Η Αργεντινή είναι μια χώρα πάρα πολύ περήφανη για τις παραδόσεις της, παρόλο που στην πλειοψηφία της κατοικήθηκε από εμιγκρέδες και αυτόχθονες έμειναν ελάχιστοι.
Πολύ συχνά σ’ αυτήν την υπέροχη λατινοαμερικανική γη η υπερηφάνεια αυτή παρεξηγείται πολύ εύκολα, αγγίζει τα όρια της αλαζονείας, της αυθάδειας.
Υποστηρίζοντας τις επιτυχίες τους και θέλοντας να επιτείνουν τα επιτεύγματά τους, οι Αργεντινοί αυτό το ίδιον το έχουν κάνει μέρος του πολιτισμού τους, βασικό συστατικό της κουλτούρας τους που ξεπερνά τα στενά όρια των γειτόνων τους, έχει γίνει δεύτερη φύση τους.
Από τις κόντρες με την Ουρουγουάη για την πατρότητα του περίφημου τανγκό, την “τρομερή” διαμάχη με τη Χιλή για ένα… γλυκό (το dulce de leche), μέχρι την αιώνια κόντρα με τους Βραζιλιάνους για το κλασσικό “Μαραντόνα ή Πελέ“, καθίσταται σαφές ότι αυτή η μίξη περηφάνιας και αλαζονείας κρύβει μέσα της μια εσωτερική ανάγκη επιβολής, μια άκρατη επιθυμία κυριαρχίας.
Όποιος έχει την τύχη να ταξιδέψει σ’ εκείνα τα μέρη, να διασχίσει αυτό το περήφανο ασημένιο ποτάμι (Ρίο Ντε Λα Πλάτα), είναι αδύνατον να μην γοητευτεί από αυτήν την κουλτούρα, να αγνοήσει το γεγονός ότι οι κάτοικοι αυτής της χώρας πορεύονται για εκατοντάδες χρόνια στηριζόμενοι σε αυτήν ακριβώς την υπερηφάνεια, ξεπερνούν κακουχίες, προβλήματα και συμφορές, βασιζόμενοι στο συναίσθημα.
Γιατί χωρίς συναίσθημα η Αργεντινή πιθανόν δεν θα υπήρχε καν, θα είχε λυγίσει προ πολλού στις κατά καιρούς διαμάχες, τους πολέμους, τις εισβολές. Και χωρίς την Αργεντινή δεν θα είχαμε μερικούς από τους μεγαλύτερους ήρωες της ζωής μας, ορισμένους από αυτούς που βγαίνουν μόνο μια φορά, γιατί σπάνε το καλούπι.
Αν ήταν στίχος από κάποιο περίφημο δημώδες τανγκό, θα ήταν το «Caminito» (το «Μονοπάτι») του Κάρλος Γκαρντέλ:
«Caminito que el tiempo ha borrado que juntos un día nos viste pasar, he venido por última vez, he venido a contarte mi mal».
Οι στίχοι ξεκινούν με έναν άνθρωπο που κοιτάζει πίσω στο παρελθόν, αναλογίζεται το τέλος της διαδρομής, ξέρει ότι έχει ακόμα λίγα βήματα, πριν ολοκληρώσει το ταξίδι, διαβαίνει το μονοπάτι.
Ο Εμάνουελ Νταβίντ Τζινόμπιλι διάβηκε αυτό το μονοπάτι μια θλιμμένη Δευτέρα, αυτή της 27ης Αυγούστου 2018.
Ένας από τους ήρωες της Αργεντινής, ένας από τους αθλητικούς μας ήρωες, έγραψε λιτά και περιεκτικά το τέλος της διαδρομής: «Σήμερα, πνιγμένος από έναν ωκεανό συναισθημάτων, ανακοινώνω την απόσυρσή μου από το μπάσκετ. Τεράστια ευγνωμοσύνη σε όλους. Οικογένεια, φίλους, συμπαίκτες, προπονητές, staff, φιλάθλους, όλους όσοι ήταν στη ζωή μου τα τελευταία 23 χρόνια. Ήταν ένα εκπληκτικό ταξίδι. Πολύ πέρα κι από τα μεγαλύτερα όνειρά μου».
Είναι ο μοναδικός μπασκετμπολίστας μαζί με τον Μπιλ Μπράντλεϊ που μπορούν να κομπορρημονούν πως διαθέτουν την “Αγία Τριάδα” των Hall of Famers. έχουν κατακτήσει Πρωτάθλημα στο ΝΒΑ, την Ευρωλίγκα και το Χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο.
Αυτό το μοναδικό επίτευγμα όμως δεν περιγράφει επ’ ουδενί την καριέρα του, η οποία είναι μια απαράμιλλη και διαρκής μάχη, ένα συνεχόμενο “πέφτω και ξανασηκώνομαι”, το οποίο τον καθορίζει και ως αθλητή και ως άνθρωπο.
Διότι ακριβώς στην ικανότητα να ξανασηκώνεσαι βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά του αθλητή με τον Πρωταθλητή.
Το δικό του μονοπάτι είχε ούτε λίγο ούτε πολύ επτά χαρακτηριστικές πτώσεις, επτά στάδια που χαλύβδωσαν το χαρακτήρα του και εξηγούν εύγλωττα την έμφυτη ικανότητά του να ξαναστέκεται στα πόδια του μετά από μια οδυνηρή κατάσταση.
Η πρώτη ήταν το μακρινό 2002, στο δεύτερο σταθμό της καριέρας του στην Ιταλία μετά τη Ρέτζιο Καλάμπρια, στην πόλη με τα τρία «Τ» («Torri, Tortellini e Tette»), όπως αρέσκονται να λένε οι Ιταλοί. Τη Μπολόνια.
Η ιστορία για εμάς τους Έλληνες είναι γνωστή, ειδικά για τον Παναθηναϊκό παραμένει μία από τις εμβληματικότερες και ενδοξότερες στιγμές στην ιστορία του συλλόγου. Palamalaguti, Casalecchio di Reno, Final 4 της Ευρωλίγκα. Η Βίρτους τα είχε σαρώσει όλα και μπροστά της υπήρχε μόνο το repeat. Το τρόπαιο τής το στερεί η ραψωδία του Ομπράντοβιτς, ο Ντέγιαν, ο Λάζαρος, ο Ίμπο.
Ο Μανού είναι ταπεινωμένος, εκείνη την “τρελή” ήττα τη φέρει ακόμη ως πληγή στο κορμί του, έχει εκμυστηρευθεί ότι την κουβαλούσε σαν βάρος στις αποσκευές του, όταν ταξίδευε το ίδιο καλοκαίρι για τις ΗΠΑ, όπου οι Σπερς τον είχαν επιλέξει στο #57 του draft για μια ευκαιρία στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ.
Πήρε την πτήση σαν παρίας, κατέληξε να γίνει ο έκτος παίκτης των Σπερς, να κερδίσει την εμπιστοσύνη συμπαικτών και αντιπάλων, να βελτιώνεται διαρκώς, προϊόντος του χρόνου. Πέρασε το rookie wall του χειμώνα και δεν ξανακοίταξε πίσω, είχε στο νου πάντα εκείνο το αναπάντεχο κάζο από τον Παναθηναϊκό, ήξερε πια πολύ καλά ότι το μπάσκετ είναι ομαδική υπόθεση, καθόλου απλοϊκή, ένα άθλημα που απαιτεί υψηλές ατομικές επιδόσεις στην υπηρεσία του συνόλου.
Στην post season ήταν ήδη μια πολύ σημαντική εναλλακτική λύση στο σκορ, μαζί με τον εκπληκτικό Σπίντι Κλάξτον έδιναν το κάτι παραπάνω στη γνωστή παρέα των βασικών και αναντικατάστατων Πάρκερ, Τζάκσον, Μπόουεν, Ντάνκαν και του μεγάλου ναυάρχου, Ρόμπινσον.
Ξανασηκώθηκε και πέταξε από πάνω του το βάρος της ήττας στο Palamalaguti, όταν στα 26 πανηγύρισε τον τίτλο στο ΝΒΑ, όχι ως πρωταγωνιστής αλλά ως μέλος μιας ομάδας που ακόμη και μετά την κατάκτηση του τίτλου περίμενε τα ακόμα καλύτερα.
Ήρθε όμως “εκείνο” το σουτ του Ντέρεκ Φίσερ στο δεύτερο τελικό. Είναι καταπληκτικό, αλλά σε κάθε ιστορική στιγμή των Σπερς τα τελευταία 15 χρόνια ο Μανού είναι εκεί. Είτε ως θετικός είτε ως αρνητικός πρωταγωνιστής. Τα δικά του χέρια υπολείπονται κάποια χιλιοστά, όταν φεύγει η μπάλα από τα χέρια του Φίσερ και καταλήγει στο καλάθι, εκείνος είναι στο πλάνο ενός από τα διασημότερα buzzer beater στη νεότερη ιστορία του ΝΒΑ, στη δική του απόγνωση εστιάζει η κάμερα, πριν ακολουθήσει τους ξέφρενους πανηγυρισμούς των Λέικερς. Ο Μανού είχε μόλις ξαναπέσει.
Και έκανε τόσο κρότο που για καιρό δεν μιλιόταν, η απώλεια του τίτλου, η αποτυχία του πολυπόθητου repeat τον κυνηγούσε ολόκληρη την επόμενη σεζόν. Είναι η σεζόν που ο κόουτς τού εμπιστεύεται για πρώτη φορά τη θέση στη βασική πεντάδα, η σεζόν που, μετά τους αρχικούς μήνες επαναφοράς από το “μούδιασμα”, ο Μανού καθιερώνεται στις συνειδήσεις και στην πολύ δύσκολη μπασκετική κοινωνία των ΗΠΑ.
Πρώτη σεζόν βασικός, πρώτο All Star Game, οι πρώτες πολύ μεγάλες βραδιές ως πρωταγωνιστής, οι 48 πόντοι εναντίον των Σανς. Τα καλύτερα όμως έπονται. Ο Τζινόμπιλι εξελίσσεται σε μια σπάνια καλαθομηχανή, είναι ο πρώτος -ευρωπαϊκής διδαχής- αθλητικός σουτέρ στην ιστορία του ΝΒΑ, ένας Χάρντεν πριν τον Χάρντεν.
Ειδικά στη δυνατή αριστερή πλευρά του, είναι ασταμάτητος, “γράφει” συνεχώς, σε εκνευριστικό επίπεδο. Και το καλύτερο το είχε κρατήσει για τα play off.
Η συγκλονιστική σειρά με τους Νάγκετς στον “προβληματικό” πρώτο γύρο, ο ημιτελικός με τους Σόνικς, οι τελικοί της Περιφέρειας με τους Σανς, πάνω απ’ όλα οι τελικοί με τους Πίστονς. Εξαιρουμένων των δύο κακών εμφανίσεων στο τρίτο και το τέταρτο ματς, ο Μανού είναι ο αληθινός mvp εκείνων των τελικών, ο άνθρωπος των 27 πόντων με 3 σουτ (!) στο δεύτερο παιχνίδι, ο εμπνευστής εκείνης της πολύ δύσκολης ασίστ στον Ρόμπερτ Χόρι για το νικητήριο τρίποντο στο πέμπτο ματς, ο ακρογωνιαίος λίθος για το ντελίριο του έβδομου τελικού, οι 23 από τους 81 των Σπερς είναι δικοί του. Ο Μανού ξανασηκώθηκε.
Ο τίτλος του 2005 ήταν η θέση στον Όλυμπο του μπάσκετ, μια θέση που γίνεται μόνιμη, μόνο εάν γίνεις θρύλος, εάν κάνεις το back to back που απευθύνεται σε μια κλειστή κοινωνία “ολίγων”.
Αυτός ήταν ο πρωταρχικός στόχος στο ξεκίνημα -και το τελείωμα- της επόμενης σεζόν, στόχος που για μία ακόμα φορά δεν κατακτήθηκε, επειδή ο Μανού έπρεπε να ξαναπέσει για να ξανασηκωθεί και το παραμύθι να πάρει σάρκα και οστά.
Το happy end ήταν πολύ κοντά, για την ακρίβεια απέμενε μόλις ένα λεπτό παιχνιδιού στο έβδομο παιχνίδι με τους «Μαβς». Ο Μανού το παίρνει προσωπικά, σκοράρει το τρίποντο που χαρίζει το +3 στο Σαν Αντόνιο, μοιάζει ο ήρωας του αγώνα.
Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται κι ο Μανού από το ζενίθ ξαναβρίσκεται στο ναδίρ. δικά του είναι τα χέρια που σταματούν τον Νοβίτσκι στην προσπάθειά του να καρφώσει. Το φάουλ είναι σκληρό, η μπάλα όμως χορεύει στη στεφάνη, κάνει δύο κύκλους και πέφτει μέσα στο καλάθι. Ο Ντιρκ βάζει και τη βολή, το ματς τελειώνει ισόπαλο, στην παράταση επικρατεί το Ντάλας, ο Μανού από κορυφαίος ξαναγίνεται μοιραίος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, οι Σπερς επιστρέφουν, ο Μανού ξανασηκώνεται την επόμενη σεζόν, με ένα εμβληματικό sweep κόντρα στους «Καβς» του ΛεΜπρόν, το Σαν Αντόνιο κατακτά το τρίτο Πρωτάθλημα σε πέντε χρόνια. Ο Μανού σουτάρει με εξωφρενικά ποσοστά, ο έλεγχος του κέντρου βάρους του σώματός του επιτρέπει απίθανα fade away σουτ, τον μετατρέπει σε μια μοναδική περίπτωση σκόρερ. Ο Μανού είχε ωριμάσει.
Άπαντες μιλούσαν για μια σπάνια και πρωτοεμφανιζόμενη περίπτωση στο άθλημα, έναν εγκεφαλικό και αθλητικό συνάμα μπασκετμπολίστα που κυνηγούσε τους δαίμονες και τη νέμεσή του, ανακαλύπτοντας διαρκώς κίνητρα, βασιζόμενος σε μια εσωτερική επιθυμία να κυριαρχήσει. Βέρος Αργεντινός.
Πλέον ξεκινούσε σχεδόν πάντα από τον πάγκο, μελετούσε το παιχνίδι, πριν μπει να παίξει, ήταν ο βασικότερος έκτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ, τόσο οξυδερκής που έκρυβε και τη σταδιακή απομείωση των αθλητικών του προσόντων.
Μετέδιδε αυτή τη δίψα για επιβολή και κυριαρχία στους συμπαίκτες του, σε ιερά τέρατα όπως ο Ντάνκαν, ο Μπόουεν, ο Πάρκερ.
Ο Πόποβιτς τον άφηνε ελεύθερο να επιλέξει χρόνους, πεδία, καταστάσεις. Ακόμα και στη σεζόν του lock out, οι Σπερς δεν έπεσαν κάτω από τις 50 νίκες, ο Μανού στο μεσοδιάστημα ψηφίστηκε και καλύτερος έκτος παίκτης του Πρωταθλήματος, το ΝΒΑ έμαθε να χορεύει τανγκό.
Τη σεζόν 2008-2009 έπεσε, πολλοί είπαν ότι πολύ δύσκολα θα ξανασηκωθεί. Πατούσε ήδη τα 32, έχασε ισάριθμα παιχνίδια μέσα στη σεζόν, οι αναλυτές πίστεψαν ότι θα γίνει απλώς ένας ακόμα σπεσιαλίστας σουτέρ, ένας παίκτης λίγων λεπτών.
Οι Σπερς προχωρούσαν ασθμαίνοντας, άλλοτε προχωρούσαν, άλλοτε τους διέσυραν από τον πρώτο κιόλας γύρο, όπως έκαναν οι Μέμφις Γκρίζλις την πολύ δύσκολη σεζόν 2010-2011. Αυτό που δεν γινόταν κατανοητό στους εξωτερικούς παρατηρητές ήταν πως ο Πόποβιτς προχωρούσε σε μια “εσωτερική” ανανέωση και, αντί να ανανεώσει τα υλικά, ανανέωνε τη συνταγή. Ήταν κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στα χρονικά.
Ο στόχος ήταν να επιμηκύνει την καριέρα των big three, ήταν ο μόνος τρόπος να παραμείνει η ομάδα ανταγωνιστική, να διεκδικεί τίτλους. Η τεχνική αναθεώρηση των Σπερς έχει κατηγορηθεί πολλάκις, είναι αιτία διαφωνίας για το κατά πόσον μπορεί (ή πρέπει) να εφαρμόζεται ένα τέτοιο μοντέλο στις ΗΠΑ, κατά πόσον αυτού του είδους μπάσκετ εξυπηρετεί τις ανάγκες του ΝΒΑ, προωθεί το θέαμα, το ίδιο το άθλημα.
Σε τέσσερις σεζόν, οι Σπερς είχαν κερδίσει μόλις τρεις σειρές play off. Επέστρεψαν σε τελικούς περιφέρειας το 2012, μετά από ένα εκπληκτικό σερί 20 συνεχόμενων νικών. Έξω οι Τζαζ, έξω οι Κλίπερς, το εμπόδιο όμως των Θάντερ έμοιαζε ανυπέρβλητο.
Παρά το γεγονός ότι οι Σπερς προηγούνται με 2-0, ισοφαρίζονται και η σειρά “φωνάζει” ότι θα καταλήξει στην Οκλαχόμα.
Το καθοριστικό παιχνίδι είναι το πέμπτο. Ο Μανού σηκώνεται από τον πάγκο πριν το τζάμπολ. Βάζει τα χέρια στη μέση και κάθεται στο ημικύκλιο. Ξεκινά βασικός για πρώτη φορά στα play off της σεζόν, το παιχνίδι είναι νυν υπέρ πάντων ο αγών και δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για μελέτη, θα μιλήσει η καρδιά, η δίψα για επιβολή και κυριαρχία.
Ο Μανού παίζει μόνος του τους Θάντερ, τα βάζει μόνος του με τον Ντουράντ και την παρέα του, σε ολόκληρο το παιχνίδι ζει μια (τελευταία) μπασκετική νιρβάνα. Είναι 35, το μαλλί έχει αραιώσει, είναι κοντό, δεν ανεμίζει πια, όταν βρίσκεται εν πτήσει. Άλλωστε, σπανίως πια καρφώνει, ακόμα πιο σπάνια στηρίζει το παιχνίδι του στα αθλητικά του προσόντα που, λόγω ηλικίας, έχουν φθίνει επικίνδυνα. Πλέον παίζει με την καρδιά, με το νου, παίζει σαν Αργεντινός.
Ακόμη κι όταν οι Θάντερ προηγούνται με 12, αρνείται να χάσει. Σκοράρει, πασάρει, παίζει σκυλίσια άμυνα. Σκάρτα δύο λεπτά για τη λήξη και έχει φτάσει στους 32, οι Σπερς έχουν ροκανίσει τη διαφορά στους δύο πόντους. Το step back τρίποντο του Χάρντεν τον σκοτώνει, 26 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη οι Θάντερ πάνε στο +5, το ματς έχε τελειώσει για όλους εκτός από τον περήφανο Αργεντινό.
Ένας εναντίον όλων, “γιουρούσι”, αποστολή αυτοκτονίας. Καλάθι με αίμα. Επαναφορά, σκυλίσια άμυνα, 15 δευτερόλεπτα, oι Θάντερ λυγίζουν, κάνουν το λάθος, μπάλα Σπερς. Στην επαναφορά ψάχνουν όλοι εκείνον.
Κανείς δεν παίρνει την ευθύνη, ο Ντάνκαν σαν αμούστακος rookie κοιτάζει δεξιά κι αριστερά πώς θα φτάσει η μπάλα στα χέρια του Μανού, οι υπόλοιποι ακροβολισμένοι στις γωνιές του παρκέ να κρύβονται.
Ο Μανού, τρώγοντας στην κυριολεξία ξύλο, βγαίνει από τα σκριν, έχει το κλάσμα του δευτερολέπτου που του επιτρέπει να πάρει τη μπάλα, να ψάξει το παράθυρο και να σουτάρει. Είναι στην αριστερή πλευρά, την “καλή του”. Το γήπεδο βράζει, ζητωκραυγάζει, οι Αμερικανοί στριγγλίζουν.
Ο Μανού με την τελευταία ικμάδα δύναμης που του απομένει, σηκώνεται με ένα αδύνατο fade away.
Είναι ο ήρωας της βραδιάς, η περηφάνια των Πρωταθλητών, ο βετεράνος που μπήκε να εκτελέσει την πιο δύσκολη αποστολή που του ανατέθηκε από καταβολής της καριέρας του στο ΝΒΑ. Έχει 34 με 7 ασίστ. Θα μείνει εκεί. Γιατί η μπάλα θα βρει σίδερο, γιατί ο Μανού είναι ο μοναδικός στην ιστορία των Σπερς που πέφτει. Και ξέρεις ότι θα ξανασηκωθεί. Το βλέμμα του μετά από εκείνο το χαμένο σουτ, εκείνο το καταραμένο σουτ που βρήκε σίδερο και δεν θέλησε να μας χαρίσει το πολυπόθητο happy end, είναι ένα βλέμμα χαμένο, ένας συνδυασμός απόγνωσης και κούρασης. Ψυχολογικής και σωματικής.
Πλάι στον Ντάνκαν και τον Πόποβιτς, δίνει (ξανά) το σύνθημα ότι, παρά τα χρόνια που βαραίνουν τις πλάτες όλων τους, θα (ξανά) σηκωθούν και θα το (ξανά) προσπαθήσουν. Και σηκώθηκαν. Ξανά τελικοί, ξανά κοντά στο θαύμα.
Όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά, μέχρι το έκτο παιχνίδι, αυτό που όλοι γνωρίζουν τι έγινε. 95-92 μπροστά οι Σπερς, άστοχο τρίποντο του Τζέιμς, η μπάλα για λίγα εκατοστά καταλήγει στα χέρια του Κρις Μπος, δίπλα του η φανέλα με το «20» των Σπερς έχει κάνει ένα εξωφρενικό άλμα για 36χρονο, μια προσπάθεια τόσο έντονη που έριξε το Μανού στο παρκέ.
Μόλις είχε σταθεί στα πόδια του, όταν η μπάλα περνούσε τη στεφάνη και τίναζε το διχτάκι από το διάσημο τρίποντο του Ρέι Άλεν. Οι 18 πόντοι στο έβδομο παιχνίδι δεν σήμαιναν τίποτα.
«Τελειωμένος», «γέρος», «βάρος». Ειπώθηκε ό,τι βάζει ο νους. Ο Μανού είχε πέσει και ήταν η πρώτη φορά που ο κόσμος δεν περίμενε ότι θα ξανασηκωθεί.
Όχι απλώς ξανασηκώθηκε αλλά χάρισε και μια καταπληκτική συλλογή greatest hits και στο έβδομο παιχνίδι με το Ντάλας και στο καθοριστικό πέμπτο ματς με τους Χιτ, όταν το “εφηβικό” κάρφωμα στα μούτρα του Κρις Μπος ξόρκισε εκείνο το χαμένο ριμπάουντ που προηγήθηκε του εύστοχου τριπόντου του Άλεν.
Τίτλος, καταξίωση, καθαγιασμός. Οι γερασμένοι Σπερς, οι «αντιτουριστικοί» Σπερς, οι πιο περήφανοι Σπερς της ιστορίας τους.
Αυτός ο τίτλος έδωσε τη δύναμη στο Μανού να πει “συνεχίζω”, να αδιαφορήσει για το αν πέσει και ξανασηκωθεί για δεκάδες φορές ακόμα, όσο βαριά κι αν είναι τα πόδια του, όσο κι αν τα χρόνια βαραίνουν αφόρητα τους ώμους του.
Γεννηθείς το 1977, ξανάγγιξε το όνειρο το 2017, πριν αποκλειστεί από τους θαυμάσιους Θάντερ στους ημιτελικούς της περιφέρειας. 39 και έπαιξε σε όλες τις θέσεις της περιφέρειας, συχνά “άσσος”, άλλοτε “δυάρι”, πιο πολύ στο “τρία”. Δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, άλλωστε είναι ήδη τέσσερις φορές Πρωταθλητής στο ΝΒΑ, την περηφάνια του δεν μπορεί να του την πάρει κανείς και το ελιξήριό του έχει πολύ βαθιές ρίζες.
Λευκές και γαλάζιες που φωτίζονται απ’ τον ήλιο. Γιατί ανέκαθεν τη δύναμη ο Μανού την ρουφούσε από τους αγώνες με το εθνόσημο, εκεί, εν αντιθέσει με όλους τους υπολοίπους, βρίσκεται το μυστικό του, αυτό ήταν το ελιξήριο της αθλητικής νιότης του.
Nana korobi ya oki – Επτά φορές θα πέσεις, οκτώ θα σηκωθείς.
Ο Μανού, μετά την ήττα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, έπεσε όγδοη φορά, κατακερματίστηκε και εγκατέλειψε την Εθνική δακρυσμένος, γιατί το κάρμα του ήταν να ολοκληρώσει σε απόλυτη ισορροπία. Η Εθνική ήταν το πάθος του, εκεί έβγαλε το περισσότερο συναίσθημα, εκεί παθιάστηκε και βάλθηκε να αντιστρέψει τους νόμους της φύσης.
Και εκεί οι πτώσεις πόνεσαν περισσότερο από εκείνες με τους Σπερς, περισσότερο και από την “ευρωπαϊκή” στη νιότη του.
Διότι την ίδια σεζόν που ο Παναθηναϊκός τού στέρησε το Άγιο Δισκοπότηρο του repeat, μετά από μια στρατοσφαιρική εμφάνιση εναντίον της Dream Team στην Ινδιανάπολη, ήρθε και ο Τελικός του El Cid με τους Γιουγκοσλάβους, τους τελευταίους καλούς Γιουγκοσλάβους (που δεν αναφέρονται τυχαία με την “παλιά” ονομασία και όχι ως Σέρβοι).
Ο Μανού περιορίστηκε σε μια συμμετοχή 12 λεπτών γεμάτη πόνους, έπαιξε με δική του ευθύνη και θέτοντας εν αμφιβόλω ολόκληρη την καριέρα του, καθώς, μην λησμονούμε, μόλις επρόκειτο να ξεκινήσει στο αυστηρό ΝΒΑ. Εκείνη την πτώση και την ακόλουθη επαναφορά ο ίδιος ο Μανού τις θεωρεί τις πιο γλυκιές της καριέρας του, τις σημαντικότερες της ζωής του.
Η Αθήνα του 2004 ήταν η Εδέμ του, το ιστορικό Χρυσό μετάλλιο του Τελικού με την Ιταλία είναι το πιο ακριβό του επίτευγμα, εκείνο που δεν θα ξεχάσει ποτέ.
Σε αττικό έδαφος θα πραγματοποιήσει την καλύτερη, την πιο πλήρη εμφάνιση της καριέρας του, με τους 29 εναντίον των Αμερικανών στο κλειστό των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, αυτό που σήμερα έχει το όνομα του δικού μας προφήτη, του Νίκου Γκάλη.
Χωρίς το μετάλλιο της Αθήνας πιθανότατα ο Μανού δεν θα ήταν ούτε ο αθλητής ούτε ο χαρακτήρας και ο άνθρωπος που είναι σήμερα. Εκείνο το τουρνουά τού άλλαξε τη ζωή, την καριέρα, την κοσμοθεωρία του. Δεν του άλλαξε μόνο το συναίσθημα, το μεγαλύτερό του εφόδιο.
Προσπάθησε για το repeat και στην Ιαπωνία το 2006, αλλά ο Μανού έπεσε, έχασε το κρίσιμο σουτ στο παιχνίδι με τους Ισπανούς και η Αργεντινή έμεινε έξω, την ίδια ώρα που η δική μας Εθνική έγραφε την δική της εποποιΐα στη Σαϊτάμα.
Την Εθνική μας τη βρήκε στο Πεκίνο, στους Αγώνες του 2008, όταν μπήκε πρώτος στο στάδιο, κρατώντας πνιγμένος από υπερηφάνεια τη σημαία της πατρίδας του.
Οδυνηρή ήττα για μας, αλλά για το Μανού σήμαινε το Χάλκινο εναντίον των Λιθουανών. Στο Λονδίνο το όνειρο κράτησε λίγο, αλλά η τέταρτη θέση περιποιεί τιμή σε μια ομάδα που έχει ανακηρυχθεί «Generacion Dorada» από τους περήφανους συμπατριώτες της.
Και κορωνίδα αυτής της χρυσής γενιάς είναι ο Μανού, ο άνθρωπος που και πάλι μια μέρα του Αυγούστου, σε ηλικία 39 ετών, συμμετείχε για τέταρτη και τελευταία φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες στην καριέρα του, επίτευγμα που ανήκει σε μπασκετμπολίστες θρύλους, όπως ο Τεόφιλο Κρουζ, ο Άντριου Γκέιτζ, ο Όσκαρ Σμιντ.
Ανανέωσε με τους Σπερς, έχοντας αφήσει πίσω το εθνόσημο, έγινε ο μοναδικός παίκτης από τη “δεύτερη σειρά” του draft που ξεπέρασε τους 13.000 πόντους, χάρισε τη μεγάλη νίκη με την τάπα στον Χάρντεν στο πέμπτο ματς της σειράς με το Χιούστον, έγινε ο πρώτος παγκίτης μετά το 1971 που ήρθε από τον πάγκο και σκόραρε 20+ στο τρίτο παιχνίδι των τελικών της Περιφέρειας με τους ανίκητους Γουόριορς. Και ήταν 40, διάολε.
Όλοι πίστεψαν ότι εκεί τελείωσε η διαδρομή, ότι το μονοπάτι είχε φτάσει στο τέλος. Ο Πόποβιτς όμως δεν είναι ο οποιοσδήποτε προπονητής, ο Μανού δεν ήταν ο οποιοσδήποτε αθλητής.
Ανανέωσε στα 40 του για μια ακόμα σεζόν και έκανε ό,τι είχε κάνει μόνο ο «Air» το 2002-2003. ήταν ο μόνος βετεράνος που σκόραρε συνεχόμενα 15+, ο μόνος που καθόριζε ακόμα παιχνίδια, που ανέβαζε την ομάδα επίπεδο.
Το παραμύθι θα είχε αίσιο τέλος, εάν δεν ξαναβρίσκονταν μπροστά του οι Γουόριορς. Οι Σπερς έμειναν έξω σε μια σειρά που πήγε στο πέμπτο ματς, λύγισαν, γιατί κάποιες φορές η καρδιά δεν είναι αρκετή.
Πρόλαβε κι αποχαιρέτισε, διαλύοντας όλα τα ρεκόρ. Πόντοι, ασίστ, κλεψίματα, ριμπάουντ, τρίποντα, βολές. Το όνομά του φιγουράρει πια σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες του ΝΒΑ. Πριν ανακοινώσει ότι σταματάει το μπάσκετ, ο μεγάλος Γκρεγκ Πόποβιτς δήλωσε ότι θέλει να συζητήσουν, γιατί το τέλος του μονοπατιού εξαρτάται μόνο από τον ίδιο το Μανού. Ο Τζινόμπιλι έσφιξε το χέρι του Ποπ και του είπε ότι η μουσική σταμάτησε, ότι το ταξίδι τελείωσε.
Ο τελευταίος χορός ήταν, όπως αναμενόταν, συγκινητικός, τον αποχαιρέτησαν και τον αποχαιρετούν όλοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη με δέος.
Το πιο ταιριαστό αντίο έχω την αίσθηση ότι είναι με ένα άλλο δημώδες του Κάρλος Γκαρντέλ που τόσο αγαπά ο ίδιος ο Μανού και το κοινό λάτρεψε παγκοσμίως από το soundtrack της ταινίας «Diarios de motocicleta»:
«Adiós muchachos, compañeros de mi vida, barra querida, de aquellos tiempos. Me toca a mí, hoy a emprender la retirada, debo alejarme de mi buena muchachada. Caminito amigo, yo también me voy».
«Αντίος μουτσάτσος, σύντροφοι μιας ζωής, συμμορία μιας άλλης εποχής. Σήμερα είναι η σειρά μου, αποχωρώ, πρέπει να φύγω. Το μονοπάτι το διαβαίνω κι εγώ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Ο υπέροχος Μανού
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro