Ίσως να ήταν κι εκείνος σε μια γωνιά του μυαλού του Αντρέι Σαπκόφσκι, ίσως να στεκόταν σε μια γωνιά της αίθουσας που γέννησε η φαντασία του Πολωνού συγγραφέα, του δημιουργού του «Γητευτή».
Με τα εξάταπά του ανάμεσα σε ιππότες και βασίλισσες, φανταστικά πλάσματα και τέρατα. Κάτω από τους περίτεχνους πολυελαίους, απέναντι στον θρόνο. Παρών στη διαφωνία της Βασίλισσας Καλάνθι και των συμβούλων της, στη -μάλλον μάταιη- συζήτησή τους για μια από τις αόρατες δυνάμεις που ορίζουν την πραγματικότητα.
Τελικά ποια είναι η αλήθεια για το πεπρωμένο; Είναι υπαρκτό ή όχι; Κι αν είναι, ποια η ισχύς του; Πόσο αναπόφευκτο είναι το πέπλο του στη ζωή; Όλοι έδειξαν καταβεβλημένοι από δέος μπροστά του, τόνισαν στην Καλάνθι πως κανείς δεν πρέπει να το προκαλεί. Όλοι εκτός από τον Γκέραλτ, τον Γητευτή, ο οποίος, όταν η Βασίλισσα ζήτησε τη γνώμη του, απάντησε αποστομωτικά: «Το πεπρωμένο απλώς βοηθά τους ανθρώπους να πιστεύουν πως υπάρχει μια τάξη μέσα σε όλα αυτά τα σκ@τ@. Δεν υπάρχει».
Κι αν όντως με κάποιον μαγικό τρόπο βρισκόταν και ο Άλεξ Ντε Σόουζα εκεί, αν τα λόγια του Γκέραλτ κάπως ταξίδεψαν στον χωροχρόνο, ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, για να φτάσουν στα αφτιά του; Ένα πονηρό μειδίαμα, λέξεις που τον χτύπησαν σαν ρεύμα, ταύτιση που δεν μπορούσε απλώς να αγνοήσει.
Γιατί ο Άλεξ το ήξερε πως δεν υπάρχει τάξη, το ένιωθε δυνατά μέσα του. Για εκείνον όλα αυτά, η μοίρα, τα “πρέπει”, ήταν κάτι σαν ψευδαίσθηση. Γιατί το πεπρωμένο σου δεν το συναντάς πάντα, είναι φορές που εγκλωβίζεσαι στην αέναη αναζήτησή του. Μέχρι να καταλάβεις πως μάλλον δεν είναι παρά μια φρούδα ελπίδα νοήματος.
Άλλωστε, αν δεν ήταν, τότε το όνομα του Άλεξ Ντε Σόουζα δεν θα βρισκόταν σε ένα σκονισμένο ξεχασμένο ράφι της ποδοσφαιρικής ιστορίας αλλά στην πιο λαμπερή βιτρίνα της. Για χάρη ενός παίκτη που έπρεπε να φτάσει στην κορυφή, να γίνει ανεξίτηλος, κι έκανε τα πάντα για αυτό. Μα, στη δική του παρανοϊκή καριέρα, ακόμα και τα πάντα δεν ήταν αρκετά. Αφού το πεπρωμένο του φρόντισε να γλιστρήσει μέσα από τα ίδια του τα δάχτυλα.
«Απλώς διαφορετικός»
Εκτέλεσε το φάουλ που οδήγησε στο πρώτο γκολ, έβγαλε ασίστ για το δεύτερο, ντρίμπλαρε τον τερματοφύλακα για να σκοράρει το τέταρτο, τον κρέμασε για το πέμπτο, έβγαλε ασίστ για το έκτο και ντρίμπλαρε ξανά τον αντίπαλο γκολκίπερ για να σκοράρει το ένατο. Εκείνο το εκκωφαντικό 10-0 της Βραζιλίας κόντρα στο Βέλγιο στο Μουντιάλ Κ20 του 1997 είχε μόνο έναν πραγματικό πρωταγωνιστή: το παιδί που πια δεν μπορούσε κανείς να αμελήσει στη Βραζιλία.
Άλλωστε, ήδη είχε φροντίσει να στρέψει τα βλέμματα πάνω του με όσα έκανε στην Κοριτίμπα. Πιτσιρίκι ακόμη, μπήκε στους Άντρες από τα 16 του και λίγα χρόνια μετά, με το τιμημένο «10» στην πλάτη και το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο μπράτσο, ανέβαζε την ομάδα της πόλης του ξανά στην πρώτη κατηγορία.
Άλεξ Ντε Σόουζα. Το όνομά του είχε αρχίσει να σημαίνει κάτι.
Δεν είναι και λίγο στα 20 σου να μάχονται για χάρη σου η Παλμέιρας και η Κορίνθιανς, να σε χρίζει η πρώτη, με τον Φελίπε Σκολάρι στον πάγκο, διάδοχο του Ριβάλντο, ο οποίος μόλις είχε αφήσει τη Βραζιλία για την Ευρώπη. Δεν ήταν κανονικός, δεν ήταν ακόμα ένας. Όμως άμεσα έγινε ο ένας. Η καρδιά και η ψυχή μιας ομάδας με απαιτήσεις για τίτλους. Εκεί, στο “10”, να περνούν τα πάντα από τα πόδια του, να ορίζει κάθε λεπτομέρεια της δημιουργίας και της απειλής της Παλμέιρας. Εξοπλισμένος με ανοσία στην πίεση, γεμάτος κουράγιο και αποφασιστικότητα. «Θα κατακτήσουμε το Copa Libertadores του χρόνου. Κι αν δεν το πάρουμε του χρόνου, θα το πάρουμε την επόμενη σεζόν», θυμούνται να τους λέει οι συμπαίκτες του, με το που πάτησε το πόδι του στα πράσινα αποδυτήρια.
Ηγέτης, από ποδοσφαιρικού γεννησιμιού του. Όχι μόνο στα λόγια αλλά κι εκεί που μετράει, στο χορτάρι. Εκεί όπου η υπόσχεσή του πήρε σάρκα και οστά.
Η Παλμέιρας βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο στα νοκ άουτ κόντρα στη Βάσκο Ντα Γκάμα. Ο Άλεξ ήταν εκεί για να σκοράρει δύο γκολ και να κάνει την ανατροπή. Ημιτελικός κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ. Ξανά με την πλάτη στον τοίχο η Παλμέιρας, ξανά εκεί ο Άλεξ για να κάνει μόνος του την ανατροπή με δύο γκολ και να στείλει την ομάδα του στον -νικηφόρο εν τέλει- Τελικό απέναντι στην Ντεπορτίβο Ντε Κάλι.
Το είπε, το έκανε. Πρωταγωνιστής, Πρωταθλητής Νοτίου Αμερικής στα 22 του. Η «Seleção» τού είχε ήδη ανοίξει την αγκαλιά της, σχεδόν αυτονόητα. Ήταν εκεί -ακόμα κι αν δεν υπήρξε τόσο κομβικός- στην κατάκτηση του Copa America 1999, ένα πρώτο βάπτισμα του πυρός στη λάμψη, πριν έρθει η δική του λάμψη. Λίγο αργότερα, στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών ήταν η δική του στιγμή.
Γεμάτη από υποσχόμενα, υπεταλαντούχα παιδιά εκείνη η Βραζιλία. Ήταν ο καπιτάνο Άλεξ. Και από πίσω του ο Ροναλντίνιο. Ο «Ρόνι» άλλωστε δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του για εκείνον, κάποτε τον αποκάλεσε «ιδιοφυΐα», είπε πως «ήταν σαν δώρο το ότι αγωνίστηκε στο πλευρό του».
Και το μέλι για τον Άλεξ δεν έλειπε ούτε από τον βραζιλιάνικο Τύπο. «Ο Ροναλντίνιο πάντα βρίσκει έναν τρόπο να παίρνει την μπάλα. Μόνο που ο Άλεξ είναι διαφορετικός. Είναι στιγμές που νιώθεις πως η μπάλα θέλει να πηγαίνει σε εκείνον», έγραφαν.
Όλες οι ενδείξεις ήταν εκεί, τίποτα δεν έδειχνε ικανό να τον σταματήσει, η εκτόξευση στην κορυφή έδειχνε γραφτή και το βήμα στην Ευρώπη αναπόφευκτο. Μόνο που μαζί του, αντί για την εκτόξευση, ήρθε η άβυσσος.
Κινούμενη άμμος, Μέρος Α’
Τα θαυματουργά του πόδια πάτησαν πάνω της για πρώτη φορά, με το που προσγειώθηκαν στην Ιταλία. Ήταν εκείνο το σημείο, η απαρχή μιας περιόδου που θα τον ρουφούσε σαν κινούμενη άμμος. Στη στροφή του νέου αιώνα, η Πάρμα μεσουρανούσε, ζούσε χρυσές ημέρες. Μοιραζόταν δε τις ίδιες οικονομικές πλάτες με την Παλμέιρας, αυτές της Parmalat, του ιταλικού γαλακτομικού κολοσσού. Το deal συνεπώς κλείδωσε γρήγορα. Οκτώ εκατ. «gialloblu» ευρώ έβαλαν τον Άλεξ στο αεροπλάνο για την Εμίλια-Ρομάνια.
Μόνο που εκεί τα πράγματα δεν ήταν όπως ο Βραζιλιάνος θα ανέμενε. Δεν τον περίμενε κανείς στο αεροδρόμιο, δεν ανακοινώθηκε ποτέ επίσημα, δεν παρουσιάστηκε ποτέ στον Τύπο και τον κόσμο. «Δεν ήξερα γιατί με αγόρασαν, δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να με χρησιμοποιήσουν», θα έγραφε χρόνια μετά στην αυτοβιογραφία του.
Με το που τον έκανε δικό της, η Πάρμα τού έδειξε με κάθε τρόπο πως δεν είχε καμία θέση στην ομάδα.
Του ανακοίνωσε πως θα πάει δανεικός στη Βερόνα της δεύτερης κατηγορίας, δεν τον άφηνε να προπονείται, δεν του έδωσε ούτε μισή ευκαιρία σε κάποιο φιλικό. Ο Άλεξ πάγωσε, το όνειρο της Ευρώπης μετατρεπόταν από νωρίς σε εφιάλτη.
Δεν μάσησε όμως, ράγισε κι αυτός το γυαλί με τη σειρά του, απαιτώντας να επιστρέψει στο Brasileirão ως δανεικός. Δεν θα πήγαινε πουθενά αλλού. Τα κατάφερε και εν τέλει εντάχθηκε στη Φλαμένγκο, αναζητώντας επίμονα τη σταθερότητα.
Μάταια, αφού οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Σίδνεϊ θα περιέπλεκαν περισσότερο τα πράγματα για εκείνον. Η Βραζιλία ταπεινώθηκε από το Καμερούν κι αποχαιρέτησε, παρά το υπερταλαντούχο ρόστερ της. Τα ερωτηματικά της αποτυχίας ήταν εκκωφαντικά και ο Άλεξ αποφάσισε να αποκαλύψει το κοινό μυστικό της Ολυμπιακής αποστολής.
Επρόκειτο για ένα χάος, με έναν επικεφαλής που κυκλοφορούσε διαρκώς μεθυσμένος στο Ολυμπιακό Χωριό, που μόνο δυσχαίρενε τους ποδοσφαιριστές. Ο 23χρονος ηγέτης τον ξεμπρόστιασε δημόσια, αλλά αυτόματα έγινε κόκκινο πανί για την Ομοσπονδία της χώρας του, καταδίκασε μάλλον τον εαυτό του σε έναν πόλεμο με καταστροφικές επιπτώσεις.
Η CBF αρχικά του μπλόκαρε τον δρόμο προς τη Φλαμένγκο και, όταν έδωσε το πράσινο φως για τη μετακίνησή του, αργά το φθινόπωρο, η «Mengão» βρισκόταν χωμένη στον δικό της λαβύρινθο. Τραγική εικόνα, κακό κλίμα, διοικητικά και οικονομικά προβλήματα. Ο Άλεξ δεν πληρώθηκε ποτέ και σύντομα αποχαιρέτησε τη Φλαμένγκο για να επιστρέψει στην Παλμέιρας και πάλι ως δανεικός από την Πάρμα.
Νέο βήμα, νέες περιπέτειες. Φόρεσε ξανά τα πράσινα μετά από απόφαση της διοίκησης, όμως η επιθυμία της επιβλήθηκε και στον κόουτς Μάρκο Αουρέλιο, ο οποίος δεν τον ήθελε στην ομάδα του. Η γνώμη του δεν είχε σημασία, λίγο μετά αποτέλεσε παρελθόν από την Παλμέιρας. Μόνο που έπεισε τον εαυτό του πως για αυτό ευθυνόταν ο Άλεξ, πως εκείνος τον έδιωξε από την ομάδα.
Ο Βραζιλιάνος δεν μπόρεσε να βρει το καταφύγιο που έψαχνε ούτε στο Σάο Πάολο και το γαϊτανάκι των δανεισμών του συνεχίστηκε στην Κρουζέιρο. Με ποιον προπονητή; Με τον Μάρκο Αουρέλιο… Διψασμένος για εκδίκηση, ο κόουτς, σε μια ήδη τελειωμένη χρονιά, έδειξε να κάνει τα πάντα για να χαλάσει την εικόνα του Άλεξ.
«Σήμερα θα σε γ@μ!σ0 εγώ, τώρα είναι δική μου σειρά. Δείξε μας πόσο σπουδαίος είσαι», θυμάται να του λέει πριν από ένα ντέρμπι κόντρα στην Ατλέτικο Μινέιρο, όταν και τον τοποθέτησε ολομόναχο στην επίθεση, παρκάροντας το λεωφορείο στην άμυνά του, μόνο και μόνο για να μην έχει ο Άλεξ τις βοήθειες που χρειαζόταν.
Στο τέλος βέβαια δεν τις χρειάστηκε, με δύο ατομικά τέρματα έδωσε τη νίκη στην Κρουζέιρο και το πλήρωσε, αφού ο Αουρέλιο τού έκοψε οποιοδήποτε μονοπάτι προς το παιχνίδι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από τρεις απόλυτα αποτυχημένους δανεισμούς σε λίγους μήνες, ο Άλεξ έπρεπε να επιστρέψει στην Πάρμα.
Κινούμενη άμμος, Μέρος Β’
Πλέον ήταν πεπεισμένος. «Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Ήταν σαν να θέλουν να με καταστρέψουν με κάθε πιθανό τρόπο», έχει πει. Στην Ιταλία δεν είχε αλλάξει τίποτα για εκείνον. Η Πάρμα δεν τον ήθελε, προσπαθούσε απλώς να τον δανείσει στον σύλλογο που θα της δώσει τα περισσότερα χρήματα, χωρίς να ενδιαφέρεται ούτε στο ελάχιστο για τον ίδιο.
Ο Άλεξ το πήρε απόφαση, δεν είχε άλλη επιλογή. Μήνυσε την Parmalat. Ένας τύπος απέναντι σε μια εταιρεία-κολοσσό και τις δουλειές της. Για λίγο άφησε στην άκρη το ποδόσφαιρο, έπρεπε να κάνει προπόνηση στη Νομική, μπροστά του είχε μια τεράστια μάχη. Μάζεψε τα χαρτιά του, έψαξε τις αποδείξεις που χρειαζόταν για να φωνάξει σε όλους πως η μεταγραφή του δεν ήταν ποδοσφαιρική, δεν είχε να κάνει με το παιχνίδι.
Έτρεξε την υπόθεση μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο και η απόφαση του δικαστηρίου τον δικαίωσε. Ξέπλυμα χρήματος. Η Πάρμα και η Parmalat απλώς τον χρησιμοποίησαν για να κλείσουν τρύπες, δεν τον πλήρωσαν ποτέ. Ο Άλεξ είχε νικήσει, όμως οι γίγαντες που είχε πληγώσει δεν είχαν πρόθεση να μείνουν αδρανείς μπροστά στο πλήγμα που τους είχε προκαλέσει.
Η Πάρμα πλαστογράφησε την υπογραφή του για να κάνει την ανατροπή στη νομική μάχη και να τον ενοχοποιήσει. Η FIFA τον τιμώρησε με αποκλεισμό. «Σκέφτηκα πως η καριέρα μου είχε τελειώσει», θυμάται. Ούτε τότε ωστόσο τα έβαλε κάτω. Απέδειξε πως δεν είχε υπογράψει ποτέ τα έγγραφα που παρουσίασε η Πάρμα και ανάγκασε τη FIFA να βάλει την υπόθεση στον πάγο μέχρι και το τέλος του ερχόμενου Μουντιάλ του 2002.
Αυτό ήταν. Αυτός ήταν ο απόλυτος στόχος του, το Παγκόσμιο Κύπελλο. Κι αυτό θα κυνηγούσε τώρα που -έστω και με αστερίσκο μέχρι την τελική απόφαση- μπορούσε να υπογράψει σε όποια ομάδα ήθελε. «Πώς θα μπορέσω να μπω στην αποστολή για το Μουντιάλ;», μόνο αυτό σκεφτόταν.
Το ότι ο Σκολάρι ήταν προπονητής στη «Seleção» τού έδινε ακόμα μεγαλύτερη ελπίδα. Τον ήξερε τον Φελιπάο από τις φοβερές πρώτες του ημέρες στην Παλμέιρας. Και ο Φελιπάο ήξερε τον Άλεξ.
Τον πήρε τηλέφωνο, του είπε πως το μόνο που τον νοιάζει είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο. «Θα είσαι μαζί μας. Απλώς πρέπει να γυρίσεις σε έναν από τους μεγάλους στη Βραζιλία, να παίξεις για τρεις μήνες εδώ, μέχρι το Μουντιάλ», του είπε ο Σκολάρι. Κι έτσι ο Άλεξ έγινε παίκτης της Παλμέιρας για τρίτη φορά.
Διακρίνοντας το φως στο τούνελ, όντας ικανός να αφοσιωθεί ξανά στην μπάλα, έδειξε και πάλι ποιος είναι. Μα ό,τι και να έκανε δεν θα ήταν αρκετό.
Θυμάται να κλαίει στην αγκαλιά της εγκύου γυναίκας του μπροστά από την τηλεόραση, περιμένοντας τον Σκολάρι να κάνει αυτό που δεν έκανε ποτέ, να ανακοινώσει το όνομά του στις κλήσεις της Εθνικής. Ένιωσε προδομένος, απόλυτα άδειος, δεν έβγαζε τίποτα νόημα.
Ήξερε πως θα ήταν στο Μουντιάλ, τού το είχε πει ο Σκολάρι, μα τα χέρια του ήταν δεμένα. Ο Έμερσον τραυματίστηκε λίγο πριν το ταξίδι για την Ασία, ο Άλεξ ήταν το απόλυτο φαβορί για την αντικατάστασή του, αλλά όχι. Τη θέση του πήρε ο Ρικαρντίνιο, ο οποίος στα 28 του οριακά είχε παίξει ξανά στη «Seleção».
Πλέον ήταν ολοφάνερο. Η Ομοσπονδία της Βραζιλίας είχε φράξει τον δρόμο του Άλεξ προς το όνειρό του, ήταν για εκείνη κάτι σαν persona non grata. Δεν ξέχασε ποτέ το δημόσιο ξέσπασμά του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, το πώς την εξευτέλισε δημόσια, αποκαλύπτοντας τις τραγικές συνθήκες, και άρπαξε την ευκαιρία για να τον εκδικηθεί με τον πιο σκληρό τρόπο. «Όλοι τον θέλαμε στην ομάδα, ήταν λυπηρό το ότι δεν ήρθε μαζί μας. Αλήθεια, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να δικαιολογηθεί αυτό που έκαναν στον Άλεξ», θα πει ο Ροναλντίνιο χρόνια μετά.
Ο Άλεξ θα βυθιστεί στην κατάθλιψη, το ίδιο και η σύντροφός του, η οποία θα αναγκαστεί από το όλο σκοτάδι να αποβάλει το παιδί τους… Το αλκοόλ και το φαγητό θα γίνουν η παρηγοριά του. Άρχισε να πίνει, να τρώει δίχως σταματημό και δεν είδε λεπτό από όσα συνέβησαν στην Κορέα και την Ιαπωνία. Ποτέ του. Πέρασε το Μουντιάλ ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια και λαδωμένα περιτυλίγματα, ενώ έπρεπε να είναι εκεί. Το ήξερε. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά να φτάσει στο πιο βαθύ σημείο της κινούμενης άμμου του.
Βουλώνοντας στόματα
Σήκωσε το τηλέφωνό του κι άκουσε μια στεντόρεια φωνή να μιλά με ηρεμία από την άλλη άκρη της γραμμής: «Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δεν σε θέλει κανείς εδώ αυτή τη στιγμή. Ούτε η διοίκηση ούτε οι οπαδοί, κανείς. Ο μόνος λόγος που μου επέτρεψαν να κάνω αυτό το τηλεφώνημα είναι επειδή τους είπα πως, αν δεν παίξεις καλά, θα πληρώσω εγώ τους μισθούς σου. Εγώ σε θέλω». Λόγια που χτύπησαν σαν κεραυνός τον Άλεξ. Ήταν υπέρβαρος, βυθισμένος, ένα σωματικό και ψυχικό κινούμενο χάλι, του οποίου το τέλος όλοι πίστευαν πως έχει έρθει.
Μα τώρα έβλεπε το χέρι που μπορούσε να τον τραβήξει. Ήταν ο Βάντερλεϊ Λουξεμπούργκο, προπονητής στην Κρουζέιρο, που φόρεσε την κάπα του σωτήρα του.
Ο Άλεξ είχε καταφέρει να λύσει το συμβόλαιό του με την Πάρμα, να ξεφύγει από αυτόν τον λαβύρινθο, μα οι προτάσεις που είχε στα χέρια του δεν τον ενθουσίαζαν. Μέχρι τότε. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει αυτή την ευκαιρία να χαθεί, όσο άσχημα κι αν ήταν. «Το πρόσωπό μου ήταν ακόμη πρησμένο μετά από όλο το κλάμα που είχα ρίξει. Όταν ο Βάντερλεϊ με είδε, με αγκάλιασε και μου είπε πως μαζί θα τους βουλώναμε τα στόματα. Υποσχέθηκε πως θα έκανε τα πάντα». Μα τελικά, ήταν ο Άλεξ που έκανε τα πάντα. Δίχως υπερβολή.
Ο Τιμ Βίκερι, ένας από τους πιο σπουδαίους Ευρωπαίους γνώστες του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, είχε γράψει για εκείνον πως «Ήταν πολλά επίπεδα πάνω από όλους τους υπολοίπους. Σαν μετρ σκακιού, ο οποίος μπορούσε να προβλέψει τι θα συμβεί στην παρτίδα πέντε κινήσεις μπροστά».
Χαμηλό κέντρο βάρους, τεχνική τρομακτική, βγαλμένη από τα έγκατα του βραζιλιάνικου ποδοσφαιρικού DNA, και έναν πανέμορφο τρόπο να ακουμπά και να τηλεκατευθύνει την μπάλα. Μπορούσε να παίξει στο “10”, πίσω από τον επιθετικό, στα φτερά, οπουδήποτε. Αλλά έπαιζε παντού, σαν ολόρευστος trequartista του κορυφαίου επιπέδου, υποκινούμενος από το ένστικτό του, με στόχο να βρίσκεται συνεχώς στις συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσε να ορίσει το παιχνίδι.
Ο Άλεξ ήταν η Κρουζέιρο του Λουξεμπούργο. Άλλοι πίστευαν πως αυτά που έκανε δεν είχαν προηγούμενο στο Brasileirão κι άλλοι πως δεν θα είχαν επόμενο. Δεν είχε σημασία. Ο Άλεξ σκόραρε ή έδινε ασίστ σε κάθε σχεδόν παιχνίδι και η Κρουζέιρο, με εκείνον για απόλυτο ηγέτη, κατέκτησε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και το Campeonato Mineiro της πολιτείας της, πανηγύρισε το πρώτο και τελευταίο μέχρι σήμερα εγχώριο Τρεμπλ της ιστορίας της.
Τα στόματα που τον ήθελαν τελειωμένο είχαν πια βουλώσει, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο σωτήρας του. Η σπουδαία ρεβάνς του Άλεξ τον εκτόξευσε στο μέρος όπου έπρεπε να έχει βρεθεί πολύ πιο γρήγορα, την κορυφή. Ήταν ξανά ήρωας, όχι μόνο για την Κρουζέιρο αλλά για μια ολόκληρη χώρα.
Η Ομοσπονδία δεν μπορούσε πια να του έχει γυρισμένη την πλάτη. Επέστρεψε θριαμβευτικά στη «Seleção», ανάμεσα σε παίκτες όπως ο Ζούλιο Σέζαρ, ο Αντριάνο, ο Λουίς Φαμπιάνο, ο Εντού Γκασπάρ, ήταν εκείνος που πήρε το «10» στην πλάτη και το περιβραχιόνιο στο μπράτσο και οδήγησε τη Βραζιλία στην κορυφή της Νοτίου Αμερικής το 2004. Εκείνος που σήκωσε το τρόπαιο του Copa America, για να βροντοφωνάξει σε όλους πως δεν λύγισε μπροστά σε όλα αυτά που πέρασε, πως ήταν ξανά ο Άλεξ, αυτός ο σπουδαίος παίκτης.
Αγάπη αποζημίωσης
Η συνέχεια δεν θα μπορούσε να έχει την αναμενόμενη λογική, δεν θα μπορούσε να είναι γραμμική. Όπως δεν ήταν τίποτα στην ποδοσφαιρική ζωή του Άλεξ. Ένας παίκτης που οργίαζε στη Βραζιλία, ακόμη στα 26 του, θα μπορούσε να παίξει παντού στην Ευρώπη, ήταν σαφές πως ανήκε στο κορυφαίο επίπεδο.
Και πράγματι εκεί ήθελε να τον προσγειώσει η Μπαρτσελόνα. Γοητευμένοι από τα κατορθώματά του, οι Καταλανοί πίεσαν για την απόκτησή του, μπήκαν σε μια σειρά σκληρών διαπραγματεύσεων για να τον κάνουν δικό τους, μόνο που ο ίδιος είχε χάσει την υπομονή του. Και είπε το «ναι» σε μια κίνηση που κανείς δεν περίμενε, πριν οι «Blaugrana» προλάβουν να τον αποκτήσουν. Ο Άλεξ έγινε παίκτης της Φενέρμπαχτσε, σε μια εποχή που το Τουρκικό Πρωτάθλημα δεν είχε τη λάμψη του σήμερα. Αλλά η δική του λάμψη ήταν αρκετή για να το ανεβάσει.
Ο συμπαίκτης του τότε, Πιερ Φαν Χούιντουνκ, μετά από χρόνια τα είπε όλα για εκείνον με λίγες λέξεις: «Σε κάθε 10 ματς που παίζαμε, εκείνος έκρινε τα 9». Δεν θα μπορούσε να μην το κάνει, βάσει αυτού που ήταν. Σαν τη μύγα μες στο γάλα, σαν γίγαντας ανάμεσα σε παιδιά. Ο Άλεξ έσκασε σαν κομήτης στην Τουρκία κι έχτισε ταχύτατα την πιο χρυσή κληρονομιά που έχτισε ποτέ κανείς στο ποδόσφαιρο της χώρας.
Γκολ, ασίστ, ντρίμπλες, δημιουργία. Όλα μαζί σε ένα μοναδικό ποδοσφαιρικό πακέτο που στην πιο ώριμη φάση ζυμωνόταν σαν γλυκό κρασί. Οι τίτλοι δεν θα μπορούσαν να λείπουν, το ίδιο και οι τεράστιες βραδιές. Ο Άλεξ κατέκτησε τα πάντα με τα κιτρινομπλέ της «Φενέρ», μα κυρίως έβαλε την υπογραφή σε μερικές από τις πιο χρυσές σελίδες της ιστορίας της. Δεν υπάρχει οπαδός της που θα ξεχάσει ποτέ όσα έκανε στο Champions League απέναντι σε ομάδες όπως η Ίντερ, η Αϊντχόφεν, η Σεβίλλη, η Τσέλσι, όταν οδήγησε τα «Καναρίνια» στα προημιτελικά της κορυφαίας διοργάνωσης.
Ποτέ καμία τουρκική ομάδα δεν είχε κάνει ξανά κάτι τέτοιο. Αλλά ποτέ καμία τουρκική ομάδα δεν είχε ξανά κάποιον σαν τον Άλεξ.
Συνέχισε στους ίδιους τρομακτικούς ρυθμούς, με την ίδια τρομακτική συνέπεια. Για χρόνια. Γκολ, ασίστ, γκολ, ασίστ κ.ο.κ. Ιστορία εν εξελίξει.
Ιστορία όμως που δεν άρεσε σε όλους. Και κυρίως στον Αϊκούτ Κοτσαμάν. Επρόκειτο για έναν ζωντανό θρύλο του συλλόγου, τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία του, ο οποίος πρώτα τέλεσε Τεχνικός Διευθυντής κι έπειτα αποφάσισε να γίνει προπονητής του, παρότι δεν είχε την παραμικρή γνώση ή εμπειρία. Δεν τον ένοιαζε, γιατί το μόνο που έδειχνε να τον ενδιαφέρει ήταν ο Άλεξ. «Ήταν ο χειρότερος προπονητής που θα μπορούσαμε να έχουμε. Όλοι το ήξεραν αυτό», θα πει ο Βραζιλιάνος, ο οποίος θυμάται τον Κοτσαμάν να τα βάζει με κάθε Βραζιλιάνο στην ομάδα, να προσπαθεί να του κάνει τη ζωή δύσκολη και να τον καθαιρέσει από αρχηγό.
Οι ψίθυροι όλο και φούντωναν, μιλούσαν για ένα ανεξήγητο μένος του Τούρκου προς τον Άλεξ, για φθόνο, για τον φόβο πως θα τον ξεπεράσει στην ιστορία της «Φενέρ», πως θα πάρει τη θέση του στις καρδιές των οπαδών της.
Όλοι λάτρευαν τον Άλεξ, περισσότερο από όσο τον Κοτσαμάν. Ο Βραζιλιάνος ήταν ο πιο πιστός στρατιώτης του συλλόγου, όταν τιμωρήθηκε από την UEFA, και ταυτόχρονα ο ηγέτης του, ο μάγος. Ο Άλεξ συνέχιζε να διαπρέπει, να κάνει τη διαφορά, μα όσο καλύτερα έπαιζε τόσο λιγότερο χρόνο συμμετοχής έβρισκε. Ειδικά όσο πλησίαζε στο ρεκόρ των γκολ που κατείχε ο προπονητής του.
Οι κακές γλώσσες σύντομα θα επιβεβαιώνονταν και θα αντηχούσαν σε όλη την Τουρκία. Τα πάντα βγήκαν στο φως. Απαυδισμένος από τη μεταχείρισή του, ο Άλεξ θα φτάσει στο γραφείο του Κοτσαμάν έξαλλος. «Από την πρώτη στιγμή που ήρθες, προσπαθείς να με γ@μ!σει$. Αυτό αισθάνομαι!», θα του πει. Για να λάβει τη σοκαριστική απάντηση: «Ναι, η αίσθησή σου είναι σωστή».
Οι φίλοι της «Φενέρ» δεν το σκέφτηκαν στιγμή, υποστήριξαν μέχρι τέλους τον Άλεξ, φωνάζοντας δυνατά το όνομά του και γιουχάροντας τον Κοτσαμάν, κάθε φορά που έβγαζε αλλαγή ή δεν χρησιμοποιούσε τον αγαπημένο τους Βραζιλιάνο.
Μέχρι που ο ίδιος ο σύλλογος πήρε θέση και έθεσε εκτός ομάδας τον αρχηγό του… Δεν γινόταν να το χωνέψει αυτό. Ο Άλεξ πήγε στα γραφεία της «Φενέρ» και έβαλε «την πιο δύσκολη υπογραφή της ζωής του» στη λύση της συνεργασίας του με την ομάδα στην οποία έγινε σύμβολο.
Ο Κοτσαμάν είχε νικήσει. Ο Άλεξ είχε ηττηθεί. Ή μάλλον το αντίθετο. Αυτό έδειξε το σκορ έξω από το σπίτι του Βραζιλιάνου το ίδιο βράδυ. Χιλιάδες οπαδοί μαζεύτηκαν για να τον αποθεώσουν κάτω από το μπαλκόνι του.
Μια καντάδα ποδοσφαιρικού έρωτα από ένα μωσαϊκό ανθρώπων, φίλων της «Φενέρ», της Γαλατάσαραϊ, της Μπεσίκτας. Όσο ακραίο κι αν φαινόταν. Ο Άλεξ ήταν κάτι παραπάνω από παίκτης για τους Τούρκους, ήταν σύμβολο.
Και βίωνε συγκινημένος τη μόνη αποζημίωση που θα μπορούσε να επουλώσει τις πληγές του. Αυτή της αγάπης, της αθάνατης αγάπης που οι οπαδοί της «Φενέρ», και όχι μόνο, ένιωθαν, νιώθουν και θα νιώθουν για εκείνον. Μια αποζημίωση αναγκαία και πολύτιμη, σαν βάλσαμο για μια ταλαιπωρημένη καριέρα που θα έληγε λίγο καιρό μετά στην Κοριτίμπα. Μια καριέρα δίχως λογική και δίχως τάξη. Σαν μάταιο κρυφό με τη μοίρα και τις υποσχέσεις της. Τις φρούδες ελπίδες της.
Ο Άλεξ το κατάλαβε γρήγορα και επίπονα. Το πεπρωμένο σου δεν το συναντάς πάντα. Αν το είχε συναντήσει, αν δεν είχε πάει στην Πάρμα, αν είχε πάει σε εκείνο το Μουντιάλ, αν δεν είχε αναγκαστεί να παλέψει σε τόσους πολέμους, αν είχε ακόμα περισσότερη ενέργεια να διοχετεύσει στο ποδόσφαιρο; Αν, αν, αν… Μάλλον τώρα θα βρισκόταν κάπου πολύ πιο περίοπτα και λαμπερά στη βιτρίνα της ιστορίας. Σε μια θέση ανάλογη με την ποιότητα, την πανέμορφη ποδοσφαιρική του φύση.
Μα, όταν το σύμπαν δεν σου χαμογελά ποτέ, όταν σε αναγκάζει να κυνηγάς μάταια μια ζωή την ψευδαίσθηση του πεπρωμένου σου, τότε δεν μπορείς να ανέβεις σε αυτή τη θέση. Όσο κι αν την αξίζεις. Ο Άλεξ Ντε Σόουζα το ξέρει καλά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ριβάλντο: Στραβά και μαγικά βήματα σε έναν απρόσιτο χορό