Ο καθρέφτης του Γιουνγκ. Ένα από τα περιβόητα αντικείμενα ανάλυσης του κορυφαίου Ελβετού ψυχολόγου βρήκε ταιριαστή αποτύπωση στο σκηνικό που διαμορφώθηκε τέτοια μέρα το 2010, στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Νότιας Αφρικής.
Αντίπαλοι Ισπανία και Ολλανδία, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δύο γεννήματα ενός και μόνο ανθρώπου, η επιτομή του κληροδοτήματός του.
Κρόιφ εναντίον Κρόιφ. Ο ανυπέρβλητος Γιόχαν ήταν ο πατέρας εκείνων των ποδοσφαιρικών διδύμων. Έστω και αν το ένα από αυτά είχε φτάσει ως εκεί, παραμερίζοντας το δικό του δόγμα. Ο δρόμος της Ολλανδίας ως τον Τελικό είχε υπερκεραστεί από μια αυθεντική εκδοχή του δικού της ποδοσφαίρου. Ο δρόμος των «Oranje» για την παγκόσμια στέψη είχε μπλοκαριστεί από την Ισπανία, η οποία ήταν πια αυτή που έπαιζε το ιδανικό ολλανδικό ποδόσφαιρο.
Όπως ακριβώς κήρυττε ο γεννήτορας και των δύο σχολών.
Η αποτύπωση αυτής της διαφοράς στο συγκεκριμένο τουρνουά, στον συγκεκριμένο Τελικό, έγινε βάρβαρα ευκρινής με την αδιανόητη κατάστηθη κλωτσιά στο κέντρο του γηπέδου, στο 28ο λεπτό του παιχνιδιού, από τον Νάιτζελ Ντε Γιονγκ στον Τσάμπι Αλόνσο.
Εκεί, σε εκείνην την καρατιά, ο καθρέφτης έσπασε. Και τα κομμάτια του ήταν αυτά που όχι μόνο ανέδειξαν τον νικητή αλλά δεν άφησαν και περιθώρια αμφισβήτησης για το πώς έπρεπε η ποδοσφαιρική φιλοσοφία του «Ιπτάμενου Ολλανδού» να συνδυαστεί, να ταυτιστεί και να ενισχυθεί με παγκόσμια κυριαρχία.
Τι Τόεκομστ, τι Μασία
«Φτιάξτε τρίγωνα. Παντού. Πάσα και κίνηση. Παντού. Γρήγορο παιχνίδι σε μικρούς χώρους. Πίεση. Πάσα και κίνηση. Πάσα ένα μέτρο πιο μπροστά από τον παραλήπτη, έτσι ώστε να τρέξει, να αναγκαστεί να κάνει κίνηση. Πάσα και κίνηση. Παντού. Φτιάξτε τρίγωνα». Αυτή η φράση, σε ένταση και επανάληψη, έναν χρόνο μετά από τον Τελικό του Γιοχάνενσπουργκ ήταν η περιγραφή του απαυγάσματος της φιλοσοφίας του Κρόιφ από τον για χρόνια βοηθό του, Τόμι Μπράουνς-Σλοτ.
Παιχνίδια “έξι κόντρα σε τρεις”, το περίφημο ρόντο, η καρδιά. Τα πνευμόνια, τα νεφρά, το συκώτι, απαραίτητα συμπληρωματικά. Και αφορούσαν στα πάντα. Οτιδήποτε αξιοποιούνταν. Για να χτιστεί πονηριά, εναλλακτικός τρόπος προσέγγισης, συχνά οι μικροί της ακαδημίας καλούνταν σε παιχνίδι με μεγαλύτερούς τους. Εκεί, έτσι, δεν έφταναν μόνο το ταλέντο, η ταχύτητα, η δεξιότητα, αλλά χρειαζόταν να αναπτυχθούν και άλλα. Ευστροφία, μέταλλο, χαρακτήρας, πονηριά.
Κάποτε σε σειρά προπονήσεων φιλοξενήθηκε μια τραγουδίστρια της όπερας, μόνο και μόνο για να διδάξει στους ποδοσφαιριστές το πώς να ανασάνουν σε διάφορες κλιματολογικές συνθήκες. Κορυφαίοι παίκτες πινγκ πονγκ μοιράστηκαν τεχνικές βελτίωσης αντανακλαστικών, αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων σε στιγμές, σε δευτερόλεπτα.
Ένας αποθηκάριος εξύμνησε την σπουδαιότητα της σειράς, της τάξης των πραγμάτων, της περιουσίας, των αποκτημάτων, ενώ ένας κάποτε εξαιρετικά ταλαντούχος και φέρελπις ως έφηβος ποδοσφαιριστής εξήγησε περιγραφικά και αναλυτικότατα πως δεν μπόρεσε ποτέ να δικαιολογήσει την προσδοκία, αδυνατώντας καν να φτάσει να αμείβεται ως επαγγελματίας.
Όλα, τα πάντα, χρήσιμα. Δεν έχει σημασία αν ήταν στο Toekomst («Το Μέλλον» δηλαδή), το “σπίτι” των ακαδημιών του Άγιαξ, ή στη Μασία, το αντίστοιχο της Μπαρτσελόνα. Σημασία έχει πως, από την στιγμή που ο Κρόιφ υπηρέτησε στα δύο clubs ως προπονητής και (κατοπινά) ως τεχνικός σύμβουλος, η διδαχή, το πλαίσιο, ο νόμος ήταν κοινός και απαρέγκλιτος.
Με δομή κάθετη, από τα φυτώρια ως τη διοίκηση, και εξέλιξη συνεχή. Με συγκεκριμένες αργές, αγωνιστικές, ποδοσφαιρικές και εξωαγωνιστικές, ανθρώπινες, κοινωνικές. Η προπόνηση μέχρι τα 15, των λίγων, των εκλεκτών σε αυτές τις ακαδημίες, είτε στο Άμστερνταμ είτε στη Βαρκελώνη, δεν ξεπερνούσε (και δεν ξεπερνάει, οι αρχές ίδιες παραμένουν) τη μιάμιση ώρα ημερησίως. Οι ώρες στο σχολείο ιερές, δεν μειώνονται ποτέ. Οι ώρες του διαβάσματος ιερότερες, ελέγχονται σχολαστικά.
Ένας στους πενήντα απόφοιτους των ακαδημιών θα (φτάσει να) στελεχώσει την πρώτη ομάδα Άγιαξ και Μπαρτσελόνα. Ένας στους τριάντα θα (φτάσει να) αποτελέσει ποδοσφαιριστή της εγχώριας κορυφαίας κατηγορίας και ένας στους είκοσι θα δηλώνει, επαγγελματικά, ποδοσφαιριστής.
Όλοι όμως θα πρέπει να λειτουργήσουν, να υπάρξουν, να βιοποριστούν, να σταδιοδρομήσουν σε ένα ευρύτερο σύνολο από μια ποδοσφαιρική ομάδα και ένα συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Όση σημασία λοιπόν είχε να μάθουν το ποδόσφαιρο που θα μπορούσε να τους κάνει ταιριαστούς σε αυτό το περιβάλλουν που οραματιζόταν ο Κρόιφ, άλλη τόση -και ενδεχομένως και μεγαλύτερη- είχε το να παραμείνουν ταιριαστοί, ακόμα και όταν έφευγαν από τις ακαδημίες, τις ομάδες, το άθλημα.
Η ισπανική αύρα της “ολλανδικής” υπεροχής
Η Ολλανδία έφτασε στη Νότια Αφρική μετρώντας μόνο νίκες (8) στην προκριματική φάση. Ο όμιλος απολύτως βατός. Τρεις διαδικαστικές νίκες κόντρα σε Δανία, Ιαπωνία και Καμερούν χάρισαν στους «Oranje» την πρωτιά.
Όχι και την αποδοχή. Η γκρίνια για τις εμφανίσεις, για την εικόνα, για την προσέγγιση, απολύτως αναντίστοιχη του ταλέντου που υπήρχε στην ομάδα και κυρίως τελείως κόντρα στα πατροπαράδοτα “ολλανδικά”, ασταμάτητη. Για την ακρίβεια, ξεκινούσε, αμέσως όταν τελείωναν οι πανηγυρισμοί.
Και δεν σταμάτησαν. Ούτε οι πανηγυρισμοί, ούτε η γκρίνια, ούτε και η ομάδα του… προσώπου που συγκέντρωνε τα πάντα πάνω του, του εκλέκτορα Μπερτ Βαν Μαρβάικ. Στους «16» απέκλεισε την Σλοβακία. Στα προημιτελικά την Βραζιλία και στα ημιτελικά την Ουρουγουάη.
Όλες νίκες στο γκολ, όλες νίκες γεμάτες με γκολ (2-1, 2-1, 3-2 αντίστοιχα), όλες νίκες στη λεπτομέρεια, στη συγκυρία, όλες νίκες που μπορεί να μην το έδειχναν τα σκορ, αλλά ήταν “επαγγελματικές”. Και αυτό είναι, ήταν δαιμονοποιημένο στην ποδοσφαιρική λογική της Ολλανδίας, ποτισμένη για δεκαετίες από τις αρχές του Μίχελς και κυρίως, κατοπινά, από αυτές του Κρόιφ.
Ο ίδιος τότε έδινε το σήμα. Ενεργός γαρ ακόμη, αρθρογραφούσε, συμμετείχε σε τηλεοπτικά πάνελ, είχε στήλες σε εφημερίδες και περιοδικά, ήταν, ακουγόταν, φαινόταν παντού.
Και στις δύο πατρίδες του. Μα καλά λόγια είχε μόνο για τη δεύτερη, την Ισπανία.
Οι «Rojas» είχαν επίσης φτάσει στην τελική φάση με το απόλυτο στα προκριματικά, φέροντας και τον προ διετίας τίτλο της Πρωταθλήτριας Ευρώπης.
Και ο δικός τους όμιλος χωρίς εμπόδια. Και αυτό, παρότι ξεκίνησαν με το αριστερό, χάνοντας (0-1) από την Ελβετία. Δύο νίκες όμως κόντρα σε Ονδούρα και Χιλή όχι μόνο ίσιωσαν τον δρόμο αλλά τους έφεραν στην κορυφή του γκρουπ.
Απαιτητικό το μονοπάτι των νοκ άουτ. Το διάβηκαν με τρεις οριακές νίκες, στο γκολ όλες, όλες με 1-0. Πρώτα απέναντι στη γειτόνισσα Πορτογαλία, μετά απέναντι στην -καλύτερη ever- Παραγουάη και στον ημιτελικό απέναντι στη Γερμανία (κόντρα στην οποία είχαν κερδίσει το ευρωπαϊκό στέμμα στο Euro 2008).
Δεν κέρδιζαν φανταχτερά, με δράμα, με αγωνία, όπως οι έτεροι φιναλίστ. Κρίνοντας μόνο από τα αποτελέσματα, καφενειακά, μάλλον δεν ευνοούνταν στη σύγκριση, ούτε και φαίνονταν υπέρτεροι από δαύτα και μόνο, αλλά όντως κέρδιζαν με κλάση, ανωτερότητα, μαεστρία, επιβάλλοντας το παιχνίδι τους, επιβάλλοντας αυτό που είχε οδηγήσει στην πρότερη κυριαρχία της Μπαρτσελόνα και είχε περάσει στη συνέχεια και στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Αναδεικνύονταν οι δομές, το πλαίσιο που είχαν θεσπιστεί και έτσι αναδεικνυόταν ο τρόπος παιχνιδιού που με τη σειρά του αναδείκνυε την “χρυσή” γενιά του ποδοσφαίρου της Ισπανίας. Αλυσίδα, κρίκοι στη σειρά, διαδικασία εξέλιξης που κράτησε, από την στιγμή που ο Κρόιφ πάτησε το πόδι του στη Βαρκελώνη για να αναλάβει τους «Blaugrana» ως εκείνη την τετραετία της κυριαρχίας των Ιβήρων (2008-2012), λίγο περισσότερο από μια εικοσαετία.
Και έγινε αρμονικά. Φυσικά. Με την αύρα της ανωτερότητας, της υπεροχής, μέσω της υπέροχης εφαρμογής του “ολλανδικού” ποδοσφαίρου, να ξεχειλίζει.
Ο Καταστροφέας
Οι επτά από τους 14 Ισπανούς που αγωνίστηκαν στον Τελικό της 11ης Ιουλίου 2010 είχαν περάσει τα ποδοσφαιρικά νιάτα τους στη Μασία. Ακριβώς η ίδια αναλογία ίσχυε και για τους Ολλανδούς, με τους μισούς της δεκατετράδας που χρησιμοποιήθηκε στα 120 λεπτά να προέρχονται από την ακαδημία του Άγιαξ, ενώ άλλοι δύο (ο Καλίντ Μπουλαρούζ και ο Άντρε Όιερ) δεν σηκώθηκαν ποτέ από τον πάγκο.
Ο Νάιτζελ Ντε Γιονγκ ήταν ένας από τους επτά των «Oranje». Στην καταγωγή Σουριναμέζος, από τα 9 του στις ακαδημίες τους «Αίαντα», έμεινε στο Άμστερνταμ ως τα 25 του, οπότε και ξεκίνησε την εκτός ολλανδικών συνόρων περατζάδα του.
Κοντοπίθαρος αμυντικός χαφ, δεν ξεκίνησε ως τέτοιος, αλλά έγινε στην πορεία. Μεσοεπιθετικός ήταν, “δεκαράκι” και εξτρέμ στα μικράτα του, με καλή μπάλα και ό,τι έπρεπε για να σταθεί και να προβιβάζεται (ένας στους πενήντα…), φτάνοντας ως την πρώτη ομάδα του Άγιαξ.
Τη μετάλλαξη την υπέστη, την γνώρισε, φεύγοντας από εκεί, στο Αμβούργο, όπου ένας άλλος Ολλανδός, ο Χούουμπ Στέβενς, τον γύρισε μέτρα στο γήπεδο. Κίνηση που μάλλον έφτιαξε την σταδιοδρομία του. Ο συνδυασμός της σκληράδας, του αδυσώπητου τρεχαλητού του, της ασταμάτητης πίεσης που ασκούσε σε αντιπάλους, με ή χωρίς την μπάλα, σε συνδυασμό πως, όταν την είχε, ήξερε τι να την κάνει, και ας μην ήταν αυτό που με την πάροδο των χρόνων ξεχώριζε στο παιχνίδι του, τον καθιστούσαν χρησιμότατο.
Και ειδικά στην πιο τακτικά προσηλωμένη σε νόρμες άγνωστες με το ποδοσφαιρικό της dna Ολλανδία εκείνης της εποχής, εκείνου του τουρνουά, στην play to win με κάθε κόστος και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για το φαίνεσθαι Ολλανδία του Βαν Μάρβαϊκ, ο Ντε Γιονγκ ήταν πολύτιμος.
Ως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, το απολύτως ενδεικτικό παρατσούκλι που τον συνόδευε ήταν το «Grasmaaier», η «μηχανή του γκαζόν» δηλαδή. Δεν άφηνε τίποτα, κυριολεκτικά, στο χορτάρι απάτητο. Ήταν παντού.
Από τον Τελικό και μετά έγινε ο «Καταστροφέας». Εκείνη η επίδειξη… κουνγκ φου στο στήθος του Αλόνσο έγινε η εικόνα, το στιγμιότυπο που χαρακτήρισε το είναι του, τη ζήση του ολάκερη. Και που προσωποποίησε -υπερβολικά μάλλον, αλλά όχι αδικαιολόγητα- την εικόνα, την σκοπιμότητα, την στόχευση εκείνης της Εθνικής Ολλανδίας.
Δεκατέσσερεις κίτρινες κάρτες έδειξε στις δύο ώρες παιχνιδιού ο Χάουαρντ Γουέμπ. Οι 9 ήταν ολλανδικές (δύο δέχτηκε ο Χάιτινχα και αποβλήθηκε στο 109’. Από τις 5 ισπανικές οι δύο καταλογίστηκαν στον σκόρερ Ινιέστα για τον πανηγυρισμό του γκολ του στο 116’ και η τελευταία στον Τσάβι στο 121’) για 28 φάουλ, με 43% κατοχή.
Ο Ντε Γιονγκ, αδιανόητα πώς, την γλύτωσε, βλέποντας απλώς και μόνο μια από δαύτες, ουσιαστικά μένοντας ατιμώρητος, για το πιθανότατα πιο επικίνδυνο μαρκάρισμα που έχει γίνει ποτέ σε Τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου (και μάλλον όχι μόνο).
Δικαιολογήθηκε κατοπινά, οκτώ χρόνια αργότερα για την ακρίβεια, πως η μόνη του πρόθεση ήταν να κυνηγήσει την μπάλα. «Ήταν στον αέρα. Έκανα προβολή για να τη διώξω, δεν είχα δει τον Αλόνσο, γιατί ήταν σε τυφλό σημείο για μένα και έτσι, όταν ξεκίνησα την ενέργειά μου, ήταν ήδη αργά».
Ο φακός που έχει αποτυπώσει το στιγμιότυπο ανάγλυφα, ομολογουμένως, δεν δικαιώνει τον ισχυρισμό του. Ένα παπούτσι ψηλότερα να είχε φτάσει το ευθυτενές, απόλυτα τεντωμένο σε κάθε του μυ, πόδι του Ολλανδού, το πιθανότερο θα ήταν ένα… fatality α λα «Μortal Kombat», με τον Ισπανό να ψάχνει το κεφάλι του.
Ο Άγγλος διαιτητής στη βιογραφία του δήλωσε «αηδιασμένος μέχρι δυσπιστίας για την ικανότητά του», όταν είδε μετά το τέλος του παιχνιδιού το περιστατικό που τιμώρησε απλώς με μια κίτρινη κάρτα.
«Όταν ο Αλόνσο έκανε την κεφαλιά για να πασάρει στον Βίγια, είδα πως ο Ντε Γιονγκ έπεσε πάνω του. Ήμουν όμως πίσω από τον Ισπανό, περίπου 10 μέτρα, και δεν μπόρεσα να δω ακριβώς πώς έγινε η σύγκρουση, ούτε και την σφοδρότητά της. Κανείς από τους βοηθούς μου δεν είπε τίποτα στην ενδοεπικοινωνία, γι’ αυτό και αποφάσισα να τον τιμωρήσω με μια κίτρινη κάρτα, κρίνοντας μόνο από όσα είχα μπορέσει να δω», η δικαιολογία της απόφασης από τον ίδιο τον Γουέμπ.
Το θύμα -χωρίς εισαγωγικά- ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, απορεί με το πώς σηκώθηκε. Με το πώς συνέχισε το παιχνίδι, νιώθοντας πόνους και μην μπορώντας να ανασάνει τουλάχιστον ως την ανάπαυλα.
Αμυντικός χαφ και αμυντικός χαφ
Οι δυο τους βρέθηκαν αρκετές φορές μετά από το περιστατικό. Κατά κοινή παραδοχή, δεν το συζήτησαν ποτέ, χωρίς ο Αλόνσο να καταλογίσει πρόθεση στον Ντε Γιονγκ. Και αυτό, παρότι οι περισσότεροι συμπαίκτες του το έκαναν (χωρίς να το έχουν αναιρέσει ως και σήμερα), παρά το μεθύσι από την κατάκτηση του τίτλου.
Ο Ντε Γιονγκ συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο ως και τα 37 του, πριν κρεμάσει τα… δολοφονικά εξάταπά του το 2021. Σε όποια ψηφοφορία και σχετικό γκάλοπ από τότε για την ανάδειξη των πιο “βρόμικων” στην ιστορία καταλάμβανε περίοπτη θέση. Δεν φάνηκε ποτέ να τον ενοχλεί.
Δεν προσπάθησε να αποτινάξει τη ρετσινιά που εσαεί του κόλλησε, ποτέ όμως και από την άλλη δεν έκανε ξανά κάτι τόσο ακραίο. Έκτοτε όμως, ό,τι και αν έκανε, όπως και αν έπαιζε (που δεν διέφερε πολύ από το πρότερο στιλ του), είχε πλέον μετατραπεί, οριστικά και αμετάκλητα, σε επικίνδυνο και ο ίδιος σε “φονιά”.
Ο Αλόνσο έγινε ο… Αλόνσο. Κέρδισε τα πάντα, παντού, αποτελώντας δομικό γρανάζι της ισπανικής κυριαρχίας, χαρακτηριστικό κομμάτι του παιχνιδιού της. Πάσες, πάσες, πάσες. Όταν ήταν στο γήπεδο, σε όποιο γήπεδο, με όποια φανέλα και όποιους συμπαίκτες, συνήθως έκανε τις περισσότερες, με την είδηση να προκύπτει, όταν, σπανιότατα, λάθευε.
Φιλοσοφία και στιλ προσαρμοσμένα, ανανεωμένα, εναρμονισμένα πλέον με την εξέλιξη του αθλήματος, απολύτως σύγχρονα, βασισμένα όμως σε εκείνες τις αρχές που υπηρέτησε ως ποδοσφαιριστής, όλα πλέον ο Βάσκος τα λανσάρει και ως προπονητής.
Από την άλλη, από το 2023 ο Ντε Γιονγκ είναι Τεχνικός Διευθυντής της Ολλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Αρμοδιότητά του, βάσει της ανακοίνωσης της πρόσληψής του, «η εφαρμογή της εθνικής ποδοσφαιρικής πολιτικής και ανάπτυξης της τεχνικής σε συλλόγους σε όλη τη χώρα». Ειρωνεία; Ή Νέμεση;
Αμυντικός χαφ δήλωνε τότε στο Γιοχάνεσμπουργκ ο ένας, αμυντικός χαφ και ο άλλος. Η συμβατική κατηγοριοποίησή και των δύο πρωταγωνιστών στο γήπεδο. Αυτό και μόνο αρκεί για την ανάδειξη του τι πρέσβευε το ένα από τα δίδυμα και τι το άλλο, το τι έψαχνε στο γήπεδο και κυρίως με ποιον τρόπο.
Το γιατί το ένα άρεσε, καινοτόμησε, έφερε επανάσταση και το άλλο μισήθηκε. Το καθρέφτισμα άλλωστε δεν άφηνε περιθώρια. Το είδωλο της μιας είχε δημιουργήσει την άλλη, αλλά πλέον στον καθρέφτη τους οι Ολλανδοί δεν (τους) άρεσαν.
«Ποτέ δεν περίμενα πως η Ολλανδία θα έπαιζε έτσι, υιοθετώντας πιο βίαιη τακτική, χωρίς να θέλει την μπάλα, χωρίς να ζητάει την κατοχή της. Δεν έπαιξε άσχημα. Έπαιξε άσχημο ποδόσφαιρο. Η συγκεκριμένη προβολή ήταν τόσο άγρια και βάναυση που εγώ από την εξέδρα πόνεσα. Αυτός ο βρόμικος, χυδαίος, σκληρός τρόπος παιχνιδιού ήταν αναξιοπρεπής, δύσκολα θα μπορούσε να ονομαστεί ποδόσφαιρο. Και, ναι, μπόρεσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην Ισπανία, παίζοντας αντι-ποδόσφαιρο. Αλλά η Ολλανδία πρέπει να παίζει πάντα ποδόσφαιρο. Και, ευτυχώς, δεν επιβραβεύτηκε».
Κάτι περισσότερο δεν χρειάζεται από το σχόλιο του Κρόιφ. Όρισε, από διάφορους ρόλους, σε διάφορες εποχές και τόπους, μισό -και βάλε- αιώνα ποδοσφαίρου. Και συνεχίζει να το κάνει. Όχι μόνο με τους διαδόχους και τις διδαχές του αλλά ακόμα και με ατάκες και κρίσεις που μπορεί να μην έχουν ουδεμία σχέση με το παιχνίδι του σήμερα, αλλά είναι τόσο αναθεματισμένα επίκαιρες.
Χωρίς να χρειάζεται, ακόμη τουλάχιστον, να σπάσουν άλλοι καθρέφτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
ΟΛΑ τα κείμενα για τον Γιόχαν Κρόιφ
Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool / Λεβερκούζεν: Xabi, vidi, vici