Το ποδόσφαιρο μπήκε πολύ νωρίς στη ζωή μου και με σημάδεψε.
Εκείνος που έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος με πήρε από το χεράκι σε ηλικία τριών-τεσσάρων ετών, με πήγε στο Χαριλάου και με έκανε να αγαπήσω μια ομάδα σαν να ήταν η δεύτερη οικογένειά μου.
Με τον τρόπο αυτόν, ένα μικρό παιδί κάποια στιγμή θέλει να πραγματοποιήσει και το δικό του όνειρο, να ασχοληθεί δηλαδή με το ποδόσφαιρο και να φτάσει να γίνει σαν όλους αυτούς που βλέπει στο χορτάρι.
Το περίεργο είναι ότι η πρώτη μου επαφή με τον αθλητισμό ήταν το μπάσκετ, περίπου στην ηλικία των επτά ετών, ήταν λίγο μετά τον Γκάλη, τότε που ο Άρης κατέκτησε το Korać και το άθλημα ήταν πολύ δημοφιλές στους νεαρούς.
Γράφτηκα στην ακαδημία του Άρη και έκανα προπόνηση στο κλειστό κάτω από τη Θύρα 3.
Όλοι οι φίλοι μου όμως έπαιζαν ποδόσφαιρο, μόνο εγώ ασχολούμουν με το μπάσκετ, οπότε μια μέρα έβαλα τα κλάματα και είπα στον πατέρα μου να με γράψει στο ποδόσφαιρο.
Αρχικά πήγα στην ομάδα της γειτονιάς μου, την Φλόγα Ανάληψης, αλλά πολύ γρήγορα μεταπήδησα στον Άρη.
Ο Άρης δεν είχε τότε τμήμα Junior και αναγκαζόμουν να παίζω με μεγαλύτερα παιδιά, κάτι το οποίο με βοήθησε στην πορεία, γιατί ήμουν σε ένα καλύτερο επίπεδο από τα παιδιά της ηλικίας μου.
Στα 12 περίπου μετακόμισα στον Ηρακλή, γιατί ο Άρης περνούσε μια πολύ δύσκολη φάση, δεν είχε γήπεδα, οργάνωση, τίποτα, το έκανα με κλάματα βέβαια αλλά ύστερα από προτροπή των προπονητών μου στις Μικτές ομάδες της Θεσσαλονίκης.
Ο Ηρακλής εκείνη την περίοδο είχε πραγματικούς παιδαγωγούς στις ακαδημίες του, τον Θόδωρο Ελευθεριάδη, τον Μάκη Σεντελίδη, τον Θωμά Μεταξά, απ’ τους οποίους κέρδισα πολλά πράγματα
Φτάνει μια στιγμή που στα 16 μου μου ήρθε μια πρόταση από τη Μόναχο 1860, η οποία με είχε δει στις Εθνικές ομάδες, ο Ηρακλής δεν με άφησε να φύγω και μου έκανε επαγγελματικό συμβόλαιο μόλις σε ηλικία 16 ετών.
Κάτι όμως δεν κολλούσε μέσα μου και στα 19 μου ο αείμνηστος Στέφανος Γιώρης με έφερε στον Άρη, εκεί που ήθελα να παίξω από μικρό παιδί.
Ήταν μια κοσμογονία για μένα, συνεργάστηκα με προπονητές όπως ο Κούπερ, ο οποίος είχε φοβερή πειθαρχία, και με ποδοσφαιριστές υψηλού επιπέδου, όπως ο Κόκε, ο Χαβίτο, ο Κάμπορα, ο Φατί, ο Καστίγιο, ο Σηφάκης, ο οποίος μάλιστα εμάς τους νεαρούς μας καθοδηγούσε.
Μια ομάδα που έκανε εκπληκτική πορεία στην Ευρώπη και ακόμη μνημονεύεται, γιατί ήταν σε ένα άλλο επίπεδο. αξέχαστα τα ευρωπαϊκά ματς ενάντια σε Ατλέτικο ή Μάντσεστερ Σίτι, με το γήπεδο να σείεται στην κυριολεξία.
Ήταν χαρά μου που υπήρξα μέλος της, αλλά ταυτόχρονα έχω και μια πικρία για την εξέλιξη που είχε, είναι κρίμα που δεν κατάφερε ο Άρης να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο, γιατί μην ξεχνάμε ότι είμαι και οπαδός αυτής της ομάδας.
Εγώ βέβαια έπαιζα παράλληλα και στη Β’ ομάδα και εκείνη τη χρονιά πήραμε το Πρωτάθλημα, με διαφορά 10 βαθμών και εμένα πρώτο σκόρερ (14 γκολ).
Ήμασταν μια φουρνιά παικτών που κυριαρχούσε τότε, δεν είναι τυχαίο ότι πολλά παιδιά έκαναν καριέρα από εκείνη την ομάδα, ο Διούδης, ο Γιαννιώτας, ο Κατίδης, ο Γιαννίτσης, βέβαια ήταν δύσκολο να παίξουμε στην Α’ ομάδα, γιατί τότε δεν έδιναν και πολύ σημασία στους νέους, είχα όμως την τύχη να γνωρίσω σπουδαίους παίκτες και να πάρω πράγματα από εκείνους.
Ντεμπούτο στη Super League έκανα με τον Τσιώλη στην πρεμιέρα του Πρωταθλήματος κόντρα στον ΠΑΣ.
Έβλεπα όμως ότι με τέτοιο ρόστερ δεν θα έβρισκα χρόνο συμμετοχής, επέλεξα να πάω δανεικός στη Δόξα Δράμας που είχε ανέβει κι επέστρεψα το επόμενο καλοκαίρι (2012), όταν άρχισαν τα προβλήματα του Άρη.
Έκανα μια εκπληκτική προετοιμασία και είχε φτάσει θυμάμαι ένας παίκτης του επιπέδου του Αγκάνθο να με έχει σαν δικό του παιδί, μου μιλούσε συνέχεια, με συμβούλευε, μου έδινε κουράγιο, αλλά χρόνο συμμετοχής δεν έπαιρνα.
Γύρω στα Χριστούγεννα είχα αποφασίσει να ψάξω ομάδα για να φύγω, παρότι ο Αγκάνθο επέμενε να μείνω, γιατί θεωρούσε ότι θα παίξω.
Για καλή μου τύχη, εκείνη την περίοδο ήρθε στον Άρη ο Λούκας Αλκαράθ, ο οποίος με πίστεψε πολύ, άρχισα να παίζω και να σκοράρω (πχ κόντρα στον Πανιώνιο).
Όταν έφυγε ο Αλκαράθ όμως και ήρθε ο αείμνηστος Μιχαλήτσος, ο χρόνος μου πάλι συρρικνώθηκε. Είχε όμως και ένα πολύ θετικό, ήταν δίκαιος, έκανε αυτό που πίστευε, άσχετα αν ήταν σωστό ή λανθασμένο.
Με το πείσμα και τη θέληση που έδειχνα, με έβαλε να παίξω με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκης, έβαλα γκολ και αίφνης άλλαξε η κατάσταση. Στο καπάκι σκόραρα και στη Βέροια και νομίζω ότι έβαλα και εγώ το λιθαράκι μου ώστε να μην έχουμε προβλήματα στο τέλος.
Μπορεί να σκόραρα στο Καραϊσκάκης, αλλά για μένα το πιο σημαντικό γκολ ήταν στη Βέροια, η ιαχή του κόσμου στο γκολ ήταν η εκπλήρωση ενός παιδικού ονείρου. πηγαίνοντας στην κερκίδα να πανηγυρίσω, βλέποντας εκεί φίλους, συγγενείς και τον κόσμο να τρελαίνονται, ανατρίχιασα, είναι μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ, να φυλάω το σήμα του Άρη και να πανηγυρίζω με τον κόσμο.
Όπως και την εικόνα να βγαίνουμε στον αγωνιστικό χώρο δύο ώρες πριν από τη σέντρα για την παραδοσιακή πρώτη βόλτα και να βλέπουμε ένα γήπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη ντυμένο στα κίτρινα, γιατί μην ξεχνάμε ότι ήταν και μια χρονιά που ψάχναμε το γκολ με το σταγονόμετρο.
Την επόμενη σεζόν αισθανόμουν ότι ήμουν στην καλύτερή μου κατάσταση, ξεκινάω με γκολ στην πρεμιέρα κόντρα στον Απόλλωνα Σμύρνης, αλλά ερχόμουν συνήθως από τον πάγκο, δεν είχα την εμπιστοσύνη που περίμενα ότι θα έχω, σε μια χρονιά μάλιστα που δεν είχαμε και πολλούς ξένους λόγω της απαγόρευσης μεταγραφών.
Άρα ήταν θέμα του εκάστοτε προπονητή.
Όμορφα πράγματα έχω να θυμάμαι πάλι με έναν ξένο, τον Ζόραν Μιλίνκοβιτς.
Παίζουμε ένα παιχνίδι με τον Παναιτωλικό στην έδρα μας, η ομάδα μένει με 10 παίκτες λόγω τραυματισμού και χωρίς να έχουμε δικαίωμα να κάνουμε άλλη αλλαγή, εγώ είχα περάσει ως τρίτη στο 65′, αν και είχα 40 πυρετό, και μου λέει ο προπονητής «Νίκο, θέλω να παίξεις αμυντικό χαφ», κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ ξανά.
Είχα όμως τόση θέληση να βοηθήσω την ομάδα μου που νομίζω ότι έχω κάνει ένα από τα καλύτερα παιχνίδια στην καριέρα μου, παίζοντας στο κέντρο αντί στη φυσική μου θέση. Κυνηγούσα όλες τις μπάλες, κέρδισα σχεδόν όλες τις μονομαχίες και θυμάμαι τον κόσμο να με χειροκροτεί και να με παροτρύνει, κάθε φορά που ακουμπούσα τη μπάλα.
Το ματς έληξε ισόπαλο και την άλλη μέρα, όταν πήγα στο Ρύσιο, ο Μιλίνκοβιτς σηκώθηκε, με πήρε αγκαλιά και μου είπε ότι αυτό που είχα κάνει δεν θα το ξεχάσει ποτέ.
Ως επιβράβευση, την επόμενη αγωνιστική με όρισε αρχηγό, κάνοντάς μου την ύψιστη τιμή να φορέσω το περιβραχιόνιο.
Μπορεί να μην ήμουν ο καλύτερος παίκτης ούτε κάποιο μεγάλο όνομα με τεράστιες παραστάσεις, αλλά έβλεπε ότι ένιωθα πού ήμουν και τι σήμαινε ο Άρης.
Δυστυχώς, πριν από ένα παιχνίδι με τον Ολυμπιακό άρχισαν οι πρώτες ενοχλήσεις στη μέση, σαν προμήνυμα όσων θα ακολουθούσαν.
Ταυτόχρονα, η ομάδα άρχισε να παραπαίει, προβλήματα παντού, διαιτητικές σφαγές, παίκτες απλήρωτοι, λες και όλα τα προβλήματα των προηγούμενων ετών να εμφανίστηκαν εκείνη τη χρονική περίοδο μπροστά μας.
Πηγαίναμε σε γήπεδα και μετρούσαν γκολ-φαντάσματα, όπως για παράδειγμα με τον Πλατανιά, έβλεπαν κόκκινες κάρτες σημαντικοί μας παίκτες, όπως ο Μπακασέτας και ο Μπουγαΐδης, ένα κυνηγητό ανελέητο.
Η ομάδα δεν τα κατάφερε, σχεδόν διαλύθηκε, επέλεξε να υποβιβαστεί στη Γ’ Εθνική λόγω χρεών, κάτι δυσάρεστο για όλους όσοι συμμετείχαμε, ένας λόγος παραπάνω και για μένα που ήμουν και οπαδός της.
Ήθελα με όλη μου την καρδιά να μείνω και να βοηθήσω και στα… χαμηλά, αλλά ήταν μπάχαλο τότε, δεν ήξερες ποιος ήταν Πρόεδρος, δεν ήξερες με ποιον να μιλήσεις κτλ.
Πήγα για λίγο στον Λεβαδειακό και εντέλει επέστρεψα στον Ηρακλή, με προπονητή τον Νίκο Παπαδόπουλο, τον οποίον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, και Τεχνικό Διευθυντή τον Παύλο Μυροφορίδη.
Πίστεψα στο πλάνο, αλλά, με το που ήρθα, σαν να είχα μια κατάρα πάνω μου, η μέση μου με πρόδωσε. Είχα πλέον σοβαρό πρόβλημα ακόμα και στην καθημερινότητά μου.
Ταλαιπωρήθηκα πολύ, έψαχνα να βρω την κατάλληλη θεραπεία και έχασα ουσιαστικά τη χρονιά.
Το καλοκαίρι δούλεψα πολύ, προσπάθησα και ξεκίνησα καλά, στον Πανσερραϊκό πλέον, σκοράροντας στην πρεμιέρα.
Δυστυχώς όμως η μέση μου δεν άντεχε, μόνη λύση το χειρουργείο, πάω στον Γιάννη Ράλλη που τύχαινε εκείνες τις μέρες να πηγαίνει στον γιατρό της Μπάγερν για κάτι σεμινάρια, του έδειξε τις εξετάσεις μου, αλλά εκ προοιμίου μου είπε ότι ήταν δύσκολο να επανέλθω.
Το πρόβλημα στην καθημερινότητά μου λύθηκε, αλλά ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο ήταν αδύνατο να ξαναπαίξω, κάτι που μου άφησε πληγή, γιατί δεν θα μάθω ποτέ μέχρι πού μπορούσα να φτάσω.
Δύο χρόνια το πάλεψα, έμεινα έναν χρόνο σε ένα κέντρο αποκατάστασης της Αθήνας που θεωρείται το κορυφαίο, ξόδεψα ένα κάρο λεφτά, αλλά, βλέποντας ταυτόχρονα ότι δεν έχει καμία αξία στην Ελλάδα να αγωνίζεσαι σε Β’ και Γ’ Εθνική, είπα τέλος, αυτό δεν με αντιπροσωπεύει και καλύτερα να είμαι εκτός χώρου.
Ειρήσθω εν παρόδω, όσα περιγράφονται στο ντοκιμαντέρ του ΠΣΑΠΠ απηχούν ακριβώς την κατάσταση.
Μπήκα στον χώρο της εστίασης, αλλά παράλληλα σκέφτομαι να πάρω κάποιο πτυχίο στο sports management.
Αν κάνω κάτι πάντως, αυτό θέλω να γίνει στο υψηλό επίπεδο, να μου δώσει μια ομάδα τις βάσεις να δουλέψω σωστά, να είμαι κάπου και να μη με κοροϊδεύουν, να μην είναι οι ποδοσφαιριστές απλήρωτοι, να μην πηγαίνουν με πούλμαν οκτώ ώρες για να αγωνιστούν, να μην τους βγάζουν από τα σπίτια τους, γιατί αυτά συμβαίνουν στη Β’ κατηγορία.
Προς το παρόν, κάνω αυτό που κάνω από τριών ετών, βλέπω την αγαπημένη μου ομάδα.
Σίγουρα θα ήθελα να ζήσω περισσότερες επιτυχίες με τον Άρη, αλλά τουλάχιστον κρατώ τις καλές στιγμές…
Και ποιος ξέρει στο μέλλον…
Ο Νίκος Αγγελούδης είναι πρώην ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κρίστι Βανγκέλι: Στο ρουθούνι του Κριστιάνο Ρονάλντο
Γιάννης Γιαννιώτας: Με την καρδιά μου
Δημήτρης Σουνάς: Italian Dream