Το γήπεδο είναι ακόμη ίδιο. Χωράφι μέχρι σήμερα, δίπλα σε ένα ξεχασμένο αεροδρόμιο με έναν διάδρομο όλον κι όλον.
Μπαλώματα με φρέσκο χώμα σε κάθε μια από τις -μπόλικες- τρύπες στο χορτάρι, λακούβες, ξερό γρασίδι, χλωμές λευκές γραμμές. Κιτρινισμένα δοκάρια και δίχτυα που έχουν τρυπηθεί και ραφτεί ξανά και ξανά και ξανά.
Ξανά και ξανά ζει τις στιγμές στο κεφάλι του και ο Βόικαν Ράκιτς. Ο άρχων του γηπέδου. Μοσχοβολάει Βαλκάνια, φαίνεται από την πρώτη κοψιά. Γκριζαρισμένος πια, το πρόσωπό του έχει περισσότερες λακούβες κι από το γήπεδό του, σκληρός. Στην επιφάνεια. Στοργικός πάτερ φαμίλιας στο μέσα του. Συγκινήθηκε, όταν ο Πίτερ Ράτσλερ του «Athletic» τον συνάντησε στο σπίτι του, στο γήπεδο του μικρού χωριού Ράντινατς, 70χλμ. μακριά από το Βελιγράδι.
Πού να το φανταζόταν πως το μεγαλύτερο αθλητικό Μέσο του πλανήτη θα ερχόταν κάποτε στο δικό του χωραφάκι; Πού να το φανταζόταν πως το παιδί που κάποτε γράπωνε από τον σβέρκο σαν γατί για να το περάσει από την απέναντι πλευρά του δρόμου θα γινόταν ο σπουδαιότερος επιθετικός στην ιστορία της Σερβίας; Πού να το φανταζόταν πως σήμερα θα ήταν γνωστός στη χώρα του ως ο πρώτος προπονητής του Αλεξάνταρ Μίτροβιτς;
Εκείνος ήξερε ότι θα γράψει ιστορία, το πίστευε βαθιά από πολύ νωρίς, αλλά άλλο αυτό και άλλο να βλέπεις την πραγματικότητα να σε επιβεβαιώνει.
Η πρώτη επιβεβαίωση που πήρε είχε να κάνει με το κορμί του. Ξεχάστε το πανύψηλο κτήνος που βλέπουμε σήμερα. Τότε, στα 5 του χρόνια ακόμη, ο μικρός Αλεξάνταρ ήταν ένα σαμιαμίδι, πάλλεπτος και κοντός, ακόμα και σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Μα ο Ράκιτς ήξερε τους γονείς του, τον μπαμπά Ίβιτσα και τη μαμά Νατάσα. Τα καλά του χωριού. Ήταν κι οι δύο ψηλοί και αγέρωχοι, δεν γινόταν ο γιος τους να μην πάρει το μπόι τους. «Ο πατέρας του και ο θείος του προπονούνταν στο ίδιο γήπεδο, όλη η οικογένειά του. Ήταν πολύ καλοί ποδοσφαιριστές και, όταν έμαθα πως ο Αλεξάνταρ είναι δικός τους, κατάλαβα ότι κάτι υπάρχει εκεί», έχει πει ο Ράκιτς.

Ο Αλεξάνταρ Μίτροβιτς σε παιδική ηλικία στην ομάδα του Ράντινατς υπό τις οδηγίες του Βόικαν Ράκιτς.
Βέβαια, ο πατέρας του «Μίτρο» ήταν ακόμη καλύτερος οικογενειάρχης από ό,τι ποδοσφαιριστής. Δουλευταράς, εκείνος οδηγούσε όλη μέρα λεωφορεία για να δίνει τα πάντα στους δικούς του, η σύντροφός του έκοβε εισιτήρια στα ίδια λεωφορεία.
Τα αγόρια τους, ο Αλεξάνταρ και ο Μίλαν, μεγάλωναν με τους παππούδες τους, έπαιζαν στον δρόμο, στα τσιμέντα του χωριού, όπου έβρισκαν. Και δύσκολα έμεναν μακριά από μπελάδες. Θερμόαιμοι από πάντα, μαγνήτες των εντάσεων και των καβγάδων. «Όπου υπήρχε καβγάς ανάμεσα σε παιδιά, ο Αλεξάνταρ ήταν εκεί. Μια μέρα περπατούσα στον δρόμο και τον είδα πάνω σε ένα παιδί που είχε ρίξει στο έδαφος. Το είχε πιάσει από τον λαιμό και το ταρακουνούσε, επειδή είχε χτυπήσει τον αδερφό του. Πάντα ήταν έτσι», θυμάται γελώντας ο Ράκιτς.
Όντως. Πάντα. «Ο πατέρας μου μου λέει πως, αν δεν είχα γίνει ποδοσφαιριστής, θα είχα γίνει είτε εγκληματίας είτε μποξέρ», έχει δηλώσει ο Μίτροβιτς.
Ο κακός, ο αντιπαθητικός, αυτός ο τύπος που όλοι, εκτός από τους οπαδούς της δικής του ομάδας, σιχαίνονται.
Ένα παχύδερμο, πλήρως αναίσθητο γομάρι. Αυτός ήταν για όλους. Σωστά; Ίσως όχι για όλους, ίσως όχι για αυτούς, τους λίγους, που κατάφεραν κάποτε να τον δουν απελευθερωμένο από τις άμυνές του. Πίσω από την πανοπλία του.
Ο Βόικαν Ράκιτς πρόλαβε. Πέρα από το να χτυπάει παιδάκια, τον θυμάται και να παλεύει σαν τσόφλι στα κύματα του γηπέδου, όταν ακόμη ήταν μικρός κι αδύναμος, αλλά τα έβαζε με τους μεγαλύτερούς του. Δεν χρειαζόταν καν να τον μαρκάρουν, «φου» τού έκαναν κι έπεφτε. Και συνήθως έμενε εκεί, απογοητευμένος, με το κεφάλι καρφωμένο στο χώμα και τα χέρια στον σβέρκο. Μέχρι ο Ράκιτς να πάει από πάνω του και να του δώσει το σύνθημα τού «δεν τα παρατάς», να του ουρλιάξει «Αλεξάνταρ, σήκω!».

Βόικαν Ράκιτς και Αλεξάνταρ Μίτροβιτς.
Ήταν εκεί ο Ράκιτς σε όλο το ταξίδι του «Μίτρο». Προπονητής, μέντορας, άνθρωπος-κλειδί. Χωρίς αυτόν τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Η ταπεινή Γιέζαβα του Ράντινατς, η ομάδα του χωριού από όπου ξεκίνησε ο Σέρβος, είχε συμφωνία με την ακαδημία της Σμεντέροβο, τα φυτώρια της ομώνυμης μεγαλύτερης πόλης λίγο πιο πέρα, για να στέλνει τους καλύτερους παίκτες της. Μα με αυτόν τον πιτσιρίκο δεν γινόταν να συμβεί το ίδιο.
«Στα πρώτα του δοκιμαστικά με τη Σμεντέροβο έκανε χατ τρικ. Ενθουσιάστηκαν, γιατί τότε έπαιζαν με παιδιά που τον περνούσαν δύο χρόνια και κάτι κεφάλια. Εγώ σκέφτηκα ότι είναι πολύ μικρή η ομάδα για αυτόν. Μπήκα σε μπόλικους τσακωμούς για χάρη του. Είχα δώσει περίπου 200 παίκτες στην Σμεντέροβο, ολόκληρες ομάδες. Αλλά τον “Μίτρο” τον πήγα μόνος μου στην Παρτιζάν, χωρίς να τους το πω. Μου έκαναν τη ζωή δύσκολη μετά από αυτό, αλλά δεν το μετανιώνω, ήταν το καλύτερο για εκείνον. Ήξερα ότι εκεί έπρεπε να πάει», θα πει ο Ράκιτς.
Πράγματι αυτό έκανε ο μίστερ Βόικαν. Όταν ήταν 10 ετών, τον έβαλε στο αμάξι του και τον πήγε στο Βελιγράδι σε έναν συναδελφό του στην Παρτιζάν. Ο ίδιος ήταν οπαδός του Ερυθρού Αστέρα, τους μισούσε τους «Ασπρόμαυρους», αλλά εκτιμούσε την οργάνωση και τη λειτουργία τους στα χαμηλότερα κλιμάκια. Κι εδώ το κλισέ επιβεβαιωνόταν, δεν χωρούσαν οπαδικά. Είχε να κάνει με έναν εθνικό θησαυρό, πολύ μεγαλύτερο από το ντέρμπι των «Αιωνίων».
Δεν ήταν εύκολη η μετάβαση, δεν ήταν απλό για την οικογένεια Μίτροβιτς να στηρίξει αυτό το άλμα. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια απόφαση που πήραν δίχως δεύτερη σκέψη. «Μετρούσαμε δηνάριο-δηνάριο για να μας βγει η βενζίνη, οι γονείς μου δούλευαν και με πηγαινοέφερναν στην προπόνηση, δεν έκαναν τίποτα άλλο. Ο αδελφός μου είχε τρύπια παπούτσια, για να παίρνω εγώ ποδοσφαιρικά και επικαλαμίδες», έχει ομολογήσει ο ίδιος ο Αλεξάνταρ.
Τρεις ώρες πήγαινε-έλα, έξι μέρες την εβδομάδα. Το Ράντινατς-Βελιγράδι έγινε Παγκράτι-Κολιάτσου για τον μικρό «Μίτρο», παρότι για καιρό τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα. «Οι γονείς μου δεν με άφηναν να τα παρατήσω. Για πέντε χρόνια δεν με ξεκινούσαν βασικό, έπαιζα μόνο ως αλλαγή, γιατί το επίπεδο στην Παρτιζάν ήταν διαφορετικό. Πολλές φορές θέλησα να αλλάξω ομάδα, να τα παρατήσω, αλλά δεν με άφηναν. Ήθελαν να με βγάλουν από τον δρόμο για να μη χαθώ. Ήθελαν να είμαι σε ένα υγιές περιβάλλον και να προπονούμαι όσο πιο σκληρά μπορούσα», θυμάται.
Ο δρόμος βέβαια δεν ήταν τόσο εύκολο να βγει από μέσα του. Η αλητεία, η οργή που πάντα κουβαλούσε σαν άλλος Οβελίξ που είχε πέσει στο καζάνι με τα νεύρα μικρός, που πάντα τσακωνόταν με την πρώτη ευκαιρία.

Ο Αλεξάνταρ Μίτροβιτς με τη φανέλα της Παρτιζάν.
Αυτό έβγαινε και στο παιχνίδι του πάντα. Με τα κακά και τα καλά του. Τσαγανό. Τρελή αυτοπεποίθηση. Πίστη πως τίποτα δεν τον ακουμπά. Όλα τα έδειξε απλόχερα ήδη από τα πρώτα του βήματα, όταν -όπως ήταν αναπόφευκτο- μπόρεσε να ξεπηδήσει από την ακαδημία.
Μόλις στα 18 του, στο πρώτο του ντέρμπι μέσα στο φλεγόμενο Marakana σκόραρε απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα και πανηγύρισε έξαλλα, με τον τρόπο του. Λίγο καιρό αργότερα, στην πρώτη του κλήση βρήκε δίχτυα και με την Eθνική και σύντομα η Σερβία έδειχνε μικρή για εκείνον.
Μια σεζόν πρόλαβε να παίξει στην πατρίδα του, πριν η Άντερλεχτ τον αρπάξει. Χοντρό τον έλεγαν στην αρχή, την γλώσσα του τους έβγαζε σε κάθε του γκολ, μέχρι να τον λατρέψουν. Από αυτά ζούσε, αυτά ήταν το ψωμάκι του, η τρέλα του. «Τα γκολ είναι ναρκωτικό, σε μεθάνε, πάντα θες περισσότερα».
Και όντως έβρισκε όλο και περισσότερα. Μέχρι να αρπαχτεί ξανά, αυτή τη φορά από τη Νιούκαστλ. Τώρα η κριτική ήταν ακόμα μεγαλύτερη, η προσαρμογή στην Premier League πολύ πιο δύσκολη. Τα γκολ δεν έρχονταν, σε αντίθεση με τις κάρτες, τα νεύρα, τα μπινελίκια, τη συνεχή του εμπλοκή σε μπελάδες.
Ήταν ακόμη πολύ μικρός, μόλις 21. Αλλά μεγάλωσε, ωρίμασε δίπλα στις όχθες του Τάιν. Χρειάστηκε χρόνο κι ένα παιδί, το πρώτο του. «Ήμουν παιδί, όταν ήρθα στη Νιούκαστλ. Αν νευρίαζα στο γήπεδο, δεν προλάβαινα να μετρήσω ούτε μέχρι το “ένα”. Τώρα φτάνω μέχρι το “έξι” ή το ‘”επτά”. Το ότι έγινα πατέρας με άλλαξε. Πλέον κάνω τα πάντα για τον γιο μου, έτσι ώστε, όταν μεγαλώσει, να είναι περήφανος για τον πατέρα του», είπε τότε.
Και ήταν αλήθεια. Ακόμα κι αν τα πράγματα δεν δούλεψαν για εκείνον στον αγγλικό Βορρά, ο γιος του τον άλλαξε στα πάντα. Από τον τρόπο που συγκρατούσε -στο μέτρο του δικού του δυνατού- την φλόγα του μέχρι τον τρόπο που πανηγύριζε.

Δεκέμβριος 2013: Ο Αλεξάνταρ Μίτροβιτς σε ηλικία 19 ετών στην Άντερλεχτ.
Άλλωστε, τον πανηγυρισμό που άπαντες θα λάτρευαν στον επόμενο σταθμό του, τη Φούλαμ, ο γιος του του τον κόλλησε. Γύρισε σπίτι μετά το ματς που τον σύστησε και είδε τον μικρό να κουνά σαν “τρελός” το δεξί του χέρι δίπλα στο κεφάλι του, με τον χαρακτηριστικό τρόπο που το έκανε κι εκείνος. Αυτό ήταν, έμεινε. Όπως λάτρεψε το “τρελό” χέρι ο «Μίτρο» τζούνιορ, έτσι το λάτρεψε κι όλο το Craven Cottage. Χόρτασαν γκολ στο Δυτικό Λονδίνο. Αλλά και αστάθεια, ασυνέπεια, μια έτσι και μια αλλιώς.
Ασύλληπτος στην Championship, ποτέ αυτός που μπορούσε στην Premier League. Σίγουρα βελτιωμένος πνευματικά αλλά ακόμη πολύ οξύθυμος, πολύ φλογερός, για να καταφέρει να είναι ο καλός του εαυτός σε κάθε του βήμα. Κι έτσι βρέθηκε να παραπατά, να είναι πάντα ένας “σχεδόν” παίκτης. Κάποιος που όλοι θαύμαζαν για τα προσόντα του, τη φονικότητά του μπροστά στο τέρμα, αλλά και κάποιος μόνιμα ανολοκλήρωτος. Για όλους.
Εκτός από τους Σέρβους. Ήταν πάντα ξεχωριστή αυτή η σχέση, πάντα διαφορετική. Πάντα διαφορετικός κι εκείνος με το εθνόσημο στο στήθος.
«Θα ήθελα οι συμπατριώτες μου να με θυμούνται ως κάποιον που πάντα έδινε το καλύτερό του. Νομίζω ότι οι φίλαθλοι το αναγνώριζαν αυτό και γι’ αυτό είχα πάντα μια καλή σχέση μαζί τους, όπου κι αν έπαιζα. Οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα με σεβάστηκαν, με εκτίμησαν. Κάποιες φορές έπαιξα καλά, κάποιες όχι, έτυχε να χάσω ευκαιρίες, να παίξω άσχημα, αλλά πάντα έδινα τον καλύτερό μου εαυτό. Γι’ αυτό θα ήθελα να με θυμούνται. Τα γκολ, οι ασίστ, οι συμμετοχές ας γραφτούν κάπου, όμως θα ήθελα να με θυμούνται ως κάποιον που έδωσε ό,τι μπορούσε για τη χώρα του. Ακόμα και όταν ήμουν τραυματισμένος, εκπροσωπούσα αυτό το έμβλημα με τιμή.
Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή και προνόμιο από το να φοράς τη φανέλα της Εθνικής ομάδας», είπε κάποτε.
Κυρίως όμως έκανε. Και για αυτό κάθε Σέρβος ανέκαθεν έβλεπε τον Μίτροβιτς ακριβώς όπως ήθελε ο ίδιος. Με τον τρόπο που περιγράφει. Ως ηγέτη, σταρ, ως κάποιον που ενώνει, ακόμα κι αν ο ίδιος λατρεύει να μαλώνει. Ως αυτόν στον οποίον θα εμπιστεύονταν και τη ζωή τους την ίδια. Πόσο μάλλον ένα πέναλτι. Όσο κρίσιμο κι αν ήταν αυτό.

Ο χαρακτηριστικός πανηγυρισμός του Αλεξάνταρ Μίτροβιτς.
Νοέμβρης του 2020, Βελιγράδι. Η μπάλα στημένη στην άσπρη βούλα. Πρότερος βίος στη διαδικασία του “θανάτου” απόλυτος. Εννέα εκτελέσεις, όλες στα δίχτυα. Πέντε για την Σκωτία, τέσσερεις για τη Σερβία. Ένα χτύπημα μένει, ένα χτύπημα που είτε μπαίνει και έχουμε ξανά οξυγόνο είτε χάνεται και πνίγει μαζί του το όνειρο της πρώτης ανεξάρτητης συμμετοχής της Σερβίας σε ένα Euro.
Όλοι σε αυτόν θα την έδιναν την μπάλα. Ακόμα κι αν ήξεραν την κατάληξη, ακόμα κι αν ήξεραν ότι ο Ντέιβιντ Μάρσαλ θα εκτινασσόταν σαν ελατήριο στη γωνία του και θα ράγιζε τις καρδιές τους, διώχνοντάς τη μακριά.
Καμιά καρδιά δεν ράγισε περισσότερο από αυτή του ίδιου. Ο χρόνος πάγωσε στο άδειο -ελέω πανδημίας- Marakana, ο Μίτροβιτς έκανε το μόνο που πράγμα που δεν ήθελε να κάνει στην καριέρα του, απογοήτευσε τους δικούς του.
Δεν του άρεσε ποτέ να εκφράζει τα αρνητικά του συναισθήματα, κρυβόταν στο καβούκι, λέει ότι το πήρε αυτό από τον πατέρα του, ο οποίος συναισθηματικά ήταν απρόσιτος και κλειδωμένος. Κλασικός Βαλκάνιος. Αλλά αυτή τη φορά το καβούκι ήταν κόλαση. Ακόμα και για αυτό το παχύδερμο, αναίσθητο γομάρι που οριακά κανείς δεν συμπαθούσε έξω από τη Σερβία.
«Κατάθλιψη, εσωτερικός πόνος. Τραύμα. Προετοιμάζεσαι μια ζωή για κάτι και φτάνεις εκεί και δεν είσαι έτοιμος. Αποτυγχάνεις. Απογοητεύεις τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, ένα έθνος που πίστεψε σε εσένα. Αν ρωτούσαν όλη τη χώρα ποιος να το εκτελέσει, όλοι θα έλεγαν εμένα. Ένιωσα τιμή, ευθύνη, εμπιστοσύνη. Και απέτυχα. Άυπνες νύχτες, έμεινα κλεισμένος στο δωμάτιο δυο-τρεις μέρες μετά από αυτό», θα πει.
Είχε ψηλώσει, τα πόδια του δεν θύμιζαν τίποτα τα καλαμάκια που κάποτε κουβαλούσε και τα μούσκουλά του τώρα δεν είχαν καμία σχέση με τα αδύναμα χεράκια που έμοιαζαν με οδοντογλυφίδες. Κι όμως ένιωθε τόσο ανήμπορος, τόσο παραδομένος, όσο εκείνο το παιδί τότε στο χωράφι του Ράντινατς, με το κεφάλι καρφωμένο στο χώμα και τα χέρια στον σβέρκο.

Νοέμβριος 2020: Ο Αλεξάνταρ Μίτροβιτς απαρηγόρητος μετά το χαμένο πέναλτι στην αναμέτρηση Σερβία – Σκωτία.
Έμεινε εκεί, έτσι, για καιρό. Τα πάντα μαύρα, στη ζωή, στο ποδόσφαιρο, σε σύλλογο και Εθνική. Η κραυγή του Ράκιτς άργησε να φτάσει στα αφτιά του, μα έφτασε, ήταν αναπόφευκτο. Για έναν τύπο που έμαθε από νωρίς να μην τα παρατά. Εκεί, όταν η μπάλα έφυγε από το πόδι του Ντούσαν Τάντιτς.
Νοέμβρης του 2021, Λισαβόνα. Τα πράγματα είναι απλά, οι Σέρβοι θέλουν μόνο νίκη για να τεζάρουν την Πορτογαλία και να πάρουν απευθείας το εισιτήριο για το Μουντιάλ. Το σκορ κολλημένο στο 1-1, το ρολόι τερματισμένο στο 90’, το τόπι ταξιδεύει στον αέρα και μαζί του κουβαλά δυο κουβέντες, τη φωνή του Ράκιτς: «Αλεξάνταρ, σήκω!».
Και αυτός σηκώνεται ελαφρά, ίσα-ίσα, μόνο το ένα πόδι. Είναι το ίδιο σκηνικό, ακόμα μια εκτέλεση που σημαίνει τα πάντα. Ακόμα μια εκτέλεση που άπαντες θα επέλεγαν να πάρει εκείνος. Καρφώνει την μπάλα στα δίχτυα, ξεκαρφώνει τη μάπα του από το χώμα και το βέλος από την καρδιά του. Οι Σέρβοι είναι ξανά στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
«Ήμουν τραυματίας τότε, έκανα μόνο μια χαλαρή προπόνηση. Την ημέρα του αγώνα ο κόουτς Στόικοβιτς με ρώτησε πώς ένιωθα. Του είπα πως δεν έχω προπονηθεί, αλλά θέλω να προσπαθήσω να παίξω. Και μου λέει “κάτσε στον πάγκο, θα μπεις στο δεύτερο ημίχρονο, θα βάλεις γκολ και θα μας πας στο Μουντιάλ”. Είναι απίστευτο, γιατί έγινε αυτό ακριβώς. Όλα τα άσχημα συναισθήματα, οι εφιάλτες, το χαμένο πέναλτι με την Σκωτία εξαφανίστηκαν. Δάκρυα, φωνές, χοροπηδητό… Εκείνη η στιγμή, το αίμα που βράζει… δεν περιγράφεται με λόγια. Η ομορφότερη στιγμή της καριέρας μου. Με διαφορά», είπε ο Μίτροβιτς.
Έχει δίκιο, δεν περιγράφεται με λόγια. Αλλά η δύναμή της κρύβεται σε λόγια. Στους ψιθύρους του Ράκιτς, του ανθρώπου στον οποίον χρωστά τα πάντα. Τις τήρησε τις οδηγίες του ο Αλεξάνταρ. Σηκώθηκε!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: