«Ich bin ein Berliner». Η θρυλική αναφορά του Τζον Κένεντι, ένα απομεσήμερο του Ιουνίου του ’63 μπροστά από το Rathaus Schöneberg και ενώπιον 120.000 Βερολινέζων.
«Είμαι Βερολινέζος». Δις το ξεστόμισε ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ στον αλησμόνητο λόγο του. Λόγος που εκφωνήθηκε ούτε καν δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησε η κατασκευή του Τείχους.
Λόγος που εκφωνήθηκε στον πιο προχωρημένο δυτικό ευρωπαϊκό θύλακα του τότε διχοτομημένου κόσμου, περιστοιχισμένο από το ανατολικό μπλοκ, της επικείμενης εκείνη την εποχή περιχαράκωσης του Σιδηρούν Παραπετάσματος.
Δυο φορές, στην αρχή και στο τέλος του λόγου, ο «JFK» διατράνωσε τη νέα τότε, απόλυτα συμβολική, εθνική ταυτότητά του. Άλλη μια φράση είπε στα γερμανικά, και αυτή στο πλαίσιο του συμβολισμού και της στήριξης του status quo που θεωρούσε πως προσωποποιούσε: «Lasst sie nach Berlin kommen».
«Αφήστε τους να έρθουν στο Βερολίνο», η μετάφρασή της. Οι ντόπιοι -προφανώς- οι πρώτοι αποδέκτες, οι οποίοι έτρεμαν για τον ολοένα και πιο εμφανή σοβιετικό κλοιό στην πόλη, με τους «κόκκινους» και τον φοβούμενο επεκτατισμό τους να είναι οι δεύτεροι παραλήπτες του προεδρικού μηνύματος.
Έξι δεκαετίες αργότερα, ο κόσμος έχει αλλάξει συθέμελα. Τόσο που το μόνο που μοιάζει, που είναι σταθερό είναι ακριβώς το Βερολίνο, ως πρωτεύουσα πια -εξέλιξη που διέλυσε τον κόσμο στον οποίον ο Κένεντι διατράνωνε τη… βερολινικότητά του- της Γερμανίας.
Εκεί είναι τούτες τις μέρες η κατάληξη του ποδοσφαιρικού συναπαντήματος της Ευρώπης. Εκεί, οι οικοδεσπότες στις εξέδρες συνόδευαν τη «Nationalmannschaft» σε κάθε της παιχνίδι ως τώρα, διαλαλώντας απλώς τη δική τους ελπίδα να τη δουν ξανά σε Τελικό μεγάλης διοργάνωσης από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’14.
Φωνάζοντας απλώς «Berlin». Τίποτα παραπάνω.
Ήταν πρωτομηνιά του Αυγούστου του ’14. H Μπαρτσελόνα είχε τελειώσει μια απογοητευτική σεζόν, χωρίς να κερδίσει τίποτα, και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια νέα με τον Λουίς Ενρίκε στον πάγκο της.
Πολλά αμφισβητούνταν. Πολλά φαίνονταν για το τέλος της εποχής που φαινόταν πως νομοτελειακά έρχεται. Ακόμα και στη βάση, στη δομή. Εκείνη την πρωτομηνιά η αποχώρηση ενός 16χρονου από τη Μασία ήταν που σόκαρε.
Γέννημα θρέμμα Καταλανός, με έξι χρόνια ήδη θητεία στα τσικό των «Blaugrana» (τον πήραν μάλιστα μετά από μια μόλις σεζόν στην άσπονδη συμπολίτισσα Εσπανιόλ, στα εννιά του), ήταν αυτός που σε εκείνη την άνυδρη χρονιά δρόσιζε με τα όσα έκανε στην Cadete A (ηλικιακή ομάδα της Μπαρτσελόνα).
Χιλιάδες έβλεπαν τα παιχνίδια των μικρών μόνο και μόνο για πάρτη του, εκατοντάδες οι αναφορές στα τοπικά media για τα όσα το νέο θαυματουργό γέννημα των ακαδημιών της «Μπάρτσα» κεντούσε στο γήπεδο, δεκάδες οι -μετά βεβαιότητας- εκτιμήσεις πως ήταν απλώς θέμα χρόνου να γινόταν κομμάτι αυτής της ανανεωτικής τάσης ακόμα και γι’ αυτήν την πρώτη ομάδα.
Εκείνη την πρωτομηνιά όμως ο πατέρας του ανακοίνωσε πως ο κανακάρης του δεν θα δεχόταν την πρόταση ανανέωσης και θα αποχωρούσε. Για έξι ώρες κανείς δεν ήξερε πού θα πήγαινε. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν, όπως αναμενόμενα και η ανησυχία της διαχείρισης μιας εκτιμώμενης “κλοπής” από Μαδρίτη μεριά.
Δεν έγινε. Το σοκ όμως ίσως να ήταν και μεγαλύτερο, όταν τελικά δημοσιοποιήθηκε ο προορισμός του. Το Ζάγκρεμπ και η Ντίναμο.
Πού και ποια;
Είχε και χειρότερο. Ο μπαμπάς Μιγκέλ (προπονητής της γειτονικής Σαμπαντέλ) δικαιολόγησε την -εννοείται- οικογενειακή απόφαση με το ότι οι «μπλε» εξασφάλιζαν περισσότερες ευκαιρίες βελτίωσης, ανέλιξης, καλύτερο περιβάλλον προώθησης ως τον επαγγελματισμό.
Στο Ζάγκρεμπ και την Ντίναμο. Καλύτερα από την Μπαρτσελόνα και τη Μασία.
Την Μπαρτσελόνα, η οποία τρεις μήνες νωρίτερα, τον Μάιο, είχε δώσει 2.2 εκατ. ευρώ για να αγοράσει από την Ντίναμο το μεγαλύτερο ταλέντο της εκείνη την εποχή, τον 18χρονο Άλεν Χαλίλοβιτς.
Κόπια, σε ρόλο, προσδοκία, στιλ, σωματοδομή, αγωνιστικά χαρακτηριστικά του λεγάμενου, ο οποίος, αντιλαμβανόμενος πως η προτεραιοποίηση των Καταλανών ήταν διαφορετική, αποφάσισε κατακαλόκαιρο να κάνει το αντίθετο δρομολόγιο.
Μαζί του στο Ζάγκρεμπ ο μεγαλύτερος αδερφός του, Κάρλος (παραμένει ακόμη στην Κροατία παίζοντας στα χαμηλά εκεί μπάλα), πέρασε ένα τέρμινο στη δεύτερη ομάδα, προτού οι εξαιρετικοί έμποροι της Ντίναμο τον προβιβάσουν και τον περάσουν, πρώτο-πρώτο, στη μαρκίζα.
Σε διαφορετικό ρόλο από αυτόν που είχε στα φυτώρια της «Μπάρτσα» (επιθετικός κορυφής), τραβώντας τον στα άκρα, αλλά με ολοένα και μεγαλύτερη ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, να πηγαίνει όπου θέλει, να παίζει -όσο μεγάλωνε- όπως ήθελε. Να το υποστηρίξει, έτσι κι αλλιώς ελέω ποδοσφαιρικής παιδείας και ανατροφής, μπορούσε. Να τον υποστηρίξουν ήταν η νόρμα, η απαρέγκλιτη επενδυτική πολιτική στο Maksimir.
Έμεινε πεντέμισι χρόνια. Τόσο-όσο. Για να μάθει τη γλώσσα, να αντρέψει, να πείσει πως δεν χρειαζόταν την Μπαρτσελόνα, πως δεν ήταν απλώς ένα ακόμα παιδί θαύμα της παραγωγικής της διαδικασίας, αλλά ένας ενήλικας πλέον που “φώναζε” πως ήταν έτοιμος για το επόμενο επίπεδο.
Το πρόσφερε η Λειψία. Bundesliga. Εκεί είναι ακόμη, στα 26 του πια. Ο Χαλίλοβιτς, αυτός που στάθηκε η επιπλέον αφορμή για να αφήσει τη Βαρκελώνη, θαρρείς γεννήθηκε γυρολόγος, έχοντας αλλάξει δέκα διαφορετικές ομάδες σε ισάριθμα χρόνια.
Ο Καταλανός από την άλλη, από τον καιρό του κιόλας στο Ζάγκρεμπ, έγινε διεθνής. Δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν παίζει La Liga. Που απέρριψε την παραγωγική διαδικασία της χώρας του, προτιμώντας έτσι, ανερυθρίαστα, κάτι άλλο, κάπου αλλού ως καλύτερα.
Η κλήση του όμως επιπρόσθετο πειστήριο πως δεν λάθεψε. Μπορεί να μην έγινε ποτέ πρώτο βιολί, αλλά ήταν ξεκάθαρα ένας, ισότιμος, από τους πολλούς στους οποίους στήριξε η «Roja» τη δική της ανανεωτική διαδικασία, με την επιστροφή στις ρίζες της.
Και αυτή για τους Ίβηρες πάντα θέλει, πάντα περιλαμβάνει μια… Γερμανία. Το ’08 την κέρδισαν για να στεφθούν Πρωταθλητές Ευρώπης. Δύο χρόνια αργότερα την απέκλεισαν στα ημιτελικά για την κατάκτησή του παγκόσμιου στέμματος, επικυρώνοντας απέναντι στα «Panzer» την παντοκρατορία τους.
Η ως τώρα εικόνα τους στο Euro 2024 ήταν όχι ομάδας που έρχεται αλλά πως είναι ήδη εδώ. Για να το υπογραμμίσουν, χρειάστηκε και πάλι μια Γερμανία. Την απέκλεισαν και πέρασαν στην τετράδα μεγάλης διοργάνωσης για μόλις δεύτερη φορά την τελευταία δωδεκαετία.
Γκολ, το πρώτο, και ασίστ στο νικητήριο δεύτερο στο 120’ (2-1) ο απολογισμός του Ντάνι Όλμο. Τι άλλο να κάνει; Τι περισσότερο για να στείλει την Ισπανία ένα βήμα μακριά από τον Τελικό στο Βερολίνο. Με το ζητούμενο να μην είναι -ξεκάθαρα πια- απλώς να φτάσει ως εκεί.
Γερμανικά, ναι, τα ‘χει μάθει, τα μιλάει. Μπορεί συνεπώς να το πει. Αλλά, για τον μοναδικό Ισπανό διεθνή που δεν έχει παίξει ούτε δευτερόλεπτο στην πατρίδα του, περισσότερο του ταιριάζει να το φωνάζει, οδηγώντας το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα ως εκεί, στη γλώσσα του.
«Yo soy un berlines».
Θα το καταλάβουν έτσι κι αλλιώς πια όλοι.
Μην και να το ελπίζουν κιόλας βλέποντας τα γκέμια και τα χαλινάρια του μισού – μηδέν, του ζερό, των πέναλτι να συνεχίζουν και να προχωράνε.
Ας είναι. Αφήστε τους και δαύτους να έρθουν στο Βερολίνο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: EURO 2024 | Faces: Φαμπιάν Ρουίθ (Ισπανία)
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα για το EURO 2024