήταν χρόνια που τα θυμάμαι με μια γλυκιά αίσθηση και αγάπη, παρόλο που δεν ήταν εύκολα, καθώς στο παιδικό μου μυαλό ναι μεν υπήρχε μέσα το παιχνίδι, το έβλεπα όμως και ως μεγάλη προσπάθεια.
Ήταν και ένας τρόπος να φεύγω από το σπίτι και να κοινωνικοποιούμαι, καθώς είχα μια αυστηρή μαμά που δεν με άφηνε να παίζω και να πηγαίνω στις φίλες μου, παράλληλα έκανα και κάτι που αγαπούσα και με διασκέδαζε, οπότε όλο αυτό μού έδινε χαρά.
Πριν τα 10 μου χρόνια, τότε που υπήρχαν οι βιντεοταινίες, είχα δει σε μία τέτοια την ιστορία της Νάντια Κομανέτσι και είχα πει στον μπαμπά μου «θέλω να γίνω Νάντια Κομανέτσι», αυτό ήταν και το πρώτο μου όνειρο.
Με έγραψε στην ενόργανη, ήμουν πάρα πολύ καλή, αλλά έσπασα το χέρι μου, όταν ήμουν εννέα ετών, και οδηγήθηκα στον στίβο, «κάθε εμπόδιο σε οδηγεί παραπέρα», όπως λένε.
Ξεκινώντας λοιπόν στον στίβο, δεν ονειρευόμουν μεγάλα πράγματα, μετάλλια κτλ, έβλεπα τους μεγάλους αγώνες και το όνειρό μου ήταν πχ η οχτάδα, απλώς σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να βρεθώ κι εγώ εκεί, πχ σε τελικούς Ολυμπιακών Αγώνων, Ευρωπαϊκών, Παγκοσμίων, αναρωτιόμουν αν θα τα καταφέρω.
Ερχόμενη στην Αθήνα, πέρασα πολλές δυσκολίες.
Έφυγα εσπευσμένα από τη Ρόδο, γράφτηκα σε σχολείο στο Χαλάνδρι και τη Γ΄ Λυκείου την τελείωσα στην Αθήνα.
Μου είχαν μπει λοιπόν ότι θα έμπαινα στους ξενώνες του ΟΑΚΑ, τελικά δεν μπήκα ποτέ, αναγκάστηκα κι έμενα Νέα Λιόσια, όπου ζούσαν οι δύο μου αδερφές που σπούδαζαν, έφευγα στις 06:00, άλλαζα δύο λεωφορεία και ηλεκτρικό, για να πάω στο σχολείο μου, μετά κατευθείαν προπόνηση και αργά το βράδυ επιστροφή.
Πέρασα πολύ δύσκολα για να τα καταφέρω, αλλά το αγαπούσα τόσο πολύ και ήθελα να το προσπαθήσω. Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, αναρωτιόμουν πώς το έκανα, πώς το τράβηξα όλο αυτό.
Ως αθλήτρια, ήμουν μοναχική και επιλεκτική στις παρέες μου, δεν ήθελα να με διασπούν οι πολλές παρέες, έκανα φιλίες με συγκεκριμένα άτομα που μου ταίριαζαν περισσότερο και ήταν κοντά μου, όπως για παράδειγμα η Τασούλα Κελεσίδου, την οποία αγαπώ πολύ και με την οποία κάνουμε ακόμη παρέα, ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος, με τον οποίον είμαστε κουμπάροι, γιατί έχω βαφτίσει την κόρη του, ο Λάμπρος Παπακώστας, με τον οποίον κάποια στιγμή μέναμε και στο ίδιο σπίτι.
Είχα έρθει και με άλλους ανθρώπους κοντά, αλλά μεγαλώνουμε, αλλάζουμε εμείς, αλλάζουν και οι άλλοι, αλλάζουν και οι φιλίες.
Ο Γιώργος Πομάσκι ήταν επίσης ένας άνθρωπος που πάντα θαύμαζα και ήθελα από πολύ νωρίτερα να με προπονεί. Την πρώτη φορά που θέλησα να προπονηθώ μαζί του, είχε πάρει τη Βούλα Πατουλίδου για να κάνει μήκος, η οποία όμως του είχε ζητήσει να μην προπονεί καμία άλλη αθλήτρια του μήκους, ο ίδιος μού είχε πει δηλαδή τότε ότι ήθελε πολύ, αλλά δεν μπορούσε.
Έτσι, με ανέλαβε μετά το 1996.
Τον Γιώργο τον αγαπάω και τον εκτιμώ μέχρι και σήμερα, είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος, με ενέπνευσε, βοήθησε πάρα πολύ στην εξέλιξή μου και ψυχολογικά και προπονητικά, μου άλλαξε πράγματα που έπρεπε να αλλάξουν και έτσι έκανα και τις μεγάλες μου επιτυχίες.
Έχει να λέει πόσο “στρατιώτης” ήμουν, υπήρξα πάρα πολύ τυπική ως αθλήτρια, έκανα πάντα αυτό που μου έλεγε ο προπονητής μου, εφόσον τον εμπιστευόμουν και έκρινα ότι μπορεί να με βοηθήσει, ήμουν 100% εκεί σε ό,τι κι αν έλεγε.
Μάλιστα, η σχέση μας ήταν τέτοια που και ο ίδιος εμπιστευόταν την αθλητική μου διαίσθηση.
Κάποια στιγμή ήμασταν στην προπόνηση και του λέω «Γιώργο, είμαι πάρα πολύ σφιχτή σήμερα», εκείνος επιμένει ότι πρέπει να κάνω άλματα και του το επαναλαμβάνω, «είμαι πάρα πολύ σφιχτή. Εάν κάνω ένα ακόμα άλμα, θα κοπεί ο δικέφαλος». Μου λέει «θα το κάνεις». Το έκανα και κόπηκε ο δικέφαλος! Μου είπε «συγγνώμη, ό,τι και να μου λες, πλέον θα σε ακούω, υποτίμησα αυτό που αισθανόσουν». Ήταν ένα σχολείο λοιπόν η σχέση μας τόσο για εμένα όσο και για τον ίδιο.
Με τον Πομάσκι μάλιστα κάποια στιγμή ήρθε στο σπίτι μου και ο Μίλτος.
Είναι ωραίο να βλέπεις σήμερα αυτό το παιδί για το οποίο κάποτε μου έλεγε ο Πομάσκι, σε ένα καφέ που έχει στο Γαλάτσι, «αυτός είναι ταλεντάρα», μιλούσαμε για τον Μίλτο και μάθαινα, γνωρίζοντάς τον όμως, βλέπεις έναν άνθρωπο ιδιαίτερο.
Μου λέει «Νίκη, σε θαυμάζω πάρα πολύ», του λέω «άσε μας, ρε Μίλτο, εσύ εμένα; Εσύ που έχεις κάνει τα πάντα;», «Όχι, μου έχει μιλήσει πολύ ο Πομάσκι», του έλεγε όντως πόσο “στρατιωτάκι” ήμουν και τι προπόνηση έκανα, προσπαθώντας να τον πείσει να κάνει λίγο παραπάνω βάρη, του έλεγε «η Νίκη ξέρεις πόσα σήκωνε;», οπότε είχε φτιάξει και εκείνος μια εικόνα για εμένα.
Βλέπεις ένα παιδί εντελώς διαφορετικό από ό,τι ήμουν εγώ, είναι σε έναν δικό του κόσμο, μοναδικός και απίθανος, έχει μια ψυχραιμία, μια έλλειψη άγχους και κινδύνου και κοίτα τι κάνει.
Πόσο τον θαυμάζω, μακάρι να ήμουν κι εγώ έτσι τότε!
Πηγαίνοντας στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, δεν μπορώ να πω ότι είχα άγνοια κινδύνου, ήταν ένα περίεργο συναίσθημα σε εκείνη τη διοργάνωση, ήταν σαν να με κατάπιε στιγμιαία το μέγεθος της Αμερικής.
Ήταν η πρώτη μου φορά σε αυτήν τη χώρα, αλλάζει λίγο η κλίμακα των πραγμάτων, πηγαίνοντας εκεί από την Ευρώπη, σου φαίνεται κάτι τόσο μακρινό και μεγάλο, πόσο μάλλον αν βρίσκεσαι εκεί για Ολυμπιακούς Αγώνες.
Είχα λοιπόν αγχωθεί πάρα πολύ, πήγα στον προκριματικό, κοίταζα γύρω μου και έλεγα «αυτό είναι τόσο μεγάλο, τι δουλειά έχω εγώ σε αυτό, πώς βρίσκομαι εγώ εδώ, πώς θα τα καταφέρω;».
Και μετά έκανα αυτόματα ένα παιχνίδι μόνη μου, το οποίο τώρα διδάσκεται στον πρωταθλητισμό, άρχισα δηλαδή εγώ η ίδια να ανεβάζω τον εαυτό μου και να λέω «ναι, αλλά κοίτα από πού ξεκίνησες, ήσουν ένα κοριτσάκι από τη Ρόδο που μεγάλωσες δύσκολα κι έκανες προπόνηση σε χώμα, και πού κατάφερες να έρθεις. Είσαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες!».
Ανέβασα η ίδια τον εαυτό μου, πήρα τα πάνω μου, λέω «ναι, αξίζω να είμαι εδώ» και κατάφερα την επιτυχία μου.
Η άδικη τέταρτη θέση είναι ένα τραύμα που μου έχει μείνει μέχρι σήμερα. Ήμουν τρίτη, μέσα μου είμαι τρίτη, διότι το άλμα με το οποίο με κέρδισε η Τζόινερ ήταν άκυρο και δεν το έδειξαν ποτέ στη βαλβίδα, όλα τα άλματα τα έδειχναν slow motion στο πάτημα, το συγκεκριμένο που ήταν άκυρο δεν το έδειξαν ποτέ. Έλειπε ο υπεύθυνος της ελληνικής αποστολής από τον Τελικό μου, δεν υπήρχε κανείς για να κάνει μέσα σε μια ώρα που πρέπει ένσταση, ωρυόμουν και την επόμενη ημέρα, όταν πήγα να ζητήσω το βίντεο, αυτό είχε εξαφανιστεί. Είμαι τρίτη, η ιστορία με έχει τέταρτη και είναι μεγάλο το χάσμα ανάμεσα στο μετάλλιο και την τέταρτη θέση.
Το μετάλλιο είναι το όνειρο κάθε αθλητή, ειδικά των Ολυμπιακών Αγώνων είναι η μεγαλύτερη τιμή, εξού και οι τεράστιες προσπάθειες των αθλητών.
Εάν ήμουν πραγματικά τέταρτη, θα το αποδεχόμουν, το να σου στερεί όμως κάποιος κάτι που δικαιούσαι είναι πολύ άσχημο.
Όσον αφορά στην εμπειρία της Αθήνας, το ότι βρίσκεσαι στο σπίτι σου, στην πατρίδα σου και όλος αυτός ο κόσμος έρχεται για εσένα ενέχει επίσης μεγάλο κίνδυνο να αγχωθείς.
Εμένα ευτυχώς μου γύρισε θετικά και με έφτιαξε πάρα πολύ, είχα μεγάλη ανυπομονησία να μπω στο γήπεδο και να αγωνιστώ, μπήκα σαν να είμαι η καλύτερη, έχοντας και την εμπειρία της Ατλάντα της περασμένης χρονιάς, έχοντας και το απωθημένο του μεταλλίου.
Η πιο έντονη ανάμνηση είναι το άλμα που μου έδωσε τη δεύτερη θέση, στο οποίο δεν πρόλαβα να κάνω προσγείωση, κάτι πήγε καλά στην τεχνική, προσγειώθηκα όρθια, σκέφτηκα «τι βλακεία, τι άλμα ήταν αυτό», σηκώθηκα και είχα πηδήξει 6.90 και αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε, εάν έβγαζα και προσγείωση. ήμουν τόσο καλά που θα έπρεπε να έχω πηδήξει 7.20, αλλά δεν πειράζει, σε αυτούς τους μεγάλους αγώνες μετράει το μετάλλιο και όχι η επίδοση.
Συνέβαινε κάτι περίεργο. Μέσα στο γήπεδο με έφτιαχνε πάρα πολύ ο κόσμος, το ότι ερχόταν να μου κάνει την τιμή, να με βλέπει, να με χειροκροτάει, να με αγαπάει, να με θαυμάζει, όλο αυτό μού έδινε φτερά. Εκτός γηπέδων με ξένιζε όλη αυτή η αναγνωρισιμότητα, πέρασα μια περίοδο, μετά τη μεγάλη μου επιτυχία του 1997, που πλέον με ήξερε όλος ο κόσμος και για εμένα ήταν καθοριστικό.
Σε τέτοιες ηλικίες είναι πολύ ωραίο αλλά και πολύ αγχωτικό το να διαχειριστείς την αναγνωρισιμότητα και το ότι όλος ο κόσμος σε κοιτάει, σε ξέρει, σου μιλάει, οπότε σαν να ήθελα να εξαφανιστώ, να κάνω πίσω, να μη με ξέρει κανείς.
Δεν αγωνίστηκα στους Ευρωπαϊκούς το 1998 λοιπόν, γιατί είχαν αρχίσει κάποιες αλλεργίες, υπέφερα από δερμογραφισμό και έπρεπε να πάρω αντισταμινικά, κάτι που θεωρώ ότι ήταν ψυχολογικό, ήμουν τόσο στρεσαρισμένη από τις προσδοκίες του κόσμου, από το ότι με γνώριζαν όλοι και περίμεναν πολλά από εμένα, με μπλόκαρε δηλαδή το ότι έπρεπε πάλι να πετύχω.
Τότε δεν είχαμε και ανθρώπους να μας βοηθήσουν σε ψυχολογικά θέματα, κάτι πολύ σημαντικό ειδικά σε αυτές τις ηλικίες, δεν υπήρχε ένας ψυχολόγος ειδικός στον πρωταθλητισμό.
Οπότε βοηθούσα εγώ τον εαυτό μου όσο μπορούσα, διάβαζα βιβλία αυτοβελτίωσης, από μικρή μάλιστα, και ψαχνόμουν.
Και οραματιζόμουν πολύ αυτά που ήθελα να κάνω, μόνη μου είχα ανακαλύψει ότι το να οραματίζομαι αυτό που θέλω να κάνω με βοηθάει, έκανα δηλαδή νοητική προπόνηση, χωρίς να ξέρω ότι υπάρχει αυτή η τεχνική για να γίνεις καλύτερος, το διάβασα μετά.
Θυμάμαι τον εαυτό μου στο σχολείο να ζωγραφίζω πάνω στο θρανίο, είχα κάθε μέρα μπροστά μου ένα σκάμμα, έγραφα το όνομά μου και, ενώ πηδούσα 4.50μ., σημείωνα 6.20, ε και μετά το ανέβαζα πολύ.
Επίσης, πριν κοιμηθώ το βράδυ, έβλεπα την τεχνική μου, ότι έκανα το τέλειο άλμα, ότι έφερνα το τέλειο αποτέλεσμα που ήθελα, αλλά και κάθε φορά πριν τους αγώνες το έβλεπα μπροστά μου, ήταν σαν να το είχα ήδη κάνει.
Κάποια στιγμή κουράστηκα, γιατί είχα τραυματισμούς με τη μέση μου λίγο πριν το 2000, ήταν κάποιο νεύρο που με χτυπούσε στον δικέφαλο.
Αλλά ήταν πολύ μεγάλος ο στόχος, το να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς της πατρίδας μου, οπότε σκέφτηκα να το πολεμήσω, δεν μετάνιωσα που το έκανα, δεν πήγε καλά, αλλά ήμουν εκεί.
Ήταν πικροί εκείνοι οι αγώνες, ο τραυματισμός ήταν περίεργος, δεν με άφηνε να τρέχω παραπάνω από το 80% της έντασής μου, στο 100% ήταν λες και πάθαινα θλάση στον δικέφαλο. Και το ίδιο είχε συμβεί και στο Σίδνεϊ.
Με κούρασε και με απογοήτευσε όλο αυτό, μου στοίχιζε που δεν μπορούσα να κάνω άλματα που έκανα χρόνια πριν, αλλά, όταν κάνεις πρωταθλητισμό, δεν σταματάς ποτέ, δεν σταματάς να οραματίζεσαι και να ελπίζεις ότι θα ξαναείσαι εκεί, οπότε το προσπαθούσα πολύ, έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου.
Δεν θυμάμαι καθόλου πόσο πήδηξα στα προκριματικά της Αθήνας, έχει σβήσει από τη μνήμη μου, αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν προκρίθηκα, δεν ήμουν σε καλή κατάσταση λόγω του τραυματισμού, ο οποίος με κράτησε πίσω, ούτως ή άλλως ο στόχος ήταν η συμμετοχή στην ουσία, δεν πήγαινα για διάκριση και το ήξερα.
Μεγάλη απογοήτευση στο τελευταίο άλμα που σήμανε και τον αποκλεισμό μου, δεν το θυμάμαι ευχάριστα, ενώ ταυτόχρονα ήξερα ότι ήταν κι ο τελευταίος μου αγώνας, κάτι που έπαιξε επίσης ρόλο στην ψυχική μου φόρτιση, το να ξέρω δηλαδή ότι αγωνίζομαι για τελευταία φορά και μάλιστα το αποτέλεσμα να μην είναι το επιθυμητό.
Αλλά ήταν και αναπόφευκτο, είχα κουραστεί, από το 1991 έως το 2004 ήμουν σε όλους τους μεγάλους αγώνες, κλειστό και ανοιχτό, αφού μου άρεσε να αγωνίζομαι.
Και για το μάτι που λέμε, έπρεπε πάντα να έχω πάνω μου κάτι μπλε, ένα ματάκι, μπλε σκουλαρίκι, γαλάζιο δαχτυλίδι, θαλασσί νύχια.
Εκείνο όμως που με συντρόφευε ψυχικά ήταν η λαχτάρα μου να κάνω τον πατέρα μου χαρούμενο!
Με στήριξε πάρα πολύ στο να κάνω πρωταθλητισμό, η μητέρα μου δεν ήθελε, αλλά αυτός επέμεινε, ήταν δίπλα μου και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες, το πρώτο τηλεφώνημα που έκανα πάντα, όταν πήγαινα καλά σε αγώνες, ήταν στον μπαμπά μου, γιατί ήθελα να ακούσω τη χαρά του, ένας άνθρωπος πολύ εκφραστικός, ο οποίος στις αποτυχίες θα σου έλεγε πάντα μια καλή κουβέντα να σε ανακουφίσει, του χρωστάω πολλά… Δυστυχώς τον έχασα το 2015.
Κλείνοντας την καριέρα σου, στην αρχή σκέφτεσαι ότι απελευθερώθηκες, ότι τελείωσε κάτι που έχει μια καθημερινότητα, μια ρουτίνα, με προπόνηση, μασάζ, προσοχή στη διατροφή κτλ.
Μετά όμως αναρωτιέσαι «ωραία, και τώρα τι κάνουμε;».
Άρχισα λοιπόν να κάνω πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω πριν, όπως για παράδειγμα να βγαίνω έξω σε εστιατόρια και να κάθομαι μέχρι πιο αργά, αν και τελικά δεν ξενύχτησα ποτέ, δεν άντεχα, το πολύ μέχρι τις 00:30.
Το να κάνω ταξίδια και διακοπές ήταν επίσης κάτι που μου έλειπε, αφού κάθε καλοκαίρι είχαμε κάποιον μεγάλο αγώνα, οπότε πήγαινα διακοπές τέλη Αυγούστου ή Σεπτέμβριο, ξεκίνησα λοιπόν να κάνω τα ταξίδια που μου έλειπαν τόσο πολύ και να πηγαίνω σε μέρη για να τα γνωρίσω πραγματικά, αφού μέχρι τότε ταξίδευα μεν, αλλά έβλεπα μόνο τα γήπεδα της κάθε χώρας, είχα γυρίσει όλον τον κόσμο, αλλά δεν είχα δει τίποτα!
Μόλις πέρασε ένα διάστημα περίπου ενός χρόνου, αναρωτήθηκα ξανά «και τώρα τι;». από εκεί που κάνεις πρωταθλητισμό, έχεις μεγάλους στόχους, έχεις κάτι να περιμένεις και πρέπει να δουλέψεις γι’ αυτό, ξαφνικά βρίσκεσαι χωρίς στόχο, κάτι που αποτελεί πολύ ισχυρό σοκ για εμάς τους αθλητές, σοκ που χρήζει διαχείρισης.
Πιστεύω ότι πρέπει να στηρίζεται ο κάθε άνθρωπος που κάνει πρωταθλητισμό στο μετά, κάποιοι έχουν σπουδάσει και ακολουθούν το επάγγελμα τους, κάποιοι άλλοι όμως είναι τόσο δοσμένοι στον πρωταθλητισμό που δεν έχουν σκεφτεί το μετά, οπότε είναι λίγο ξεκρέμαστοι και είναι σοκαριστικό αυτό.
Προσωπικά, την ισορροπία μου τη βρήκα, όταν άρχισα να κάνω πράγματα που μου έδιναν χαρά, όταν άρχισα να ανακαλύπτω στην ουσία καινούργια μου ταλέντα, έφτιαξα πχ κάποια σπίτια στην Πάτμο σε ένα οικογενειακό οικόπεδο που είχα και ξεκίνησα να τα διακοσμώ, κάτι που στη συνέχεια κατάλαβα πόση χαρά μού έδινε, είχα λοιπόν έναν νέο στόχο, να φτιάχνω ωραία τα σπίτια!
Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, νομίζω ότι θα διαχειριζόμουν διαφορετικά κάποιες καταστάσεις, αλλά έχουν αλλάξει και οι εποχές, είναι να σου αρέσει η προβολή, να είσαι μπροστά στα φώτα συνέχεια, εγώ τότε ήθελα να φύγω από τα φώτα, ήθελα να ησυχάσω, νομίζω δηλαδή ότι θα είχα κάνει λίγα βήματα παραπάνω, ποτέ όμως δεν θα ήμουν της προβολής.
Θαυμάζω τους ανθρώπους που το κάνουν, κάποιους βέβαια όχι, γιατί το κάνουν σε υπερβολικό βαθμό και το θεωρώ κάψιμο, δεν πιστεύω ότι κάνει καλό, εγώ όμως δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να προβληθώ ούτε περαιτέρω ούτε διαφορετικά, πχ μέσα από την πολιτική ή από άλλους χώρους, το να πάω στην τηλεόραση, για παράδειγμα, με άγχωνε πάρα πολύ, δεν μου άρεσε να δίνω συνεντεύξεις.
Παρόλ’ αυτά, κέρδισα τον κόσμο, όχι όμως μόνο λόγω της ομορφιάς, ήταν και αυτό που εξέπεμπα, ήμουν πιο σεμνή για τα δεδομένα της εποχής, κάτι που με βοήθησε και στο να έχω περισσότερους χορηγούς, όπως και σήμερα δηλαδή μια καλύτερη εμφάνιση μπορεί να βοηθήσει σε μια χορηγία.
Το αν θα άλλαζα λοιπόν κάποια πράγματα στην πορεία μου είναι ένα τρυπάκι.
Προφανώς θα το έκανα, αν τότε είχα τη σημερινή ωριμότητα.
Αλλά αυτό δεν είναι ο άνθρωπος; Ξεκινάει με την ανωριμότητα, μεγαλώνει, μαθαίνει, προχωράει, εξελίσσεται.
Η Νίκη Ξάνθου είναι Πρωταθλήτρια στο άλμα εις μήκος.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: ΟΛΑ τα κείμενα για τον ΣΤΙΒΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τασούλα Κελεσίδου: Ήρεμη Δύναμη
Λάμπρος Παπακώστας: Δεν θα άλλαζα τίποτα
Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι