Το GG (Golden Gloves) είναι από το 1927 μέχρι σήμερα το ερασιτεχνικό Πρωτάθλημα πυγμαχίας των ΗΠΑ που έχει παράξει παγκόσμιους πρωταθλητές – θρύλους, όπως ο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, ο «Σόνι»Λίστον, ο Έζαρντ Τσαρλς.
Είναι το αμερικανικό όνειρο προσωποποιημένο, αφού συνήθως οι πρωταθλητές ήταν φτωχά παιδιά από κάποια οικογένεια Αφροαμερικανών, παιδιά που σε κάθε έκφανση της ζωής τους αντιμετώπιζαν το ρατσισμό, την ανέχεια, το νόμο του γκέτο.
Η Οντίσα Λι Γκρέιντι Κλέι, μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή, επαναλάμβανε ότι αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του πρωτότοκου γιου της, του Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ, στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι.
«GG» τον φώναζε μέχρι την εφηβεία του, «GG», όταν έπαιζε με το μικρότερο αδελφό του, τον Ρούντι, στην αυλή, προκαλώντας τον να τον πετύχει με μια πέτρα. Δεν τον πετύχαινε ποτέ.
Ο «GG» ήταν πάρα πολύ γρήγορος, τις απέφευγε όλες τις πέτρες, λυγίζοντας το κορμί του ακόμα και 45 μοίρες, “σπάζοντάς” το τόσο πολύ που ο μικρός Ρούντι έλεγε στη μαμά ότι ο αδελφός του έχει ελατήρια στη μέση.
Ο Κάσιους γελούσε δυνατά, χάιδευε το μικρό του αδερφό στο κεφάλι και του έλεγε «δεν έχω ελατήρια, είμαι απλώς ο καλύτερος».
Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1942, από πολύ μικρός μάζευε γύρω του τα παιδιά της γειτονιάς και τους μιλούσε σαν ηγέτης. Εκείνα τον κοιτούσαν μαγεμένα, κάνοντας τους γονείς τους να απορούν. Πώς είναι δυνατόν ο γιος της μαγείρισσας και οικονόμου στα σπίτια τους, ο γιος του αμόρφωτου Κάσιους Σίνιορ που έβαφε πινακίδες στο Λούισβιλ, να είναι χαρισματικός;
Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, πολλές φορές ο πατέρας έβαφε τον τοίχο στις εκκλησίες για να πάρει ένα πιάτο φαγητό ως ανταμοιβή, δυο φτερούγες τηγανητό κοτόπουλο, μια σούπα. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, η ζωή μια καθημερινή μάχη.
Τον αγαπούσε η γειτονιά τον Τζούνιορ, ήταν ένα παιδί περίεργο, που περπατούσε στις μύτες, αλλά περήφανο, προστατευτικό κυρίως με τους λιγότερο ανεπτυγμένους, παρόλο που ο ίδιος ήταν πάντοτε πολύ πάνω από το μέσο όρο της ηλικίας του.
Η αρχή του μύθου
Γυρνούσε με το ποδήλατο και χαιρετούσε τους πάντες, χτυπούσε το κουδουνάκι, χαμογελούσε στον κόσμο, είχε έναν καλό λόγο και για τα όμορφα και για τα λιγότερο όμορφα κοριτσόπουλα της γειτονιάς.
Σε μια από αυτές τις βόλτες, ο 12χρονος Κάσιους έφτασε μέχρι το Louisville Home Show. Κύριο μέλημά του δεν ήταν τόσο η Έκθεση όσο τα δωρεάν γλυκά και το αχνιστό ποπ κορν που πρόσφεραν οι διοργανωτές.
Παράτησε το κατακόκκινο ποδήλατό του στο γρασίδι και μπήκε στο αχανές κέντρο. Όταν γύρισε μετά από ώρες, το ποδήλατό του δεν ήταν εκεί. Το κλάμα του ήταν τόσο δυνατό που ο αστυνομικός Τζο Μάρτιν ζύγωσε στο μέρος του και τον ρώτησε τι συνέβη.
«Ένας κλέφτης μού πήρε το καινούριο μου ποδήλατο. Εάν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον ισοπεδώσω», του είπε ο πιτσιρικάς και τότε ο λευκός μεσήλικας με τα ασημένια μαλλιά και τη στολή έκανε την ερώτηση που άλλαξε και καθόρισε το μέλλον, «Ξέρεις να παλεύεις; Πώς θα τον ισοπεδώσεις τον κλέφτη, αν δεν ξέρεις να παλεύεις;». Η μοίρα ήθελε ο αστυνομικός που άκουσε το κλάμα του παιδιού να είναι ο γυμναστής του τμήματος, στον ελεύθερο χρόνο να διδάσκει πυγμαχία στο δημοτικό κέντρο αναψυχής, όλα ήταν σχεδιασμένα στην εντέλεια από μια ανώτερη δύναμη.
Ο αστυνομικός πήρε τον μικρό Κάσιους από το χέρι, τον έβαλε στο περιπολικό, του έδειξε πού είναι το γυμναστήριο όπου τα συνομήλικα παιδιά μαθαίνουν πυγμαχία. Ήταν ένα υπόγειο στο κέντρο αναψυχής του Δήμου, μια αίθουσα με ένα ρινγκ, μερικά όργανα, δυο σάκους, ένα μικρό γραφείο.
Ο πιτσιρικάς γούρλωσε τα μάτια, είδε τα παιδιά να μάχονται, έφτιαξε στο μυαλό του την ταινία της ζωής του, φαντάστηκε ότι πιάνει τον κλέφτη, τον “ισοπεδώνει”, παίρνει το ποδήλατο πίσω, γυρίζει σπίτι νικητής.
Του έγινε έμμονη ιδέα, κάθε φορά που ο Μάρτιν πήγαινε στο γυμναστήριο, τον περίμενε ο Αφροαμερικανός πιτσιρικάς, ήταν τόσο αποφασισμένος που δεν έκανε πίσω, ούτε όταν μάτωνε η μύτη του, ούτε όταν πλημμύριζε αίμα το στόμα του από τις πληγές στα χείλη.
Ούτε έξι εβδομάδες δεν πέρασαν για να του δώσει γάντια ο Μάρτιν. Ο Κάσιους Κλέι επρόκειτο να δώσει τον πρώτο αγώνα της ζωής του. Ήταν ένας αγώνας τριών γύρων, ενός λεπτού ο καθένας, χωρίς νοκ άουτ, στην κατηγορία των 40 κιλών. Αντίπαλος ήταν ο συνομήλικος Ρόνι Ο’Κιφ, ένα Ιρλανδάκι γεμάτο αυτοπεποίθηση.
Αυτή ήταν η πρώτη νίκη του Κάσιους Κλέι στην πυγμαχία, στο υπόγειο του δημοτικού κέντρου αναψυχής του Λούισβιλ. Ο μικρός τρελάθηκε, άρχισε να φωνάζει ότι είναι ο καλύτερος, κομπορρημονούσε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε.
Ο Μάρτιν δεν πίστευε στ’ αυτιά και τα μάτια του, κατάλαβε πόσο φοβισμένο ήταν το παιδί μπροστά του, αλλά διέκρινε και το ταλέντο του.
Τον έστειλε στον Φρεντ Στόουνερ, έναν πιο εξειδικευμένο γυμναστή πυγμαχίας, ο οποίος προπονούσε νέους πυγμάχους σε ένα γυμναστήριο στο υπόγειο μιας εκκλησίας.
Στην αρχή, ο Κάσιους έλεγε ότι τα ήξερε όλα, δεν δεχόταν καν βασικές συμβουλές, σε βαθμό να αποβληθεί από την ομάδα και να προπονείται μόνος του.
Σιγά-σιγά, έγινε πιο δεκτικός, έβγαζε τρομερό ταλέντο στο ρινγκ, ο Στόουνερ γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε του έκανε και έξτρα βραδινές προπονήσεις. Έβλεπε μια σπάνια λάμψη στο βλέμμα του παιδιού, μαζί με μια ορατή μελαγχολία που ήταν ανεξήγητη.
Αργότερα, έγινε γνωστό ότι τα πράγματα στο σπίτι δεν ήταν ρόδινα, ο πατέρας έπινε, είχε πολλάκις συλληφθεί και οδηγηθεί στο τμήμα, η μητέρα ήταν ένα πρόσωπο που βίωνε περισσότερο από κάθε άλλο μέλος της οικογένειας το ρατσισμό, αφού, ως οικονόμος, συναναστρεφόταν αρκετούς λευκούς.
Τα πράγματα τότε στις ΗΠΑ δεν ήταν καλά. Η αφροαμερικανική κοινότητα αντιμετώπιζε ακόμη εκείνη τη σιχαμερή διάκριση των «τόπων για λευκούς» και των «τόπων για μαύρους», ανέπνεες ρατσισμό σε κάθε γωνιά της πόλης, οι ΗΠΑ -κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50- εξέθρεφαν τέρατα και από τη μία και από την άλλη πλευρά.
Ο Κάσιους σαφώς και επηρεάστηκε από αυτό το κλίμα.
Οι ακραίες κοσμοθεωρίες του οφείλονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό σε προσωπικά βιώματα, στον τρόπο που τον κοιτούσαν, στο πώς έβρισκε τη μάνα του το βράδυ στο σπίτι, με τα νεύρα “κουρέλι” και σκουπισμένα τα δάκρυα από τη μείωση της προσωπικότητάς της και τον ευτελισμό της.
Ο μικρός επηρεάστηκε και στο σχολείο, στο Central High του Λούισβιλ, το οποίο παράτησε λόγω χαμηλών βαθμών. Πείστηκε από τους προπονητές του να γυρίσει, ακόμα και τότε όμως δυσκολευόταν πάρα πολύ να παρακολουθήσει τα μαθήματα.
Η πραγματικά πρώτη μεγάλη νίκη στη ζωή του ήταν το απολυτήριο, οφείλει πάρα πολλά στην καθηγήτριά του, Άτγουντ Ουίλσον, η οποία έπεισε τους συναδέλφους της να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έκανε γνωστές στην επιτροπή τις αθλητικές του επιδόσεις, με αποτέλεσμα ο καθηγητής αγγλικών να τον ρωτήσει στην προφορική εξέταση τις εντυπώσεις του από τις περιοδείες ανά την πολιτεία, όταν πήγαινε να πυγμαχήσει.
Αποφοίτησε σιωπηλός το 1960, πολλοί ζώντες συμμαθητές του τον θυμούνταν μόνο του στις τελευταίες σειρές με ένα λευκό t-shirt, ένα τζιν και ένα ζευγάρι μπότες με σιδερένια επένδυση. Δίπλα του δεν καθόταν ο πατέρας του αλλά μια περίεργη λευκή φιγούρα, ένας μεσήλικας με μπριγιαντίνη στα μαλλιά. Τον έλεγαν Άντζελο Νταντί.
Η γνωριμία είχε ήδη γίνει από το 1957, όταν ο γνωστός προπονητής πυγμαχίας είχε επισκεφθεί την πόλη μαζί με τον Πρωταθλητή βαρέων βαρών, Ουίλι Παστράνο. Ο Κάσιους μαζί με τον Ρούντι, τον αδελφό του, είχαν στηθεί στο ξενοδοχείο και, μετά από πολλά παρακάλια στον ρεσέψιονιστ, τον έπεισαν να τους δώσει τον Νταντί στο τηλέφωνο.
Ο Κάσιους συστήθηκε ως «Πρωταθλητής της πόλης» και ζήτησε να τον δει από κοντά μαζί με τον μικρό του αδελφό. Ο Νταντί δέχτηκε και, προς έκπληξη του νεαρού Κλέι, στο δωμάτιο ήταν και ο Παστράνο. Έμειναν στο δωμάτιο πάνω από τρεις ώρες, ο Κάσιους ρωτούσε τον Πρωταθλητή τα πιο απίθανα πράγματα, τι τρώει, πώς κοιμάται, τι τεχνικές χρησιμοποιεί, πώς αυξάνει το μυϊκό του όγκο, αν κάνει σεξ, τα πάντα.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι Νταντί και Παστράνο δεν έδιωξαν τον μικρό, μιας και ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είναι «Πρωταθλητής της πόλης», αλλά κάθισαν και συζήτησαν μαζί του, του έδωσαν συμβουλές, τον συμμερίστηκαν.
Ξανασυναντήθηκαν τυχαία το 1959, όταν ο Νταντί βρέθηκε στο Λούισβιλ για έναν αγώνα, και ο Κάσιους, γυρνώντας από γυμναστήριο σε γυμναστήριο, έπεσε πάνω του. Εκλιπαρούσε για ένα spar match με τον Παστράνο επί μέρες, μέχρι να αποδεχθεί ο Νταντί, και ακολούθησε το δεύτερο χτύπημα της μοίρας. ο Κλέι κυριάρχησε στο ρινγκ, σε βαθμό που ανάγκασε τον Νταντί να σταματήσει τον αγώνα για να ζητήσει από τον Παστράνο να πυγμαχήσει “σοβαρά”.
Ο Ουίλι, ασθμαίνοντας, του αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ότι ο μικρός είναι μηχανή, κινείται συνέχεια και είναι δυνατός σαν ταύρος. Ήταν η σημαντικότερη -μέχρι τότε- στιγμή στην καριέρα του Κάσιους Κλέι, διότι, χωρίς να το ξέρει, είχε μόλις ξεκινήσει η καριέρα του ως πυγμάχος.
Ο Νταντί τον ανέλαβε αμέσως, τον προπόνησε σκληρά, του έμαθε μυστικά, τακτικές, τον οδήγησε σε ένα ρεκόρ 100 νικών και μόλις οκτώ ηττών σε έξι χρόνια.
Μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960, ο Κλέι είχε ήδη δύο Πρωταθλήματα Golden Gloves («GG», όπως τον φώναζαν μικρό) κι ακόμα δύο των ερασιτεχνικών αθλητικών ενώσεων των ΗΠΑ.
Γύρισαν μαζί όλη την Αμερική, αν δεν ήταν στο ρινγκ, θα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο για να φτάσουν σε κάποια από τις πόλεις όπου επρόκειτο να διεξαχθεί ο αγώνας.
Στη Ρώμη έφτασαν μαζί, μετά από τεράστιο αγώνα του αστυνόμου Μάρτιν και του ίδιου του Νταντί προκειμένου να τον πείσουν να μπει στο αεροπλάνο.
Ο Μάρτιν διηγήθηκε αργότερα ότι όλη την πτήση την έβγαλε φορώντας αλεξίπτωτο, προσευχόταν καθ’ όλη τη διάρκειά της, έμοιαζε με ένα φοβισμένο άβουλο γίγαντα, καταδικασμένο να χάσει.
Ακολούθησαν τέσσερις νίκες και το μετάλλιο. Τότε ήταν ακόμη στα μεσαία βάρη, το μετάλλιο ήταν το Χρυσό και το κατέκτησε στην κατηγορία των 80 κιλών κόντρα στον αριστερόχειρα Πολωνό, Ζμπίγκνιεφ Πιερτσικόφσκι.
Ο Κλέι επέστρεψε θριαμβευτής στο Λούισβιλ, τον περίμεναν 300 συντοπίτες του στο αεροδρόμιο, εκεί είπε το πρώτο του ποίημα: «To make America the greatest is my goal. So I beat the Russian and I beat the Pole. And for the USA won the Medal of Gold. Italians said “You’re greater than the Cassius of old”».
Πλέον ήταν Ολυμπιονίκης, κάτοχος του Χρυσού μεταλλίου με το «USA» γραμμένο στο στήθος, και νόμιζε ότι μπορούσε να λέει ό,τι θέλει.
Ήταν μόλις 18 ετών, το επαγγελματικό μποξ εξακολουθούσε να τον αγνοεί, είχε πάρα πολλά να αποδείξει, εάν ήθελε να συμμετάσχει στο “κλαμπ των μεγάλων”.
Χρειάστηκε η βοήθεια 11 τοπικών επιχειρηματιών της πόλης που έπεισε κυρίως ο Νταντί, ένα πρώιμο είδος σπόνσορα που ονομάστηκε Louisville Sponsorship Group, και ο Κλέι έδωσε τον πρώτο του επαγγελματικό του αγώνα εναντίον του Τάνει Χάνσακερ, ενός αστυνομικού από τη Δυτική Βιρτζίνια.
Μέχρι τον Απρίλιο του 1961 είχε ήδη δώσει πέντε αγώνες, τους είχε νικήσει όλους.
Εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται όπως και στο υπόγειο του γυμναστηρίου, χλεύαζε, κορόιδευε, έλεγε πάντοτε τα ποιηματάκια του που ήταν μέρος του φολκλόρ για το -λιγοστό- κοινό που παρακολουθούσε τους αγώνες πληρώνοντας το εισιτήριο.
Από τον έκτο αγώνα, εναντίον του Λαμάρ Κλαρκ, άρχισε να προκαλεί, λέγοντας και την ακριβή στιγμή του νοκ άουτ, το γύρο, τον τρόπο, όλα.
To trash talk του Κλέι άρχισε να γίνεται γνωστό στον κόσμο της πυγμαχίας, η αποφασιστική στροφή για να αποκτήσει φήμη ήταν ο wrestler «Gorgeous» Τζορτζ Βάγκνερ, ο οποίος σε ένα ραδιοφωνικό σόου -ούτε λίγο ούτε πολύ- είπε πως πολύς κόσμος θα πλήρωνε για να δει κάποιον να βουλώνει το στόμα στον αναιδή Κλέι. Στην επόμενη εμφάνιση του Βάγκνερ, πάνω από 15.000 κόσμος ήταν εκεί και “απαιτούσε” να δείρει τον Κλέι. Σημείωση: ο Βάγκνερ ήταν λευκός…
Ο Κάσιους “έπαιξε” έξυπνα με τα τότε media, στο μεθεπόμενο αγώνα του Βάγκνερ ήταν ανάμεσα στο πλήθος, δεν υπήρχε άδειο κάθισμα ούτε για δείγμα.
Η συμπεριφορά του εξόργιζε το κοινό, τους διοργανωτές, τους συναθλητές. Εξακολουθούσε να προβλέπει το γύρο που κέρδιζε (και να πέφτει μέσα), ξεκίνησε μια τεράστια κουβέντα για το κατά πόσο όλο αυτό ήταν στημένο για να βγαίνουν χρήματα ή ένα κόλπο της μαφίας που τότε ήλεγχε το μποξ στις ΗΠΑ, ειδικότερα μετά τη νίκη στις 15 Νοεμβρίου του 1962 στο Λος Άντζελες εναντίον του Άρτσι Μουρ, η οποία καλύφθηκε και τηλεοπτικά.
Ο Κάσιους είχε δηλώσει ότι ο Μουρ θα πέσει στον τέταρτο γύρο, έτσι κι έγινε.
Το πλήθος αλαλάζον άκουσε τον Κλέι να εκφωνεί ένα ακόμα ποίημα: «And over the years, 17 out of 21 of my predictions came true. That’s a miracle. I don’t know how I did it. I started making predictions to sell tickets and my predictions started coming true».
Το τελευταίο ωστόσο που απασχολούσε τον Κλέι πια ήταν το επικοινωνιακό παιχνίδι με τα media και το κοινό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το στρατιωτικό σχέδιο της «λοταρίας» ήταν ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή για το σύνολο των ανδρών στις ΗΠΑ.
Όλοι καταχωρούνταν στην ηλικία των 18, έμπαιναν σε κλήρωση και, εάν κληρώνονταν, καλούνταν να υπηρετήσουν. Σε μια από εκείνες τις «λοταρίες» προέκυψε η ταξινόμηση του κωδικού «Clay 1-A». Αυτό σήμαινε ότι ο Κάσιους είχε κληρωθεί στο “draft”, ως έχων ιδανική φυσική κατάσταση και έτοιμος για υπηρεσία στην πρώτη γραμμή.
Κλήθηκε να περάσει τα ψυχολογικά τεστ, απέτυχε οικτρά. Οι ειδικοί διέγνωσαν διαταραγμένη προσωπικότητα με εμμονικές τάσεις μεγαλομανίας και επανάληψη μιας ιδεατής κατάστασης που συνοψίζεται στο ότι το «αντικείμενο ισχυρίζεται πως είναι ανίκητο».
Πριν καν γίνει γνωστός ως «Μοχάμεντ Άλι», ο Κάσιους Κλέι πίστευε πως ήταν ανίκητος, πως ήταν ο καλύτερος. Το καυχιόταν σε κάθε ευκαιρία, έφτιαχνε έμμετρο λόγο και το τραγουδούσε από μικρός στον αδελφό του, στη γειτονιά, παντού.
Ο αδελφός του, ο Ρούντι, κατέθεσε πως, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν απέφευγε απλώς τις πέτρες, όταν έπαιζαν μικροί, του περιέγραφε και τον τρόπο, προέβλεπε πότε θα του πετάξει την πέτρα, πώς, ποιο σημείο του σώματος θα σημαδέψει. Αυτό έκανε και στην πυγμαχία.
Δεν υποσχόταν μόνο μεγάλες νίκες, τρομερά νοκ άουτ, δήλωνε εκ των προτέρων και το γύρο που θα το κάνει, περιέγραφε, πριν καν ξεκινήσει ο αγώνας, το πώς ακριβώς θα κερδίσει τη μάχη. Ο τρόπος του και η σιγουριά του εξόργιζαν τον αδερφό του, ακριβώς όπως εξόργιζαν στην αρχή και τον κόσμο του μποξ, ακριβώς όπως έβγαζαν εκτός εαυτού και το κοινό που είχε συνηθίσει διαφορετικά μέχρι τότε. Κανένας άλλος αθλητής στα χρονικά δεν υπήρξε τόσο αναιδής, κανείς άλλος δεν το έκανε όπως αυτός και στο μέλλον.
Στην αρχή, κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, λίγοι έδιναν σημασία στα λόγια του. Ο Κλέι ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1960, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Από εκεί και πέρα, επί μια τετραετία κατατρόπωσε και ισοπέδωσε κάθε αντίπαλο στο διάβα του, προβλέποντας το πώς, το γιατί και το πότε.
Ακόμα και τότε κανείς δεν θεωρούσε ότι “στο μποξ που μετράει”, δηλαδή στο επαγγελματικό και φανταχτερό μποξ των ΗΠΑ, θα κατορθώσει να γίνει «Πρωταθλητής κόσμου», όπως αρέσκονται να λένε οι Αμερικανοί.
Τον Ιούνιο του 1963 ο Κλέι πήγε στο Λονδίνο, αναζητώντας τη 19η συνεχόμενη νίκη του. Τον υποδέχτηκε ένα πλήθος 55.000 ανθρώπων για να τον δει στη μάχη εναντίον του Χένρι Κούπερ, «του Χένρι μας», όπως έγραφαν οι «Times» για τον πυγμάχο-ήρωα της εργατικής τάξης του Λονδίνου.
Ο Κλέι αδιαφόρησε κι αποφάσισε να δείξει στην Αγγλία ότι δεν υπάρχουν ήρωες. Μπήκε στο ρινγκ τυλιγμένος σε μια κόκκινη ρόμπα κεντημένη με τη φράση «Cassius the Greatest».
Πριν από εκείνον τον ιστορικό αγώνα, είχε δώσει μια -το λιγότερο- τολμηρή συνέντευξη στο «Sports Illustrated» με τίτλο «ο Κάσιους εισβάλλει στη Βρετανία». Ήταν το πρώτο του εξώφυλλο στο σημαντικότερο αθλητικό περιοδικό των ΗΠΑ, ακολούθησαν ακόμα 38 φορές που η εικόνα του τυπώθηκε στο ιλουστρασιόν χαρτί και ήταν στο εξώφυλλο του περιοδικού.
Ο Κλέι επέστρεψε στην Αμερική μετά από εκείνον τον αγώνα, με νίκη στον πέμπτο γύρο, με εμφατικό νοκ άουτ του δύσμοιρου Χένρι Κούπερ, ο οποίος έμεινε στο έδαφος ανήμπορος να σηκωθεί, έστω να πλησιάσει στα σχοινιά. Το είχε περιγράψει έτσι ακριβώς σε εκείνη τη συνέντευξη που οι Άγγλοι θεώρησαν προσβλητική: πέμπτος γύρος, νοκ άουτ, αντίπαλος διαλυμένος.
Ο κόσμος ξεκίνησε να απορεί πλέον, σύμπτωση επαναλαμβανόμενη έπαυε να είναι σύμπτωση, 19 νίκες-15 νοκ άουτ. Μήπως τελικά αυτός ο arrogant τύπος είναι ο επόμενος Παγκόσμιος Πρωταθλητής; Δεν ήταν -τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτό- κάτι τόσο γήινο, τόσο απτό, τόσο μικρό.
Παγκόσμιος Πρωταθλητής με νέο όνομα
Οκτώ μήνες μετά από τον αγώνα στο Λονδίνο και τον ξυλοδαρμό του Κούπερ, ο Κλέι αντιμετώπισε τον Τσαρλς «Σόνι» Λίστον για τον παγκόσμιο τίτλο βαρέων βαρών.
Η καριέρα του «Σόνι» ήταν ένα εκρηκτικό μείγμα “εκπαίδευσης” σε καβγάδες στα μπαρ και στεγνού, ξερού “ξύλου” με αστυνομικούς, είτε μέσα είτε έξω από τη φυλακή. Ήταν ένας θηριώδης τύπος με 19 συλλήψεις στο ενεργητικό του, είχε δείρει μέχρι και δύο ιερείς στη φυλακή, είχε διαπράξει ένοπλες ληστείες, έλιωνε οποιονδήποτε έβρισκε στο δρόμο του.
Ο Κλέι αδιαφόρησε. Καυχήθηκε και πάλι ότι ο Λίστον ολοκλήρωσε τη διαδρομή του στην πυγμαχία, είναι ο τέως Παγκόσμιος Πρωταθλητής, απλώς δεν το ξέρει ακόμη. Ελάχιστοι συμφώνησαν, ο «Σόνι» Λίστον ήταν το μεγάλο φαβορί, ο άνθρωπος που θα προσγείωνε τον πολυλογά που “τόλμησε” να κάνει το challenge.
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 το Miami Beach Convention Center δεν ήταν καν γεμάτο.
Μόνο 8.000 άνθρωποι κάθισαν στα καθίσματα του συνεδριακού κέντρου, κι εκείνοι πιο πολύ παρακινούμενοι από το ατέρμονο trash talk των δύο πυγμάχων που κρατούσε για μήνες ολόκληρους πριν τον αγώνα, με χαρακτηριστικότερη στιγμή την παρέμβαση του Κλέι στο Λας Βέγκας τον Ιούλιο του ’63, όταν άρπαξε το μικρόφωνο απ’ τον εκφωνητή Χάουαρντ Κόζελ και φώναξε ότι ο αγώνας ήταν μια ντροπή για την πυγμαχία και ότι Πρωταθλητής είναι ο ίδιος και όχι η κακάσχημη τριχωτή αρκούδα, ο «Σόνι» Λίστον.
Ο Λίστον ήταν ο κλασικός τύπος που έχουμε στο νου όταν σκεφτόμαστε εκτελεστή της μαφίας. Για την ακρίβεια ήταν ακριβώς αυτό, μπράβος της μαφίας.
Οι αντίπαλοί του είχαν να το λένε ότι μόνο μία φορά είχαν δει φόβο στο βλέμμα του, πριν δεχθούν την τελευταία και καθοριστική γροθιά για το νοκ άουτ, όταν ο Λίστον φοβόταν ότι μπορεί να τους σκοτώσει. Το χέρι του, οι δικέφαλοί του ήταν διπλάσιοι σε μέγεθος από του Κλέι, παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά κοντύτερος (1.84μ.) από τον Κάσιους, ζύγιζε 102 κιλά. ο Κλέι, με ύψος 1.91μ., “μόλις” 97.
Κι όμως, ο Κλέι ήταν πιο αυθάδης από ποτέ. «όγδοος γύρος, για να σας αποδείξω ότι είμαι ο καλύτερος».
Ο γιατρός του αγώνα, ο οποίος τον εξετάζει πριν βγει στο ρινγκ, δεν δίνει την άδεια να αγωνιστεί. Έχει 120 παλμούς το λεπτό, είναι σε φρενήρη κατάσταση, δεν μπορεί να μείνει καν στο έδαφος!
«Επέπλεε σαν πεταλούδα, τσιμπούσε σαν μέλισσα», θα πει ο cornerman Ντρου «Μπαντίνι» Μπράουν που τον προπονούσε. «Float like a butterfly, sting like a bee».
Δεν ήταν απλώς ένα σύνθημα, μια ατάκα. Ήταν ολόκληρη η στρατηγική του αγώνα, η μέθοδος της επικράτησης.
Ο αγώνας Κλέι-Λίστον δεν κράτησε πολύ. Ο «Σόνι» αφ’ ενός ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος, αφ’ ετέρου είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του. Για τέσσερις γύρους, ο «Σόνι» γυρνούσε στο ρινγκ ζαλισμένος, αποσβολωμένος από την πεταλούδα που επέπλεε και τη μέλισσα που τον τσιμπούσε.
Μέχρι που στη διακοπή ο Κλέι φτάνει στη γωνία του και λέει ότι δεν βλέπει. Κυριολεκτικά δεν βλέπει, έχει χάσει το φως, τα μάτια του τα νιώθει να καίγονται.
Ο προπονητής του, Άντζελο Νταντί, βούτηξε το σφουγγάρι στο νερό, το τοποθέτησε στο μέτωπο και τα μάτια του Κλέι, μετά το ακούμπησε και στα δικά του. Το σφουγγάρι έκαιγε, τσουρούφλισε τα μάτια του έκπληκτου Νταντί. Είτε το πρόσωπο είτε τα γάντια του «Σόνι» είχαν κάποιο είδος αλοιφής που προκαλούσε εγκαύματα, κάποια σκόνη, κάποιο σπρέι, σίγουρα ήταν κάτι.
Σε δευτερόλεπτα όμως θα ακουγόταν το καμπανάκι, δεν υπήρχε χρόνος, οπότε ο Νταντί άρπαξε τον Κλέι από τα μάγουλα και του φώναξε να τρέξει. Να τρέξει πάνω στο ρινγκ και να μην αφήσει τον «Σόνι» να τον ξανακουμπήσει.
Σχεδόν τον έσπρωξε μέσα και τότε έγινε το θαύμα. ο Κλέι άρχισε να χορεύει, να περπατάει ανάποδα, να τρέχει στις μύτες σαν χορευτής. Έναν ολόκληρο γύρο σχεδόν πετούσε στο ρινγκ, αποφεύγοντας κάθε γροθιά, κάθε επαφή με τον Λίστον. Ο ιδρώτας και τα δάκρυα καθάρισαν τα πυρρακτωμένα μάτια του, πλέον μπορούσε να δει.
Ο έκτος γύρος ήταν σαν ξεκίνημα από την αρχή. Μόνο που αυτή τη φορά η οργή του Κλέι ήταν Θεία. Ένα μπαράζ χτυπημάτων, ένα μιξ από αριστερά hooks και δεξιά uppercuts σε συνδυασμό με “το πέταγμα της πεταλούδας” ισοπέδωσαν τον Λίστον.
Όταν ήχησε το καμπανάκι του έβδομου γύρου, ο «Σόνι» έμεινε καρφωμένος στη γωνία του, θρονιασμένος στην καρέκλα του. «Αισθάνομαι τον ώμο μου σπασμένο, πονάω αφόρητα». Ο γιατρός το επιβεβαίωσε.
Ο Λίστον είχε πάθει ρήξη τένοντα, δεν ξανασηκώθηκε να παλέψει. Ο μύθος λέει ότι ήταν καλά, πως ο ώμος του ήταν εντάξει. Πρώτη φορά στη ζωή του όμως φοβήθηκε, πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι θα πέσει. Και θα πέσει άσχημα.
Ο πληγωμένος του εγωισμός τον οδήγησε στο forfait, παραδόθηκε, προτίμησε να ρίξει λευκή πετσέτα.
Στην άλλη άκρη του ρινγκ μόνο κραυγές: «I am the king. The king of the world»!
Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ ήταν πλέον Παγκόσμιος Πρωταθλητής βαρέων βαρών, είχε μόλις ξεκινήσει μια νέα εποχή. Την επόμενη ημέρα, 26 Φεβρουαρίου, ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής ανακοίνωσε στον έκθαμβο Τύπο ότι ο Κάσιους Κλέι δεν υπάρχει πια. Το επώνυμό του ήταν όνομα σκλάβων που οι ιδιοκτήτες έδωσαν στους προγόνους του, το όνομά του είναι «Cassius X». Πρόσθεσε ότι είναι μέλος του Έθνους του Ισλάμ, μιας θρησκείας για την οποία οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή γνώριζαν ελάχιστες λεπτομέρειες, και στον επόμενο αγώνα του συστήθηκε κανονικά με το όνομα που του έδωσε ο ηγέτης: «Muhammad Ali», το οποίο σημαίνει «Αξιέπαινος Ένας». Ο Άλι θα δώσει στην Αμερική και σε ολόκληρο τον κόσμο πολλά περισσότερα από έναν μποξέρ. Θα δημιουργήσει το δικό του μύθο, θα γίνει η πιο αμφιλεγόμενη, αξέχαστη, σημαντική προσωπικότητα στην ιστορία του μποξ, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η δήλωση για το Ισλάμ δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το στρατό όπως αναμενόταν. Αμέσως από 1-Α, υποβιβάστηκε στην κατηγορία των 1-Υ, πολύ μακριά από τους άμεσα στρατεύσιμους και “ιδανικούς” στρατιώτες.
Διατάχθηκε έρευνα, κυκλοφόρησε εντέχνως στον Τύπο η έκθεση για το δείκτη νοημοσύνης του. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής ήταν διανοητικά καθυστερημένος!
«Ποτέ δεν είπα ότι είμαι ο εξυπνότερος, τόσον καιρό σας λέω απλώς ότι είμαι ο καλύτερος», αστειεύτηκε ο Μοχάμεντ Άλι.
Στην ίδια έκθεση υπήρχε και το πλήρες χρονικό σχετικά με τη στροφή του στο Ισλάμ: κρυφά ήδη από τα 19 του χρόνια, σε μια έκθεση στη Φλόριντα, ο Κλέι συμμετείχε στο Έθνος του Ισλάμ, επισκεπτόταν το τζαμί, “άλλαξε” και τον αδελφό του που επίσης είχε αλλάξει το όνομά του σε «Ραχμάν Άλι».
Η Αμερική, η “λευκή Αμερική” για την ακρίβεια, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το Έθνος του Ισλάμ δεν είναι ακριβώς η “ορθόδοξη μουσουλμανική θρησκεία” που νόμιζαν οι περισσότεροι. Η αίρεση συνδύαζε τον ισλαμισμό και τον αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων, «κάθε λευκός είναι ο Διάβολος που βασανίζει τον μαύρο», ο οποίος όφειλε να ξεσηκωθεί και να αποτινάξει το λευκό ζυγό, ακόμα και διά της ωμής βίας.
Όσο κυλούσε ο χρόνος, ολοένα και πλήθαιναν οι πληροφορίες, το Έθνος του Ισλάμ ήθελε μια πολιτεία ή επικράτεια δική του, χωρίς πολίτες που διαφωνούν με τις επιταγές του προφήτη, υποστήριζε μια εναλλακτική θεωρία δημιουργίας, βασιζόμενη στη φυλετική διάκριση.
Πάνω από 6.600 χρόνια πριν, ένας εξόριστος επιστήμονας στην Πάτμο, ονόματι Γιακούμπ, υποστήριξε τον πρώτο αγώνα εναντίον των λευκών και την αναγκαιότητα εκδίκησης. Οι πιστοί του Έθνους του Ισλάμ ήταν πεπεισμένοι πως το τέλος του κόσμου πλησιάζει και θα αρχίσει με ένα διαστημόπλοιο σε σχήμα ρόδας που κινείται σε τροχιά γύρω από τη γη και την ημέρα του ο Αλλάχ θα ρίξει εκατοντάδες χιλιάδες παπύρους γραμμένους στα αραβικά ως προειδοποίηση για να σωθούν οι πιστοί. Στη συνέχεια, 1.500 αεροπλάνα θα βομβαρδίσουν όλους τους υπολοίπους και θα καταστρέψουν όλους τους άπιστους.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν εμπεριέχεται στο Κοράνι, είναι όλα γραφές και ιδέες του ιδρυτή της θρησκείας, Ουάλας Φαρντ, και του ηγέτη, Ελάιζα Μοχάμεντ, του ανθρώπου που έκανε και τον Άλι να αλλαξοπιστήσει και να ενστερνιστεί την αίρεση, του ανθρώπου που τον “βάφτισε” και με το νέο του όνομα.
Ο Άλι επηρεάστηκε βαθύτατα, οι φυλετικές διακρίσεις που είχε ζήσει στο πετσί του τον είχαν μετατρέψει σε φανατικό, ολόκληρη η αφροαμερικανική κοινότητα των ΗΠΑ άλλωστε χόρευε στους ρυθμούς του Έθνους του Ισλάμ, προεξέχοντος του πασίγνωστου εμβληματικού ηγέτη, Malcolm X.
Ο Άλι, μετά το θρίαμβο εναντίον του Λίστον, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, επισκέφθηκε κι άλλες χώρες στην Αφρική, μετατράπηκε, λόγω της δημοφιλίας του, σε πρεσβευτή της αίρεσης.
Το outing, μετά την κατάκτηση του τίτλου, συγκλόνισε την Αμερική, παρακίνησε αμέτρητους Αφροαμερικανούς στο Έθνος του Ισλάμ και έδωσε τροφή για ουκ ολίγες θεωρίες συνωμοσίας στη συνέχεια, αρχής γενομένης από τη ρεβάνς με τον «Σόνι» τον Μάιο του 1965.
Στο μεσοδιάστημα, ο Malcolm X είχε απομακρυνθεί από την αίρεση, ίδρυσε την οργάνωση Μουσουλμανικό Τέμενος και αργότερα την OAAU (Organization of Afro-American Unity), η οποία είχε έντονη δράση στο πεδίο των μαζικών κινητοποιήσεων αλλά και ροπή προς τρομοκρατικές μεθόδους.
Λίγο πριν τον αγώνα του Άλι, στις 21 Φεβρουαρίου του 1965, ο Malcolm X (ή «Μαύρος Σπάρτακος») εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Νέα Υόρκη από τρία ένοπλα μέλη του Έθνους του Ισλάμ.
Υπό το τρομερά τεταμένο κλίμα, ο Λίστον έπεσε στον πρώτο γύρο από μια γροθιά που κανείς δεν ξέρει αν τον βρήκε, πολλοί υποστήριξαν ότι φοβήθηκε αντίποινα από την OAAU, άλλοι ότι υποχρεώθηκε από τη μαφία για στοιχηματικούς λόγους να πέσει νωρίς.
Ο Άλι είχε προβλέψει και εκείνη τη νίκη στον πρώτο γύρο. Σε κάθε περίπτωση, διατήρησε τον τίτλο που ικανοποίησε το κοινό και ειδικά την κοινότητα των Αφροαμερικανών που συμμετείχε στα δύο στρατόπεδα, με τον Άλι να ξεκινά το χτίσιμο του μύθου του.
Στον επόμενο αγώνα, εναντίον του Φλόιντ Πάτερσον, εμφανίστηκε με μαρούλια και καρότα, είπε στον Τύπο ότι ο αντίπαλός του είναι ένα φοβισμένο κουνέλι, υπηρέτης των λευκών, ένας “θείος Τομ” που προσβάλει την Αφροαμερικανική κοινότητα.
Τον σφυροκόπησε για 12 γύρους, τον εξουθένωσε και τον κέρδισε με τεχνικό νοκ άουτ στο 12ο γύρο. Πολλοί είπαν ότι δεν τον είχε “τελειώσει” νωρίτερα, για να τον τιμωρήσει. Η εικόνα του εξουθενωμένου Πάτερσον να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του τα έλεγε όλα.
Ο Άλι σκόρπιζε φόβο, την ίδια στιγμή που η Αμερική μάθαινε περισσότερες λεπτομέρειες για την προσωπική του ζωή. Η έκπληξη όλων ήταν τεράστια, όταν διέρρευσε πως είχε παντρευτεί το 1964 την Σόνζι Ρόι, μετά από γνωριμία μόλις δύο εβδομάδων, μια κοπέλα κάθε άλλο παρά συμβατή με τη θρησκεία του. Με την Σόνζι χώρισαν μια διετία μετά, η επίσημη δικαιολογία ήταν πως η γυναίκα του αρνήθηκε να ασπαστεί το Ισλάμ. Λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκε τη 17χρονη Μπελίντα Μπόιντ, μουσουλμάνα, με την οποία έκαναν τέσσερα παιδιά και με την οποία επίσης χώρισαν, αλλά αρκετά χρόνια αργότερα, εξ αιτίας των κατ’ εξακολούθηση απιστιών του.
Αντιπολεμικό σύμβολο
Ακόμα και παντρεμένος με την Μπελίντα, παρουσίαζε τις φιλενάδες του ως συζύγους. Μια εξ αυτών μάλιστα, την Βερόνικα Πόρσε, όντως την παντρεύτηκε το 1977 αλλά και με εκείνη χώρισε μετά από δύο ακόμα παιδιά το 1986, χρονιά που παντρεύτηκε την τέταρτή του γυναίκα, την Λόνι Ουίλίαμς, με την οποία παρέμεινε και μέχρι το τέλος. Δεν είναι και πολύ ενδιαφέροντα όμως όλα αυτά, η ιδιωτική -και δη η ερωτική ζωή του Άλι– δεν αποτελεί αντικείμενο της αφήγησης.
Μετά το χωρισμό με την Σόνζι, επανεμφανίζεται στη ζωή του ο στρατός. Η δημόσια δήλωσή του, «εγώ δεν έχω καμία διαμάχη με τους Βιετκόνγκ», ενόσω διεξάγετο ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ένας πόλεμος που η Αμερική δεν αποδέχτηκε ποτέ, τον ξαναέκανε συμπαθή στον μέσο Αμερικανό, οι πολιτικοί διαδηλωτές και οι πασιφιστές μετέτρεψαν την τοποθέτησή του σε σύμβολο, τον ανέδειξαν σε κύριο εκφραστή του αντιπολεμικού κινήματος.
Ο στρατός, από την άλλη, έσπευσε να τον κατηγοριοποιήσει στους αντιρρησίες συνείδησης, ξεκίνησε έναν τεράστιο αγώνα περιθωριοποίησής του, προσπάθησε να τον απομακρύνει ακόμα και από την πυγμαχία.
Τέσσερις από τους πέντε αγώνες του το 1966 έλαβαν χώρα εκτός ΗΠΑ, με ελάχιστα κράτη να συναινούν στη διεξαγωγή τους. Ο Άλι βρισκόταν διωκόμενος λόγω των απόψεων και της θρησκείας του. Είχε θυμώσει πάρα πολύ, ήταν εξοργισμένος και δεν το έκρυβε. Στον αγώνα εναντίον του Έρνι Τέρελ, η οργή του μετατρέπεται σε μίσος.
Ο Τέρελ του απευθύνεται ως Κλέι, δεν αναγνωρίζει το μουσουλμανικό του όνομα, φωνάζει ότι ο Κάσιους δεν είναι πατριώτης. Ο Τέρελ φεύγει από το ρινγκ με σπασμένο το κροταφικό οστό και κατεστραμμένο το μάτι του.
Ο δημοσιογράφος που έκανε το ρεπορτάζ του ρινγκ μεταφέρει ότι, μετά από κάθε γροθιά, ο Άλι ρωτούσε με μίσος τον Τέρελ «ποιο είναι το όνομά μου, θείε Τομ;» και ότι εμφανέστατα οδήγησε τον αγώνα στον 15ο και τελευταίο γύρο, για να “σαπίσει στο ξύλο” τον αντίπαλο.
Ο ίδιος ο Τέρελ χρόνια αργότερα θα πει ότι ο Άλι τον στρίμωχνε στη γωνία και με τον αντίχειρά του πίεζε το πληγωμένο του μάτι, του έτριβε το πρόσωπο στα σχοινιά, τον χτυπούσε ανελέητα και επαναλαμβανόμενα στο ίδιο σημείο.
Ο Άλι απλώς δήλωσε ότι υπερασπίστηκε τον τίτλο του, πράγμα που επανέλαβε και με τον Ζόρα Φόλεϊ τον Μάρτιο του 1967, για ένατη συνεχόμενη φορά.
Ο στρατός εν τω μεταξύ πίεζε. Η απόφαση ήταν να επιστρατευθεί, παρά την κατάσταση του αντιρρησία, απειλήθηκε εγγράφως πως, εάν δεν παρουσιαστεί, θα αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης και πρόστιμο ύψους 10.000 δολαρίων. Του δόθηκε τελεσίγραφο, η 28η Απριλίου του 1967 ήταν η καταληκτική ημερομηνία για να παρουσιαστεί στο Χιούστον της πολιτείας του Τέξας. Ο Άλι παρουσιάζεται εν μέσω αποθέωσης από το μαζεμένο πλήθος. Στήνεται στη σειρά, όταν εκφωνείται το όνομά του παραμένει ατάραχος, ακίνητος, δεν κάνει το προβλεπόμενο βήμα προς τα εμπρός. Ο Αξιωματικός επανέλαβε το όνομα, ξανά και ξανά. Η τελετή διεκόπη, ζητήθηκε έγγραφη αναφορά για την άρνηση να υπακούσει.
Ο Άλι, εν πρώτοις, παρουσιάστηκε ως πρεσβευτής του Έθνους του Ισλάμ, δήλωσε ότι, ως Αφροαμερικανός, δεν είναι δυνατόν να συναινέσει στη δολοφονία ανθρώπων ιδίου χρώματος.
Έπειτα, κάλεσε τον Αξιωματικό να κοιτάξει τους υπόλοιπους “κληρωτούς”. Κανείς δεν ήταν Αφροαμερικανός, όλοι ήταν λευκοί, ο πόλεμος ήταν των λευκών.
Σημείωσε ότι πάνω από 150.000 άνθρωποι είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν σε αυτόν τον πόλεμο, οι περισσότεροι κυνηγήθηκαν και κατέφυγαν είτε στον Καναδά είτε στη Σουηδία για να αποφύγουν τη σύλληψη και τις κυρώσεις. Κατηγορήθηκε ως ακτιβιστής, εξτρεμιστής, κέρδισε μεν συμπάθειες από το αντιπολεμικό κίνημα αλλά και αντιπάθειες από τους ανθρώπους που θεωρούσαν την κίνησή του προσβολή στην πατρίδα.
Και στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή (όπως και σήμερα) δεν ήταν εύκολο να παίζει κανείς με αυτές τις έννοιες και αυτά τα πράγματα. Πολλοί είπαν ότι η συμπεριφορά του ήταν η συγκεκριμένη για οικονομικούς λόγους, είχε συμβάσεις εκατομμυρίων δολαρίων να τρέχουν, διαφημιστικές καμπάνιες, δημόσιες εμφανίσεις, μάρκετινγκ.
Ο Άλι ανασήκωσε τους ώμους και είπε ότι δεν κάνει βήμα πίσω, κι ας τον πάνε στο στρατοδικείο ή σε όποιο δικαστήριο θέλουν.
Πράγματι, στις 19 Ιουνίου του 1967 οδηγήθηκε στο δικαστήριο, δικάστηκε σε χρόνο ρεκόρ, κρίθηκε ένοχος σε 21 λεπτά. Η ετυμηγορία ήταν κεραυνός, πέντε χρόνια κάθειρξη και 10.000 δολάρια πρόστιμο. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Του αφαιρέθηκε το διαβατήριό του και κάθε ταξιδιωτικό έγγραφο και, λίγες μέρες μετά, η Αθλητική Επιτροπή της Νέας Υόρκης κινητοποιήθηκε άμεσα, του αφαίρεσε την άδεια πυγμαχίας, όπως έκαναν και όλες οι υπόλοιπες Πολιτείες στη συνέχεια.
Ο Άλι ήταν εγκλωβισμένος, δεν μπορούσε να αγωνιστεί ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό, αφού στερείτο ταξιδιωτικών εγγράφων. Ακολούθησε και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Πυγμαχίας που του αφαίρεσε τον τελευταίο τίτλο του. Ο Άλι είχε πάψει να είναι πυγμάχος. Μετέτρεψε τον εαυτό του σε δημόσιο ομιλητή, αμειβόταν για να δίνει διαλέξεις σε πανεπιστημιουπόλεις, σε κολέγια, σε θέατρα. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι τον άκουγαν να περνάει το αντιπολεμικό του μήνυμα, ακόμα περισσότεροι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την άρνησή του για πολιτικούς λόγους.
Επί μια τετραετία ο Άλι έπαψε να μετέχει σε πυγμαχικούς αγώνες, η καριέρα του έμεινε στάσιμη, έχασε τα πιο παραγωγικά του χρόνια ως πυγμάχος, στο απόγειο της δόξας και της σωματικής του κατάστασης ετέθη εκτός ρινγκ. Το θέμα απέκτησε τεράστιες διαστάσεις, σίγουρα μη διαχειρίσιμες από τον ίδιο τον Άλι και το entourage του. Έφτασε μέχρι το Κονγκρέσο, όπου ο Ρόμπερτ Μίσελ, γερουσιαστής του Ιλινόι, δήλωσε πως πασιφιστής και πυγμάχος είναι σχήμα οξύμωρο, «ο κύριος Κλέι θέλει να σκοτώσει τους πάντες εκτός από τους Βιετκόνγκ, κατά πως φαίνεται».
Ήταν ήδη 1969, ο Άλι γυρνούσε από στούντιο σε στούντιο, σε κάθε τηλεοπτικό πλατό η ερώτηση ήταν η ίδια, θα επιστρέψει ποτέ στο ρινγκ;
Σε μια από τις εμφανίσεις, ο Άλι παραδέχτηκε ότι, εάν τα χρήματα ήταν εξωφρενικά, θα επέστρεφε. Η απάντησή του έφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις, εξόργισε τον ηγέτη του Έθνους του Ισλάμ, Ελάιζα Μοχάμεντ, ο οποίος τον αποκήρυξε και του αφαίρεσε το μουσουλμανικό του όνομα. Ανασκεύασε, μετά από τρομερές πιέσεις του γιου του, Χέρμπερτ Μουχάμαντ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη μάνατζερ του Άλι, και η τιμωρία ανεστάλη.
Είχαν παρέλθει ήδη 43 μήνες μακριά από τα ρινγκ, όταν με μια αιφνιδιαστική απόφαση ο Δήμαρχος της Ατλάντα ήρε την τιμωρία, δίδοντας στην ουσία τη δυνατότητα στον Άλι να αγωνιστεί στην πολιτεία της Τζόρτζια. Στις 26 Οκτωβρίου του 1970 ο Μοχάμεντ Άλι επέστρεψε στο ρινγκ, πάλεψε με τον Τζέρι
Κουάρι, τον “υπ’ αριθμόν ένα” αμφισβητία του. “ΤΚΟ” στον τρίτο γύρο, διότι ο Κουάρι ήταν αδύνατον να συνεχίσει, εξ αιτίας των πληγών στο πρόσωπό του. Ο Άλι είναι πάλι εδώ, δεν έφυγε ποτέ, δεν έβγαλε ποτέ τα γάντια.
Έξι εβδομάδες αργότερα έρχεται και δεύτερη άδεια, αυτή τη φορά στην πολιτεία της Νέας Υόρκης που, μην ξεχνάμε, είχε ξεκινήσει τους αποκλεισμούς. Οι ΗΠΑ έμοιαζαν ώριμες να γίνουν λιγότερο συντηρητικές, η Αμερική είχε ξεκαθαρίσει μέσα της ότι ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ανώφελος.
Τα απολειφάδια όμως ήταν εκεί, η κρατική επιτροπή παρεμβαίνει και σταματάει την άδεια και η NAACP (National Association for the Advancement of Colored People) καταθέτει αγωγή εναντίον της.
Το σκεπτικό είναι πως η επιτροπή έχει επιτρέψει σε πάνω από 90 πυγμάχους με ποινικές καταδίκες στο παρελθόν να αγωνιστούν, ορισμένοι μάλιστα είχαν δικαστεί και ως λιποτάκτες, άλλοι για ένοπλη ληστεία μετά φόνου. Για ποιον λόγο εκείνοι μπορούσαν να πυγμαχήσουν και ο Άλι ήταν ακόμα ο παρίας;
Η υπόθεση συζητήθηκε κατά κόρον στην Αμερική, έφθασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο απεφάνθη πως παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του Άλι και πρέπει να του επιτραπεί να μετέχει σε αγώνες. Πολλοί ισχυρίζονται ότι παρενέβη ο Τεντ Κένεντι.
Σε μια κοινωνία όπως η αμερικανική είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί ή να διασταυρωθεί μια τέτοια πληροφορία.
Η μεγάλη επιστροφή
Ο Άλι κερδίζει και τον Όσκαρ Μπονανέβα στον 15ο γύρο, στο τέλος όμως δηλώνει ότι θέλει τον «Smoking Joe» που δεν ήταν άλλος από τον μεγάλο Τζο Φρέιζιερ, το «διάδοχό του», όπως τον είχαν ονομάσει Τύπος και fans.
Η Αμερική που μισούσε τον Άλι είχε πάρει το μέρος του Φρέιζιερ, έστω και εξ αντανακλάσεως, η μάχη των δύο είχε αναγορευθεί σε εθνικό θέμα. Η 8η Μαρτίου του 1971 είναι η πρώτη μητέρα των μαχών. Καλύτερο παλκοσένικο από το Madison Square Garden στο «Μεγάλο Μήλο» δεν υπήρχε, πάνω από 300 εκατ. άνθρωποι ζούσαν και περίμεναν αυτόν τον αγώνα. Οι μπουκ έδιναν τον Φρέιζιερ ελαφρώς φαβορί, ο Άλι απτόητος δηλώνει ότι θα κερδίσει στον έκτο γύρο. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που αναμετρώνται δύο αήττητοι: ένας πρώην Πρωταθλητής που έκανε το μεγάλο come back από την απραξία και ο εν ενεργεία Πρωταθλητής. Ήταν η μάχη του αιώνα.
Ο Άλι ήταν ελαφρώς πιο αργός σε σχέση με τον μποξέρ που γνώριζε ο κόσμος, ο Φρέιζιερ άντεξε και στον έκτο γύρο, η ενέργειά του ήταν απίστευτη, αστείρευτη, τα χτυπήματά του σχεδόν χειρουργικά. Οι δύο πυγμάχοι καταθέτουν την ψυχή τους, είναι πραγματικά ισότιμοι μέχρι τον 14ο γύρο.
Ο Φρέιζιερ όμως έκανε την τελευταία αντεπίθεση, μέχρι που κατάφερε και το αδιανόητο (knock down) και κέρδισε με ομόφωνη απόφαση των κριτών. Πάταγος!
Είναι η πρώτη ήττα στα χρονικά για τον μεγάλο Μοχάμεντ Άλι, η πίκρα της οποίας μετριάζεται από την ομόφωνη απόφαση του Supreme Court σχετικά με την άρνησή του να καταταγεί.
Με ψήφους 8-0 το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο Άλι αρνήθηκε να υπηρετήσει λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και μια υπόθεση που τον έφθειρε πάρα πολύ ψυχολογικά είχε αίσιο τέλος.
Η εξέλιξή του σε σύμβολο
Πλέον στο μυαλό του είχε μόνο την εκδίκηση, επί μια διετία διέλυσε και τους 10 που τόλμησαν να τον αντιμετωπίσουν και περίμενε στωικά τη σειρά του για τη μεγάλη ρεβάνς.
Στις 31 Μαρτίου του 1973 όμως, σε ηλικία 31 ετών, δέχεται το δεύτερο πλήγμα στον εγωισμό του. χάνει στο 10ο γύρο από τον Κεν Νόρτον, ο οποίος του έχει σπάσει το σαγόνι από το δεύτερο γύρο με μια τρομακτική γροθιά. Η λύσσα του Άλι τον έκανε να αγωνιστεί για οκτώ γύρους με σπασμένο σαγόνι και αφόρητους πόνους, αλλά δεν απέφυγε την ήττα.
Η ζημιά ήταν τόσο μεγάλη που χρειάστηκε ένα εξάμηνο ανάρρωσης, πλέον στο πρόγραμμα δεν είχε μόνο τον Φρέιζιερ, είχε και τον Νόρτον. Διεκπεραίωσε στο 12ο γύρο και, πιο θυμωμένος από ποτέ, περίμενε τη συνάντηση με τον Φρέιζιερ.
Παρόλο που ο Τζο είχε ήδη απολέσει τον τίτλο από το μεγάλο Τζορτζ Φόρμαν, ο αγώνας του με τον Άλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κάτι σαν “ξεκαθάρισμα”.
Δεν πάλεψαν για το κοινό ή για τον Τύπο, η μάχη ήταν αυστηρά προσωπική, με πολλή ένταση, προσβολές εκατέρωθεν, καβγάδες ακόμα και on air, όπως εκείνο το -σχεδόν- “ξύλο του δρόμου” στην εκπομπή του Χάουαρντ Κοζέλ, το οποίο τους ελάφρυνε από 5.000 δολάρια έκαστο.
Ο Άλι κέρδισε, ήταν από τις λίγες φορές που το έκανε μόνο για τον εαυτό του, ήταν η δεύτερη ευκαιρία του και ήξερε ότι τρίτη δεν επρόκειτο να υπάρξει. Γι’ αυτό και η εικόνα του στη γωνία του ρινγκ να προσεύχεται με τα γάντια ενωμένα και υψωμένα συγκίνησε τους οπαδούς του.
Μπροστά του όμως είχε τη μεγάλη πρόκληση. Μια πρόκληση πραγματικό θηρίο, ο Φόρμαν ήταν ένας οδοστρωτήρας ύψους 193 εκατοστών, μια μηχανή ικανή να σκοτώσει.
Ο μάνατζερ του Άλι, Χέρμπερτ Μοχάμεντ, έπρεπε να κάνει το ακατόρθωτο και ως contender να βρει πόρους και σπόνσορες ύψους 5 εκατ. δολαρίων, απλώς και μόνο για να κλειστεί ο αγώνας. Ήταν αδύνατον να μαζευτεί το ποσό, οι ΗΠΑ δεν υπήρχε περίπτωση να καλύψουν το event.
Την αποστολή αυτοκτονίας ανέλαβε ο Ντον Κινγκ, έκτοτε βασιλιάς όνομα και πράγμα του παγκόσμιου μποξ, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση από την Κυβέρνηση του Ζαΐρ (!) ύψους 10 εκατ. δολαρίων, πέντε για κάθε πυγμάχο.
Επινόησε μάλιστα και έναν τρελό τίτλο για τον αγώνα, μια φράση που έμεινε στην ιστορία, «Rumble in the Jungle».
Εκείνη την εποχή το Ζαΐρ κατηγορείτο από τον ΟΗΕ για βαρύτατες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, το παρασκήνιο του αγώνα έχει πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές προεκτάσεις, δεν ήταν απλώς ένας αγώνας μποξ, το Ζαΐρ μέσω αυτού προσπαθούσε να “αποκαταστήσει” τρόπον τινά τη φήμη ενός ολόκληρου λαού.
Ο Κινγκ, στον ενθουσιασμό του και στην αναζήτηση νέων (επικερδών) εμπορικών συμφωνιών, υποπίπτει στο πρώτο σοβαρό παράπτωμα. Κυκλοφορεί μια αφίσα που γράφει «From the slave ship to the championship» («Από το πλοίο της σκλαβιάς μέχρι το πρωτάθλημα») και εξαγριώνει το Δικτάτορα Μομπούτου Σέσε Σέκο, ο οποίος απειλεί να τινάξει τον αγώνα στον αέρα και τον ακυρώνει, μετά την απίστευτη δήλωση και του Άλι πως όποιος υποστηρίζει τον Φόρμαν και ταξιδέψει στο Ζαΐρ θα καταλήξει βραστός στην κατσαρόλα του Προέδρου Μομπούτου και θα φαγωθεί.
Απειλείται διπλωματικό επεισόδιο, ο Κινγκ τρέχει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, ο Υπουργός Εξωτερικών του Ζαΐρ αποστέλλει διάβημα απαιτώντας αποκατάσταση της αλήθειας, «οι κάτοικοι του Ζαΐρ δεν είναι κανίβαλοι».
Ο Μομπούτου πείθεται μετά από κάποιες (επικερδέστατες) εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, το κλίμα εξομαλύνεται και το «Rumble in the Jungle» θα διεξαχθεί κανονικά.
Ο Φόρμαν είναι το μεγάλο φαβορί, έχει ρεκόρ 40-0, οι 37 του νίκες μάλιστα είναι με νοκ άουτ, μόνο τρεις αντίπαλοι άντεξαν έναν ολόκληρο αγώνα εναντίον του.
Καταφθάνει στο Ζαΐρ γεμάτος αυτοπεποίθηση, κλείνεται στη βίλα του, όπου έχει πρόσβαση, πλην των συνεργατών και του entourage του, μόνον ο Μομπούτου.
Ο Άλι, από την άλλη, συμπεριφέρεται ως συνήθως. Μάλιστα, είναι ακόμα πιο κοινωνικός και πιο προσιτός στον κόσμο, γυρνάει με το αυτοκίνητο στους δρόμους του Ζαΐρ και χαιρετά τους πάντες, κάνει αβανταδόρικες δηλώσεις, όπως ότι «αυτήν τη χώρα τη συντηρούν 28 εκατ. άνθρωποι, κανένας από αυτούς δεν είναι λευκός».
Αντιθέτως, ο Φόρμαν εν αγνοία του έχει γίνει αντιπαθής, αφού έχει μεταφέρει στο Ζαΐρ και τα δύο του σκυλιά, δύο θηρία ίδια με τα σκυλιά που χρησιμοποιούσε η “αστυνομία των λευκών”, όταν το Ζαΐρ βρισκόταν ακόμη υπό βελγική κατοχή και ονομαζόταν Κονγκό.
Οι ντόπιοι είναι τόσο ένθερμοι υποστηρικτές του Άλι, ώστε κυκλοφορεί και το σύνθημα «Ali, bomaye!», το οποίο σημαίνει κυριολετικά «Άλι, σκότωσέ τον!».
Ο Άλι αντιλήφθηκε το momentum, έγινε ακόμα πιο προσιτός, έβγαινε να τρέξει στις γειτονιές, επισκεπτόταν χωριά, χαιρετούσε κάθε Ζαϊρινό που τον έβλεπε ως προσωποποίηση της μαύρης δύναμης έναντι στο λευκό καθεστώς. Ο Φόρμαν, αντιλαμβανόμενος το κακό κλίμα, κατορθώνει και αναβάλει τη μονομαχία, επισήμως τραυματίζεται στο μάτι μια εβδομάδα πριν τον αγώνα και από τις 25 Σεπτεμβρίου το «Rumble in the Jungle» μετατίθεται για τις 30 Οκτωβρίου. Η μάχη έχει προγραμματιστεί για τις 04.00, λόγω της διαφοράς ώρας με τις ΗΠΑ, το προϊόν πωλείται στην καλωδιακή που τριπλασιάζει τις πωλήσεις της και το πηγαίνει στην prime time ζώνη.
Ο Άλι, ο οποίος προσφωνεί τον Φόρμαν αποκλειστικά ως «άσχημη μούμια από το Τέξας», κυκλοφορεί ήδη το ποιηματάκι του: «I got a punch for George. It’s called the ghetto-whopper and the reason it’s called the ghetto-whopper is because it’s thrown in the ghetto at three o’clock in the morning, when me and George are gonna fight».
Παρά την αντιστροφή του κλίματος, οι μπουκ δίνουν ακόμη 3 προς 1 τον Φόρμαν, θεωρείται πιο πλήρης, πιο δυνατός, πιο “κακός”, σε φόρμα. Το χάραμα του αγώνα καταφθάνει, στο γήπεδο βρίσκονται 60.000 άνθρωποι που από το πρώτο λεπτό κραυγάζουν συνθήματα υπέρ του Άλι.
Το στάδιο Tata Raphael στην Κινσάσα δεν έχει ξαναζήσει -και ούτε πρόκειται- τόσο φανατισμό και τόση φασαρία. Ο κόσμος ούρλιαζε, με το πρώτο “γκονγκ” έδωσε φτερά στα πόδια του Άλι που αποζημίωσε το κοινό του κερδίζοντας τον πρώτο γύρο.
Μετά το δεύτερο καμπανάκι όμως, ο Φόρμαν πέρασε στην αντεπίθεση. Στρίμωξε τον Άλι στα σχοινιά, σόκαρε τους πάντες με τη λύσσα και την προσήλωσή του στο στόχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από ένα εμφατικό νοκ άουτ.
Ο κόσμος ούρλιαζε στον Άλι να μη σταματήσει να κινείται, διότι, εάν τον “βρει καλά” μια από τις γροθιές του Φόρμαν, θα σωριαστεί στο έδαφος. Κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ο Φόρμαν είχε πέσει στην παγίδα του Άλι που σκόπευε να εξαντλήσει τον αντίπαλό του, φθείροντάς τον με επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στο σώμα, ενώ εκείνος αναζητούσε τη “μεγάλη γροθιά” που θα τον έριχνε νοκ άουτ.
O Άλι, από το δεύτερο γύρο και μέχρι τον όγδοο, εξάντλησε τον Φόρμαν. Κινείτο επί τούτω κοντά στα σχοινιά και τις γωνίες, δεχόταν ξύλο αδιαμαρτύρητα, αφήνοντας “εύκολα” χτυπήματα. Στον όγδοο γύρο, ο Φόρμαν αστοχεί με το δεξί, η απάντηση είναι πέντε συνεχόμενα χτυπήματα με κινηματογραφική ταχύτητα. Πιθανόν να μην είχε ξαναχτυπήσει τόσο γρήγορα στην καριέρα του ο Άλι.
Ήταν απίστευτο, ένας άνθρωπος που είχε σφυροκοπηθεί τόσο έντονα επί επτά γύρους να έχει τέτοιες δυνάμεις.
Ο Φόρμαν, στην πέμπτη γροθιά, πρόλαβε απλώς να διασταυρώσει το βλέμμα του με εκείνο του αντιπάλου του. Σωριάστηκε εκκωφαντικά στο έδαφος, δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί. Νοκ άουτ, ο Άλι είναι και πάλι Παγκόσμιος Πρωταθλητής.
Ξέσπασε μια πολύ δυνατή βροχή, το προσωπικό του Μοχάμεντ Άλι ξεκίνησε άρον άρον μετά τις 05.00 για τα βάθη της ζούγκλας.
Στο δρόμο να τρέχουν άνθρωποι μέσα στη βροχή, με τα παιδιά τους στους ώμους, με δάκρυα στα μάτια που μπλέκονταν με τις στάλες της καταιγίδας, έδειχναν το αυτοκίνητο του Άλι, δημιούργησαν μια πομπή μέχρι το N’Zele, τρέχοντας μαζί με το αυτοκίνητο, κουνώντας κλαδιά από φοίνικες, το σκηνικό έμοιαζε με την πομπή του Χριστού στην επιστροφή στα Ιεροσόλυμα.
Ο Άλι, εξαντλημένος και κατάκοπος, δεν μπορούσε να ψελλίσει λέξη. Ήταν απόλυτα ήρεμος, θυμάται ο προσωπικός του γιατρός, Φέρντι Πατσέκο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν βροντοφώναζε ο ίδιος ότι είναι «ο καλύτερος», το αποδείκνυε ο απλός κόσμος, ένα κοινό που συμμεριζόταν τις ανησυχίες του, τον αγώνα του, τις καταβολές του και τα προσωπικά του βιώματα.
Εκείνη η πομπή από την Κινσάσα μέχρι τα βάθη της ζούγκλας τον άλλαξε και ως άνθρωπο, μετρίασε το θυμό του, τον έπεισε να αφήσει το φανατικό Έθνος του Ισλάμ και να γίνει μουσουλμάνος Σουνίτης. Άλλωστε και ο Ελάιζα Μοχάμεντ είχε πεθάνει, το Έθνος θα έσβηνε με την ίδια ταχύτητα που εκτινάχθηκε στα ύψη.
Κοιτάζοντας πίσω μετά από λίγο καιρό, ο Άλι είπε πως, όταν ήταν νέος, είχε κάνει λάθος, το χρώμα δεν κάνει τον άνθρωπο «Διάβολο». Εκείνα που μετράνε είναι η καρδιά, η ψυχή και το μυαλό του. Ο Μοχάμεντ Άλι, μετά το «Rumble in the Jungle», έγινε σοφός, ίνδαλμα, ο πραγματικός ηγέτης της αφροαμερικανικής κοινότητας και η προσωπικότητα που σήμερα αποθεώνεται και αναγκάζει τον Ομπάμα να μιλήσει για το χαμό της.
Υπερασπίστηκε τον τίτλο του τρεις φορές το 1975, πριν το επίσης θρυλικό τρίτο ραντεβού με τον Τζο Φρέιζιερ τον Οκτώβριο.
Ήταν το τελευταίο και για τους δύο, αμφότεροι είχαν μεγαλώσει, τα χρυσά χρόνια ήταν πίσω, παρ’ όλα αυτά, ο Ντον Κινγκ ξαναέκανε το θαύμα του. επανέλαβε το σαφάρι και βρήκε τα παράλογα χρήματα στις Φιλιππίνες.
Λίγο έξω από την πρωτεύουσα Μανίλα επρόκειτο να διεξαχθεί το «Thrilla in Manila». Ο αγώνας, παρά τις χαμηλές προσδοκίες από αρκετούς ειδικούς, ήταν κάτι παραπάνω από επικός.
Στις 10:45 (ξανά λόγω διαφοράς ώρας) της 1ης Οκτωβρίου του 1975, υπό την ασφυκτική και αποπνικτική ατμόσφαιρα 42 βαθμών Κελσίου, οι δύο πυγμάχοι έδωσαν μια μοναδική παράσταση, σε ηλικίες πάρα πολύ δύσκολες για υψηλής έντασης αθλητισμό εκείνην την εποχή.
Ο 33χρονος Άλι ξεκίνησε θαυμάσια στους τρεις πρώτους γύρους, οι επόμενοι επτά όμως ανήκαν αποκλειστικά στον Φρέιζιερ. Στο τέλος του 10ου γύρου, ο Άλι έμοιαζε βέβαιος χαμένος, θα τον έσωζε μόνο ένα θαύμα από εκείνα που δεν πίστευε.
Εξαντλημένος και έτοιμος να καταρρεύσει, βρίσκει την εσωτερική δύναμη να συνεχίσει, κερδίζει τον αγώνα στον τελευταίο γύρο, αφού ο μάνατζερ του Φρέιζιερ τού απαγορεύει ρητά να επιστρέψει στο ρινγκ, διότι κινδυνεύει σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα.
Ο ίδιος ο Άλι λίγες μέρες αργότερα θα δηλώσει πως η μάχη στη Μανίλα είναι η κοντινότερη εμπειρία στο θάνατο που έζησε ποτέ, πραγματικά πίστεψε ότι θα πεθάνει πάνω στο ρινγκ.
Θα έλεγε κανείς ότι ήταν το ιδανικό χρονικό σημείο να σταματήσει, εκείνος όμως συνέχισε για έξι ακόμα χρόνια, αν δεν το είχε κάνει δεν θα μας είχε χαρίσει ποτέ τα τελευταία πυροτεχνήματα εκείνον το Σεπτέμβριο του 1979 εναντίον του Έρνι Σέιβερς.
Με μια εμφάνιση πιο πολύ ηθοποιού παρά πυγμάχου, ο Άλι έκανε τον τρομακτικό Σέιβερς να πιστέψει πως υπέφερε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, τον οδήγησε στον 15ο και τελευταίο γύρο και κέρδισε, κλείνοντας το μάτι στον αντίπαλό του.
Ο Άλι ήταν στο χείλος της απόσυρσης, όλοι τον συμβούλευαν να αποχωρήσει με ψηλά το κεφάλι, εκείνος όμως –τεράστιος εγωιστής– αρνείτο πεισματικά να πράξει το αυτονόητο. Με το συκώτι του διαλυμένο, το κορμί του σμπαράλια και πολύ μακριά από τον πυγμάχο που λάτρεψε το κοινό και άλλαξε την ιστορία του αθλήματος, ο Άλι δεν ήθελε να αποχωρήσει Παγκόσμιος Πρωταθλητής και αποδέχτηκε την πρόκληση του 24χρονου πεζοναύτη Λεόν Σπινκς.
Μετά από έναν μέτριο αγώνα, χάνει τον τίτλο στις 15 Φεβρουαρίου του 1978. Είναι μόλις η τρίτη ήττα στην επαγγελματική καριέρα, είναι πια στα 36 και με προβλήματα υγείας.
Κι όμως θα γράψει ένα ακόμα κομμάτι ιστορίας, θα κερδίσει πίσω τον τίτλο του (ο μοναδικός αναδειχθείς τρις Πρωταθλητής) επτά μήνες αργότερα στο Superdome της Νέας Ορλεάνης στη Λουιζιάνα. Δεν κέρδισε τον Σπινκς ως Άλι. Κέρδισε με την καρδιά του, με τα ψυχικά του αποθέματα και με το απύθμενο φυσικό του ταλέντο ως τακτικός πυγμάχος. Ο «χαμηλής νοημοσύνης», ακατάλληλος προς στράτευση, Μοχάμεντ Άλι, συγκινημένος και Πρωταθλητής Κόσμου, ανακοινώνει, στο κοινό των 65.000 θεατών που “γκρέμισαν” το Superdome ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση.
Η Αμερική και ο κόσμος ολόκληρος έχουν υποδεχθεί τον ήρωά τους, τον έχουν τοποθετήσει εκεί ψηλά στη θέση των επίγειων θεών. Οι ΗΠΑ, Κυβέρνηση και πολίτες, τον έχουν συγχωρήσει στο ακέραιο για ό,τι έκανε, είπε ή προκάλεσε.
Είναι τόσο μεγάλο το impact του στην αμερικανική και παγκόσμια κοινότητα, ώστε το 1980 ο Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ τού ζητά να συνδράμει προκειμένου να πειστούν κι άλλες χώρες να μποϊκοτάρουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας.
Ο Άλι γίνεται σύμβολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο απόλυτος πρεσβευτής τους.
Η περιοδεία του στην Αφρικανική ήπειρο δεν στέφεται με επιτυχία, ωστόσο κατηγορείται ευθέως για λάθος πολιτικούς χειρισμούς, η αφροαμερικανική (και όχι μόνο) κοινότητα “βράζει” με το Απαρτχάιντ, τον κατηγορεί ευθέως για την παντελή απουσία του από τον αγώνα.
Του έμαθε πολλά εκείνη η αποτυχία, όσο κι αν τον πλήγωσε. Δεν πρόλαβε να του αλλάξει την άποψη για επιστροφή, η πτώση της δημοφιλίας του τον εξανάγκασε να επιστρέψει. Ήταν μια καταστροφική απόφαση, ένας λεκές στο μύθο του.
Γνωρίζει ταπεινωτική ήττα από τον Λάρι Χολμς με τεχνικό νοκ άουτ στον 11ο γύρο. Σαν να μην έφτανε αυτό, επιστρέφει ξανά έναν χρόνο αργότερα, αντιμετωπίζοντας τον 26χρονο Τρέβορ Μπέρμπικ.
Κυκλοφορούν τα πρώτα σενάρια (που δυστυχώς ήταν πραγματικότητα) περί της ασθένειάς του. Ένας Βρετανός γιατρός δημοσιοποιεί μια δεκαπενταετή μελέτη με ανάλυση της αλλαγής.
Είναι μια συρραφή συνεντεύξεων, κομματιών από τους αγώνες του, επιστημονικές αναλύσεις της συμπεριφοράς του και της σταδιακής του κατάπτωσης. Το συμπέρασμα είναι πως έχει υποστεί εγκεφαλικές βλάβες, στα 39 του είναι “αυτοκτονία” να επιστρέψει.
Ο επίλογος
Οι άνθρωποι που απομυζούσαν και την τελευταία σταγόνα από τον ιδρώτα του, τα κατακάθια που χρησιμοποιούσαν τη λάμψη του για να βγουν από τον υπόνομό τους, δημοσιοποιούν από την πλευρά τους τις εξετάσεις από το UCLA (University of California, Los Angeles) που πιστοποιούν ότι είναι σε θέση να αγωνιστεί για 15 γύρους.
Χάνει στις Μπαχάμες από τον Μπέρμπικ στο 10ο γύρο. Ο αγώνας είχε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία κι όμως κανείς δεν τον υπολογίζει, είναι ως μη γενόμενος, κι ας αποτελεί την πέμπτη (και τελευταία) ήττα του καλύτερου όλων των εποχών.
Αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι δεν είναι άτρωτος, ένιωσε στο πετσί του τη μοναξιά του Πρωταθλητή, όταν έρχεται η ώρα να πέσει η αυλαία και το έχεις αντιληφθεί τελευταίος. Το 1984 κάνει εισαγωγή στο Memorial της Νέας Υόρκης υπό άκρα μυστικότητα. Εννοείται ότι το “μυστικό” διαρρέει σχεδόν αμέσως. Τρέμουν τα χέρια του, μπερδεύει την ομιλία του, αισθάνεται διαρκώς κουρασμένος. Ο γιατρός που τον υποβάλλει σε όλες τις απαιτούμενες εξετάσεις ανακοινώνει μια εβδομάδα αργότερα ότι ο Μοχάμεντ Άλι έχει ελαφρά συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον.
Ο εγκέφαλός του δεν είναι σε θέση να παράξει πλέον τις κατάλληλες ποσότητες ντοπαμίνης, το νευρικό του σύστημα έχει διαβρωθεί και οι απαραίτητες λειτουργικές δεξιότητες δεν εκτελούνται ομαλά.
Οι συνεργάτες του κάνουν λόγο για κληρονομική γενετική πάθηση, βιάζονται να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να σχετίζεται η εμφάνιση της νόσου με την πυγμαχία. Την άποψη τη συμμερίζεται και ο ίδιος ο Άλι, ο οποίος αντιτείνει στους δημοσιογράφους πως δεν γνωρίζει πολλούς πυγμάχους με Πάρκινσον.
Όλοι κουνούν συγκαταβατικά τα κεφάλια τους, δεν είναι δυνατόν να παραδεχτείς μπροστά στον καλύτερο ότι τον σκοτώνει αυτό που τον έκανε μοναδικό.
Το Punch-Drunk είναι μια πολύ κοινή έκφραση στον κόσμο του μποξ. Αρχικά, περιέγραφε την κατάσταση ζάλης στην οποία περιέρχεται ο αθλητής, όταν δέχεται απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι. αργότερα, αποδίδει με ακρίβεια την κατάσταση του μποξέρ που έχει υποστεί αξιοσημείωτες εγκεφαλικές βλάβες.
Εξ αιτίας μιας μελέτης του 1957 από τον Δρ. Κρίτσλεϊ στο British Journal of Medicine, ξεκίνησαν οι πρώτες δειλές φωνές περί συσχετισμού της νόσου του Πάρκινσον με το μποξ, εάν πρόκειται για μακροχρόνιες καριέρες “παρατεταμένης πυγμαχίας”. Εν ολίγοις, ακριβώς η περίπτωση του Άλι.
Το 1991 πια ο Τόμας Χάουζερ, με τη συμβολή του ίδιου του Άλι, συγγράφει το βιβλίο «Muhammad Ali: His Life and Times», στο οποίο εξασφαλίζει να συμπεριληφθούν απόρρητα ιατρικά αρχεία, να αρθεί το ιατρικό απόρρητο των θεράποντων ιατρών του πυγμάχου και αποκαλύπτει την έκθεση του Δρ. Ντένις Κόουπ από το UCLA Medical Center (το ίδιο που υποτίθεται είχε γνωμοδοτήσει πως ο Άλι δύναται να συμμετέχει στον τελευταίο αγώνα): ο Κόουπ είναι σαφής και καταρρίπτει τη θεωρία περί κληρονομικής πάθησης, μόνο στην τρομερή μονομαχία με τον Φρέιζιερ το 1975 ο Άλι είχε δεχθεί 440 χτυπήματα στο κεφάλι, υπολογίζεται ότι συνολικά στην καριέρα του δέχτηκε περισσότερα από 1 εκατ. χτυπήματα. Οπότε…
Ελάχιστοι άνθρωποι του στάθηκαν, η Βερόνικα τον χώρισε, η παλιά του γειτόνισσα, το κορίτσι που μεγάλωσαν μαζί και τον θαύμαζε, όταν εκφωνούσε εκείνους τους περήφανους λόγους σαν παιδί, η Λόνι Ουίλιαμς, ήταν από τα ελάχιστα πρόσωπα που βρέθηκαν πραγματικά κοντά του.
Τον φρόντισε, τον έκανε πρεσβευτή της καμπάνιας για την αντιμετώπιση της ασθένειας, πέταξε από το περιβάλλον του τα παράσιτα, άλλωστε τον είχαν ήδη ξεζουμίσει. Προστάτευσε το θρύλο, απέφυγε την υπερέκθεση στα media, κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο ήταν μαζί του διακριτικά, όταν συνάντησε τον Σαντάμ Χουσεΐν και με τη διπλωματία του (κι εκείνο το φιλί στο μάγουλο του Σαντάμ) βοήθησε στην απελευθέρωση 15 Αμερικανών στρατιωτών-ομήρων του Ιράκ.
Όταν ύψωσε στον ουρανό της Ατλάντα την Ολυμπιακή δάδα το 1996, δάκρυσε. Ο πιο μισητός άνθρωπος στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60 ήταν πια το σύμβολο, ο εθνικός ήρωας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εξ αιτίας του ψηφίστηκε ο πρώτος ομοσπονδιακός νόμος προστασίας της υγείας των πυγμάχων το 1996 στην Ουάσινγκτον, το περίφημο Boxing Safety Act.
Αν δεν ήταν εκείνος, δεν θα είχαν περισυλλεγεί ποτέ τα 40 εκατ. δολάρια για την έρευνα της νόσου του Πάρκινσον, δεν θα είχε ανοίξει ποτέ τις πύλες του το Muhammad Ali Center στο Λούισβιλ το 2005.
Τιμήθηκε από τον Κόφι Ανάν ως Πρεσβευτής Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών, ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Muhammad Ali για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη στη γενέτειρά του, το 2005 του απονεμήθηκε το μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους, το 2007 θεσπίστηκε η Muhammad Ali Day στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το 2009 η NAACP τον έχρισε ισόβιο Πρόεδρο για όσα έκανε για την αφροαμερικανική κοινότητα.
Τιμήθηκε πολλάκις και σε όλα τα μέρη του κόσμου, όσο άντεχε η καρδιά και η ψυχή του. Γυρίστηκαν κινηματογραφικές ταινίες, γράφτηκαν βιβλία, άπειρα άρθρα στον παγκόσμιο Τύπο, πολλά νέα παιδιά ακόμα και σήμερα εμπνέονται από τη διαδρομή και τη δράση του.
Ο Μοχάμεντ Άλι έσβησε το πρωινό της Παρασκευής 3 Ιουνίου 2016 στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνα σε ηλικία 74 ετών και με μιας πλημμύρισε ο κόσμος όλος με τη λάμψη του. He was the greatest.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζορτζ Φόρμαν: «Εγώ ήμουν το όπλο»
Το «πρώτο αίμα» του Μάικ Τάισον ήταν εκδίκηση για ένα… περιστέρι!
Βαγγέλης Νανιτζανιάν: Εγώ και ο Σάκος
Χριστίνα Λιναρδάτου – Ντουράν: Μέδουσα
Σοφία Παπαποστόλου: Μία κυρία στο ρινγκ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro