«Οι περισσότεροι γίνονται ικανοί με την άσκηση, παρά από τη φύση τους»!
Στην πραγματική ζωή η σκέψη του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, Δημόκριτου, δεν γίνεται να συμπεριλάβει τους πάντες. Το ίδιο το ταλέντο που χαρίζει απλόχερα η φύση είναι εκείνο που μπορεί να αποτελέσει και τη μεγάλη παγίδα της οκνηρίας, ακόμα και της αυτοκαταστροφής. Και εκεί είναι που θα συμβεί πάντοτε το χειρότερο. Καθώς ένας άνθρωπος διαπράξει την ύβρη, να τρέξει οικειοθελώς προς τη δική του καταστροφή, τότε είναι ο Θεός ο ίδιος που θα τον βοηθήσει να καταστραφεί πιο γρήγορα.
Για τον Αντριάν Μούτου αυτή ήταν ξεκάθαρα η ακριβής διαδρομή. Επειδή, κάθε φορά που διαβάζεις την ιστορία του, αντιλαμβάνεσαι ότι αντίθετα από τους υπολοίπους εκείνος ξεκίνησε από την κορυφή και ήταν λες και σε όλη την καριέρα του δούλεψε μόνο με προορισμό μία πορεία προς τα κάτω. Και κάπως έτσι, μόνος του, υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού του…
Κλειδωμένος στο δωμάτιο
Γεννημένος στα μέσα της διαβόητης Δικτατορίας του Νικολάε Τσαουσέσκου, τα είχε όλα. Κόντρα στη φτώχια και τις δυσκολίες στη Ρουμανία, η δική του οικογένεια βρέθηκε ένα βήμα πιο μπροστά. Ο πατέρας (μαθηματικός) και η μητέρα (χειρίστρια υπολογιστών) ήταν εξαιρετικά προνομιούχοι για την εποχή. Τίποτα δεν μαρτυρούσε και δεν δικαιολογεί την εξέλιξη του προβληματικού χαρακτήρα που θα έχτιζε, μεγαλώνοντας.
Από τα 17 του είχε φανεί πόσο σπουδαίος θα γινόταν με την μπάλα. Αμφιδέξιος, γρήγορος, με ευφάνταστες κινήσεις, βρέθηκε να παίζει στη μεγάλη κατηγορία (Άρτζες Πιτέστι) και ήδη στα 19 του τον περικύκλωσαν ταυτόχρονα και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της πρωτεύουσας.
Τη Ραπίντ τη μισούσε. Η Ντιναμό ήταν η μεγάλη αντίπαλος και η Στεάουα η μεγάλη αγάπη του. Εκεί ήθελε να παίξει, στους εν ενεργεία Πρωταθλητές.
Μόνο που στη Ντιναμό τον αναζήτησαν πιο πολύ απ’ όλους. ‘Η τουλάχιστον ήταν εκείνοι που κινήθηκαν πιο αποφασιστικά. Ο κόουτς, Μιρτσέα Λουτσέσκου, ουσιαστικά τον απαίτησε και ο Πρόεδρος της Ντιναμό έδωσε εντολή στον μάνατζέρ του, Ιοάν Μπεκάλι, να τον πάρει στο Βουκουρέστι και να τον κρύψει για λίγες μέρες.
Μόνο που ο τελευταίος, αφού τον κλείδωσε κυριολεκτικά για λίγες ημέρες σε ένα ξενοδοχείο, δεν ενημέρωσε τον εκκολαπτόμενο αστέρα για την επικείμενη συμφωνία. Ήταν η στιγμή που ο Αντριάν θα έκανε την πρώτη απερισκεψία. Μιλώντας τηλεφωνικά με δημοσιογράφο, του είπε ότι ετοιμαζόταν να υπογράψει με την αγαπημένη του Στεάουα. Τότε η Ντιναμό εμφανίστηκε με βαλίτσα γεμάτη χρήματα στο ξενοδοχείο και τον έπεισε να ανασκευάσει και να γίνει οριστικά δικός της.
Ρεζέρβα και καταξίωση
Δεν χρειάστηκε παρά μονάχα μία σεζόν. Τα 22 γκολ του οδήγησαν την Ντιναμό στην κατάκτηση του τίτλου και την Ίντερ να ασχοληθεί μαζί του. Ηταν τρελό. Στα 20 του οι «Nerazzurri» είχαν πάρει τις αποφάσεις τους, πλήρωσαν 1 εκατ. ευρώ και τον πήραν κοντά τους. Ωστόσο, δεν ήταν ακόμη έτοιμος για ένα τόσο σημαντικό βήμα. Σε εκεί την τρελή επιθετική γραμμή, με τους Ρονάλντο, Ρομπέρτο Μπάτζο, Κριστιάν Βιέρι, Άλβαρο Ρεκόμπα, Ιβάν Σαμοράνο, δεν θα γινόταν ούτως ή άλλως να βρει έστω μία μικρή χαραμάδα. Ένα γκολ το έβαλε όμως στο Πρωτάθλημα, όπως και ένα πολύ όμορφο στο Κύπελλο κόντρα στη Μίλαν.
Δεν του έφτανε ωστόσο να βρίσκεται στην ομάδα ως έκτη επιλογή. Έπειτα από συζήτηση με τον Μαρσέλο Λίπι, αποφασίστηκε να μετακομίσει σε μορφή συνιδιοκτησίας στην κοντινή Βερόνα. Με τη φανέλα της Ελλάς, αφού τη βοήθησε σε δύο σεζόν να σωθεί στο φινάλε, έδειξε ότι μπορούσε να σταθεί στο Campionato, σε μία εποχή που ήταν το καλύτερο Πρωτάθλημα του κόσμου.
Το καλοκαίρι του 2002 η Πάρμα βρισκόταν σε μεγάλες αλλαγές και ειδικά στην επίθεσή της. Ο Μάρκο Ντι Βάιο εξαργύρωνε τη σούπερ χρονιά με μεταγραφή στη Γιουβέντους και ο Πατρίκ Μ’Μπομά έφευγε για τα πετροδόλαρα της Αραβίας, ενώ ο Σάβο Μιλόσεβιτς μετακόμιζε στην Ισπανία. Χρειαζόταν επομένως τρεις επιθετικούς. Και τους πέτυχε και τους τρεις τέλεια. Μαζί με τον Μούτου πήρε πακέτο από την Ελλάς τον Αλμπέρτο Τζιλαρντίνο και ως συνιδιοκτησία έναν 20χρονο Βραζιλιάνο που ακόμη δεν μπορούσε να βρει χώρο στην Ίντερ, τον Αντριάνο.
Με τον Ρουμάνο να παίζει λίγο πιο πίσω σε ρόλο “10αριού” ή δεύτερου επιθετικού, η γραμμή πήρε φωτιά. Κι εκείνος ήταν ο καλύτερος όλων. Μοίραζε και σκόραρε 22 συνολικά γκολ, τα 18 στο Πρωτάθλημα, πίσω μόνο από τον «Μπόμπο» Βιέρι.
Εκεί έδειξε και το πόσο ικανός ήταν σε περιπτώσεις ένας εναντίον ενός και μάλιστα απέναντι σε αμυντικούς όπως οι Νέστα, Μαλντίνι, Καναβάρο κ.α., οδηγώντας τους «Gialloblu» στην πέμπτη θέση και την επιστροφή στην Ευρώπη.
Πλέον τον ήθελαν όλοι οι μεγάλοι της Serie A. Ακόμα και η Ρεάλ Μαδρίτης έκανε κίνηση, μα ένα άγρυπνο μάτι που ήξερε όσο λίγοι το calcio τον παρακολουθούσε από μακριά.
Στην πρώτη Τσέλσι του Αμπράμοβιτς
Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς είχε μόλις κάνει δική του την Τσέλσι και ήταν αποφασισμένος να τη βάλει άμεσα στο club των μεγάλων στο Νησί. Οπότε, όχι μόνο δεν δίσταζε να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του προπονητή του αλλά έριξε με το καλημέρα 130 εκατ. ευρώ στην αγορά.
Όταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι παρέδωσε το καλοκαίρι του 2003 τις μεταγραφικές εισηγήσεις του, ο Αντριάν Μούτου βρισκόταν στην κορυφή της λίστας. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Άλλωστε, ένας νεαρός Ρουμάνος από την Πάρμα με κόστος 20 εκατ. ευρώ δεν επιβάρυνε ιδιαίτερα την τσέπη του Ρώσου ολιγάρχη. Ηταν η τέταρτη ακριβότερη από τις 11 προσθήκες που έγιναν εκείνη την περίοδο, πίσω από τους Ντάμιεν Νταφ, Ερνάν Κρέσπο, και Κλοντ Μακελελέ.
Μόνο που ο Ρανιέρι ήταν ξεκάθαρος. Τον απέκτησε για να τον έχει βασικό. «Όταν με ρώτησε ο κύριος Αμπράμοβιτς γιατί ήθελα τόσο τον Μούτου, του απάντησα ότι, εάν ο Χάσελμπαϊνκ είναι καρχαρίας και ο Κάρλτον-Κόουλ λιοντάρι, τότε ο Μούτου είναι ένα πανέξυπνο φίδι που ξέρει πώς να ελιχθεί και πότε να χτυπήσει»!
Στη Ρουμανία έγινε χαμός. Το ποδόσφαιρο της χώρας ζούσε ένα-κάποιο μεγαλείο, καθώς και ο Κριστιάν Κίβου μετακόμιζε στη Ρόμα. Ήταν όμως ο Μούτου το μεγάλο πουλέν όλων. Ήταν καιρός που οι συμπατριώτες του τον θεωρούσαν τον τέταρτο σπουδαίο όλων των εποχών. Κυρίως όμως ήταν η σύγκριση με τον θρύλο που ανέκαθεν του δημιουργούσε μία αίσθηση ευθύνης, στην οποία ένιωθε πάντα ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Το χρίσμα του «νέου Χάτζι» έμοιαζε από τα μικράτα του με ένα πεπρωμένο, το οποίος εκείνος αδυνατούσε να υποστηρίξει. Ο Γκεόργκε Χάτζι ήταν ένα ποίημα. Δεν ήταν σαν κανέναν άλλον, όχι μόνο στην πατρίδα αλλά στην ευρύτερη γειτονιά. Δεν γινόταν να υπάρξει διάδοχη κατάσταση για κάποιον σαν τον «Μαραντόνα των Βαλκανίων».
«Δεν ήμουν ποτέ διατεθειμένος να ζήσω με αυτό το βάρος. Όποτε δεν ήμουν αρκετά καλός, εισέπραττα την απογοήτευση ενός ολόκληρου λαού. Και αυτό σας λέω ότι είναι μη διαχειρίσιμο. Ειδικά σε τόσο νεαρή ηλικία. Γενικότερα όμως, όταν έφτασα στην Τσέλσι, κατανόησα ότι δεν είχε να κάνει πλέον απλώς με το ποδόσφαιρο. Η πίεση ήταν τόσο τεράστια, ώστε δύσκολα θα μπορούσα να την απορροφήσω και να τα καταφέρω. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να είμαι τόσο συγκεντρωμένος για τόσο μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα δεν ήταν η φυσική κατάσταση μα η πνευματική. Ήταν το μεγάλο μειονέκτημα του χαρακτήρα μου», θα δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, λίγο αφότου θα περάσει το 40ό έτος της ωριμότητάς του. Μόνο που αυτή η συνειδητότητα θα έχει έρθει αργά και τα χρόνια δεν θα μπορέσουν να γυρίσουν ποτέ πίσω.
Το ψέμα στον Ζοσέ
Το ξεκίνημα στους «Μπλε» μοιάζει ονειρικό. Με τέσσερα γκολ σε τρεις αγωνιστικές και ειδικά τα δύο στο 4-2 με την Τότεναμ κάνουν το Stamford Bridge να χορεύει στο ρυθμό του. Μόνο που το όνειρο θα σβήσει εκεί. Τα πέντε γκολ σε 25 αγώνες και η απόλυση του Ρανιέρι θα τον αφήσουν εκτεθειμένο. Ουσιαστικά θα έχει ο ίδιος εκθέσει τον εαυτό του.
Ο Ρανιέρι θα αφήσει μία έκθεση για κάθε παίκτη, με αποδέκτη τον διάδοχό του. «Ο Μούτου είναι υπέρμετρα ταλαντούχος που μπορεί να πάρει μόνος του ένα ματς, αλλά είναι εξίσου απείθαρχος με κακή εξωγηπεδική ζωή». Ο Ζοσέ Μουρίνιο θα τη διαβάσει και θα επιβεβαιώσει την ήδη δική του απόφαση. Δεν τον θέλει, μα δεν μπορεί και να τον διώξει.
Ο Πορτογάλος κόουτς είχε φτάσει στο Λονδίνο ως Πρωταθλητής Ευρώπης με την Πόρτο και δεν είχε καμία διάθεση να αποτύχει εξαιτίας προβληματικών παικτών. Το πρώτο που έπραξε ήταν να καλέσει στην αγγλική πρωτεύουσα τους δύο μάνατζερ του Μούτου. Με τον ίδιο παρόντα, έγινε ένα ξεκαθάρισμα: «Ο Μουρίνιο γνώριζε για το πρόβλημα του Μούτου με τα ναρκωτικά. Μιλήσαμε για τρεις ώρες και του ζήτησε να τα κόψει. Εάν το έκανε, θα τον υπολόγιζε κανονικά. Μόνο που εκείνος απλώς δεν μιλούσε και κοιτούσε το κενό. Όταν άνοιξε το στόμα του, τα αρνήθηκε όλα. Τότε ο Μουρίνιο του είπε κοφτά ότι για εκείνον είχε τελειώσει. Προσπάθησα να τον μεταπείσω. Δεν γνώριζα και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έβαλα τα γέλια. Έκανα όμως λάθος», θα καταθέσει χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ο Μπεκάλι.
Κοκαΐνη, σεξ και αίμα
Η σεζόν 2004-2005 ξεκίνησε χάλια. Μυϊκοί τραυματισμοί ήρθαν κι έδεσαν με τον παραγκωνισμό από τον Ζοσέ. Μόλις 49 λεπτά μέτρησε συνολικά μέχρι το τέλος Αυγούστου. Τότε συνέβη η πρώτη κόντρα. Ο κόουτς τού ζήτησε να μην ταξιδέψει για την Εθνική, καθότι προερχόταν από τραυματισμό. Εκείνος δήλωσε στον Τύπο: «Για τη Ρουμανία θα έκανα τα πάντα. Θα έπαιζα και τραυματίας και κανείς δεν μπορεί να μου πει να μην πάω». Ήταν το τέλος.
Βασικά η αρχή του τέλους, μιας και αυτό που ακολούθησε έναν μήνα αργότερα θα συντάραζε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Η ανακοίνωση του συλλόγου έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία. «Θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η Τσέλσι έχει πολιτική μηδενικής ανοχής σε ζητήματα παράνομων ουσιών». Ο Μούτου μόλις είχε βρεθεί από το club θετικός σε χρήση κοκαΐνης.
Ο ίδιος διαδήλωσε κατηγορηματικά την αθωότητά του, αλλά δεν τον πίστεψε κανείς. Η τιμωρία με αποκλεισμό επτά μηνών επέφερε και τη λύση του συμβολαίου με υπαιτιότητα του παίκτη, κάτι που θα το έβρισκε μπροστά του και δεν θα έβγαζε άκρη ποτέ, σε μία δικαστική διαμάχη που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, 18 χρόνια μετά.
Η παραδοχή θα αργούσε, μα θα ερχόταν. Σε συνέντευξή του το 2018 αποδέχτηκε το λάθος του και εξήγησε τους λόγους: «Δεν είμαι εγκληματίας. Απλώς ήμουν νεαρός, πιεσμένος και, επειδή δεν μπορούσα να πιω αλκοόλ που φαινόταν εύκολα, δοκίμασα την κοκαΐνη, αναζητώντας κάτι που θα με έκανε να νιώθω καλά». Αυτό βέβαια ήταν απλώς (αν μπορείς να πεις «απλώς» για τα ναρκωτικά) ένα από τα τρελά πεπραγμένα του στο Λονδίνο.
Αγωνιστικά μπορεί να μην είχε θέση στα αγγλικά tabloids, αλλά στις πίσω ροζ-γκρι σελίδες εμφανιζόταν συχνά. Με το που πήγε στην Αγγλία, χώρισε από τον γάμο του και οι διαδοχικές ερωτικές σχέσεις με διάφορα μοντέλα και παρουσιάστριες είχαν οσμή σκανδάλου και εθισμού. Ακόμα και στην υπόθεση της κοκαΐνης είχε ισχυριστεί ότι είχε πάρει ουσία για τη σεξουαλική τόνωσή του. Πόσο μάλλον όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι με στολή Δράκουλα έφτασε στο σημείο σε role play να πιει από το αίμα διάσημης πορνοστάρ.
Viola dream
Για κάποιον λόγο όμως η αυτοκαταστροφή του Μούτου δεν θα έμενε εκεί. Δεν είχε καμία διάθεση ή ικανότητα να εμπεδώσει το μάθημα ζωής. Ακόμα ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που παραείναι ανθεκτικοί στα δικά τους προβλήματα. Που βρίσκονται σε μία διαρκή θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά εις βάρους του εαυτού τους. Που αντέχουν υπερβολικά πολύ στο κακό της ψυχής τους και που χαλάνε για πλάκα όσα υπέροχα έχτισαν ή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν.
Με αυτό το λάθος εφόδιο επέστρεψε στην αγαπημένη του Ιταλία, μήπως και σωθεί από τους δαίμονες. Μόνο που αυτούς τους κουβαλούσε πάντα και παντού στις αποσκευές του μυαλού του.
Τον Γενάρη του 2005 μέσω Λιβόρνο υπέγραψε στη Γιουβέντους. Ήταν παράξενο που εν μέσω της τιμωρίας του η «Vecchia Siniora» τού έδωσε πενταετές συμβόλαιο.
Το 2005-2006 τον βρήκε να παλεύει ανάμεσα σε Νταβίντ Τρεζεγκέ, Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Τα πήγε σχετικά καλά και υπενθύμισε στους Ιταλούς πόσο καλός ήταν, όταν είχε το μυαλό του συγκεντρωμένο στο παιχνίδι. Μόνο που το καλοκαίρι έσκασε το σκάνδαλο Calciopoli. Αφού του αφαιρέθηκαν και τα δύο Σκουντέτι, η απόφασή του ήταν να μην ακολουθήσει την ομάδα στον υποβιβασμό-τιμωρία.
Εκεί είναι που εμφανίστηκε η Φιορεντίνα για να πληρώσει 8 εκατ. ευρώ και να του δώσει το πιο ευτυχισμένο σημείο της καριέρας του.
Στα 27 του είχε την ευλογία να βρεθεί στα χέρια του φανταστικού Τσεζάρε Πραντέλι, ο οποίος έτριβε τα χέρια του στήνοντας ένα εκπληκτικό δίδυμο με τον Λούκα Τόνι. Μαζί έβαλαν 32 γκολ (16 και οκτώ ασίστ ο Ρουμάνος), η Φιορεντίνα έπαιξε μπαλάρα και βγήκε και πάλι στην Ευρώπη. Για τους οπαδούς το καινούργιο μέλος τους ονομάστηκε «il fenomeno».
Ο Τόνι πουλήθηκε, αλλά στο πλευρό του βρέθηκαν σε διαδοχικές σεζόν οι Τζαμπάολο Πατσίνι και Τζιλαρντίνο (τρίτη φορά συμπαίκτες). Με τον Πατσίνι (2007-2008) έστειλαν τους «Viola» στο Champions League, στην κορυφαία περίοδο που είχε ποτέ ο Μούτου (17 γκολ, 11 ασίστ). Πλέον ήταν ο ηγέτης, ο MVP και φορούσε και το περιβραχιόνιο. Τα πάντα έμοιαζαν υπέροχα. Και εκεί ήταν που δαίμονας ξεχύθηκε και πάλι από το μυαλό του.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, έτρεχε και η δικαστική διαμάχη με την Τσέλσι. Διαδοχικές αποφάσεις και εφέσεις οδήγησαν τελικά τη FIFA το 2008 να του επιβάλει την αυστηρότερη ποινή που έχει υπάρξει ποτέ σε ποδοσφαιριστή, ικανοποιώντας τις δίκαιες απαιτήσεις των Λονδρέζων. Ο Μούτου έπρεπε να πληρώσει 17 εκατ. ευρώ για ένα συμβόλαιο που δεν τίμησε ποτέ. Εννοείται ότι δεν το έκανε. Το 2018 κατέθεσε νέα έφεση που επίσης απορρίφθηκε και ακόμη δεν έχει καταβάλει ούτε ένα ευρώ.
Και σα να μην του έφταναν όλ’ αυτά, το 2010 βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ, με την τιμωρία να φτάνει τους εννέα μήνες. Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία, τον περίμενε. Ωστόσο, λίγο πριν λήξει η ποινή, ο Ρουμάνος έδειρε έναν σερβιτόρο σε εστιατόριο της Φλωρεντίας (το είχε κάνει ξανά σε σερβιτόρο και ταξιτζή στην πατρίδα του). Ούτε ο σύλλογος ούτε οι οπαδοί τού το συγχώρεσαν. Αν και οι τελευταίοι τον τοποθέτησαν πριν λίγα χρόνια στην κορυφαία all time 11άδα τους.
Ανατολικά της Εδέμ
Έκτοτε ξεκίνησε μία περιπλάνηση σε Τσεζένα, Αζαξιό, ένα πέρασμα από την Ινδία και το αδιάφορο φινάλε στην πατρίδα του. Είχε μπει το 2016, ήταν 37 ετών, δεν θύμιζε σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν και, αφού δεν κατάφερε να βρει καν δίχτυα με την Τάργκου Μούρες, το πήρε απόφαση.
Το τέλος μίας καριέρας που δεν έφτασε εκεί όπου μπορούσε. Που αναγκάζει ακόμα και το κάθε αφιέρωμα που του γίνεται να αποτυπώνεται πολύ λιγότερο σε αγωνιστικά επιτεύγματα. Πόσο κρίμα είναι και πόσο αδίκησε τον εαυτό του, για να δώσει τροφή σε σκάνδαλα και όλες τις λανθασμένες αφηγήσεις του κόσμου. Αν και έφτασε στην κορυφή τον Χάτζι σε γκολ με το εθνόσημο (35) και μάλιστα σχεδόν με τα μισά ματς, ουδέποτε δικαιολόγησε την προσμονή. Όχι γιατί του έλειψε το ταλέντο ή το potential, αλλά επειδή του περίσσεψαν τα διαόλια στο κεφάλι του.
«Είχα άσχημες εμπειρίες στη ζωή μου. Το πλήρωσα όμως το χρέος μου και καθάρισα τη συνείδησή μου. Πλέον τα έχω αφήσει όλα στο παρελθόν. Έχω αποφασίσει ότι θα είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Άλλωστε έχω τους παίκτες μου και θέλω να τους βοηθήσω να μάθουν από τα δικά μου λάθη. Αυτό που προσπαθώ να τους εξηγώ κάθε μέρα είναι ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο μέσα στο γήπεδο αλλά για 24 ώρες στο μυαλό τους. Ό,τι δηλαδή δεν συνέβη σε μένα».
Ως προπονητής, από τότε που κρέμασε τα δικά του παπούτσια, το μόνο που θέλει είναι να αφήσει την άβυσσο πίσω του. Μόνο που αυτήν την άβυσσο εκείνος την κοίταξε για τόσο μεγάλο διάστημα που τελικά κι εκείνη τον κοίταξε και τον κατάπιε.
Για τον Αντριάν Μούτου δεν ήταν αυτούσια η κοκαΐνη, οι φασαρίες και ο σεξουαλικός εθισμός. Το μεγαλύτερο αμάρτημά του ήταν ότι μέσω αυτών πρόδωσε το ταλέντο του και κατέστρεψε το όνειρο για το τίποτα. Υπήρξε ένας καταπληκτικός παίκτης, από τους καλύτερους επιθετικούς στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Υπήρξε όμως ταυτόχρονα ο Διάβολος και το φίδι του πεπρωμένου του.
Και τελικά έδιωξε μόνος του τον εαυτό του από την Εδέμ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γκεόργκε Χάτζι: Το αριστερό του πόδι