Η πρώτη επαφή του Tank με το Matrix ήταν μια βροχή από τακτικά ερριμμένους κώδικες στην πράσινη οθόνη που απεικόνιζαν την πραγματική ζωή.
Έκπληξη, φόβος, θάμβος, πολλά συναισθήματα μαζί.
Κάποιοι άνθρωποι, συνήθως οι πιο ταλαντούχοι και οι πιο εκκεντρικοί και κάποιοι άλλοι που φροντίζουν να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, ευτυχώς, ξεχωρίζουν.
Το ποδόσφαιρο σαν βιομηχανία έχει γίνει τόσο γρήγορο που πλέον είναι αδύνατον από μια ηλικία κι έπειτα να το παρακολουθείς επισταμένως και με την ίδια σπουδή της νιότης.
Είναι όλα τόσο αδηφάγα, τόσο υπερβολικά, τόσο «γρήγορα» που αφαιρούν το οξυγόνο από τον φίλαθλο, τον θεατή, τον θαυμαστή του σπορ.
Είναι σχεδόν αδύνατον πια να ξεχωρίσουν οι ποδοσφαιριστές, είναι σχεδόν απάνθρωπο αυτό που απαιτεί από εκείνους η ίδια η βιομηχανία του σπορ, στην οποία υπάρχει μονίμως η ουτοπική υποχρέωση της διαρκούς τελειότητας.
Τα παλιά χρόνια ήταν πολύ εύκολο τα παιδιά να φτιάξουν την καλύτερη ενδεκάδα τους, σήμερα τα media θα προβάλλουν, θα υπερβάλλουν, θα αποβάλλουν.
Είναι αμφίδρομη η ευθύνη, ανήκει και στο κοινό και στον Τύπο, η εποχή μοιάζει με μετεξέλιξη του ίδιου του Matrix που απέκτησε πια τρομακτική ταχύτητα και φροντίζει να περνά μπροστά από τα μάτια μας τόσες πληροφορίες με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατον να τις διαχειριστούμε.
Στο Matrix της φανταχτερής Premier League ένας κώδικας δειλά ξεκίνησε να παρεκκλίνει των υπολοίπων από το 2017.
Πλέον, μετά βεβαιότητας. ανήκει στην πολύ κλειστή κατηγορία των ακραίων μπακ-δημιουργών, των φαντεζί φουλ μπακ και το όνομά του μπαίνει δίπλα σε εκείνα του Φίλιπ Λαμ και του Μαρσέλο, των μοναδικών αυθεντικών ακραίων που κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα «βουνά» του Καφού και του Ρομπέρτο Κάρλος.
Ο Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ είναι ένας από τους πιο δημιουργικούς ποδοσφαιριστές της πιο βιομηχανοποιημένης λίγκας στον πλανήτη.
Στατιστικά, είναι από τους πιο δημιουργικούς ποδοσφαιριστές στον πλανήτη, διαθέτοντας τρομακτικά ποσοστά στις υποκατηγορίες των key passes (περίπου 4 ανά αγώνα) και των λεγόμενων expected assists.
Στην Premiership ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει να επιδείξει καλύτερα στατιστικά από εκείνον, είναι ο Κέβιν Ντε Μπρόινε.
Με τη διαφορά ότι ο Άγγλος τα τελευταία χρόνια είχε -σε πρωτάθλημα και Champions League- περισσότερες ασίστ από τον συγκλονιστικό ποδοσφαιρικά Βέλγο.
Αυτό που δεν απεικονίζει ορθά η στατιστική ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο ένας είναι δημιουργικός μέσος και ο άλλος ένας ταπεινός «αμυντικός».
Για να αντιληφθεί κανείς τη μοναδικότητα του Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ, αρκεί να τον συγκρίνει με τον αμέσως επόμενο «καλύτερο ακραίο μπακ» της λίγκας, τον Λούκας Ντιν. Τα νούμερα πέφτουν στο μισό, η παρεμβατικότητα στο παιχνίδι μειώνεται στο ένα τρίτο, η επιρροή ακόμα περισσότερο.
Αυτό το γεννημένο και μεγαλωμένο στο Λίβερπουλ παιδί, μου είχε κάνει εντύπωση από την πρώτη στιγμή που το παρακολούθησα φευγαλέα.
Πολύ μακριά από το αρχέτυπο της θέσης και του ρόλου, καμία σχέση με την τεχνική στα όρια του ζογκλέρ (και με τη θετική και την αρνητική έννοια) του Βραζιλιάνου Μαρσέλο, διαφορετικός από τον «γεωμετρικό» και βαρετά πειθαρχημένο Φίλιπ Λαμ.
Το παιχνίδι του Αλεξάντερ-Άρνολντ καθορίζεται από το σύστημα που ο ίδιος υπηρετεί, ο νεαρός Άγγλος σέβεται τους κανόνες του Matrix, απλώς έχει το θεόσταλτο ταλέντο να παρεκκλίνει τόσο όσο.
Η Λίβερπουλ του Κλοπ είναι μια ομάδα πολύ κοντά σε αυτό που λέμε «μοντέρνο ποδόσφαιρο». Δεν αρέσει απαραίτητα αυτή η προσέγγιση, ούτε ανήκω στους θιασώτες της φιλοσοφίας του Γιούργκεν Κλοπ.
Δεν παραγνωρίζεται ωστόσο, ότι για να αντιληφθεί κανείς αυτό το αγωνιστικό πλέγμα, είναι αναγκαία η αναγωγή σε εκ διαμέτρου αντίθετα μεταφορικά σχήματα.
Η Λίβερπουλ αποδίδει ένα συντεταγμένο «κυψελωτό» ποδόσφαιρο, με τους ποδοσφαιριστές-μέλισσες να υπηρετούν την καρδιά του οικοδομήματος.
Η Λίβερπουλ έγινε σαν ένα συγκρότημα heavy metal που παίζει όλο και πιο δυνατά κάνοντας ταυτόχρονα trekking στο βουνό.
Το οριζόντιο ποδόσφαιρο αδρεναλίνης του Κλοπ είναι, αρέσει-δεν αρέσει, ό,τι πλησιέστερο στο ποδόσφαιρο της επόμενης δεκαετίας. Υπάρχει μόνο μια μικρή παρέκκλιση: η δουλειά των ακραίων μπακ. Και η συγκεκριμένη παρέκκλιση επιτρέπεται, διότι την καθιστά δυνατή η παρουσία του Αλεξάντερ-Άρνολντ.
Η δουλειά του Άγγλου στο συγκεκριμένο σχήμα προσομοιάζει με την εικόνα της βροχής από βέλη που θυμάστε στις επικές ταινίες σε στυλ «Μονομάχος» ή οι «300». Στη θέση του βέλους, βάλτε απλώς τις σέντρες.
Βροχή από σέντρες, πάνω από 25 σέντρες σε κάθε παιχνίδι είτε εντός είτε εκτός έδρας.
Σε κάποιον λάτρη του πραγματισμού, σε οποιονδήποτε θεωρητικό του ποδοσφαίρου, η συγκεκριμένη επιλογή είναι συνώνυμο της αγωνιστικής αυτοκτονίας, καθότι η σέντρα είναι το πιο αποτυχημένο στατιστικά μέσο επίθεσης στο ποδόσφαιρο.
Κι όμως, εν προκειμένω, δεν διαταράσσονται ούτε οι δομές, ούτε η γραμμικότητα του παιχνιδιού.
Απλούστατα διότι η Λίβερπουλ -όπως και η Σίτυ του Γκουαρντιόλα για να μην την αδικώ- δεν γεμίζει με τον κλασσικό πατροπαράδοτο τρόπο που έχουμε κατά νου.
Δεν υπάρχει το κλασσικό σχήμα του ακραίου μπακ που συνεργάζεται με τον συμπαίκτη μπροστά του, που ανεβαίνει κοντά στη γραμμή και σεντράρει σε μια γεμάτη από παίκτες μεγάλη περιοχή.
Και μπορεί η Σίτυ στην κοσμοθεωρία του Πεπ να εννοεί σέντρα το συρτό, δυνατό, οριζόντιο κόψιμο στα όρια της μικρής περιοχής, αλλά στη Λίβερπουλ κυριαρχεί ο νόμος του Τρεντ.
Η φλέβα δημιουργίας του Αλεξάντερ-Άρνολντ, του επιτρέπει 12 σέντρες ανά παιχνίδι. Ελεύθερα, χωρίς περιορισμό, δίχως στεγανά, αλλά κυρίως στο «μεσοχώρο».
Τι είναι αυτό θα αναρωτηθεί εύγλωττα κανείς. Halbraum το λέει ο Κλοπ, half-space το μεταφράζουν οι Άγγλοι. Νοητά και γεωμετρικά, πρόκειται για τον ημικενό χώρο μεταξύ του κέντρου και των πλάγιων γραμμών του γηπέδου.
Ακούτε και ακούμε πολλές φορές στις μεταδόσεις τον σχολιαστή να αναφέρεται σε «εσωτερικούς χαφ» (ανάθεμα αν ξέρει η πλειοψηφία σε τι αναφέρεται), συνηθέστερα να κάνει λόγο για «κενό χώρο».
Κενός χώρος είναι και το τέρμα της επιτιθέμενης ομάδας, δεν έχει σημασία ο «κενός χώρος», όσο τα κενά διαστήματα πέριξ των χώρων που βρίσκεται η μπάλα.
Πιο σωστά, λοιπόν, το halbraum είναι οι κενοί διάδρομοι που δημιουργούνται στον χώρο που παίζεται η μπάλα. Εκεί λοιπόν υπεισέρχεται ο παράγοντας Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ.
Όταν η Λίβερπουλ κατορθώνει και ξεπερνάει την πρώτη ζώνη πρέσινγκ και οι αντίπαλοι οπισθοχωρούν φυσιολογικά πίσω από τη μπάλα, ο Κλοπ ζητά από τους ακραίους του να ανεβαίνουν ψηλά, να φτάνουν κοντά ή και στο όριο των τριών τετάρτων του γηπέδου.
Με τη διαφορά ότι οφείλουν να παραμένουν απαρέγκλιτα στο halbraum, ήτοι στον εσωτερικό διάδρομο.
Δεν ξέρω ειλικρινά εάν η πάσα από το συγκεκριμένο σημείο του γηπέδου μπορεί με ασφάλεια να αποκαλεστεί «σέντρα» με την στενή έννοια του όρου ή αν είμαστε πολύ κοντά στην παλιά καλή έννοια της πάσας που συνήθως έκανε το «δεκάρι»πολύ κοντά στα όρια της μεγάλης περιοχής.
Το παράδειγμα είναι εύγλωττο:
Οι σέντρες τόσο του νεαρού όσο και του λιγότερο ποιοτικού Ρόμπερτσον στο βίντεο, είναι χαρακτηριστικά ίδιες.
Δεν είναι οριζόντιες, είναι διαγώνιες και ευθείες, «γλυκειές» που θα λέγαμε παλαιότερα, με την ειδοποιό διαφορά ότι σερβίρονται με τα δεδομένα της εποχής.
Ταχύτητα – χρονισμός – ταλέντο. Τρίπτυχο που απαιτείται για μια από τις δυσκολότερες δουλειές πλέον στο γήπεδο: τη δημιουργία.
Ο Αλεξάντερ-Άρνολντ σεντράρει πάντα από τον ημι-χώρο των τριών τετάρτων, γνωρίζοντας ότι ο Σαλάχ ή ο Μανέ κόβουν κάθετα στο σωστό χρόνο και με μεγάλη ταχύτητα.
Πιστέψτε με, ποτέ δεν είναι «τυχαία» όσα βλέπουμε στο γήπεδο σε υψηλό επίπεδο, ούτε όλα είναι προϊόν ταλέντου. Γι’ αυτό, είναι πολύ πίσω το ελληνικό ποδόσφαιρο και είναι αδύνατον να αντιληφθούν κυρίως οι παλαιο-παράγοντες τη σημασία του προπονητή και της διάρκειας υπηρέτησης ενός πλάνου.
Το υπόλοιπο κομμάτι άπτεται ασφαλώς του ταλέντου, δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει οποιοσδήποτε ακραίος μπακ την έκρηξη επί παραδείγματι του Σαλάχ και να φροντίσει τεχνικά να προσγειωθεί η μπάλα μπροστά του σαν να πρόκειται για προσθαλάσσωση πεινασμένου πελαργού.
Τέτοια είναι η αρμονία στην πάσα του Αλεξάντερ-Άρνολντ και τόσο διαβολική είναι η σκέψη της μείωσης του χώρου από τον Κλοπ, διότι η ίδια πάσα από το πλάι της μεγάλης περιοχής ας πούμε, θα επέτρεπε σε οποιονδήποτε μεγαλόσωμο στόπερ να απομακρύνει με χαρακτηριστική ευκολία.
Στη συνηθισμένη σέντρα, ο αμυντικός πάντοτε έχει και τον χρόνο και το χώρο να υπολογίσει, εδώ εν προκειμένω έχουμε «τυφλά σημεία» άμυνας με ποδοσφαιριστές που έρχονται από την πίσω γραμμή με μεγάλη ταχύτητα και έχουν πολλαπλές επιλογές στην εκτέλεση.
Συνεπώς, μιλάμε για ένα πλάνο το οποίο όσες φορές βγαίνει, αποβαίνει μοιραίο για τον αντίπαλο.
Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχουμε προλάβει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του σπορ, πρεσβεύουμε ακόμα ένα παράλληλο ποδόσφαιρο αναμονής, δίχως φρέσκιες ιδέες και μια ακατανόητη φοβικότητα στο διαφορετικό.
Στο ελληνικό πρωτάθλημα είναι αρκετή μια καλοδουλεμένη ομάδα στις στημένες φάσεις, δυο ακραίοι «να κάνουν overlap» και δυο δυνατοί «box to box» κεντρικοί μέσοι.
Αυτά λένε οι προπονητές, αυτά επαναλαμβάνουν ακόμα και οι υποτίθεται «ψαγμένοι» δημοσιογράφοι, αυτά καταλαβαίνει και το κοινό. Μην ξεφεύγουμε, ωστόσο.
Απλώς, είναι τόσο δύσκολο για μας να αντιληφθούμε πόσο έχει εξελίξει και περάσει στο επόμενο επίπεδο αυτήν την τακτική προσέγγιση ο Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ που δεν είμαστε σε θέση καν να κατανοήσουμε τι ακριβώς κάνει.
Ο Άγγλος βρίσκει τη μπάλα χαμηλά στη βάση με το εσωτερικό «μυτάκι», την αγγίζει τόσο όσο, φροντίζει να της προσδώσει την «γλυκειά» τροχιά σαν να πρόκειται για φρίσμπι.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τακτικούς κανόνες και θεωρία. Εδώ μπαίνει στην κουβέντα το ταλέντο, η επανάληψη, η προπόνηση, τα φυσικά προσόντα.
Δεν αρκεί πια, όπως παλαιότερα, ένα καλό χαρακτηριστικό γνώρισμα για τον (καλό) ακραίο μπακ, το κύριο ζητούμενο έπαψε να είναι η άμυνα -αυτό είναι προαπαιτούμενο.
Το «παραπάνω» δεν το δίνει η αμυντική προσήλωση, οι σωστές τοποθετήσεις, η τήρηση του στρατηγικού αμυντικού πλάνου.
Ο ακραίος μπακ συμμετέχει στο παιχνίδι ενεργά, είναι το καινούριο κρυφό δεκάρι, ο έξτρα χαφ όταν ο αντίπαλος αμύνεται σωστά και έχει αποκλείσει τους μέσους με τη δυνατότητα της τελικής πάσας.
Είναι τεράστιο rebus η ανεύρεση τρίτων και τέταρτων λύσεων στο ποδόσφαιρο, οι εναλλακτικές λύσεις μπροστά στον τοίχο των προβλημάτων που προκαλεί η διαρκής βελτίωση του αντιπάλου στα αμυντικά καθήκοντα.
Το «εύκολο» πια στο ποδόσφαιρο είναι να διδάσκεις άμυνα, ανέκαθεν το εύκολο ήταν η καταστροφή. Το αμέσως επόμενο στάδιο είναι εκείνη η βροχή από βέλη στους «300» που αναφέρθηκε πιο πριν.
Ποιο είναι το βασικό συστατικό αυτής της φιλοσοφίας; Ότι κάποιο από όλα αυτά τα βέλη θα βρει στόχο και εν γνώσει του στρατηγού σπαταλώνται και όλα τα υπόλοιπα.
Η διαφορά του Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ είναι πως το δικό του βέλος δεν βρίσκει απλώς το μήλο στο κεφάλι, αλλά κόβει το κοτσάνι.
Δεν είναι τυχαία η παρομοίωση με τοξοβόλο γιατί και το φιζίκ και η τεχνοτροπία του στο παιχνίδι εκεί παραπέμπει.
Βαθιά συγκέντρωση, αστείρευτη δύναμη, στιγμιαία ακαμψία, χειρουργική ακρίβεια. Με στέρνο και πόδια να κλίνουν προς τη μπάλα και όλο το σώμα να ακολουθεί την κίνηση.
Αυτή η συσσωρευμένη ενέργεια συνοδεύει τη μπάλα όταν φεύγει σαν κύμα από το πόδι του, ένα κύμα που ξεθυμαίνει όταν φτάνει στον προορισμό του.
Καθόλου τυχαία, σε μια ομάδα γεμάτη σταρ και τεχνίτες, ο Τρεντ είναι ο εκλεκτός για την εκτέλεση των κόρνερ και των φάουλ μέσης απόστασης.
Πάντοτε με το δεξί, πάντοτε με το εσωτερικό και πάντοτε με μια θεόσταλτη τεχνική ευαισθησία που δεν θα γίνει ποτέ τόσο κραυγαλέα, όπως ας πούμε η «φιγούρα» του Ρομπέρτο Κάρλος με το αριστερό εξωτερικό.
Έχω την αίσθηση ότι αυτή η ικανότητα του Αλεξάντερ-Άρνολντ, αυτή η ευαισθησία είναι προϊόν μιας προσωπικής αναζήτησης της τελειότητας, μιας τρομερά επίπονης προσπάθειας ετών σε προπονήσεις και αγώνες, στα όρια της εμμονής και της μανίας.
Δεξί εσωτερικό φάλτσο, ενίοτε κουντεπιέ, πιο σπάνια το χτύπημα με τα τρία δάχτυλα του ποδιού.
«Δίνω μια σταθερή και ταυτόχρονα όμορφη τροχιά στη μπάλα επιλέγοντας να την χτυπήσω με αυτόν τον τρόπο. Πάντοτε με γοήτευε το εσωτερικό, από μικρός μου άρεσε το φάλτσο και όταν είδα ότι λειτουργεί και πρακτικά για μένα, επέλεξα να παίζω σχεδόν μονοθεματικά έτσι. Απλώς, το κάνω πολύ καλά».
Ο μικρός δεν είναι αυθάδης, ούτε πουλάει κάτι που δεν είναι.
Το γεγονός ότι παίζει «μονοθεματικά», όπως λέει κι ο ίδιος, δεν τον καθιστά προβλέψιμο, διότι η τεχνική του θυμίζει πολύ έντονα τον Ντέιβιντ Μπέκαμ και εκείνο το «σβήσιμο» που έδινε στη μπάλα με τον τρόπο που την χτυπούσε.
Αυτή είναι η μαγεία μιας τέλειας πάσας. Είναι τόσο τέλεια και τόσο υπολογισμένη που μερικές φορές αρκεί απλώς να βρει σε ένα κεφάλι ή σε ένα πόδι για να μπει μέσα.
Είναι τόσο διαβολικά υπολογισμένα τα φάλτσα, τόσο σωστή η συναίσθηση του χώρου που για κάποιους ποδοσφαιριστές με υψηλή ευφυΐα ή ταλέντο, αυτό αρκεί.
Είμαι βέβαιος ότι και ο Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ δεν θα αργήσει να γίνει και ένας από τους μεγαλύτερους σπεσιαλίστες σε απευθείας εκτελέσεις φάουλ του καιρού μας.
Ακόμα δεν έχει υπολογίσει την τεράστια σημασία των στημένων φάσεων εκτός θερμοκηπίου Λίβερπουλ. Θαρρώ ότι ειδικά στην εθνική Αγγλίας θα καταλάβει ότι η σημασία ενός απευθείας φάουλ είναι απείρως μεγαλύτερη από ένα αντίστοιχο στην ομάδα του.
Όταν δεν υπάρχει χημεία και συγκεκριμένες σταθερές στην υπηρέτηση ενός πλάνου, τότε στο ποδόσφαιρο οφείλουμε να καταφεύγουμε στους δεύτερους και τους τρίτους δρόμους.
Οι στημένες φάσεις που στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει σε πανάκεια, είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις εθνικές ομάδες, εκεί που δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος, ούτε τα μέσα απόδοσης ενός πιο ολοκληρωμένου ποδοσφαιρικού δόγματος.
Ο μικρός παραείναι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, τον ακούς να μιλάει με πάθος για το σκάκι, κάτι όχι απλώς σπάνιο, αλλά απίθανο για ποδοσφαιριστή.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάμε για επίδειξη ή εξυπνακισμό, αλλά για πραγματικότητα.
Πρόσφατα έπαιξε έναν αγώνα σκάκι με τον Μάγκνους Κάρλσεν, τον Νορβηγό παγκόσμιο πρωταθλητή του 2019.
Δεν κέρδισε ασφαλώς, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι άντεξε περισσότερο σε σχέση με τον πολύ Μπιλ Γκέητς ας πούμε, ο οποίος έχασε σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα από τον Νορβηγό σκακιστή.
Ο Αλεξάντερ-Άρνολντ με το αντιτουριστικό και αντιεμπορικό όνομα είναι ένας ευφυής και εξαιρετικά ταλαντούχος νεαρός που ουσιαστικά «υποχρέωσε» τον Γιούργκεν Κλοπ να επαναπροσδιορίσει τη σημασία του ακραίου μπακ στο παιχνίδι της Λίβερπουλ και να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο με την «επανάσταση» που συμβαίνει στο ΝΒΑ με το σουτ τριών πόντων.
Μην σας ξενίζει ο παραλληλισμός, αναλογιστείτε απλώς το πολλαπλό πλεονέκτημα ενός κορυφαίου σουτέρ τριών πόντων, ο οποίος παράγει για την ομάδα και άμεσο και έμμεσο αβαντάζ, διότι εκτός από το σκορ προσφέρει και την ανυπολόγιστης αξίας και σημασίας λεπτομέρεια της απομάκρυνσης ενός αντιπάλου από τη συνήθη αμυντική διάταξη.
Όταν μια ομάδα έχει την πολυτέλεια να παρατάσσει μια επιθετική τριπλέτα τύπου Μανέ-Φιρμίνο-Σαλάχ, ο Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ δεν καθίσταται απλώς κομβικός, αλλά υπεραπαραίτητος στη δημιουργία πλεονεκτήματος και εκμετάλλευσης των ημι-χώρων, γιατί με το ταλέντο και την οξυδέρκειά του οδηγεί το ποδόσφαιρο στον υπολογισμό των ακραίων μπακ σαν σύγχρονα δεκάρια.
Αυτό που βλέπουμε τούτον τον καιρό είναι το ποδοσφαιρικό Matrix του μέλλοντος.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro