Από οκτώ ετών παρατηρεί τους γύρω του και τους ακούει να ψιθυρίζουν «είναι ο γιος του Πίτερ Σμάιχελ».
Ο μεγάλος Δανός, ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες όλων των εποχών, γεννήθηκε στο Gladsaxe, 10 χιλιόμετρα βόρεια της Κοπεγχάγης, και το middle name του είναι Μπόλεσλαβ, γιατί ο πατέρας του ήθελε να τιμήσει την πολωνική καταγωγή του.
Ο Πίτερ πήρε τη δανεζική υπηκοότητα μετά τα επτά του χρόνια, το 1970, λίγο αργότερα άρχισε να πιστοποιεί το ταλέντο στην Χβιντόβρε, πάλαι ποτέ κραταιά ομάδα στην (δεύτερη) πατρίδα του. Και όταν το 1986 υπέγραψε στην Μπρόντμπι, γεννιόταν ο πρώτος του γιος, ο Κάσπερ.
To μονοπάτι ήταν δύσβατο, πιο μακρύ απ’ όσο έπρεπε να είναι. Σε καμία περίπτωση τόσο μακρύ όσο του γιου του, ο οποίος ήταν καταδικασμένος να ζει στη σκιά του πατέρα του, αναγκασμένος να αποδεικνύει κάθε μέρα που περνά ότι είναι αυτόφωτος και όχι «ο γιος του Πίτερ».
Η αποστολή ήταν εξ ορισμού δύσκολη, θα λύγιζε οποιονδήποτε.
Τέσσερα χρόνια στην Μπρόντμπι, ισάριθμα Πρωταθλήματα. Οκτώ χρόνια στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, πέντε Πρωταθλήματα Αγγλίας, ένα Champions League, πολλά Κύπελλα. Δύο σεζόν στην Σπόρτινγκ στα στερνά του, κι εκεί Πρωτάθλημα.
Με την Εθνική Δανίας το μοναδικό τρόπαιο στην ιστορία, εκείνο που «μαζεύτηκαν από τις παραλίες και το πήρανε». Σωτήριον έτος 1992, χρονιά που γεννήθηκε η Σεσίλ, η αδερφή του Κάσπερ, η οποία ζει ήσυχα στη Δανία.
Για εκείνο το έπος της Σουηδίας, διοργανώθηκε ένα επετειακό παιχνίδι 10 χρόνια αργότερα, το 2002, στο Nykoping, με σύσσωμη την ομάδα της Δανίας, όλα τα αστέρια που -μέχρι να έρθει η δική μας Εθνική το 2004 στην Πορτογαλία– ήταν οι προφήτες του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού θαύματος από καταβολής Euro.
Ο Κάσπερ ήταν 16 χρόνων, ο πατέρας του τον είχε πάρει μαζί του και στον πάγκο. Στα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου ο Πίτερ πρέπει να βγει, ο προπονητής γυρίζει στον μικρό στον πάγκο: «θες να μπεις;». Ο μικρός σαστίζει, δεν το περίμενε, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι στην εφηβεία του θα προστατεύει το τέρμα της Εθνικής ομάδας, έστω και σε αγώνα επίδειξης, με τον μεγάλο Λαρς Όλσεν λίμπερο μπροστά του και με τους ήρωες των παιδικών του χρόνων συμπαίκτες.
Όταν ο διάσημος πατέρας του υπερασπιζόταν την εστία των «Λιονταριών» της Λισαβόνας, ο Κάσπερ ξεκίνησε να πρωτοπαίζει κι εκείνος ποδόσφαιρο.
Ήταν 14, του άρεσε να παίζει στην επίθεση, «όπως ο Καντονά», ο ποδοσφαιριστής που θαύμαζε πιο πολύ απ’ όλους σε εκείνη την τρομακτική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο πατέρας του.
Δεν χρειάστηκε να περάσει πάνω από εξάμηνο έως ότου να γίνει απολύτως αντιληπτό πως η θέση του ήταν κάτω από τα γκολπόστ.
Δεν το ζήτησε, δεν το κυνήγησε, τον πήγε από μόνη της η μοίρα, το πεπρωμένο, η κληρονομιά του.
Καταδικασμένος να αιωρείται στην αιωνιότητα μεταξύ της απογοήτευσης και της υπερδιέγερσης, σε μια ακατανόητη στους πολλούς εσωτερική αναγκαιότητα να αποδείξει ότι παίζει με την αξία του και όχι από καπρίτσιο.
Η τελευταία φανέλα που φόρεσε ο πατέρας του ήταν η “μισητή” των «Citizens», είχε ραμμένο στο μέρος της καρδιάς το αρχαίο λατινικό ρητό «Superbiain Proelio» («Η περηφάνια στη μάχη»).
Ήταν η σεζόν 2002-2003, η Σίτι μόλις είχε προβιβασθεί στην Premiership, ήταν απλώς η δεύτερη ομάδα του Μάντσεστερ, πολύ μακριά από πετροδόλαρα και σεΐχηδες.
Ο μικρός θα εγγραφεί στις ακαδημίες της Σίτι, την επόμενη σεζόν που ο μεγάλος πατέρας του αποχωρεί, εκείνος γίνεται επαγγελματίας.
Θα έλεγε κανείς ότι έγινε επίτηδες, απεναντίας ήταν ένα ακόμα παιχνίδι της μοίρας για τον μικρό Κάσπερ. Αντιμετωπίζει, αν όχι τη χλεύη, τον σκεπτισκισμό των περισσοτέρων.
Δεν τον εμπιστεύονται ποτέ, όπως μαρτυρούν οι πέντε δανεισμοί σε μια τριετία. Ο Κάσπερ γυρίζει όλο το Νησί, περνάει από την Σκωτία, την Ουαλία, προτού τον αφήσουν -επιτέλους- να αναπνεύσει και τον πουλήσουν στη Νοτς Κάουντι.
Είναι ήδη 23 ετών, θα έπρεπε ήδη “να παίζει”. Το αρχαιότερο club στον κόσμο ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς, στην ιδιοκτησία της Munto Finance, μιας θυγατρικής της Qadbak Investments που είχε εμφανιστεί σαν τυφώνας και επιζητούσε την εξαγορά και της Sauber BMW στην Φόρμουλα 1.
Το όνειρο κράτησε σκάρτους τέσσερεις μήνες, από τα πολυτελή ιδιωτικά αεροπλάνα η ομάδα βρέθηκε να χρησιμοποιεί το λεωφορείο της γραμμής, οι ποδοσφαιριστές έμεναν απλήρωτοι, στο έλεος της οικονομικής αναλγησίας.
Προβιβάστηκαν στην Football League One, αλλά τα μεγάλα συμβόλαια που είχε υπογράψει η Munto δεν τα σήκωνε η καινούργια ιδιοκτησία. Ο Κάσπερ και πάλι έπρεπε να αποχωρήσει, ήταν πάλι από εκείνους που “περίσσευαν”.
Πάει στη Λιντς, ξαναφεύγει το καλοκαίρι, δεν στεριώνει πουθενά, δεν τον εμπιστεύονται, είναι απλώς «ο γιος του Πίτερ».
Είναι κιόλας 25 ετών και έχει προλάβει να γράψει μόλις μια συμμετοχή στην Premiership, θεωρείται ήδη ένας γυρολόγος των βρετανικών γηπέδων, ένας spare goalkeeper προπονήσεων, χρήσιμος μόνο για δεύτερος.
Η συμφωνία με την Λέστερ τον Ιούνιο του 2011 είναι η ευκαιρία. Τον ζήτησε και τον απέκτησε μετά από αρκετή πίεση ο Σβεν Γκόραν Έρικσον, o ίδιος προπονητής που εισηγήθηκε τον προβιβασμό του στους επαγγελματίες και στην Μάντσεστερ Σίτι.
Επτά χρόνια αργότερα, εκείνη η επιλογή επέτρεψε στον Κάσπερ Σμάιχελ να ζήσει το δικό του παραμύθι με τις «Foxes», του έδωσε το αναφαίρετο δικαίωμα να φωνάζει στον κόσμο ότι δεν υπάρχει μόνο ένας Σμάιχελ στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ο πατέρας του προσπαθεί να παγιωθεί στην τηλεόραση, πότε σχολιάζοντας αγώνες στην «ITV» και στο «Sky Sports» και πότε παρουσιάζοντας λογής τηλεπαιχνίδια ή συμμετέχοντας σε reality.
Όταν ο Κάσπερ πάλευε να καθιερωθεί στην Ντάρλινγκτον το 2006, ο πατέρας του συμμετείχε στην αγγλική version του «Dancing with the Stars». Κάπου εκεί κατάλαβε και ο ίδιος ο Πίτερ ότι ο γιος του θέλει στα σοβαρά να γίνει ποδοσφαιριστής, κάπου τότε “χώνεψε” και ο ίδιος ότι ο “μικρός” είναι ένας καλός τερματοφύλακας.
Πείστηκε μετά από μια έξοδο γεμάτη άγνοια κινδύνου εναντίον της Λίνκολν, όταν ο Κάσπερ βγήκε, αψηφώντας τον κίνδυνο τραυματισμού, για να διώξει με τις γροθιές. Χτύπησε, αλλά συνέχισε, βοήθησε την ομάδα να κερδίσει και μετά το τελευταίο σφύριγμα στράφηκε στο ιατρικό team για να εξεταστεί ο ταλαιπωρημένος καρπός του.
Το 2008 ο πατέρας παρουσίαζε το reality «Dirty Jobs» μεταξύ των υπογείων του Παρισιού και των ανθρακωρυχείων της Βαρσοβίας, αλλά η προσοχή του ήταν στραμμένη στην Κόβεντρι που ο γιος του πάλευε να καθιερωθεί.
Ο Κάσπερ πάλευε όσο κανείς, αναζητούσε τον πατέρα του, για να βρει τη δύναμη να συνεχίσει, αφού, ό,τι κι αν έκανε, δεν τον υπολόγιζαν ως βασικό στέλεχος.
Η αναγνώριση απείχε μίλια μακριά ακόμη, ο μικρός, ο οποίος δεν ήταν πια τόσο μικρός, είχε βιώσει στο πετσί του πλέον ότι η δική του καταξίωση θα έλθει μόνο μέσα από ένα μικρό θαύμα.
Από τα 12 θυμάται να δίνει την ίδια άνιση μάχη μιας “κανονικής” ζωής, έβλεπε τα άλλα παιδιά και μέσα του ζήλευε το γεγονός ότι ζουν φυσιολογικά, μπορούν και κάνουν απλά, καθημερινά πράγματα. Εκείνος όχι, ποτέ.
Ήταν τεσσάρων, όταν η οικογένεια ξενιτεύτηκε στο Μάντσεστερ από τη Δανία, οι απαιτήσεις της Γιουνάιτεντ απομάκρυναν τον πατέρα του, ο οποίος, όντας ιδιαιτέρως συνεπής και φιλόδοξος, προσάρμοσε τη ζωή του στην ομάδα και όχι στις ανάγκες της οικογένειάς του.
Όλα ήταν ποδόσφαιρο και με τη θετική και την αρνητική χροιά, ευτυχώς υπήρχε ο συνομήλικος γιος του Στιβ Μπρους, ο Άλεξ, και ως παιδί/έφηβος ο Κάσπερ είχε και έναν άνθρωπο κοινών ενδιαφερόντων και κοινής αφετηρίας.
Με τον Άλεξ ξαναβρέθηκαν, άντρες πια, στη Λιντς, η φιλία τους ήταν και είναι πολύ δυνατή, το αδιόρατο δράμα τους κοινό.
Το 2007 άκουγε ήδη τον πατέρα του σε συνεντεύξεις να ισχυρίζεται ότι «δεν ασχολείται με τον γιο, επειδή δεν θέλει να τον πιέσει».
Ήταν διαρκή χτυπήματα αυτά για τον Κάσπερ, να βλέπει σε μια οθόνη τον πατέρα του να εξηγεί πόσο βαρύ είναι το όνομα Σμάιχελ και να λέει ότι δεν έχει καμία προσδοκία, «επειδή δεν θέλει να τον πιέσει».
Ο Πίτερ κάποια στιγμή αναφέρθηκε σε εκείνους τους χειρισμούς, παραδέχτηκε το λάθος, πλέον ομολογεί και ο ίδιος ότι σιχαινόταν εκείνη τη σκιά πάνω από τον γιο του, παρόλο που ήταν η δική του.
Αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος τού να λειτουργήσει σαν ασπίδα δεν ήταν ο ενδεδειγμένος, δεν βοήθησε πουθενά τον Κάσπερ εκείνη η αδιαφορία, προκειμένου να μην αισθανθεί πίεση.
Η πίεση ήταν και είναι δεδομένη, όταν είσαι ο γιος του Σμάιχελ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να σε εγκαταλείψουν όλοι, προκειμένου να τα καταφέρεις εντελώς μόνος.
Γκολ σε προπόνηση έβαζε για πλάκα ο Κάσπερ και ο Τύπος αμέσως έσπευδε να θυμίσει το γκολ του πατέρα, εκείνο κόντρα στη Γουίμπλεντον για το Κύπελλο Αγγλίας που δεν μέτρησε ποτέ.
Κάθε που ο Κάσπερ πραγματοποιούσε μια εκπληκτική εμφάνιση και χάριζε βαθμούς, ξεπηδούσαν τα poll στα sites, όπως κάποια στιγμή ένα στη Δανία με το αιώνιο ερώτημα: «πιστεύετε ότι θα καταφέρει ο Κάσπερ να φτάσει ποτέ στα επίπεδα του πατέρα του;».
Γεννημένος το 1986, ο Κάσπερ Σμάιχελ εξακολουθεί να ζει στη σκιά του πατέρα του και έμαθε -πια- να ζει μ’ αυτό.
Έγινε βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής Δανίας και ήταν εκ των βασικών πρωταγωνιστών του θαύματος της Λέστερ στην Αγγλία που θα το συζητάμε μια ζωή.
Έχει παντρευτεί, έχει δυο παιδιά, είναι κάθε άλλο παρά “φάντασμα”, όπως το ομώνυμο χολιγουντιανό καρτούν, παρόλο που σχεδόν άπαντες επιμένουν να τον λογίζουν ως τέτοιο.
Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που αποφάσισε επιτέλους να μιλήσει σε μια συνέντευξή του και να ξεσπαθώσει: «ακόμη με κρίνουν σαν γιο».
Είναι τρομερό πόσο του έτρωγε τα σωθικά αυτή η ιστορία, πόσο στείρα είναι αυτή η σύγκριση και πόσο άδικος ο αυτόματος συνειρμός με τον πατέρα του. Είναι μία από τις εκφάνσεις του ποδοσφαίρου που καταστρέφει καριέρες και προσωπικότητες.
Δεν είναι το τέρας φυσικής δύναμης, δεν έχει τις extreme αντιδράσεις του Πίτερ, δεν διακατέχεται από εκείνο το σύνδρομο μαζοχισμού και δεν είναι επιτηδευμένος στο παιχνίδι του.
Δεν είναι ένας ποδοσφαιρικός οσιομάρτυρας, όπως πλάσαρε τον εαυτό του ο πατέρας του.
Όταν η Λέστερ ήταν ακόμη στην Championship, ο Κάσπερ ήδη δήλωνε ικανοποιημένος από την καριέρα του, στόχευε στη βήμα-βήμα κατάκτηση της αναγνώρισης και της επιτυχίας.
Σχεδόν ενοχλημένος, αδιαφορούσε για τα λόγια και τις απαιτήσεις που είχαν από εκείνον οι υπόλοιποι.
Ο Κάσπερ, μετά από κάθε συγκλονιστικό παιχνίδι, ερωτάται ξανά και ξανά για το αν θα φτάσει το μεγαλείο της καριέρας του πατέρα του. Βαρέθηκε.
Και, όταν αποφάσισε να απαντήσει, ήταν αφοπλιστικός:
«Όταν του ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, με ρώτησε σε ποιους τομείς θέλω να με βοηθήσει. Βασικά με ρώτησε αν τον προτιμώ ως προσωπικό προπονητή ή θέλω να γίνει ο μέντοράς μου. Του απάντησα ότι δεν θέλω τίποτα από τα δυο. Τον θέλω δίπλα μου ως τον πατέρα μου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πίτερ Σμάιχελ, O Μεγάλος Δανός
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro