Όταν ήμασταν παιδιά, τα παιχνίδια που παίζαμε στις γειτονιές ήταν αθλητικά και μόνο.
Θυμάμαι, είχαμε μαζευτεί τρεις γειτονιές και θέλαμε να δούμε ποια θα κερδίσει, παίζοντας “Ολυμπιακούς Αγώνες”. Τα αγωνίσματα ήταν random, είχε τρεξίματα σε κύκλους ή τετράγωνα, ποιος θα έρθει πρώτος, πράγματα δηλαδή στα οποία μπορούσαμε να πάμε όλοι μαζί. Και ήμουν καλός από τότε!
Στις παραλίες της Μεσσήνης έτρεχα και πηδούσα στην αμμουδιά, έχουμε και μεγάλη παραλία εμείς, τεράστια, πάνω από 2.5χλμ. Να σκεφτεί κανείς ότι σε κάποια σημεία, από τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στη θάλασσα, είναι πάνω από 80μ. άμμος. Χρόνια μετά, κάποιες φορές κάναμε και προπόνηση εκεί!
Εκείνα τα χρόνια στα σχολεία, στα Δημοτικά, κάναμε προπονήσεις και στο στάδιο. Περνούσαν από τις τάξεις προπονητές ή γυμναστές και έλεγαν «εσύ, εσύ κι εσύ το απόγευμα στο στάδιο». Και κάπως έτσι, όταν ήμουν Β’ Δημοτικού, μπήκα κι εγώ στο στάδιο και δεν βγήκα ποτέ.
Τότε βέβαια κάναμε τις γενικές αθλοπαιδιές, εγώ πχ νομίζω ότι στην ΣΤ’ Δημοτικού δοκίμασα μια φορά να κάνω μήκος, μου είπαν ότι είμαι πολύ καλός και μου άρεσε και αυτή η αναγνώριση αλλά και το άθλημα αυτό καθ’ εαυτό.
Το μήκος αποτελεί ένα εντυπωσιακό αγώνισμα και συνδυάζει δύο στοιχεία που μου αρέσουν πολύ, ταχύτητα και άλμα. Ήθελα να τρέχω γρήγορα και να χάνομαι στον αέρα.
Γενικότερα, και στα υπόλοιπα αθλήματα καλός ήμουν, σε όλα κέρδιζα, απλώς κόλλησα με αυτό, μάλιστα σε ένα Πανελλήνιο πρωτάθλημα που κατέβηκα με το Γυμνάσιο κέρδισα και τελικά έμεινα στο μήκος. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν και τα σπριντ, τις αποστάσεις και τα υπόλοιπα δεν τα ήθελα, οπότε με κέρδισε το αγώνισμά μου απευθείας.
Και από τα πρώτα άλματά μου, μικρός δηλαδή, δεν φοβόμουν μήπως βγω άκυρος, δεν έκανα ποτέ άκυρα, πατούσα καλά, κανονικότατα, καθόλου πίσω. Αν στους δύο αγώνες έκανα ένα άκυρο, θα ήταν μεγάλη αποτυχία.
Μέχρι την Ε’ Δημοτικού λοιπόν κάναμε προπόνηση με τους δασκάλους-γυμναστές του σχολείου. Στην ΣΤ’ ο πρώτος προπονητής μου, ο Μιχάλης Μπιζίμης, ο οποίος είχε στη Μεσσήνη το τμήμα στίβου του Μεσσηνιακού, μου είπε «σε αναλαμβάνω εγώ». Περίμενα λοιπόν πώς και πώς, ανυπομονούσα, πότε θα τελείωνα την τάξη και να ξεκινήσω μαζί του.
Στην επαρχία ήταν επίσης πολύ εύκολο να τα κουμαντάρεις και τα δύο, σχολείο και προπόνηση, δεν σε τρώνε οι αποστάσεις, ήταν όλα δίπλα, οπότε, με του που τελείωνε το σχολείο, κάναμε προπόνηση και μετά διάβασμα. Έβγαιναν και τα δύο. Μάλιστα ήξερα από τις πρώτες τάξεις του Λυκείου ότι είχα περάσει και λόγω προνομίων, οπότε απλώς τελείωνα τις τάξεις, με είχε κερδίσει τόσο πολύ ο στίβος που έλεγα «Α, περνάω την τάξη; Όλα ok».
Είχα μεγάλη υποστήριξη κι από τους γονείς μου βέβαια, πάντα μου έλεγαν «κάνε αυτό που θέλεις, προσπάθησέ το, αφού το αγαπάς, κάν’ το σωστά, προχώρα και είμαστε εδώ», ποτέ δεν μου έφεραν εμπόδιο, ίσα-ίσα.
Πριν ανέβω Αθήνα το 2000, ήδη γνώριζαν στον τόπο μου τις επιτυχίες μου, τους αγώνες μου, με έβλεπαν έξω, φώναζαν το όνομά μου και ντρεπόμουν, έλεγα «όχι, δεν είμαι εγώ». Ήταν λίγο πρωτόγνωρα όλα αυτά τότε, τώρα είναι εντελώς διαφορετικές οι εποχές.
Το 1997 είχα πάει στη Γυμνασιάδα, η οποία γινότανστη Σανγκάη, λείπαμε δύο-τρεις εβδομάδες και, όταν επιστρέψαμε, οι φίλοι μου που δεν είχαν πάει ακόμη ούτε στην Αθήνα ήταν σε φάση «ουάου, πες μας πώς είναι». Μέχρι και ο Λυκειάρχης ήθελε να μιλήσουμε, τι είδα εκεί, πώς είναι η χώρα. Είχε μάλιστα γίνει και γιορτή στο σχολείο μου για τις διακρίσεις που είχα φέρει, είχα πάρει και μετάλλιο, οπότε η ντροπή μου χτύπαγε κόκκινο, ταβάνι.
2001, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων στο Γκροσέτο, Χρυσό μετάλλιο, με 7.98. Από όταν το πήρα σοβαρά και αποφάσισα τι θα κάνω, ήθελα πάντα να είμαι πρώτος και από χρονιά σε χρονιά να υπάρχει μια εξέλιξη. Έκανα τη μια χρονιά πχ 7.50 και, εφόσον ήμουν καλά και υγιής, δεν ήθελα να κάνω πάλι το ίδιο αλλά 7.60, 7.70, 7.80, 7.90, όσο πιο μακριά γίνεται.
Κάπως έτσι ήρθε όλο αυτό μέσα από τη δουλειά και συνεχίστηκε και μετά, σαν να ήρθαν τα πράγματα με αυτόματη ροή, πήγαιναν μόνα τους, έκανα σωστή προπόνηση, μεγάλωνα, δυνάμωνε το σώμα μου, οπότε με δουλειά όλο αυτό ανέβαινε.
Στους αγώνες πήγαινα με κέφι, άγχος, χαρά, σιγουριά, αγωνία, με όλα, αν και τις περισσότερες φορές μπορώ να πω με κέφι και χαρά, τόσο πριν όσο και μετά τον αγώνα. Άλλες στιγμές επίσης ήξερα ότι δεν είμαι καλά και απλώς πήγαινα να δω τι είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω, γενικότερα όμως κατέβαινα να δώσω ό,τι διαθέτω.
Έβλεπα ασταμάτητα τα άλματα του Κώστα Κουκοδήμου, του κατόχου του Πανελλήνιου ρεκόρ, ήταν είδωλό μου.
Όταν ήμουν πιτσιρικάς, μου είχαν πάρει κάτι καρφιά στον σύλλογο, για 800μ. απ’ ό,τι κατάλαβα μετά από χρόνια, τα οποία είχαν το ίδιο χρώμα με αυτά που φορούσε ο Κουκοδήμος. Τα είχα βάλει κάτω από το εικόνισμα κι έλεγα «με αυτά τα καρφιά θα κάνω εγώ 9μ.». Στη συνέχεια όμως κατάλαβα ότι με κορόιδεψαν, δεν ήταν τα καρφιά του Κουκοδήμου, σκεφτόμουν, «έχουν το ίδιο χρώμα, δεν μπορεί, αυτά είναι!», την πάτησα, αλλά τελικά μου βγήκε σε καλό.
Βλέπαμε τον Κουκοδήμο και μας φαινόταν βουνό αυτό που έκανε, όχι απλώς πολύ, έκανε 8.36 και λέγαμε ότι αποκλείεται άνθρωπος να έχει πηδήξει τόσο. Εγώ κάνω 7μ., άρα μου λείπει ακόμα ενάμισι μέτρο, ήταν σοκαριστικό. Όπως σοκαριστικό ήταν και το ότι πήδηξα 8μ. ακριβώς, ένα όριο που, όποτε το ξεπερνάς, λες «ώπα, από δω και πέρα σημαίνει ότι είμαι καλός».
Το 2006 ήταν μια καλή χρονιά, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου στη Μόσχα. Ο προκριματικός ήταν στις 09:00, εσύ έπρεπε να είσαι δύο ώρες πριν στον αγωνιστικό χώρο και επιπλέον θέλαμε 40 λεπτά με το λεωφορείο για να φτάσουμε εκεί από το ξενοδοχείο. Είχε -17 έξω, χιόνι παντού, πολύ ωραία.
Μάλιστα, εκείνοι οι αγώνες κλειστού ήταν από τους πρώτους των οποίων ο τελικός δεν είχε δωδεκάδα αλλά οχτάδα, με όριο 8.05. Όλοι είχαν πάνω από 8.10, 8,15, οπότε λέω «ή 8.05 ή αλλιώς θα πάω σπίτι μου». Το πρώτο άλμα ήταν 8.07, εκεί μου άνοιξε λίγο η όρεξη, το πάλεψα, έμεινα στα 8.10 και πήρα το Χάλκινο μετάλλιο.
Το 2007 ήταν η καλύτερη χρονιά, ξεκίνησε πολύ ωραία τον Μάρτιο στο Μπέρμιγχαμ. Ήταν ένας αγώνας που είχα “πονέσει”, γιατί τότε μπορούσα να έχω κάνει πολύ πάνω από τα 8.20, ήταν μια πολύ γρήγορη πίστα, αλλά δεν μπόρεσα να το εκμεταλλευτώ όπως ήθελα. Πριν λίγο καιρό που είχα βρεθεί και πάλι στο ίδιο στάδιο, είχα κάνει 8.15 σαν σταματημένος, οπότε λέω «ωραία, σε μεγάλο αγώνα θα είναι σίγουρα πολύ πάνω από 8.20». Τελικά έμεινα εκεί και με το ζόρι, σκέφτηκα «κάτι δεν πήγε καλά, κάπως δεν ένιωσα καλά στον αγώνα», ήμουν και αγχωμένος εκείνες τις μέρες, κάτι με τριγύριζε, κάτι περίεργο, αλλά τουλάχιστον κατάφερα και πήρα το μετάλλιο.
Φυσικά, μετά απέκτησα και ψυχολογία τύπου «έχω πάρει μετάλλιο, είμαι καλός, ωραία, τώρα πάμε δυνατά» και εκείνο το καλοκαίρι σήμανε ίσως και την πιο δυνατή μου χρονιά. Έκανα το Πανελλήνιο ρεκόρ, το 8.66, έκανα όμως και άλλα τεράστια άλματα που για λίγο ήταν άκυρα.
Πριν καταφέρω το ρεκόρ, ένιωθα πάρα πολύ καλά, ήταν η στιγμή, ο κόσμος στην Καλαμάτα (Παπαφλέσσεια), η ψυχολογία, η προπόνηση που είχα κάνει, έλεγα «είσαι για 8.50».
Στην αρχή, με βάραινε όλο αυτό, αλλά είπα «θα πηδήξω περισσότερο από το 8.36», δηλαδή θα κάνω και Πανελλήνιο ρεκόρ, το πίστεψα, σκέφτηκα «δεν γίνεται όλη αυτή η προπόνηση να πάει χαμένη», δεν είχα χάσει μέρα προπόνηση, δεν υπήρχε μέρα που να μην ήμουν καλύτερος από την προηγούμενη, οπότε είπα «αν δε γίνει τώρα, δεν θα γίνει ποτέ!».
Ξεκίνησα τον αγώνα με ένα άλμα στα 8.34, σταματώντας όρθιος, χωρίς προσγείωση. Κοιτάω την επίδοση και λέω «μπα, αποκλείεται». Μετά ήθελα να μην κάνω 8.37, 8,38, 8,39 αλλά 8.40 και πάνω. Τελικά κάτι… ξέφυγε πολύ!
Το πάτημα στο άλμα του ρεκόρ ήταν σχεδόν οριακό, κάτι παραπάνω από τη μέση της βαλβίδας. Σταμάτησα και για να βγει έγκυρο, γιατί μετά το 8.34 έκανα μεγάλα μεν άκυρα δε άλματα. Όταν πάτησα και σηκώθηκα στον αέρα, σκέφτηκα «όχι, ρε γαμώτο, θα βγει Πανελλήνιο ρεκόρ και θα είναι το χειρότερό μου πάτημα!». Όντως έτσι έγινε. Λίγο λύγισα, έλεγα «έμεινα πολύ ώρα στη βαλβίδα, βλακεία μου». Ήμουν κοντρολαρισμένος, σκεφτόμουν πολύ αναλυτικά, παρόλ’ αυτά εκείνα τα δύο δευτερόλεπτα μού φάνηκαν αιώνας.
Όταν προσγειώθηκα και σηκώθηκα, κοιτούσα να δω το άλμα, άκουγα και τον κόσμο να πανηγυρίζει, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω για πόσο ήταν. Κοίταγα, ξανακοίταγα και ξανακοίταγα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι άλμα ήταν. Κριτής ήταν ο κύριος Μανώλης, κριτής Ολυμπιακών Αγώνων captain στο μήκος. Μέτραγαν, ξαναμέτραγαν, πάω στη βαλβίδα, έβλεπα 60, 70, λέω «όχι, ρε γαμώτο, τόσο λάθος έχω κάνει; Πήδηξα 7.80 και πανηγυρίζουν; Μου είχε φανεί πολύ μεγαλύτερο». Ο κύριος Μανώλης μού λέει «φύγε, θα σου ακυρώσουμε το άλμα», δεν καταλάβαινε τίποτα, σταμάτησαν να μετρούν και με κοιτούσαν. Φεύγω με τα χίλια ζόρια, πάω προς τα πάνω, κοιτάω να δω μήπως είχαν γράψει στο scoreboard την επίδοση, τίποτα.
Την τρίτη φορά που πάω να γυρίσω, ακούω τον κόσμο, ακούω ένα «6». Σκέφτηκα «46» και λέω ωραία. Και βλέπω «66», ήταν «8.66»! Εκεί απλώς πάγωσα. Αλλά δεν πανηγύρισα πολύ. Σπάνια πανηγύριζα, γιατί ήξερα για πόσο ήταν οι επιδόσεις μου, μετά τις προπονήσεις που είχα κάνει. Ήξερα ότι όλη αυτή η προπόνηση κάπου θα έβγαινε, δεν γινόταν να μην βγει. Και ήταν η μέρα μου!
Ο επόμενος αγώνας στην Κρήτη ήταν επίσης φανταστικός, έκανα 8.54, αλλά πρώτα είχα κάνει και ένα τεράστιο άλμα που ήταν για δύο εκατοστά άκυρο, καμία σχέση με το 8.66. Το κακό είναι ότι ουσιαστικά με σταμάτησαν σε αυτούς τους δύο αγώνες, και στην Καλαμάτα και στην Κρήτη, «μην κάνεις άλλο, μην κάνεις άλλο», και δεν ξέρω, αν είχα συνεχίσει, τι θα είχε γράψει. Μου έλεγαν να μην κάνω άλλο άλμα σε εκείνους τους αγώνες για να μην τραυματιστώ, να μην κουραστώ.
Ούτε οι ίδιοι ήξεραν τότε από μεγάλες επιδόσεις, υπήρχε στην Ελλάδα ένα «8.36» πολλών ετών και μετά το χάος. Όταν λοιπόν από 8.36 κάνεις 8.70 (χοντρικά), ε, αυτό είναι κάτι άλλο, ούτε αθλητές δεν είχαν ξαναγυμναστεί με τέτοια επίδοση. Όλο αυτό έγινε επί Δημήτρη Βασιλικού και μαζί ήταν και ο Γιώργος Πομάσκι, ως δεύτερη φωνή, τύπου «δεν θα συμμετέχω, απλώς θα σας λέω τι να κάνετε». Στη συνέχεια ακούστηκαν οι φωνές «σταματήστε τον, να μην τραυματιστεί» και κάπου εκεί σαν να κόπηκε όλο αυτό ξαφνικά.
Μετά το ρεκόρ σοβάρεψε αρκετά η κατάσταση, και να μην ήθελα να το πιστέψω, μου είπαν άλλοι τι είχα κάνει. Περισσότεροι χορηγοί δεν με προσέγγισαν, απλώς βοήθησαν οι ήδη υπάρχοντες, άλλες οι εποχές όμως τότε.
Τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς, Ολυμπιακής χρονιάς, λαμβάνουν χώρα στο ΟΑΚΑ τα Τσικλητήρεια. Παρένθεση: ο Τσικλητήρας ήταν από την Πύλο, κοντά στα μέρη μου. Μια κερκίδα λοιπόν γέμισε μόνο για να δει το μήκος, ξεκάθαρα. Είχε ήδη κόσμο, αλλά, όταν ξεκίνησε το μήκος, γέμισε ασφυκτικά. Ήμουν πολύ καλά για τον αγώνα, έπρεπε να κάνω μια μεγάλη επίδοση και βγήκε απευθείας από το πρώτο άλμα. Ο κόσμος πανηγύριζε, δεν ήξερα τι γινόταν, μερικές φορές με την ένταση του αγώνα δεν καταλαβαίνεις τι και πώς, μπορεί να ακούς μόνο «μπράβο», χειροκροτήματα, φωνές παρατεταμένες.
Αυτοί ήταν οι δικοί μας αγώνες της σειράς super gran prix, δεν υπήρχαν πιο μεγάλα μίτινγκ τότε, ήταν σαν να λες τώρα Diamond League. Οπότε, το να κερδίσεις έναν τέτοιον αγώνα μες στη χώρα σου, με όλους αυτούς τους ξένους που ετοιμάζονταν και αυτοί για τους Ολυμπιακούς, μετρούσε πολύ και ως νίκη αλλά και ψυχολογικά.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Πεκίνου έκανα στον προκριματικό 8.27. Από το δεύτερο γκρουπ πηδούσα 26ος, 26 άτομα το κάθε γκρουπ, τέσσερεις ώρες μετά το ζέσταμα, είχα αρχίσει να βαριέμαι, για να πω την αλήθεια, έλεγα «αυτό είναι; Ποια χαρά είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες;».
Ο τελικός ήταν διαφορετικός, εκεί απλώς “έπεσαν οι κουρτίνες”, δεν ξέρω τι έγινε και κρέμασα, κάθε άλμα ήταν μετάλλιο, μα κάθε άλμα, ένα να έκανα από τα τρία, οποιοδήποτε, αλλά κόλλησα, δεν μπορούσα να δω καθαρά, λες και δεν είχα δυνάμεις να αγωνιστώ.
Είχαμε κάνει προπόνηση για μια συγκεκριμένη φόρα η οποία πήγαινε πάρα πολύ καλά, αλλά όταν ήμουν τοπ σε όλα. Είχα πάει για προετοιμασία στο εξωτερικό 15 μέρες πριν τους Ολυμπιακούς, κάναμε δυνατή προπόνηση, αλλά κάποια στιγμή έβαλα κάτω δυνατά το πόδι κι έβγαλα τον αστράγαλο, έμεινα 15 μέρες εκτός, με μεγάλο ενδεχόμενο να μην αγωνιστώ στους Αγώνες.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτές οι 15 μέρες έπαιξαν ρόλο στο πικ της προπόνησης. Πίστευα ότι το είχα, έκανα το 8.27 στους προκριματικούς, είπα «θα κάνω στον τελικό το ίδιο, μετά έχω κι άλλα πέντε άλματα, θα το ρυθμίσω», τελικά όμως δεν έκατσε.
Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου ήταν σαν να μην πήγα ποτέ επίσης, είχα κι εκεί έναν τραυματισμό και εν τέλει δεν έπρεπε να κατέβω καθόλου, αλλά η σκέψη ήταν «ας πάω και, αν αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, γιατί να μην αγωνιστώ δυνατά; Αν είμαι σπίτι μου, πώς θα το κάνω αυτό;».
Σε όλη την πορεία μου, η ψυχολογία μου ήταν ανάλογη του αγώνα. Ήταν καλά ο αγώνας; Ήμουν καλά. Δεν ήταν καλά ο αγώνας; Χάλια. Δεν ήμουν και στα καλύτερά μου πάντα, αλλά έτσι είναι ο αθλητισμός, δέκα λύπες και μια χαρά.
Εννοείται φυσικά ότι έκανα τις θυσίες που απαιτεί ο πρωταθλητισμός. Αρχικά έμενα με την αδερφή μου, η οποία σπούδαζε στο ΤΕΦΑΑ, μετά, ένα δύο χρόνια πριν κλείσουν οι ξενώνες, έμενα εκεί και στη συνέχεια γύρω-γύρω από το Ολυμπιακό στάδιο, όσο πιο κοντά γινόταν δηλαδή, ώστε να είμαι δίπλα στις προπονήσεις. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Πομάσκι μού είπε «Λούη, πάρε ένα σπίτι», αλλά δεν το έκανα, καλύτερα τελικά, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα.
Στην αρχή επίσης δεν είχα ζωή, μεγαλώνοντας μόνο. Ήμουν πολύ focus ότι πρέπει να πετύχω, να μην βγω, να μην πιω, να μην…, μόνο “να μην”, δε γινόταν αλλιώς.
Το 2014 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ζυρίχης ήταν, νομίζω, ουσιαστικά το κλείσιμο της καριέρας μου. Έπρεπε να έρθει ένα μετάλλιο, Ασημένιο μάλιστα, για να κλείσει.
Από ένα σημείο και πέρα, με είχε κουράσει όλο αυτό, πολλά τα χρόνια, πολλές οι εντάσεις, για αρκετές περιόδους περνούσα πολύ άσχημα, οπότε ήθελα να σταματήσω, είπα «κουράστηκα, και σωματικά και πνευματικά», σκεφτόμουν ότι δεν είχα να δώσω κάτι άλλο.
Έτσι, η πορεία μου έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο για τον κόπο και τις θυσίες που είχα κάνει όλα αυτά τα χρόνια, στη Ζυρίχη ανέβηκα στο δεύτερο σκαλί με 8.15 και είπα «Λούη, εδώ τελειώσαμε». Δεν έφυγα με απογοήτευση, δεν σκέφτηκα «ρε γαμώτο, μου έμεινε κάτι ανολοκλήρωτο».
Αλλά τα παπούτσια μου τα κρέμασα το 2017, είπα λίγο να κάνω συντήρηση, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελα. Έλεγα «μεγαλώνω, τι κάνω, πρέπει να δουλέψω, δεν θα κάνω μια ζωή αυτό, δεν θα είναι για πάντα». Έρχονται πάρα πολλά και πρέπει να προχωρήσει η ζωή.
Χρήματα έβγαλα για να είμαι καλά εκεί που ήμουν, κάτι παραπάνω όχι. Και σε κάποιες περιπτώσεις δεν πληρωνόμασταν από τον ΣΕΓΑΣ, «υπάρχει κρίση, δεν μπορούμε», έλεγαν, πληρώναμε τα ταξίδια έξω μόνοι μας, τους γιατρούς κάποιες περιόδους. Και, όσο τρως από τα έτοιμα και δεν δουλεύεις, πόσο να κρατήσουν κι αυτά; Δεν είναι ότι παίρναμε και τίποτα τρελά εκατομμύρια.
Ήθελα να φύγω τρέχοντας, αλήθεια, και το 2017 είπα επιτέλους ότι έγινε και επίσημα. Συγκινήθηκα όμως, όταν το καλοκαίρι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα της Πάτρας, με Πρόεδρο του ΣΕΓΑΣ τον κύριο Παναγόπουλο, με κάλεσαν για να με βραβεύσουν για την πορεία μου όλα αυτά τα χρόνια, εκεί κατάλαβα ότι έκλεισε ο κύκλος μου.
Μάλιστα, όταν μου έδωσαν το μικρόφωνο για να πω δυο λόγια, το μόνο που είπα ήταν «από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω, τι να πω;». Εκείνες είναι στιγμές που απλώς δεν μιλάς, τις απολαμβάνεις. Εκείνες οι στιγμές ήταν η μεγαλύτερή μου χαρά και συγκίνηση.
Έχω πεθυμήσει κάποια πράγματα οπωσδήποτε, μου άρεσαν πχ η ένταση του αγώνα, τα ταξίδια, η διαδικασία, η προετοιμασία, ότι δηλαδή «πάμε, ετοιμαζόμαστε για εκεί». Είναι τόσο μεγάλα και έντονα τα συναισθήματα στον πρωταθλητισμό και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο, ώστε μετά δεν μπορείς να βρεις αλλού αυτήν την συγκίνηση. Αυτό μου έχει λείψει.
Στο σημείο αυτό, θέλω να αναφερθώ στον Γιώργο Πομάσκι. Ό,τι υπάρχει στην Ελλάδα όσον αφορά στο προπονητικό σκέλος το οφείλουμε στον Γιώργο, δεν ήταν μόνο ο δάσκαλός μου, ήταν ο δάσκαλος όλων, από εκεί μάθαιναν και οι αθλητές αλλά και οι προπονητές.
Η πρώτη μου ουσιαστική δουλειά έγινε μαζί του, μου έμαθε τα περισσότερα, με κατηύθυνε ως άνθρωπο. Εμείς τότε είχαμε έρθει στην Αθήνα ως παιδιά της “αλάνας”, ναι μεν είχα επιτυχίες στην αρχή, αλλά καμία σχέση με σοβαρότητα και επαγγελματισμό. Με τον Γιώργο λοιπόν, πλέον κάναμε προπόνηση πρωί-απόγευμα, δεν βγαίνουμε, δεν, δεν… «Τι εννοείς, κόουτς, δεν θα πάμε τώρα εκεί; Δεν θα φάμε; Πρέπει να χάσουμε κιλά; Τι είναι αυτά;», δεν υπήρχαν αυτά σε εμάς.
Θυμάμαι επίσης, όταν ήμουν με τον Πομάσκι, εγώ τρωγόμουν να πάω στα μίτινγκ που πάνε όλοι οι αθλητές, αυτό νόμιζα ότι ήταν επιτυχία στην αρχή, να βγεις στα μίτινγκ, σε αγώνες στο εξωτερικό. Τον ρωτούσα λοιπόν «πότε θα πάω εγώ, Γιώργο;», εκείνος μού απαντούσε «περίμενε, περίμενε» κι εγώ επέμενα ότι εμένα δεν με παίρνουν. Είχα κερδίσει τότε το μετάλλιο των Εφήβων κοντά στα 8μ. και, όταν μου είπε «φέτος βγαίνουμε», ήταν η στιγμή μου, το πιο σημαντικό από όλα.
Όσον αφορά στο ρεκόρ μου, ο Μίλτος Τεντόγλου έκανε δύο φορές 8.65 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ρώμης και για δύο εκατοστά δεν κατάφερε να το καταρρίψει, θα το κάνει όμως, τι τώρα, τι μετά, θα τα καταφέρει. Για εμένα, τα ρεκόρ πρέπει να σπάνε, όποιος νομίζει ότι έχει κάνει κάτι και θα μείνει για πάντα είναι πολύ γελασμένος.
Απλώς μπήκα στη θέση του και ένιωσα πόσο κακό είναι να κάνεις δύο άλματα στο 8.65 και να μην γράψει καν το ένα 8.66. Στη θέση του δηλαδή, θα προτιμούσα έστω το δεύτερο να είναι 8.64, γιατί και τα δύο άλματα να έρθουν 8.65 μοιάζει με… κατάρα. Μιλήσαμε μετά τον αγώνα και του είπα «πες μου πώς το κατάφερες αυτό, πώς το έκανες αυτό, πες μου μόνο αυτό, τίποτα άλλο», είναι τρελό, σαν να έκανα εγώ, με βάση το ρεκόρ του Κουκοδήμου, 8.35 δυο φορές!
Πριν τους Ολυμπιακούς του Τόκιο, μου είχε πει μάλιστα «α, εσύ έχεις κάνει 8.66» και του είχα απαντήσει «εγώ βρήκα ένα Πανελλήνιο ρεκόρ 8.36 και το έκανα 8.66. Αν κάνεις το ίδιο, είναι 8.96». Πλέον του λέω «μας δουλεύεις; κάνεις ακόμη προπόνηση για 8.66;» και τον αποκαλώ «Ταλεντόγλου», γιατί είμαστε πολύ τυχεροί ως Ελλάδα που έχουμε έναν τέτοιον αθλητή.
Και μιας και αναφέρθηκα και σε αυτό το κομμάτι, την Ελλάδα και τους αθλητές της δηλαδή, να πω ότι είναι στον χαρακτήρα μου να θέλω να τραβήξω ένα παιδί από τον καναπέ και να το φέρω στο στάδιο. Για τον λόγο αυτόν, παρότι πλέον, από τότε δηλαδή που σταμάτησα, δεν κάνω άλματα ούτε για δείγμα, βρίσκομαι στον σύλλογο «Ακρίτα». Εδώ έρχονται παιδάκια που θέλουν να κάνουν άλματα, να μάθουν, να γνωρίσουν τι μπορείς να κερδίσεις μέσα από τον αθλητισμό, γιατί προφανώς δεν είναι μόνο οι επιδόσεις και τα μετάλλια, να γνωρίσουν τον κόσμο, να ταξιδέψουν, να ανοίξουν τους ορίζοντές τους. Είναι κρίμα να κάθονται απλώς σε μια γωνία.
Τον Μάιο του 2024 μεγάλα ονόματα του μήκους πήραν μέρος στο διεθνές μίτινγκ που φέρει το όνομά μου, Tsatoumas Street Long Jump, στην Καλαμάτα. Ήρθε μέχρι και ο Ρόμπερτ Εμιγιάν, ο οποίος από το 1987 έχει το ρεκόρ Ευρώπης με 8.86, και είναι ίδιος, λες και δεν έχει περάσει μέρα από πάνω του, είναι απίστευτο. Όταν του είπα «Ρόμπερτ, κάνω αυτόν τον αγώνα, θέλω να έρθεις», μου απάντησε απευθείας «ερχόμαστε, γεια!».
Ήρθε μέρες πριν τον αγώνα, έμεινε και μετά, κάναμε και μια ωραία δεξίωση στο πνευματικό κέντρο της πόλης, τιμήσαμε ανθρώπους που έπρεπε να τιμήσουμε και μάλιστα βραβεύτηκαν από αθλητές όχι πολιτικούς. Στο τέλος όλοι έλεγαν «τι απίστευτη φιλοξενία, τι ωραία περάσαμε, σε παρακαλώ, για του χρόνου θέλω να κλείσω από τώρα!», ο Ρόμπερτ, η Τίλντα, η Σάνια, οι Σουηδέζες, οι Ρουμάνες μού έλεγαν «πες μας το “ναι”».
Εν τω μεταξύ, έρχεται κάποια στιγμή η κόρη μου και μου λέει «μπαμπά, το ξέρεις ότι σε έχει το youtube;», της λέω «αποκλείεται», «ναι, μου το είπαν τα παιδιά, σε έχει το youtube, εκεί που κάνεις αγώνες», μου απαντάει. Και αυτό είναι το πιο συγκινητικό κομμάτι της υπόθεσης, ότι της μίλησαν άλλοι για μένα, εγώ δεν της μιλάω της μικρής σχετικά με το ποιος ήμουν, τι έκανα, τίποτα, παρά τα απολύτως απαραίτητα. Αλλά έχει κάπως μεγαλώσει και από μόνη της πλέον μου λέει «μπαμπά, ήσουν καλός».
Και το ότι μου το αναγνωρίζει το παιδί μου, το ότι μου το λέει το παιδί μου αποτελεί για εμένα τη μεγαλύτερη επιβράβευση για όλα αυτά τα χρόνια!
Χρόνια κατά τα οποία ήμουν πάντα ο αθλητής της στιγμής, δούλευα με πολύ συναίσθημα, δεν με ένοιαζε αν θα κάνω ένα, τρία ή έξι άκυρα, ήθελα να κινούμαι στον αγώνα όπως ένιωθα, ό,τι και να μου έλεγαν οι άλλοι. Το ένιωθα έτσι, το έκανα έτσι. Το ένιωθα αλλιώς, το έκανα αλλιώς. Δεν μπορούσα να κοντρολαριστώ και να πω «α, πρέπει να κάνω το έγκυρο για να περάσω», σε όλη μου τη διαδρομή ήμουν της φιλοσοφίας «έχω έρθει να κάνω 8.30, δεν μπορώ να το κάνω, θα κάνω τρία άκυρα».
Ο Λούης Τσάτουμας είναι Πρωταθλητής στο άλμα εις μήκος, κάτοχος του Πανελλήνιου ρεκόρ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: ΟΛΑ τα κείμενα για τον ΣΤΙΒΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα
Νίκη Ξάνθου: Το άλμα της ζωής μου