Σαν παιδί, το μυαλό μου ήταν πάντα στο παιχνίδι, στον αθλητισμό, στην… αταξία.
Αλλά ακόμη και σαν έφηβος, δεν είχα σκεφτεί ποτέ την επαγγελματική καριέρα μου στο μπάσκετ.
Επίσης, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι εγώ, που ήμουν μέσα στην αντίδραση τελειώνοντας το δημοτικό με «8», κάνοντας πάντα το αντίθετο, θα γινόμουν… καθηγητής.
Μετά το Δημοτικό, με έβαλαν οι γονείς μου να δώσω εξετάσεις για το Ζάννειο Πειραματικό Γυμνάσιο, ένα πρότυπο σχολείο.
Στο Ζάννειο έμπαιναν 200, τελείωναν 60 και οι… 61 περνούσαν στο Πολυτεχνείο! Όλοι Μηχανικοί, Χημικοί, Αρχιτέκτονες. Έδωσα εξετάσεις και μπήκα 20ος. Ήταν μία ωραία «ρεβάνς» σε όσους δεν με πίστεψαν.
Η μεγάλη αδερφή μου και πρότυπο πάντα στο σχολείο, πέρασε από τις πρώτες στην Φιλολογία, με κλίση και στην Αρχαιολογία.
Στο Ζάννειο δεν μου έλειψαν, φυσικά, τα σπορ.
Το 1976 φτάσαμε στον ημιτελικό του σχολικού πρωταθλήματος με τη Γαλλική Σχολή των Παραγυιού και Σκούταρη και στον τελικό περίμενε το Μικτό Καλλίπολης, στο οποίο έπαιζαν όλοι οι φίλοι μου. Όλος ο Φοίνικας, όλος ο Πορφύρας.
Χάσαμε ένα καλάθι και ο διευθυντής μάς είπε να φύγουμε, μην χάσουμε τη χρονιά… Πήγαμε στο 2ο Αρρένων στην Αφεντούλη (ιστορικό σχολείο), για την ΣΤ΄ Γυμνασίου και γίναμε μαθητές του 18!
Εκείνο το καλοκαίρι δεν βγήκα από το σπίτι, γιατί δίναμε εξετάσεις τον Σεπτέμβριο για τη Γυμναστική Ακαδημία, η οποία τότε λεγόταν Ε.Α.Σ.Α. (Εθνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής).
Επειδή ήμουν γυμνασμένος από το μπάσκετ, τα αγωνίσματα ήταν εύκολα για μένα. Στις εισαγωγικές κάνοντας σούπερ χρόνους στο στίβο και την ενόργανη και με το «άνοιγμα» για είσοδο 200 ατόμων στην Ε.Α.Σ.Α., μπήκα πάλι 20ος.
Πετύχαμε την αναγνώριση της Σχολής, με πορείες και αρκετό ξύλο, ώστε να γίνει Ανωτάτη, αφού ήδη οι σπουδές είχαν διάρκεια τέσσερα (αντί τριών) έτη και όταν αποφοίτησα το 1981, μετονομάστηκε σε Τ.Ε.Φ.Α.Α..
Τα λόγια του πατέρα στο αλησμόνητο εκείνο καλοκαίρι, το «μπες στη Σχολή και θα σου πάρω μηχανάκι (βέσπα)», ήταν με ελαφρά τη καρδία, γιατί δεν το πίστευε, αφού το ποσοστό ήταν ένας στους 50!
Φυσικά, δεν μου πήρε ποτέ το μηχανάκι!
Με το που πέρασα το 1977, από το δεύτερο έτος, βρήκα εργασία στο ιδιωτικό σχολείο «Δουρατσίνου-Τσέτου», στον Κορυδαλλό. Αν και δεν πίστευα πως λόγω χαρακτήρα θα «δέσω» με την εκπαίδευση.
Το 1979 βρήκα δουλειά και σε δεύτερο σχολείο, την ιστορική «Σχολή Μπαχλιτζανάκη» στον Πειραιά, στεγασμένο στο σπίτι της ηθοποιού Δέσπως Διαμαντίδου. Είχα μαθήτρια στην Ε’ Τάξη την Έλλη Ρουσσάκη, μετέπειτα πρωταθλήτρια Ελλάδας στην κολύμβηση.
Αλάνι και αυτή και τρελή με το βόλεϊ και τη γυμναστική και η μητέρα της μού ζήτησε να γίνω προπονητής της!
Όλη η διδακτική διαδικασία άρχισε να μου αρέσει, να μου ταιριάζει.
Το 1985, μόλις είχα τελειώσει από τον στρατό, κάναμε Day Camp στο σχολείο και το 1986 παίζαμε ακόμα και μπάσκετ στη θάλασσα!
Πηγαίναμε από τον Κορυδαλλό στη Βάρκιζα, κάθε μέρα.
H σκέψη να μεταβώ στη Σάμο διορισμένος, ώστε να έχω και την ομάδα ως κόουτς… ναυάγησε. Ο Μίλωνας υπερίσχυσε.
Η ιδιωτική και απαιτητική εκπαίδευση συνεχίστηκε για 17 χρόνια, μέχρι το 1995. Τότε διορίστηκα στη δευτεροβάθμια δημόσια και μέχρι σήμερα παραμένω εκεί.
Η μετάβαση δεν ήταν δύσκολη, διότι από τα χρόνια που έπαιζα, η προπονητική και η διδασκαλία ήταν κομμάτι της ζωής μας.
Συμπλήρωσα 42 χρόνια στην εκπαίδευση… Σα να ‘ταν χθες!
Απορώ ακόμη πώς χωρούσαμε τις υποχρεώσεις σε ένα 24ωρο. Σχολεία, ομάδα να παίζουμε, ομάδες να προπονούμε και όμως, η γενιά μου δεν έχασε ούτε τις βόλτες της ούτε τη διασκέδαση της.
Όπως και σαν παίκτης, έτσι και στους πάγκους ήμουν απόλυτος.
Όταν έβλεπα τον Γιάννη Ιωαννίδη, μου άρεσε η ενέργειά του και όχι απαραίτητα όσα έλεγε. Ο Ομπράντοβιτς είχε το δικό του ταμπεραμέντο, ενώ με επηρέασε πολύ ο αγαπημένος κόουτς του Άλεν Άιβερσον, Λάρι Μπράουν, γιατί τον παρακολουθούσα στις κασέτες που μου έστελνε ο Τζίμης Μανιάτης.
Κόπιαρα πολλά πράγματα από τον Νίκο Τσοσκούνογλου, από τον Ματθαίου, τον Μουρούζη, αν και ο κάθε προπονητής πρέπει να φτιάχνει τον δικό του χαρακτήρα πάνω στη δουλειά.
Από όλους τους σπουδαίους κόουτς που είχα, έμαθα πολλά.
Ο Μουρούζης ήταν «γάτα», όπως τον έλεγαν, και απίστευτος στο κοουτσάρισμα,Ο Φαίδων είχε άλλα χαρίσματα. Μεθοδικός, δουλευταράς, προγραμματισμένος, σε έκανε να τον κοιτάς στα μάτια, λες και ήταν η κοπέλα σου!
Αδιανόητη ψυχολογική διαχείριση, όπως γίνεται πλέον στο ΝΒΑ και σου έλεγε τέτοιες ατάκες που σε έκαναν να παίξεις για πάρτη του! Ήταν σαν κόουτς βόλεϊ. Πολλή δουλειά. Ό,τι είχες κάνει στην προπόνηση θα σου έβγαινε στο παιχνίδι. Έτσι τον έζησα εγώ.
Το ίδιο πετύχαινε και ο Νίκος Τσοσκούνογλου.
Πήρα τις αρχές από τον Θοδωρή Βαμβακούση, το ελεύθερο μπάσκετ από τον Κίμωνα Αγάθο, ο οποίος πολύ πριν από τον Μάικ Ντ’Αντόνι στους Φίνιξ Σανς χρησιμοποίησε πέντε κοντούς στον Φοίνικα και σκοράραμε 100 πόντους!
Ακόμα και ο Γιάννης Σγουρός, αν δεν ακολουθούσε άλλα μονοπάτια, θα γινόταν σπουδαίος προπονητής, γιατί ήταν καταδεκτικός.
Όπως πιστεύω και επιμένω πως η προπονητική, η πολιτική και η ακουστική είναι «Τέχνες του Εφικτού».
Το έχουν πει για ένα από αυτά, όμως πιστεύω ότι ισχύει για όλα.
Κάνεις σούπερ προπόνηση, αλλά στο ματς χάνει ένας παίκτης σου το καλάθι από κάτω… Αποτέλεσμα. Όλοι από αυτό κρινόμαστε.
Σου «βγαίνει» ή όχι μία αλλαγή και κρίνεσαι από το εφικτό, από το αποτέλεσμα.
Πολιτική… Βάζεις φόρους, παίρνεις μέτρα, δεν μιλάει κανένας και συνεχίζεις… Τέχνη του εφικτού.
Ακουστική… Άλλα όργανα αρέσουν σε έναν και άλλα σε κάποιον άλλον, συν ότι δεν υπάρχει και μνήμη. Δύσκολα θυμάσαι κάποιο παίξιμο. Να, λοιπόν, οι ομοιότητες με τα άλλα δυο…
Επομένως, είναι το τι έχεις εσύ στο μυαλό σου και ποια είναι, μαζί με την τύχη, η τέχνη του εφικτού.
Από το 1978 ως το 1994 ήμουν μέλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Εκδηλώσεις, κάθε χρονιά, στο Παπαστράτειο, γεμάτο από κόσμο, με αθλητισμό και χορούς.
Πάρνηθα, στο Προπονητικό Κέντρο του ΣΕΓΑΣ, με αγώνες στίβου, παιχνίδια του δάσους, όλο το σχολείο! Πρωταθλήματα βόλεϊ, μπάσκετ, σε συνεργασία με τον Αθλητικό Οργανισμό Νίκαιας.
Θεατρικά, χορωδίες, σε 17 ολόκληρα χρόνια που μένουν ανεξίτηλα στο μυαλό.
Δεν είναι τα χρήματα, αλλά η αναγνώριση των παιδιών. Στην εκπαίδευση και παντού πρέπει να υπάρχει ο έρωτας, έλεγε ο Καστοριάδης. Αν δεν αγαπήσεις αυτό που κάνεις, δεν γίνεται τίποτα. Να το ζεις, ώστε να δημιουργείς. Η σχέση με τον μαθητή είναι ένα σχοινί που άλλοτε το τραβάς και άλλοτε το αφήνεις.
Συχνά στους μαθητές μου λέω ότι «είμαι σαν εσάς». Έβγαζα το μπουφάν και όπως λέγαμε ότι φορώντας σορτσάκι και φανέλα γίνεσαι παιδί, έτσι και τότε τους έδειχνα πως είμαι μαζί τους.
Αποκτάς εμπιστοσύνη, η οποία δεν απαιτείται, αλλά «χτίζεται» μέρα με τη μέρα. Τα τελευταία 20 χρόνια, στο Ελληνικό και τα δύο τελευταία στο Φάληρο, είναι η συνέχεια του παίκτη, του προπονητή και ελπίζω να έβαλα το λιθαράκι μου στην διαμόρφωση των νέων.
Τίποτα δεν γίνεται χωρίς κόστος, ειδικά αν αγαπάς αυτό που κάνεις και θέλεις να γίνεσαι καλύτερος.
Η δουλειά του εκπαιδευτικού ήταν συχνά αποτρεπτικός παράγοντας για κάτι καθαρά επαγγελματικό στο κομμάτι της προπονητικής.
Μου ζήτησαν πολλές φορές να γίνω διευθυντής σε σχολεία. Πολλά σχολεία που έχουν διευθυντές τους γυμναστές λειτουργούν άψογα, γιατί έχουμε μάθει βασικές αρχές από τον αθλητισμό.
Αν δεχόμουν, όμως, θα έχανα το κομμάτι της επαφής και της αμεσότητας με τους μαθητές μου και δεν ήθελα κάτι τέτοιο.
Τριβή με την τριβή, καταλαβαίνεις ότι μπορείς να προσφέρεις και να ανταποδώσεις την εμπιστοσύνη κάποιων ανθρώπων.
Και υπάρχει μεγάλο πεδίο απορρόφησης στα παιδιά, στα οποία πρέπει να κάνεις τα «θέλω» τους, αλλά να τους λες και τα «πρέπει» τους. Να είσαι και άγρυπνο μάτι και, κάποιες φορές, ο φίλος τους.
Πάντα λέω οι γονείς πρέπει να ρωτούν τους γυμναστές για την πρόοδο των παιδιών τους. Το παιδί στη γυμναστική δεν μπορεί να κρυφτεί. Στην τάξη αυτό είναι εφικτό, έξω, όμως όχι.
Τα λέω σε πολλές συνελεύσεις και με ρωτούν: «Μα, καλά, γυμναστής είσαι εσύ; Δεν τα κάνουν αυτά οι γυμναστές»… Τους απαντώ ότι «πρέπει να τα κάνουν αυτά οι γυμναστές».
Το κομμάτι της Αγωγής Υγείας το εφαρμόζω από το 2002, σε συνεργασία με το «Χαμόγελο Του Παιδιού» και τον «Συνήγορο του Παιδιού».
Γιατί η έννοια του «Στηρίζομαι στα Πόδια μου» που διδάσκει αυτό το εθελοντικό πρόγραμμα για την τελευταία τάξη Γυμνασίου ή Λυκείου είναι πολύ σημαντική, είναι όλη τους η ζωή …
Εκεί δεν είσαι καθηγητής τους, αλλά φίλος τους και δεν χρειάζεται να τους αναφέρεις τα βιώματά σου. Είναι σαν ένας καρπός, ένα μπουμπούκι, το οποίο έπειτα από μερικές συναντήσεις κάνει τα παιδιά να ανοίγονται σαν λουλούδια.
Είναι σαν ψυχανάλυση, για τη φιλία, τη δημιουργία της παρέας και φτάνει ως τη διαφορετικότητα, το bullying, το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φτάνει στο κομμάτι της απώλειας, για ένα μολύβι που χάνεις μέχρι ένα δικό σου πρόσωπο και καταλήγει στον ελεύθερο χρόνο και πώς, με λίγα, να είσαι ευτυχισμένος.
Γιατί η ζωή είναι σύντομη για να είναι «μικρή»… Αυτά δεν ήταν τα θέματα Πανελλαδικών το 2020;
Τώρα είναι πιο εύκολο το κομμάτι της αποδοχής από τους γονείς, σε σχέση με τη δική μου γενιά και εποχή.
Τότε φοβόμασταν, τώρα τα παιδιά δεν φοβούνται, απλώς αναζητούν ένα πάτημα, θέλουν ένα στήριγμα.
Εμείς μαθαίναμε τη ζωή στους δρόμους, από μεγαλύτερους. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά. Τώρα πατάς ένα κουμπί και τα βλέπεις όλα, όμως οι κίνδυνοι είναι περισσότεροι. Η σύγχρονη ζωή μάς έκανε να είμαστε κουμπωμένοι και να κοιτάμε το καβούκι μας, αλλά δεν πρέπει να μένουμε σε αυτό.
Στην Αγωγή Υγείας μπορώ να φιλτράρω και να βάλω σε ένα δικό μου μοτίβο όσα έμαθα από το σχολείο, το μπάσκετ, τις κατασκηνώσεις, τον Μουρούζη, τον Ματθαίου τον «Τσου», και να τα επισημάνω.
Έχω ακούσει από μαθητή τη συγκλονιστική κουβέντα «κύριε, γιατί να μην είστε ο πατέρας μας;». Τι να του απαντήσεις;
Δυστυχώς δεν υπάρχει περιθώριο δράσης έξω από το συνηθισμένο, γιατί και ο εκπαιδευτικός κυριεύεται από το άγχος και έτσι δεν μπορεί να αποδώσει.
Δεν μετράνε τα λεφτά, αλλά το τι θα φτιάξεις, τι θα αφήσεις πίσω.
Οι πρώτοι μαθητές μου είναι πλέον 52-53 ετών και εγώ είμαι 60. Γιατί είχα μαθητές όταν ήμουν 18 ετών.
Οι γονείς δεν είναι άμοιροι των ευθυνών, όμως η ζωή, το μεροδούλι-μεροφάι τούς αναγκάζει να παραμελούν βασικά πράγματα.
Στην προπονητική, ό,τι έκανα, επέλεξα να το κάνω σωστά και όταν κάτι στράβωνε, έφευγα. Δεν μου άρεσαν τα «ναι μεν, αλλά».
Είτε στον Φοίνικα τέσσερις φορές ή τον Πειραϊκό, ή στην Ελευθερία Μοσχάτου δυο φορές ή τον Τελαμώνα Σαλαμίνας ή στον Φάρο Κερατσινίου δυο φορές, είτε στον Μίλωνα… άπειρες φορές, πρόσφερα δικαιοσύνη και δεν έριξα «νερό στο κρασί μου».
Θα ήταν ωραίο όλοι να είμαστε Λάρι Μπράουν, Φιλ Τζάκσον και Μπόμπι Νάιτ, όμως η ελληνική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Θεωρώ ότι δεν έκανα ποτέ πίσω, σε κάτι που πίστευα. Το πήγα μέχρι τέλους, αγνοώντας ακόμα και το προσωπικό κόστος.
Αν είχα ασχοληθεί καθαρά επαγγελματικά με την προπονητική, ίσως να το είχα εξελίξει όπως ήθελα, όπως κάποιοι φίλοι μου. Δεν μπορούν, όμως, να χωρέσουν πολλά καρπούζια σε μία μασχάλη και η προπονητική έχει εξελιχθεί τόσο που πρέπει να αφοσιωθείς σε αυτή.
Πάντως τα σπορ και η προπονητική, ο αθλητισμός γενικά, είναι σαν ελβετικό τυρί, έχει πολλές τρύπες. Όποιος βρει στο μέγεθος του, μπαίνει και κάνει τον ειδικό.
Δεν είναι σαν την Ιατρική την Αρχιτεκτονική η ακόμα και τη μαγειρική. Στον αθλητισμό, όπως και στη δημοσιογραφία, όποιος θέλει ασχολείται και όποιος βρει μία τρύπα, χώνεται και το παίζει έξυπνος.
Τι πληρώνεται τελικά στην Ελλάδα; Και ποιος πραγματικά γνωρίζει καλά τις καταστάσεις και τα πράγματα;
Στην Αμερική, όπου γνωρίζω τι γίνεται γιατί ζουν εκεί συγγενείς και φίλοι, η προπονητική δεν είναι έτσι. Κρίνεσαι από τη δουλειά σου. Αν δεν κάνεις ή κοροϊδεύεις, δεν βρίσκεις δουλειά, τόσο απλά.
Εδώ, στα μέρη μας, οι προηγούμενοι κατήγοροι έχουν γίνει τιμητές της αλήθειας. Αυτό είναι το γνώρισμα του Έλληνα. Γι’ αυτό πολλές φορές αποστασιοποιήθηκα.
Κρίνω αυστηρά τον εαυτό μου, όμως πιστεύω πως έμεινα τουλάχιστον πιστός στις αρχές μου. Άλλωστε, σε πολλά πράγματα, δεν μπορείς να κρυφτείς ούτε σαν επαγγελματίας ούτε σαν χαρακτήρας.
Όταν ήμουν στον Φοίνικα, μου τηλεφώνησε φίλος δημοσιογράφος να του πω σκορ και πόντους και του ζήτησα να έρθει μία φορά στο γήπεδο να μας δει, να κρίνει και μόνος του. Παρεξηγήθηκε…
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ανάγκη σε κάνει συχνά να ασχολείσαι με κάτι, για ένα χαρτζιλίκι.
Άρχισα την προπονητική όταν ήμουν παίκτης σε ηλικία μόλις 16 ετών.
Οι Γιάννης Νάνος και Γιάννης Μαργέτης μού έδωσαν το 1976 το τμήμα μίνι του Φοίνικα Καλλίπολης και στο πρώτο τουρνουά του πειραϊκού μπάσκετ στα ανοικτά γήπεδα, είχα αντίπαλο τον 11χρονο τότε παίκτη και μετέπειτα γκαρντ του Ολυμπιακού, Σταύρο Ελληνιάδη.
Το έκανα στην αρχή για να βγάζω 200 δραχμές, όμως σύντομα κατάλαβα ότι ήταν κάτι δημιουργικό.
Όταν πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία κατάλαβα ότι η προπονητική μού αρέσει και το 1980, ο Γιάννης Λεωτσάκος, κομισάριος σήμερα στη γραμματεία αγώνων και φίλαθλος του Φοίνικα, μου πρότεινε να αναλάβω την Α’ ομάδα στο Πέραμα.
Ανδρικό… Αμέσως στα βαθιά.
Στην Πρόνοια, στον ίδιο χώρο έκαναν προπόνηση ομάδες ποδοσφαίρου, μπάσκετ και στίβου, σταματούσαμε την προπόνηση για να μπει γκολ!
Όταν έφτασα για την πρώτη προπόνηση, δεν βρήκα κανέναν εκεί και ο φύλακας μού είπε ότι είναι μαζεμένοι στο καφενείο. Πηγαίνω εκεί και συναντώ τους παίκτες, οι οποίοι ήταν όλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα! Οργανωθήκαμε και σε δύο χρόνια ανεβήκαμε δύο κατηγορίες.
Πήραμε παίκτες που δεν έπαιζαν πολύ στον Φοίνικα. Αρχηγός ήταν ο Αναλυτής, αδερφός της ηθοποιού Κάκιας Αναλυτή και όταν το 1995 διορίστηκα σε σχολείο του Περάματος, είχα μαθήτρια την κόρη του!
Όταν πήρα μετεγγραφή ως παίκτης στον Μίλωνα, ζήτησα να αναλάβω τα τμήματα υποδομής του συλλόγου. Ήταν η πρώτη φορά που οργανώναμε τον σύλλογο από τις υποδομές. Έφορος, τότε, ο Μιχάλης Σακελλαριδης, τωρινός πρόεδρος.
Είχα έναν παίκτη, τον Λευτέρη Ζησιμάτο, που είναι τώρα γενικός διευθυντής σε γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ και τον οποίο λάτρευε ο Θόδωρος Ροδόπουλος, από τη Θεσσαλονίκη.
Ήταν τόσο μικρός που έπαιξε πέντε χρόνια στα μίνι (μαζί με τον κολλητό του, Μάριο Διανελλο) και πλέον είναι γενικός αρχηγός και στην ομάδα του Δούκα.
Τον Μάιο του 1982 ανακαλύψαμε ένα χαρτί στα γραφεία του Μίλωνα, που ήταν πρόσκληση για ένα διεθνές τουρνουά πέντε επιπέδων στη Σουηδία! Όλο το ταξίδι κόστισε 20.000 δραχμές και εκεί κατάλαβα πόσο λάθος είναι τόσα χρόνια η ομοσπονδία μπάσκετ στην Ελλάδα…
Εννοώ ότι η Ε.Ο.Κ. έχει πεδίο ανάπτυξης και έδαφος, αλλά στη χώρα μας ούτε οι φορείς ούτε οι σύλλογοι έχουν κοινή πλεύση. Λέω πάντα, χαριτολογώντας, ότι «έναν τράγο, αν τον πιάσεις από τα κέρατα, τον ελέγχεις, τον ηρεμείς. Αν τον αρπάξεις από την ουρά, θα σε κλωτσήσει».
Αποφασίσαμε να πάμε στη Σουηδία, το μίνι που είχα εγώ και οι Παμπαίδες του Νίκου Σαραντάκου, για 15 ημέρες τον Ιούνιο του1982.
Φτάσαμε στη Στοκχόλμη και συναντήσαμε τρία αμερικανικά κολέγια, ομάδες από Λιθουανία, Ισραήλ, Ισπανία , Ιταλία. Όλος ο κόσμος…
Κοιμόμασταν σε σχολικό συγκρότημα, στα πόδια μας ήταν η λίμνη του Άλβικ.
Είχαν αδειάσει τις αίθουσες από τα θρανία και είχαν βάλει στρώματα γυμναστικής. Η μόνη υποχρέωσή μας ήταν να έχουμε μαζί έναν υπνόσακο και την οδοντόβουρτσά μας. Όλα τα άλλα, εύκολα. Ζούσαμε σε ένα απίστευτο μπασκετικό και κοινωνικό πανηγύρι.
Τα παιδιά μας ντρέπονταν να πατήσουν στο παρκέ! Είχε φώτα κάτω από τους πάγκους και πτυελοδοχείο στην άκρη, για να μην φτύνεις έξω.
Στη Στοκχόλμη υπάρχουν πολλοί Έλληνες και ρώτησα τον υπεύθυνο για εμάς πώς λειτουργεί το σύστημα «Παιδείας-Αθλητισμού».
Μου εξήγησε πως αυτό είναι το σύστημά τους. Σχολείο, φαγητό στο ίδιο κτίριο, διάβασμα και το απόγευμα τρεις φορές την εβδομάδα αθλητισμό και δύο μέρες κάποια τέχνη που επιλέγουν οι μαθητές! Αυτό μέχρι τις 6:30 και στη συνέχεια ελεύθεροι, χωρίς άγχος και βιβλία, να κάνουν ό,τι θέλουν. Βόλτες, ποδήλατο, κινηματογράφο και το Σάββατο αγώνες για όλους.
Όταν επιστρέψαμε το επεξεργαζόμουν για χρόνια και το 1990 το κατέθεσα σαν πρόταση στο σεμινάριο της Αρχαίας Ολυμπίας και στον Πρόεδρο του συνδέσμου μας, Παναγιώτη Γιαννάκη.
Μία δομή με τρεις επαγγελματικές κατηγορίες, σε όλα τα αθλήματα και από κάτω μόνο σχολικός αθλητισμός και τέχνη.
Με γήπεδα θα τα βολεύαμε, χρήματα τότε υπήρχαν, είτε από κανάλια είτε από κρατικές επιχορηγήσεις, ή από την ΕΟΚ.
Ο Παναγιώτης, ωστόσο, μου απάντησε: «Είσαι τρελός; Να χάσουν όλοι τις προεδρίες; Δεν γίνεται ποτέ αυτό, γιατί κανένας δεν εγκαταλείπει την καρέκλα του…».
Σε εκείνο το τουρνουά της Σουηδίας συμμετείχαν ο Εθνικός με τον Κώστα Μπρούστα και ο Παναθηναϊκός με τον Πάνο Μεταξά και τα εφηβικά τμήματά τους
Σε αυτούς τους αγώνες ο Παναθηναϊκός έφερε έναν πανύψηλο νεαρό ονόματι… Ρόνι Σεϊκέλι! Πολύ πριν τον δούμε πίσω από τον πάγκο της Εθνικής, το 1987 και πριν κάνει μεγάλη καριέρα στο ΝΒΑ.
Τον είχαν εντοπίσει στον Λίβανο, τον δοκίμαζαν και έφτασαν ως τον ημιτελικό με το κολέγιο του Άρκανσο, στον οποίο έχασαν, αλλά ο Ρόνι «έβγαλε μάτια».
Στις ελεύθερες μας ώρες μαζευόμαστε και παίζαμε «μονά».
Ο Μεταξάς μάς ρωτούσε «τι να κάνω με τον ψηλό;». Του λέγαμε, πειράζοντας τον, «ακόμη δεν έχεις πάρει τηλέφωνο στην Αθήνα να τον κλείσεις; Θα σου τον “φάνε” οι Αμερικανοί!».
Όντως, πήρε τηλέφωνο και εκλιπαρούσε για δελτίο… Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο αγαπημένος φίλος και ιστορικός παράγοντας του Παναθηναϊκού, ένας σπάνιος άνθρωπος, ο Τάσος Στεφάνου, ο οποίος μου εξιστόρησε από τη πλευρά του το περιστατικό με τον Ρόνι, σε μία συνάντηση παλαίμαχων.
Το δελτίο, πάντως, δεν βγήκε ποτέ! Ο Σεϊκέλι έπαιξε σε ένα τουρνουά με τον ΠΑΟΚ, αλλά τον «έκλεψε» το πανεπιστήμιο του Σίρακιουζ.
Το 1984 πήγε στο NCAA και το Σίρακιουζ και το 1988 έγινε επιλογή στο ντραφτ, στο Νο9 από τους Χιτ και έπαιξε σε Μαϊάμι, Γκόλντεν Στέιτ, Ορλάντο, Νιου Τζέρσεϊ και στη Μπαρτσελόνα, όπου είχε και συμπαίκτη τον Ευθύμη Ρεντζιά.
Εγώ συνέχισα στον Μίλωνα, στα μίνι, μέχρι να πάω φαντάρος για έναν χρόνο.
Όταν επέστρεψα, το 1986, ανέλαβα για πρώτη φορά το τμήμα γυναικών του Μίλωνα, το οποίο είχε αρχικά ο Σωκράτης Ηλιάδης και ο Βαγγέλης Καβάσιλας, άλλοτε διεθνής με την Εθνική Εφήβων, με Γενικό Αρχηγό τον Νίκο Ανδρουλιδάκη.
Παρασύρθηκε η διοίκηση ότι οι μεγάλες σε ηλικία παίκτριες δεν μας έκαναν και κατέβασε τις κορασίδες στην Α΄ κατηγορία. Ήμασταν η πιο ψηλή ομάδα στην τρομερή Α’ ΕΣΚΑ, αλλά χάναμε σε κάθε ματς με 20 πόντους…
Παράλληλα με την ομάδα γυναικών, είχα σχολείο ως εκπαιδευτικός, αλλά και πρώτη ομάδα του Φοίνικα, γιατί με παρακάλεσε να βοηθήσω ο αείμνηστος έφορος, Τάκης Καρυδάκης.
Ήταν από τις χρονιές που σου μένουν. Στον Φοίνικα, εκτός από την παλιά φρουρά συμπαικτών μου (Αντώνης Λιβανός), είχα τον Νίκο Σιάμο, από τον Πειραϊκό, ο οποίος δεν πηδούσε εφημερίδα, αλλά έπαιρνε 20 ριμπάουντ!
Είχα και τον Παναγιώτη Αλεξανδρή (τον «μπαμπούλα»), ένα ψηλό πλέι μέικερ από τον Ολυμπιακό, πολυτέλεια για την κατηγορία και αργότερα διευθύνοντα σύμβουλο του Άρη Βωβού.
Παίζαμε κάτι περίεργες άμυνες ζον-πρες, στο μισό γήπεδο ή στα 3/4, μετά «2-2-1», που δεν έπαιζε άλλη ομάδα. Σε ένα ματς, με τον Άρη Νικαίας, ο οποίος είχε προπονητή τον Φαίδωνα Ματθαίου, ο «Πατριάρχης» ήρθε και μου είπε: «Καλά ρε μικρέ, τι παίζεις;»!
Ανεβήκαμε κατηγορία χωρίς να το περιμένει κανένας. Ήταν μία σεζόν στην οποία ένιωσα ότι ήμουν για τα καλά προπονητής.
Έμεινα εκεί για τρία χρόνια, μέχρι που στον Μίλωνα ήρθε η φουρνιά του Γιάννη Σιούτη…
Ο Γιαννάκης ο Σιούτης ερχόταν για προπόνηση μέσα στο κρύο, ακόμη και με χιονόνερο, στο ανοικτό γήπεδο! Γι’ αυτό, αυτό το καταπληκτικό παιδί, έπαιξε μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο.
«Γιάννη, μόνο το μεγάλο αριθμό της φανέλας μου βλέπεις. Όταν θα βλέπεις και το μικρό, θα είσαι σε καλό δρόμο», του έλεγα για να τον πειράξω.
Τα έλεγα σε έναν παίκτη που ήταν γρήγορος, αλλά εγώ ήμουν ακόμα πιο γρήγορος, τότε! Έκανα πίσω στον Μίλωνα για τον Γιάννη και έπαιξα και σε θέση «2», ώστε να είμαστε μαζί στο παρκέ.
Του έλεγα ατάκες… της πιάτσας, που τότε ήταν το καλύτερο πικάρισμα. Έμαθε να επιβιώνει και έτσι αγωνίστηκε σε ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, ο Άρης, η ΑΕΚ, αλλά και η Εθνική. Έτσι μάθαινες να επιβιώνεις τότε. Ήθελε και λίγο τόλμη και άγνοια κινδύνου.
Όταν έκανα προπόνηση με την πρώτη ομάδα του Φοίνικα το 1973 στην οποία με ανέβασε ο Γιάννης Μαργέτης, πήρα μία πρωτοβουλία στο «διπλό».
Ο συμπαίκτης μου, το «χρυσό» παιδί της ομάδας και αγαπημένος φίλος μετά, Γιάννης Ροδίτης μεγάλος δικηγόρος τώρα -άλλωστε ο Φοίνικας αποκαλούνταν «ομάδα των επιστημόνων», γιατί είχε παίκτες στα πανεπιστήμια- με έπιασε από τον λαιμό και μου λέει «τι κάνεις; Υπάρχουν άλλοι, πιο παλιοί εδώ».
Έτσι ήταν, υπήρχαν οι ρόλοι. Οι άγραφοι κανόνες που όφειλες να τους σεβαστείς, αλλά και να έχεις το κουράγιο να τολμήσεις για να ξεχωρίσεις…
Ο Σιούτης με τίμησε το 1998, όταν οι διεθνείς της Εθνικής κλήθηκαν να βραβεύσουν το πρώτο προπονητή της καριέρας τους, στο ΟΑΚΑ.
Προπονητικά από 1992 ως το 1995 συνέχισα στην Ελευθερία Μοσχάτου, στον Τελαμώνα Σαλαμίνας και στα εφηβικά του Πειραϊκού με τους μετέπειτα σταρ της Εθνικής Εφήβων που κατέκτησε το Παγκόσμιο του 1995 στην Αθήνα, Αλέξη Παπαδάτο και Γιώργο Τσιριγωτάκη.
Με την Ελευθερία, και με έφορο τον Νίκο Γκόγκο, ανεβήκαμε στην Α’ κατηγορία -από τις καλύτερες χρονιές μου-, παίζοντας εκπληκτικό μπάσκετ με μια τρομερή παρέα (Λιβανός, Βώλος, Τερλέγκας, Παπανικολάου, Νταουτάς).
Κι ενώ το 1994 επέστρεψα στον Φοίνικα, σε μία ακόμη τρομερή σεζόν, το 1995 ο Αχιλλέας Μέντζος μού ζήτησε να βοηθήσω και πάλι στον Μίλωνα, ως ασίσταντ του στην πρώτη ομάδα, για δύο χρόνια.
Είχαμε τον Θοδωρή Καραμανώλη, τον Βασίλη Ντάκουλα, τον Πιτ Μέλις, τον Κώστα Πασχάλη, τον Σάκη Παραλίκα και δεν ανεβήκαμε γιατί μας «καθάρισε» ο Μίχαλος, με τον Πειραϊκό.
Έγινα βοηθός και του Απόστολου Κόντου, πριν όμως η ομάδα στη συνέχεια ανέβει στην Α1. Παράλληλα, είχα και τους εφήβους, με τους οποίους πήγαμε στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Στο φάιναλ φορ της ΕΣΚΑΝΑ, στην Καλλιθέα, παίξαμε με τη Γλυφάδα του Νίκου Πρίφτη, στην οποία έπαιζαν οι Δορκοφίκης, Στεφανίδης, τον Πειραϊκό του Καρελά, με τον Μαντζάνα που έφτασε ως τον Ολυμπιακό, και το Παλαιό Φάληρο του Τζώρτζη Δικαιουλάκου.
Με τον Τζώρτζη, μάλιστα, λογοφέρναμε μετά τον ημιτελικό, πριν μάθω ότι είναι ξάδερφος της συζύγου μου!!! Αυτά είναι τα όμορφα των σπορ.
Σε ένα χριστουγεννιάτικο τουρνουά νικήσαμε με 100-60 την ΑΕΚ στην οποία έπαιζε για πρώτη φορά ο Ιάκωβος Τσακαλίδης!
Τότε γενικός αρχηγός των τμημάτων υποδομής της ΑΕΚ ήταν ο «παγκόσμιος», Γιώργος Αμερικάνος, ο οποίος ήρθε στο φινάλε και αφού εκθείασε τον Μίλωνα, ευχήθηκε να κατακτήσουμε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Πετύχαμε συνολικά 52 νίκες και είχαμε μόνο δύο ήττες! Φτάσαμε στο Επαρχιακό τουρνουά και κερδίζαμε με 30 πόντους κάθε αντίπαλο.
Στο τελευταίο ματς, ενώ ήμασταν πρώτοι και αήττητοι, στη δεύτερη θέση ισοβαθμούσαν Απολλωνιάδα Πατρών και Χαλκίδα.
Εκεί χάθηκαν όλα. Εκεί έσβησαν τα όνειρα μια φουρνιάς παικτών που μπορούσαν να κατακτήσουν το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων…
Η ικανοποίηση, τουλάχιστον, είναι ότι κάποια από αυτά τα παιδιά πρωταγωνίστησαν και ανέβασαν τον Μίλωνα στην Α1. Κάποιοι, μάλιστα, ακόμη παίζουν, όπως οι Νίκος Ψηλεας Νάσος Μέντζος Αλέκος Μιχαλάς, Χρήστος Δεδες, Θοδωρής Μαρώσης, Πολύβιος Κουνάδης Στέλιος Αμάραντος, Άκης Ροδοκανάκης, τους οποίους έχω πάντα στην καρδιά μου.
Η Απολλωνιάδα του Λιανού, με τον Νίκο Μπάρλο και τον ανιψιό του Κώστα Πετρόπουλου, έπρεπε να μας νικήσει για να προκριθεί. Σε όλο το ματς υπήρχε ένταση…
Περισσότερο ηρεμούσα τους παίκτες μου, παρά έδινα οδηγίες στα τάιμ άουτ! Στο ένα λεπτό για το τέλος, στο κλειστό του Ζωγράφου, χάναμε με πέντε πόντους, αλλά το γυρίσαμε και προηγηθήκαμε με έναν.
Η Απολλωνιάδα αστοχεί στο τελευταίο σουτ και όταν ο Μιχαλάς παίρνει το ριμπάουντ, γυρίζει ο Μπάρλος και με αγκωνιά του σπάει τη μύτη… Τα αίματα «έβραζαν» και επικράτησε «κόλαση».
Ο κομισάριος Κερεστερτζής πήρε και τα 24 δελτία χωρίς να είναι παρών! Εμείς, σε δύο μέρες ταξιδεύαμε στα Γιαννιτσά, για την τελική φάση.
Όλοι οι παίκτες τιμωρήθηκαν με δύο αγώνες αποκλεισμό…
Ήμασταν σε όμιλο με Κυκλάδες, Κεραυνό Λάρισας του Μαϊστρένκο και του μεγάλου αδερφού του Βασίλη Σπανούλη και την Καβάλα.
Πήραμε μαζί την τιμωρημένη δωδεκάδα και άλλους πέντε έφηβους που είχαν σταματήσει το μπάσκετ και ήρθαν μαυρισμένοι, από διακοπές! Κανένας δεν ήξερε ότι είχαμε τιμωρηθεί. Νικήσαμε τις Κυκλάδες και τότε όλοι κατάλαβαν τι συνέβαινε.
Κόντρα στον Κεραυνό Λάρισας δεν θα είχαμε πολλές ελπίδες. Θα χάναμε εύκολα και στο 7΄ ήμασταν πίσω ήδη με 34-15. Σκόπιμα μείναμε με έναν παίκτη και διακόπηκε το ματς…
Όλοι έψαχναν τι ισχύει. Μέχρι και την Ομοσπονδία έπαιρναν τηλέφωνο οι διαιτητές για να αποφασίσουν.
Με αυτό τον τρόπο περιορίσαμε τη διαφορά και στο ματς με την Καβάλα θέλαμε νίκη με 19 πόντους για να προκριθούμε στον ημιτελικό.
Τελείωσε το παιχνίδι, νικήσαμε με 15 και δεν καταφέραμε να περάσουμε. Το Πανελλήνιο το κατέκτησε το Περιστέρι κόντρα στον Άρη, με ηγέτη τον Παπαμακάριο και τον Καραμάνη.
Το Περιστέρι το «είχαμε» σε τουρνουά τον Σεπτέμβριο, στο οποίο επικρατήσαμε και του Ολυμπιακού που είχε τον Ζεβροσένκο-Αμανατίδη.
Σε αυτούς τους αγώνες, πάντως, μείναμε κυρίως έκθαμβοι και με ανοικτό το στόμα με δύο καρφώματα του Γιώργου Διαμαντόπουλου, στον αγώνα με τον Παπάγου!
Βρέθηκα στη συνέχεια στον Φάρο, με Μπατή και Βεσκούκη και μετά στην ΑΕΚΤ, πάλι με τον Καραμανώλη και τον Κάτρη, από την Εθνική Παίδων. Με την ΑΕΚΤ νικήσαμε μέσα στην Ελευσίνα, η οποία είχε να χάσει δυόμιση χρόνια στην έδρα της.
Το 2004 ξαναγύρισα στον φίλο Νίκο Γκογκο και στο Μοσχάτο. Κάναμε άλλη μια καταπληκτική χρονιά στο δικό μας νέο κλειστό, πλέον, μέχρι που επέστρεψα στα γνωστά λημέρια, στον Φοίνικα Πειραιά, αναλαμβάνοντας από τις υποδομές μέχρι και την ομάδα γυναικών.
Με το παιδικό ανεβήκαμε στην Α΄ Κατηγορία, με αρχηγό τον Θάνο Χανιά.
Στις 28 Απριλίου 2007, όμως, είχα ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα, που με ανάγκασε να αποχωρήσω…
Επιστρέφοντας στη ζωή, ωστόσο, το 2009 άνθρωποι του Μίλωνα ήρθαν σε επαφή μαζί μου, για να αναλάβω βοηθός του Αλέκου Παππά, στη Γ΄ Εθνική.
Σούπερ προπονητής ο Αλέκος, αλλά απόλυτος. Μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα, αλλά, ως συνήθως οι αστάθμητοι «παράγοντες» σβήνουν κάθε όνειρο.
Ο Άλεξ αποχώρησε και την επομένη χρονιά ανέλαβα την πρώτη ομάδα. Ο σύλλογος, μη γνωρίζοντας να διαχειριστεί την ευκαιρία του, με άγνωστες λέξεις την υπομονή και τη δουλειά σε βάθος, υπέπεσε σε αντιφάσεις με τα ίδια του τα πιστεύω.
Με… «αποχώρησαν», όμως η πορεία με δικαίωσε, γιατί η ομάδα έπεσε σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο άργησε να συνέλθει, πέφτοντας από την Γ’ Εθνική και μένοντας στην Α΄ ΕΣΚΑΝΑ μέχρι και το 2019.
Εκεί ξαναβρήκε τον βηματισμό της, ανεβαίνοντας ξανά και εύχομαι πραγματικά μέσα από την καρδιά μου να μην τον ξαναχάσει ποτέ.
Εγώ κράτησα το εφηβικό τμήμα και την επόμενη χρονιά, με το παιδικό, φτάσαμε στο φάιναλ φορ, αλλά το 2013 μου έκανε πρόταση ο φίλος Γιώργος Περαντωνάκης και συνέχισα στον Κρόνο.
Εκεί, έπειτα από χρόνια, βρήκα ένα αυθεντικό ταλέντο, τον Μιχάλη Λούντζη.
Ο Μιχάλης στο παμπαιδικό έπαιζε σμολ φόργουορντ, ωστόσο στο παιδικό τον έβαλα να κατεβάσει τη μπάλα, ως πλέι μέικερ, ώστε να δημιουργεί.
Έτσι σε καίρια σημεία του πρωταθλήματος, παρότι μικρότερος σε ηλικία των αντιπάλων του, πρωταγωνίστησε. Η συνέχεια γνωστή με Εθνική Εφήβων και με μετεγγραφή στον Παναθηναϊκό και βασικό ρόλο στο Λαύριο.
Το 2015 ήταν μια πολύ διαφορετική και άκρως ενδιαφέρουσα χρονιά στον Μίλωνα, μιας και μαζί με τον Δημήτρη Αποσκίτη ως GM της πρώτης ομάδας, δημιουργήσαμε μια διαφορετική νοοτροπία στον σύλλογο.
Αφού, εκτός του αγωνιστικού κομματιού, βάλαμε και τα στοιχεία της τέχνης, της εκπαίδευσης και γενικά μια άλλη κουλτούρα, πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα στο χώρο του μπάσκετ.
Κάθε αγώνας της πρώτης ομάδας ήταν μια γιορτή, ένα πολιτιστικό δρώμενο με βραβεύσεις παλαίμαχων, με παραδοσιακούς χορούς, με διαγωνιστικά παιχνίδια για τους φιλάθλους.
Λίγα από τα πολλά ονόματα που μας τίμησαν, από το ΣΠΑΚΕ, ήταν οι Μπαμπανικολός, Βαμβακούσης, Κρίθαρης, Χατζηκόκκινος, Καραγιάννης κ.α..
Τιμήθηκαν επίσης οι Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας, Αχιλλέας Μέντζος, Αργύρης Καμπούρης, Νίκος Τσοσκούνογλου, Γιώργος Κατσίνης και Κώστας Μίσσας.
Κάτι το μοναδικό, το οποίο συζητούσε ο μπασκετικός κόσμος.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά το μυαλό δεν μπορείς να το προβλέψεις ποτέ. Έτσι, μια πολύ καλή «χημεία», χάλασε.
Λίγο πριν τερματίσω την πορεία μου στην εκπαίδευση, που και αυτή coaching είναι, αφού πολλά παιδιά των συλλόγων είναι μαθητές μου, το κεφάλαιο «προπονητική» ασφαλώς και δεν έχει κλείσει και θα μας «τρώει» εφ όρου ζωής…
Αλλά, από εδώ και πέρα με διαφορετικές προοπτικές, όπως πρέπει, με τα «θέλω» μας , αλλά και τα «πρέπει» μας. Και, βασικά, με τις αρχές που μας ακολουθούν τόσα χρόνια.
Συνέπεια, δικαιοσύνη, σεβασμό και αγάπη σε αυτό το άθλημα…
Στο θέμα τέχνης πάντα λέω ότι ήμουν τυχερός γιατί είχα καλούς συμμαθητές, όπως η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Είχα μαθητές σαν την Νατάσα Μποφίλιου, αλλά και καλούς φίλους, όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.
Μεγάλα ερεθίσματα που μας έδωσαν την αφορμή να ασχοληθούμε με την συγγραφή Θεατρικών και Ποίησης για τη νεολαία, με δύο συλλογές και δύο θεατρικά.
Υπάρχει και αυτή η τρέλα… Η αμεσότητα, λοιπόν, με την τέχνη, που είναι το φάρμακο για ένα «ΩΞΩΝΟΥ». Έτσι το λέω πάντα, η διέξοδος από τα προβλήματα της εποχής μας.
Γιατί χωρίς υγεία, παιδεία, πολιτισμό και τέχνες δεν μπορείς να προχωρήσεις σαν άνθρωπος.
Τελικά, εκείνο το ταξίδι με τον Μίλωνα στη Σουηδία μάς έκανε μεγάλη «ζημιά», διότι άλλαξε τη σκέψη μας. Μας… χάλασε το ελληνικό «όνειρο».
Εκεί έμαθα πολλά. Πράγματα που διδάχθηκα και μετά το ατύχημα που είχα το 2007, το οποίο δεν άλλαξε τη ζωή μου, αλλά της έδωσε άλλα όρια…
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Γεωργία Παναγοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Κουτσούρης: «Τα Καλύτερα Μας Χρόνια!»