Το καλοκαίρι του 1975 ήταν το τελευταίο που βίωνε η Ισπανία υπό την μπότα του Φρανσίσκο Φράνκο.
Για δύο γενιές την ποδοπάτησε, με τη Χούντα που εγκαθίδρυσε να κρατάει δέσμια κάθε έννοια ελευθερίας στη χώρα για 36 χρόνια. Το καθεστώς αγκομαχούσε για καιρό, παλεύοντας να κρατηθεί στην ηγεσία, σφίγγοντας -όπως κάθε Δικτατορία– όλο και περισσότερο τον κλοιό στους πολίτες, όχι μόνο στους αντιφρονούντες.
Μπορεί περισσότερο να είναι λυρικό, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων η μεταφορά στην πραγματικότητα έχει ρεαλιστική βάση: το πιο βαθύ σκοτάδι, πάντα, είναι πριν το ξημέρωμα. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι, τον Αύγουστο, το Δικτατορικό Υπουργικό συμβούλιο είχε επαναφέρει έναν -όπως αποκλήθηκε- αντιτρομοκρατικό νόμο, δίνοντας εκ νέου ισχύ σε στρατοδικεία να επιβάλλουν την θανατική ποινή, ακόμα και αναδρομικά, σε όσους συλλαμβάνονταν και θεωρούνταν πως έχουν δράσει εγκληματικά κατά του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων (όλη η πρόταση θα μπορούσε να μπει σε εισαγωγικά…).
Πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις δίκες παρωδία μετά την επιβολή του συγκεκριμένου νόμου.
Έντεκα ύποπτοι για επιθέσεις και δολοφονίες κατά εκπροσώπων της αστυνομίας και του στρατού καταδικάστηκαν σε εκτέλεση.
Οι οκτώ ήταν μέλη του Αντιφασιστικού Πατριωτικού Μετώπου (FRAP), οι υπόλοιποι τρεις μέλη της αυτονομιστικής απελευθερωτικής οργάνωσης της Χώρας των Βάσκων, της ΕΤΑ.
Οι καταδίκες προκάλεσαν διεθνή και όχι μόνο κατακραυγή. Όχι πως επηρέαζε τη Χούντα και τις αποφάσεις της. άλλωστε 18 μήνες νωρίτερα είχαν εκτελεστεί παρά τις περί του αντιθέτου πιέσεις ο Σαλβαδόρ Πούιγκ Αντίτς, Καταλανός αναρχικός, και ο Γερμανός ομοϊδεάτης του, Γκέοργκ Μίκαελ Βέλτσελ (πιο γνωστός ως Χάιντς Τσες), αμφότεροι για συμμετοχή, μετά φόνου αστυνομικού, σε ληστεία τραπέζης.
Οι ισπανικές πρεσβείες στην Πορτογαλία, την Ολλανδία και την Τουρκία δέχτηκαν επιθέσεις από διαδηλωτές, στα ιταλικά λιμάνια κατόπιν κινητοποιήσεων οι λιμενεργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν εμπορεύματα από και προς την Ισπανία ή πλοία με ισπανική σημαία, ο Πρόεδρος του Μεξικό, Λουίς Ετσεβερία, ζήτησε από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών την αποπομπή της Ισπανίας από τη Διεθνή Κοινότητα.
Η (τότε) Ευρωπαϊκή Ένωση αξίωσε επισήμως αναστολή των εκτελέσεων, ενώ μέχρι και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ προσπάθησε να επικοινωνήσει απ’ ευθείας με τον Δικτάτορα, ωστόσο -σύμφωνα με αναφορές της εποχής- στο τηλέφωνο που του έκανε ενημερώθηκε πως κοιμόταν.
Θρυλείται πως μέχρι και ο αδερφός του Φράνκο, ο Νικολάς, ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης με την (προφανώς αμφιλεγόμενη και σίγουρα ειρωνική, συνυπολογίζοντας πως η διαχρονική “μεθοδολογία” της ισπανικής Χούντας εκτιμάται πως συνολικά οδήγησε σε πάνω από 70.000 θανάτους αντιφρονούντων) φράση: «Είσαι καλός Χριστιανός, μην το κάνεις, γιατί θα το μετανιώσεις».
Εμβληματική η φωτογραφία του αείμνηστου Σουηδού Πρωθυπουργού, Ούλοφ Πάλμε, να διαδηλώνει στους δρόμους της Στοκχόλμης, κρατώντας ένα πλακάτ με την επιγραφή «για την ελευθερία της Ισπανίας», ενώ πρόδηλο της γενικότερης αναστάτωσης και του εύρους των αντιδράσεων το γεγονός ότι στη Χώρα των Βάσκων εν μέσω διακηρυγμένης κατάστασης έκτασης ανάγκης ανακοινώθηκε τριήμερη γενική απεργία.
Μάταια.
Το πρωί της Παρασκευής 26 Σεπτεμβρίου το Υπουργικό συμβούλιο, παρουσία του ίδιου του Φράνκο (παρότι ήδη με ιδιαίτερα επιβαρυμένη υγεία), αποφάσισε την άμεση εκτέλεση της ποινής για τους πέντε από τους 11 καταδικασθέντες.
Και μάλιστα όχι δι’ απαγχονισμού, όπως ήταν η νόρμα της Χούντας, αλλά με πυρά εκτελεστικών αποσπασμάτων.
Εκείνο το βράδυ, το μεγαλύτερο βράδυ, όπως έγραψε ο Λούις Εντουάρντο Οτέ, Ισπανός στιχουργός και τραγουδιστής στο «Al Alba», τραγούδι που απέδιδε φόρο τιμής στους πέντε εκτελεσθέντες, ένας εξ αυτών, ο Χοσέ Ουμπέρτο Μπαένα, έχοντας ενημερωθεί για τη μοίρα του, έγραψε στους γονείς του στο Βίγκο:
«Μπαμπά, μαμά,
Θα με εκτελέσουν αύριο. Ήθελα να σας δώσω θάρρος. Θα πεθάνω, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Όταν με πυροβολήσουν, θα ζητήσω να μην μου κλείσουν τα μάτια, για να αντικρίζω τον θάνατο κατάματα. Συγχωρέστε με που σας αφήνω. Ξέρω πως με αγαπάτε και ξέρετε πως σας αγαπώ. Πρέπει να παρηγορηθείτε. Όχι για μένα. Έχετε πολλά παιδιά ακόμα και πλέον όλη η πόλη απέκτησε έναν ακόμα γιο.
Θυμάστε τι σας είπα μετά τη δική; Μακάρι ο θάνατός μου να είναι ο τελευταίος που διατάζει ένα στρατοδικείο. Αυτή ήταν η ευχή μου. Είμαι όμως σίγουρος πως θα υπάρξουν και άλλοι. Κακή τύχη.
Σε μια εβδομάδα θα γινόμουν 25. Πεθαίνω νέος, αλλά είμαι ευτυχισμένος και ήρεμος.
Τίποτ’ άλλο. Μια μεγάλη και δυνατή αγκαλιά, η τελευταία.
Γειά σου μπαμπά, γειά σου μαμά.
Ο γιος σας».
Το επόμενο πρωινό ο Μπαένα εκτελέστηκε στη Μαδρίτη στις 09:20. Είκοσι λεπτά αργότερα εκτελέστηκε ο Ραμόν Γκαρθία Σανθ και στις 10:00 ο Χοσέ Λουίς Σάντσεθ Μπράβο (όλοι καταδικασθέντες ως μέλη του FRAP), ενώ νωρίτερα, στις 08:30, είχε εκτελεστεί στο Μπούργος ο Άνχελ Οταέγι και στις 8:35 στη Βαρκελώνη ο Χουάν Παρέδες Μανότ (αμφότεροι μέλη της ΕΤΑ).
Ο πειρατικός σταθμός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου
Η πρώτη αντίδραση ήρθε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Η Μπιλμπάο αγωνίζονταν στο Cármenes κόντρα στην Γρανάδα. Οι 11 που παρατάχθηκαν στο γήπεδο φορούσαν μαύρα περιβραχιόνια. Απαιτήθηκαν εξηγήσεις και, υπό τον φόβο αυστηρότατων ποινών, η διοίκηση των «Λιονταριών» δικαιολογήθηκε λέγοντας πως η εν λόγω κίνηση είχε να κάνει με φόρο τιμής προς τον Λουίς Αλμπέρ, πρώην παίκτη και προπονητή της ομάδας, ο οποίος είχε πεθάνει πριν έναν χρόνο.
Κανείς φυσικά δεν το πίστεψε, αλλά, εφόσον προσφέρθηκε, έδωσε και στο καθεστώς το απαραίτητο άλλοθι να μην ρίξει λάδι στη φωτιά.
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, στο ξενοδοχείο Rhin του Σανταντέρ είχε καταλύσει η αποστολή της τοπικής Ρασίνγκ εν όψει της φιλοξενίας της Έλτσε την επόμενη μέρα. Όντας στο ίδιο δωμάτιο, ο Αϊτόρ Αγκίρε και ο Σέρχιο Μανθανέρα αναζητούν, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, ώστε να ενημερωθούν για τα όσα είχαν προηγηθεί το πρωί.
Πέτυχαν τον «Radio España Independiente», τον ραδιοφωνικό σταθμό που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του (εκτός νόμου) Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, με τις αναφορές του να επιβεβαιώνουν την ως τότε φημολογία των πέντε εκτελέσεων.
Ο Αγκίρε είναι γεννημένος και μεγαλωμένος στη Σοντίκα, λίγο έξω από το Μπιλμπάο. Σε εποχή που τ’ όνομα «Αϊτόρ» δεν ήταν ακριβώς απαγορευμένο από το καθεστώς, αλλά το να βαφτιστεί φέροντάς το ως πρώτο όνομα στη Χώρα των Βάσκων ήταν κάτι που τουλάχιστον δεν συστηνόταν και ούτε ήταν εύκολο να γίνει, μιας και σύμφωνα με τους Βάσκους αυτό τ’ όνομα είχε ο θρυλικός γεννήτοράς τους, ο πατέρας του χρειάστηκε ν’ απειλήσει τον ιερέα που τέλεσε το μυστήριο ώστε να βαφτιστεί με δαύτο.
Μεγάλωσε ευνόητα σε περιβάλλον που υποστήριζε την αυτονομία των Βάσκων, προχωρώντας στην εφηβεία του σε μερικές “καθιερωμένες” ενέργειες… μύησης στον απελευθερωτικό -όπως αποκαλούνταν από τους πατριώτες του- αγώνα (όπως για παράδειγμα ν’ ανεβάζει απαγορευμένες σημαίες της Βασκωνίας σε Εθνικό Πρωτάθλημα ποδηλασίας), αλλά το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που τον τράβηξε, έχοντας εκεί σαφώς περισσότερο ταλέντο ως επιθετικός.
Η ανατροφή όμως, εννοείται πως μιλούσε, παρότι ο ίδιος βάσει αυτής, δασκαλεμένος να μην ανοίγεται, να μην μιλάει, να μην εμπιστεύεται.
Ο Μανθανέρα είναι Βαλενθιάνος, γόνος συντηρητικής, σοσιαλιστικών πεποιθήσεων οικογένειας. Ο πατέρας του, ακριβώς εξαιτίας των φρονημάτων και της επιδίωξης της βολής όσων ήταν φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς, είχε χάσει τη δουλειά του στο τοπικό ταχυδρομείο, με την περισσότερο ενεργή πολιτικά μητέρα του, δασκάλα στο επάγγελμα, να είναι μέλος του FUE, μιας αριστερίζουσας φοιτητικής οργάνωσης.
Και αυτός συνεπώς απέκτησε το προφανές σχετικό πολιτικό ιδεώδες και υπόβαθρο, με έντονη, πλην όμως ποτέ δημοσιοποιημένη, κοινωνική συνείδηση, παρότι δεν έκρυψε σε καμία περίπτωση την αντίθεση του στη θανατική ποινή.
Τα νέα των πέντε εκτελέσεων ξύπνησαν το φρόνημα και οι δύο συμπαίκτες εκείνο το βράδυ αποφάσισαν να δράσουν. Δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να κάνουν πολλά ούτε και χρειαζόταν να κάνουν περισσότερα από κάτι απόλυτα συμβολικό μα και απόλυτα αναγνωρίσιμο.
Θα έδεναν λοιπόν μια μαύρη κλωστή στα μπράτσα τους. Πολύ πιο μικρή από ένα περιβραχιόνιο αλλά όμως ξεκάθαρη πινελιά σε μια ολόλευκη φανέλα, που εκείνο το κυριακάτικο απομεσήμερο στις 28 Σεπτεμβρίου 1975 φορούσε στο παιχνίδι με την Έλτσε η Ρασίνγκ.
Το παιχνίδι
«Ο ήχος της εξέδρας ήδη κυριαρχεί στ’ αποδυτήρια. Οι παίκτες της Ρασίνγκ περιμένουν τον Χοσέ Μαρία Μαρουρέγκι για την τελευταία ομιλία, την τελευταία ενθάρρυνση, πριν βγουν στον αγωνιστικό χώρο. Δυο απ’ αυτούς, ο Αϊτόρ και ο Σέρχιο, ανταλλάσσουν συνωμοτικές ματιές, περιμένοντας στη γωνία, σαν σχολιαρόπαιδα που καπνίζουν και δεν θέλουν να τους δουν. Κρύβονται και με γρήγορες κινήσεις, αφήνοντας τους υπόλοιπους εννιά να προπορευτούν στο γήπεδο, δένουν ο ένας τις μαύρες κλωστές στο μπράτσο του άλλου», η χαρακτηριστική περιγραφή της τοπικής εφημερίδας (προφανώς χρόνια αργότερα), «El Diario Montañés».
Στην καθιερωμένη ομαδική φωτογραφία παρέμειναν δίπλα-δίπλα, στη σειρά των καθήμενων. Οι περισσότεροι ακόμη δεν είχαν διακρίνει ή αντιληφθεί τις κλωστές. Κάποιοι, συμπαίκτες τους κυρίως, μέχρι τη σέντρα τούς ζήτησαν διακριτικά να τις λύσουν, για να μην αντιμετωπίσουν όλοι πρόβλημα. Δεν το έκαναν.
Μια συνεργασία των δυο τους (ασίστ του εξτρέμ Μανθανέρα, τελείωμα Αγκίρε) κατέληξε στο μοναδικό γκολ του πρώτου ημιχρόνου, με το οποίο η Ρασίνγκ πήγε προηγούμενη στ’ αποδυτήρια. Παρά ταύτα, οι μαύρες κλωστές ήταν αυτές που αποσπούσαν ολοένα και μεγαλύτερη προσοχή.
Ο Πρόεδρος της Ρασίνγκ δέχτηκε τις εντονότατες ερωτήσεις του υπευθύνου διεξαγωγής του παιχνιδιού (κρατικός Αξιωματούχος), ενώ και το κοινό του Sardinero, γνωστό το Σανταντέρ ως προπύργιο της παραδοσιακής -τουλάχιστον- Δεξιάς, μόλις αντιλήφθηκε περί τίνος πρόκειται, δεν έκρυβε τη δυσφορία του, αρχικά μουρμουρώντας, κάθε φορά που ένας από τους δύο ερχόταν σ’ επαφή με την μπάλα, και σταδιακά οξύνοντας την αντίδρασή του με σφυρίγματα και αποδοκιμασίες.
Κανείς λοιπόν δεν ξαφνιάστηκε, όταν μετά τη λήξη του ημιχρόνου, στη φυσούνα κιόλας, τις δύο ομάδες περίμεναν μια ντουζίνα ένοπλοι αστυνομικοί της Fuerzas de Policía Armada (αστυνομικό σώμα που λειτουργούσε τον καιρό της Χούντας), οι αποκαλούμενοι και, έτσι όπως έγιναν και πιο γνωστοί λόγω του χρώματος της στολής τους, «los grises» («οι γκρίζοι»).
Άλλοι τόσοι, με πολιτικά, περίμεναν στ’ αποδυτήρια. Το μήνυμα προς τους Αγκίρε και Μανθανέρα ήταν απλό. μπορούσαν να συνεχίσουν να φοράνε τα ιδιόχειρα περιβραχιόνια και να συλληφθούν αμέσως ή μπορούσαν να τα βγάλουν, να συνεχίσουν κανονικά το παιχνίδι και την επομένη να πήγαιναν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για τα περαιτέρω.
Συνεκτιμώντας την κατάσταση, το περιβάλλον, προφανώς φοβισμένοι αλλά και θεωρώντας πως το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν είχε περάσει, συμφώνησαν να βγουν και να παίξουν στο δεύτερο ημίχρονο χωρίς τα περιβραχιόνια, τα οποία μάλιστα τα κατάσχεσαν οι αστυνομικοί ως πειστήρια εγκλήματος.
Ωφέλιμη και αγωνιστικά η απόφασή τους και για τη Ρασίνγκ, η οποία, αφού πρώτα ισοφαρίστηκε, πήρε τελικά τη νίκη στο 88′, χάρη σε δεύτερο γκολ του Αγκίρε, κλείνοντας έτσι έναν εξαιρετικό αγωνιστικά Σεπτέμβριο, με τρεις νίκες στο Πρωτάθλημα και μόνη ήττα από τη Ρεάλ στο Bernabéu.
Οι συνέπειες
Την επόμενη μέρα, κανονικά όπως είχαν διαταχθεί, πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Χωρίστηκαν και υποβλήθηκαν σε πολύωρη και ξεχωριστή ανάκριση. Ο Πρόεδρος της Ρασίνγκ, Χοσέ Μανουέλ Λόπεθ Αλόνσο Πολβορίνος, έχοντας προφανώς κατά νου τη δικαιολογία που μια μέρα νωρίτερα είχαν επικαλεστεί στο Μπιλμπάο, τους δασκάλεψε να ισχυριστούν πως οι κλωστές ήταν για να αποδώσουν φόρο τιμής στον εκλιπόντα χρόνια, ιστορικό Πρόεδρο του club, Ραμόν Σαντιτούστε Γκαρθία.
«Δεν θα το πίστευαν με τίποτα. Δεν ήταν δυνατόν να το δεχτούν, παρά μόνο αν το ήθελαν, αν τους συνέφερε. Αυτό που μας έσωσε αρχικά ήταν ότι ήμασταν στο γήπεδο. Και τότε ακόμη ήθελαν να χρεώσουν εμένα την ευθύνη, λέγοντας στον Μανθανέρα πως για μένα το καταλάβαιναν, αφού ήμουν Βάσκος, αλλά αυτός, ένας Βαλενθιάνος, τι στο διάολο ήθελε να κάνει και να πετύχει», θυμήθηκε ο Αγκίρε σε κατοπινή του συνέντευξη, περιγράφοντας εκείνην ακριβώς την στιγμή.
Και όντως δεν έπεισαν κανέναν. Αρχικά, ο Κυβερνήτης του Σανταντέρ τούς επέβαλε ένα εξοντωτικό πρόστιμο ύψους 300.000 πεσετών στον καθένα για «διατάραξη της κοινής ησυχίας». Στο τέλος χρειάστηκε να πληρώσουν το ένα τρίτο του, το οποίο όμως παρέμενε μια μικρή περιουσία, μιας και -κατά τον Αγκίρε– «με 200.000 πεσέτες αγόραζες ένα μικρό διαμέρισμα εκείνην την εποχή».
Δεν ήταν όμως η μόνη συνέπεια.
Για αμφότερους εξαγγέλθηκε έρευνα και παραπέμφθηκαν δικαστικά, εννοείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρόσφατα επιβαλλόμενου αντιτρομοκρατικού νόμου, με την σχετική μάλιστα είδηση να μεταδίδεται στο δελτίο του κρατικού τηλεοπτικού δικτύου.
Ο Εισαγγελέας στο ξεκίνημα της διαδικασίας πρότεινε κάθειρξη πέντε ετών και μιας ημέρας. Μέχρι να τελεσιδικήσει η διαδικασία, τους επιτράπηκε να προπονούνται κανονικά, η καθημερινότητά τους όμως προφανώς είχε αλλάξει ριζικά. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν ιδιαίτερες εναλλακτικές, ακολουθώντας ασυζητητί την προτροπή του Προέδρου της Σανταντέρ να μην κυκλοφορούν μόνοι ή το βράδυ.
Ακόμα και αν σκόπευαν να την αγνοήσουν, οι δεκάδες απειλές θανάτου που δέχτηκαν, με πιο χαρακτηριστική των παραστρατιωτικών ακροδεξιών Guerrilleros de Cristo Rey, υπενθύμιζαν τη σοβαρότητα των όσων αντιμετώπιζαν.
Ο Αγκίρε έστειλε την οικογένεια του στο πατρικό του στη Βασκωνία και έμεινε μαζί με τον Μανθανέρα για καλύτερο έλεγχο της κατάστασης.
Αναμενόμενα, η ένταση μεταφερόταν και στην ομάδα. Και μπορεί ο Αγκίρε να σκόραρε τον Οκτώβριο τόσο σε Camp Nou όσο και σε Vicente Calderón, ωστόσο κάθε τι που γινόταν στο Σανταντέρ ήταν επίφοβο. Μια αντίδρασή του, σε μια προβολή που δέχτηκε σε προπόνηση της Ρασίνγκ, προκάλεσε ένταση στις εξέδρες (μισοί από τους παρευρισκομένους τον υποστήριξαν, άλλοι κινήθηκαν εναντίον του), με αποτέλεσμα από τις 11 Οκτωβρίου η διοίκηση της ομάδας ν’ αποφασίσει οι προπονήσεις να διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών.
Ο Φράνκο πέθανε ενάμιση μήνα μετά, στις 20 Νοεμβρίου. Η Ισπανία άλλαξε ριζικά. Όχι άμεσα, όχι αυτονόητα σε πολλά πράγματα, αλλά το σημαντικότερο προφανώς και ήταν πως μπήκε σε τροχιά εκδημοκρατισμού. Οι κατηγορίες κατά των δύο ποδοσφαιριστών άρθηκαν, τα ποσά των προστίμων που πλήρωσαν τους επιστράφηκαν και μπόρεσαν έτσι να επιστρέψουν στη δική τους καθημερινότητα.
Έπαιξαν μαζί άλλη μια σεζόν στη Ρασίνγκ, πριν ο Αγκίρε μετακομίσει στην Μπιλμπάο. Από την στιγμή που κρέμασε τα παπούτσια του, άνοιξε και διεύθυνε ένα παραδοσιακό βασκικό εστιατόριο asador στο Χέτσο. Ο Μανθανέρα αποσύρθηκε εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού μόλις στα 27 του, δύο χρόνια δηλαδή αργότερα από εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα. Έγινε οδοντίατρος στη Βαλένθια.
Ο εμβληματικός Καταλανός στιχουργός και λογοτέχνης, Lluís Llach i Grande, το 1968 έγραψε το πιο ξακουστό του τραγούδι, το «L’Estaca» («Ο Πάσσαλος»), το οποίο και μετατράπηκε σε ύμνο κατά της Χούντας. Οι στίχοι περιγράφουν τη μάχη για την ελευθερία, χρησιμοποιώντας ως μεταφορά (πως αλλιώς;) το δέσιμο σ’ έναν πάσσαλο, μέσω ενός διαλόγου σε μια εξώπορτα μιαν αυγή του αφηγητή και του παππού του:
-«Δεν βλέπεις τον πάσσαλο στον οποίον όλοι είμαστε δεμένοι; Αν δεν τον ρίξουμε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να περπατήσουμε».
-«Εάν όλοι σπρώξουμε, θα πέσει. Όσο συνεχίσουμε να σπρώχνουμε, ο καθένας από τη μεριά του, τότε θα πέσει και θα ελευθερωθούμε».
Επτά χρόνια αργότερα από τη σύνθεση εκείνου του τραγουδιού, αυτές απλώς οι μαύρες κορδέλες, δεμένες σε δύο μπράτσα, ήταν η σπρωξιά δύο ανθρώπων. Το ελάχιστο που μπορούσαν.
Το ελάχιστο που έκαναν. Έφτασε για να ρίξει -και δαύτο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα- τον πάσσαλο.
Πηγές:
Futbolistas de Izquierdas
Dos brazaletes contra el franqusimo – Panenka.org
Los cordnes de luto – El Diario Montañes
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζέσε Όουενς: Τα (πρώτα) 45 λεπτά της δόξας του! / Δύο Υψωμένες Γροθιές Προς Την Αιωνιότητα
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο / Ολλανδία – Βραζιλία: Στη ρωγμή του Westfalen
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη