Παραμονή Χριστουγέννων του 1951 και η γιορτινή Θεσσαλονίκη υποδέχεται στο «γήπεδο του Άρεως», όπως λεγόταν τότε, τους Αυστριακούς της Ζιμέρινγκερ του θρυλικού Γιόχαν Χοφστάτερ.
Το γήπεδο νεότευκτο, ένα κομψοτέχνημα από τον αρχιτέκτονα Κωστή Φιλιππου, παλιό κολυμβητή του συλλόγου, είναι η έδρα του μεγάλου Άρη, της πιο επιτυχημένης ομάδας της Μακεδονίας, με τρία Πρωταθλήματα στην κατοχή της και μεγάλους αστέρες τον Δημήτρη Καζαντζή και τον Στέλιο Παπουτσόπουλο.
Αριστερός εξτρέμ εκείνης της ομάδας του Νίκου Αγγελάκη ήταν ο Σωτήρης Ψωμάς, ένας βαρύς και σκληροτράχηλος ποδοσφαιριστής, που λόγω των ημερών δεν είχε αρνηθεί κανένα κέρασμα, για την ακρίβεια είχε φάει τόσο πολύ που δυσκολευόταν ακόμα και να τρέξει.
Σημαίνει άμεσα συναγερμός, αναζητείται αντικαταστάτης την ύστατη ώρα και ο Αγγελάκης στρέφεται σε ένα αμούστακο ακόμη 17χρονο ξερακιανό παιδί που έχει πάρει τα σποράκια του και κάθεται στην τσιμεντένια εξέδρα.
«Άλκη ντύσου. Μπαίνεις, γιατί ο Σωτήρης δεν νιώθει καλά».
Το παιδί τρελάθηκε, έτρεμαν τα πόδια του, αλλά κατέβηκε στα αποδυτήρια, ρούφηξε μια γουλιά πορτοκαλάδα, έδεσε τα κορδόνια στα δερμάτινα παπούτσια του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Από το 1949 την περίμενε αυτήν τη στιγμή, γυρνούσε τα βράδια στο σπίτι μετά την προπόνηση και ονειρευόταν με τα μάτια ορθάνοιχτα ότι γίνεται ήρωας, ότι τον αγκαλιάζει ο Βικελίδης, ότι ζητωκραυγάζει το όνομά του η εξέδρα των απαιτητικών φιλάθλων του Άρη.
Ο μελαχρινός πιτσιρίκος με το πλούσιο μαλλί και τα λακάκια στο πρόσωπο ήταν ο Αλκέτας Παναγούλιας, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου και σίγουρα ένας εκ των πατριαρχών της ιστορίας του Άρη.
Γεννημένος 30 Μαΐου του 1934, επέζησε τις κακουχίες, έβγαλε έναν ολόκληρο πόλεμο και έναν εμφύλιο, βλέποντας τα όνειρά του για σπουδές να καταστρέφονται, μετρίασε όμως την πίκρα του αθλούμενος.
Αριστεροπόδαρος, γεροδεμένος, o Άλκης, όπως τον φώναζαν όλοι τότε, φαινόταν -και ήταν- διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά στις ακαδημίες του Άρη.
Από εκείνο το ματς με τους Αυστριακούς της «Σίμεριγκ», όπως την έγραφαν οι εφημερίδες κι έπειτα, ο Αλκέτας καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της μεσαίας γραμμής του Άρη, ήταν ένας ποδοσφαιριστής χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο αλλά με μια σπάνια αντιληπτικότητα για την εποχή του.
Πανηγύρισε δύο Πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης με τη φανέλα του “Θεού του πολέμου”, το πρώτο στα 19 του το 1953, το δεύτερο ως βασικό στέλεχος της ομάδας το 1959 σε ηλικία 25 ετών.
Δεν υπήρχε άνθρωπος να μην τον ξεχωρίζει μέσα στον Άρη, ήταν ένα παιδί γεμάτο ανησυχίες, κοινωνικό, διαφορετικό από το μέσο όρο των ποδοσφαιριστών εκείνης της εποχής που συνήθως ήταν απαίδευτοι και τραχείς.
Ο Αλκέτας είχε άλλες ανησυχίες, με τα “τυχερά” και τα “φοράκια” από την παρουσία του στον Άρη, εξασφάλιζε εισιτήρια για τον κινηματογράφο, συχνά τον έβλεπες στις πρώτες σειρές του θρυλικού Πατέ στην παραλιακή, αργότερα στο Ολύμπιον, στο Παλλάς.
Ο Αλκέτας σε κάθε ευκαιρία θαύμαζε στη μεγάλη οθόνη τους σταρ της εποχής, τον Έρολ Φλυν, το Τζέημς Κάγκνεϋ, τη Λιζ Τέηλορ που τον γοήτευε.
Έβγαινε με το χαμόγελο ζωγραφισμένο από το σινεμά και έλεγε στους φίλους του ότι μια μέρα θα πάει στην Αμερική και θα τους γνωρίσει όλους αυτούς, θα αφήσει πίσω του τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, θα διευρύνει τους ορίζοντές του και θα γίνει πολίτης του κόσμου.
Δεν έλεγε ψέματα, διότι, όταν μόλις στα 28 του του δόθηκε η ευκαιρία μέσω μιας υποτροφίας του ελληνοχριστιανικού ιδρύματος να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Upsala College στο East Orange του Νιου Τζέρσεϊ, ο Αλκέτας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.
Μάζεψε τα υπάρχοντά του και με λάμψη στα μάτια αναχώρησε με το καράβι για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δύσκολο ταξίδι τότε, μακρινό και απ’ εκείνα που σε τρόμαζαν. Ο Αλκέτας όμως τον πέρασε τον Ατλαντικό, τον κατάπιε μονορούφι, γιατί από μικρό παιδί την Αμερική ονειρευόταν, το αμερικανικό όνειρο είχε στο νου και την καρδιά του.
Οι φίλοι του και οι συμπαίκτες του στον Άρη από τη μία τον θαύμαζαν και τον ζήλευαν, από την άλλη τον έλεγαν τρελό.
Πού πήγαινε χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που σημάδεψαν τον αιώνα μας;
Χαμογελούσε στωικά και έμοιαζε να είναι πεπεισμένος πως, αν κυνηγήσει το όνειρό του, δεν θα απογοητευθεί, θα αποζημιωθεί στο έπακρο.
Τα πράγματα στην Αμερική δεν ήταν εύκολα, αλλά και πάλι το ποδόσφαιρο ήταν το αποκούμπι του, ο τρόπος του να ξεχωρίσει.
Μπορεί πια να ήταν πίσω σε φυσική κατάσταση, πλην όμως το πρωτόγονο στάδιο, στο οποίο βρισκόταν το ποδόσφαιρο στην Αμερική, τον έχριζε αυτομάτως σε πιονιέρο του σπορ.
Αμέσως εντάχθηκε στον Άτλαντα (το σημερινό Ελληνοαμερικανικό), την ομάδα των ομογενών, πρώτα ως παίκτης, αργότερα ως προπονητής.
Το είχε το σαράκι μέσα του, ήξερε ότι δεν πρέπει να το αφήσει το ποδόσφαιρο, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να εργαστεί και υπηρετώντας την επιστήμη του.
Με την ομάδα της Αστόρια -προπονητής πια- κατόρθωσε να κατακτήσει τρία συνεχόμενα U.S. Open, το ’67, το ’68 και το ’69.
Ναι, την ίδια ώρα που η Ελλάδα έμπαινε στο γύψο, ο Αλκέτας δίδασκε ποδόσφαιρο μακριά από το καθεστώς και ακόμα μακρύτερα από το δηλητήριο της πατρίδας.
Την Αμερική την ένιωσε αμέσως δεύτερο σπίτι του, ήταν για εκείνον εκτός από διέξοδος και η Γη της Επαγγελίας, ο «τόπος της Βάνας» (η γυναίκα του), του Γιάννη, της Ντέπυς (τα παιδιά του).
Όταν την άνοιξη του 1972 δέχεται την πρόσκληση από τη διοίκηση της ΕΠΟ να επιστρέψει, το σκέπτεται πολύ, αλλά ενδίδει μετά από τηλεφώνημα του ίδιου του Μπίλι Μπίγκαμ που τον ήθελε πάση θυσία για βοηθό του.
Χλευάστηκε στην αρχή, τον είπαν διερμηνέα, ότι πήρε τη δουλειά, μόνο και μόνο επειδή γνώριζε τη γλώσσα, είπαν ότι το καθεστώς έκανε “άνοιγμα” στις ΗΠΑ. Τίποτε απ’ αυτά δεν ίσχυε.
Ο Αλκέτας μπορεί να ήταν δεξιός, τόσο δεξιός όμως δεν υπήρξε ποτέ. Απλώς, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, την κατάλληλη στιγμή, για την κατάλληλη θέση.
Ο Μπίνγκαμ αποτέλεσε πολύ γρήγορα παρελθόν, δεν μπορούσε να διαχειριστεί πάνω απ’ όλα μια ομάδα ανθρώπων που ήταν πολύ ισχυροί χαρακτήρες, εκτός από θαυμάσιοι και ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές.
Ο Ιρλανδός αποχώρησε και από την ΑΕΚ και από την Εθνική και ο Αλκέτας ανέλαβε την Εθνική.
Αμέσως έγινε αντιληπτό το χάρισμά του, η σπάνια ικανότητά του να μεταβάλλει την ψυχολογία των ποδοσφαιριστών, να τους χτυπά στον εγωισμό και να τους μετατρέπει σε λέοντες.
Το πρώτο του μεγάλο, ασύλληπτο αποτέλεσμα είναι εκείνο το θρυλικό 0-0 στο Maracana, μπροστά σε 100.000 ανθρώπους.
Ήταν 28 Απριλίου του 1974 και, εάν ο Μίμης Δομάζος ήταν πιο προσεκτικός στη φάση του 15ου λεπτού, πιθανόν σήμερα να μιλούσαμε για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η ταπεινή Ελλάδα του Παναγούλια είχε σταθεί όρθια απέναντι σε κολοσσούς του αθλήματος, τον Ριβελίνο, τον Ζαϊρζίνιο, τον Σέζαρ, τον Έντου.
Το αποτέλεσμα προκάλεσε πάταγο, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία της Εθνικής, η οποία είχε συνηθίσει το κοινό σε συντριβές και πολύ άσχημα αποτελέσματα, ακόμα και με τις δεύτερες ομάδες των παραδοσιακών ποδοσφαιρικών δυνάμεων.
Ο Αλκέτας είχε κάνει το πρώτο του θαύμα, μετερχόμενος μια πολύ απλή τακτική και στηριζόμενος στη μεγάλη μέρα που είχε το «πουλί», ο τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού, Οικονομόπουλος, αλλά και στην απαράμιλλη ικανότητα του Δομάζου και του Δεληκάρη στον έλεγχο της μπάλας στη μεσαία γραμμή.
Οι διεθνείς επέστρεψαν σαν ήρωες από το Ρίο, ο Αλκέτας είχε ξεκινήσει με το δεξί και μια μεγάλη καριέρα γεννήθηκε.
Έκτοτε έγινε κάτι σαν ισόβιος εκλέκτορας, οιονεί μοναδικός Ομοσπονδιακός προπονητής, αφού κατείχε το ποδόσφαιρο της εποχής όσο λίγοι, χτυπούσε τους -ερασιτέχνες, μην λησμονούμε- ποδοσφαιριστές στο θυμικό, ήταν κάτι σαν την προσωπικότητα που κάλυπτε τα κενά. Όποια κι αν ήταν, σε ό,τι κι αν αφορούσαν.
Έμεινε στον πάγκο της Εθνικής κοντά εννέα χρόνια, με μια μονάχα διακοπή το 1976-1977, στο μεσοδιάστημα υπήρξε ο πρώτος προπονητής που άσκησε παράλληλα καθήκοντα, αφού ήταν αδύνατον να αρνηθεί την πρόταση του αγαπημένου του Άρη, τον Φεβρουάριο του ’75.
Υπηρέτης του δόγματος Πούσκας, «έντεκα αυτοί, έντεκα εμείς», έλεγε στους διεθνείς να μην υπολογίζουν ονόματα, συχνά θύμιζε τον άθλο του Maracana για να αποδείξει ότι όλα είναι πιθανά.
Όταν βρέθηκε στα χέρια του η πρώτη δυνατή φουρνιά του ελληνικού ποδοσφαίρου μετά τους γίγαντες του ’70, ο Παναγούλιας έκανε το θαύμα του.
Η Εθνική έκανε το αδιανότητο, προκρίθηκε σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (τότε Εθνών), ήταν μία από τις μόλις οκτώ συμμετέχουσες ομάδες στα τελικά της Ιταλίας το 1980.
Η Ελλάδα λύγισε στο San Paolo από ένα πέναλτι του Κιστ κόντρα στους Ολλανδούς, σκόραρε το πρώτο της γκολ σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης κόντρα στους Τσεχοσλοβάκους (ο Νίκος Αναστόπουλος ισοφάρισε το γκολ του Πανένκα) και, την τρίτη και τελευταία αγωνιστική, απέσπασε λευκή ισοπαλία από τους μετέπειτα Πρωταθλητές Ευρώπης, Γερμανούς.
Ο στόχος της καλής παρουσίας, του ενός γκολ και του ενός βαθμού είχε επιτευχθεί, η Ελλάδα είχε σταθεί επάξια ως η πιο αδύναμη ομάδα του τουρνουά και ο Παναγούλιας ήταν ο προφήτης της.
Το ποδόσφαιρο είχε ήδη περάσει σε άλλο επίπεδο από το 1979, οι σύλλογοι είχαν γίνει εταιρείες, πλέον ο επαγγελματισμός είχε γίνει κανονικότητα.
Ο Σταύρος Νταϊφάς, αφού πειραματίστηκε με αλλοδαπούς προπονητές, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, όταν ετέθη ζήτημα πρόσληψης προπονητή στον Ολυμπιακό. Θα ήταν ο Αλκέτας, ο 47χρονος Αλκέτας «του Maracana και των Εθνών».
Ανέλαβε τον Ολυμπιακό τη 13η αγωνιστική, μετά από μια πολύ δύσκολη περίοδο με τον Σενέκοβιτς στον πάγκο και τους ποδοσφαιριστές να πνέουν μένεα κατά πάντων.
Ο Αλκέτας ακολουθεί τη γνωστή τακτική του καλού πατέρα, ποντάρει στην ψυχολογία για να αντιστρέψει το κλίμα και τα καταφέρνει άψογα.
Ο Ολυμπιακός με ένα εντυπωσιακό ντεμαράζ καλύπτει την εις βάρος του διαφορά και ολοκληρώνει το Πρωτάθλημα ισόβαθμος με τον Παναθηναϊκό.
Ο Αλκέτας Παναγούλιας το απόγευμα της 29ης Ιουνίου του 1982, στο αλησμόνητο μπαράζ του Βόλου, κατακτά το πρώτο του Πρωτάθλημα Ελλάδος, μπαίνει στο πάνθεον των προπονητών του Ολυμπιακού και μάλιστα με εκείνο το ιστορικό 2-1, με τα γκολ του Εσταβίγιο και του αγαπημένου του από την Εθνική, Νίκου Αναστόπουλου.
Θα αντέξει στον ηλεκτρικό πάγκο των «Ερυθρολεύκων» ενάμιση χρόνο, δεν είναι ο ιδανικός να χτίζει ομάδες, ποτέ δεν ήταν, είναι ένας άριστος διαχειριστής, ένας μετρ της ψυχολογικής ανάτασης και το πρότυπο προπονητή-φίλου των ποδοσφαιριστών.
Απολύεται, όταν ο Νταϊφάς αντιλαμβάνεται πως ελλοχεύει κίνδυνος απώλειας του τίτλου, προσμετράται εναντίον του και το πολύ βαρύ 0-4 από το Αμβούργο του Μάγκατ στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου κατέκτησε εν συνεχεία και το ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Ο Παναγούλιας μολαταύτα αποχωρεί σαν φίλος, δεν αξιώνει αποζημίωση, προτείνει απλώς το χέρι στον αείμνηστο Πρόεδρο του Ολυμπιακού και λέει με νόημα στον Μιλτιάδη Μαρινάκη «εις το επανειδείν».
Του είχαν λείψει άλλωστε και οι αγαπημένες του ΗΠΑ, εκεί επιστρέφει αμέσως μετά τον Ολυμπιακό και εκεί θα ζήσει και την ύψιστη τιμή για τον ίδιο.
Μετά την ανάληψη της Εθνικής Ελλάδος, ο Αλκέτας χρίζεται Ομοσπονδιακός τεχνικός και των Ηνωμένων Πολιτειών, o Κερτ Λαν του παραδίδει εν λευκώ το project αμερικανικό soccer, ένας Έλληνας γίνεται ο Εθνικός προπονητής των ΗΠΑ.
Ο Αλκέτας αναλαμβάνει και με χαμόγελο παρουσιάζεται στη συνέντευξη Τύπου με την ατάκα «the U.S. is the sleeping giant of soccer and, when he wakes up, we’ll be the team to beat».
Είχε πέσει διάνα, την επόμενη δεκαετία το αμερικανικό «soccer» θα γνωρίσει τέτοια ανάπτυξη, ώστε οι ΗΠΑ θα φτάσουν να διοργανώσουν ακόμα και τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του κόσμου, με τον Αλκέτα παρόντα αλλά από διαφορετικό μετερίζι και με διαφορετικό έμβλημα να κοσμεί τη φόρμα του.
Μέχρι τότε όμως υπάρχει ακόμα δρόμος.
Ο Αλκέτας κάνει και με το παραπάνω το καθήκον του υπηρετώντας την αστερόεσσα.
Στους -πολύ σημαντικούς για τους Αμερικανούς- Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες το 1984, η ποδοσφαιρική ομάδα των ΗΠΑ ολοκληρώνει με ένα άκρως τιμητικό “1-1-1”.
Κερδίζει την Κόστα Ρίκα, χάνει μόλις 1-0 από την Ιταλία και χάνει την τρελή πρόκριση χάρη σε ένα γκολ του Εμάντ Σολιμάν στο τέλος του ματς με την Αίγυπτο.
Οι Αμερικανοί ωστόσο αγκαλιάζουν το (ευρωπαϊκό) ποδόσφαιρο, το ανακαλύπτουν σιγά-σιγά και τους αρέσει.
Εν τω μεταξύ, ο Αλκέτας, με τη βοήθεια της μεσίτριας Βάνας, αγοράζει το περίφημο σπίτι στη Vienna του Oneida County (ένα τρομερό deal, όπως θα λέει σε κάθε ευκαιρία, με μόλις 130.000 δολάρια), οικογενειακή οικία μέχρι το τέλος.
Δεν θα αντέξει πολύ μακριά από την Ελλάδα, ο Σταύρος Νταϊφάς τον ξανακαλεί στον Ολυμπιακό, άμα τη λήξη της θητείας του στην Εθνική των ΗΠΑ, με στόχο να σβήσει την πυρκαγιά σε αποδυτήρια και κόσμο.
Ο κόσμος του Ολυμπιακού ουδέποτε ανέχτηκε τον Αντώνη Γεωργιάδη στον πάγκο της ομάδας, Μητρόπουλος και Αναστόπουλος έκαναν ό,τι ήθελαν στα αποδυτήρια και η ανάγκη για έναν “πυροσβέστη” ήταν επιτακτική.
Ο Παναγούλιας αποδέχεται την πρόσκληση, ο κόσμος του Ολυμπιακού ηρεμεί, αφού επιστρέφει ο προπονητής του μπαράζ στον Βόλο, και ο Αλκέτας το ξανακάνει! Δεύτερο Πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, ανέλπιστο και ιδιαίτερο, με τις αλλεπάλληλες απεργίες είτε ποδοσφαιριστών είτε διαιτητών από την έναρξη της σεζόν και μέχρι την παρωδία των τριών τελευταίων αγωνιστικών.
Μέσα στη μέθη της κατάκτησης του ανέλπιστου τίτλου, ο Νταϊφάς (ξανα)κάνει το ίδιο λάθος και εμπιστεύεται ξανά το χτίσιμο της ομάδας στον ακατάλληλο Αλκέτα.
Η απόφαση για περιοδεία στις ΗΠΑ (για οικονομικούς λόγους), η πώληση του Αναστόπουλου στην Αβελίνο, οι καταστροφικές μεταγραφές φέρνουν τον Ολυμπιακό στη χειρότερη φάση της επαγγελματικής ιστορίας του, με αποκορύφωμα το εξευτελιστικό 1-4 από τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, με τον Πολωνό τερματοφύλακα, Καζιμιέρσκι, να έχει πρόβλημα μυωπίας (!) και να μην βλέπει καν τη μπάλα.
Ο Αλκέτας παραιτείται, όπως θα έκανε κάθε προπονητής του Ολυμπιακού μετά από τέτοιας έκτασης ήττα σε ντέρμπι, και κλείνει την πόρτα του Ολυμπιακού, αφήνοντας παρακαταθήκη δύο Πρωταθλήματα (το ένα μάλιστα στο μπαράζ του Βόλου) και ένα Super Cup κόντρα στον ΟΦΗ στην έναρξη της σεζόν της “καταστροφής”.
Παρά την οικτρή αποτυχία στον Πειραιά, όταν τον καλούν στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη, είναι και πάλι αδύνατον να πει «όχι», παρά το γεγονός ότι ήταν έτοιμος να επιστρέψει στις ΗΠΑ.
Του είχε λείψει η Θεσσαλονίκη, ο καφές, οι περίπατοι στην παραλία, οι φίλοι του, ο Άρης.
Συγκινείτο, μέχρι τα στερνά του με τον Άρη, είναι κομμάτι της ζωής του, εκεί ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά, εκεί του συμπεριφέρθηκαν σαν να είναι ξεχωριστός, εκεί έγινε αντιληπτή πρώτα απ’ όλους η πολυσχιδής προσωπικότητά του.
Έμεινε πάνω από δύο χρόνια στον Άρη, σε μια δύσκολη περίοδο για την ομάδα που ζούσε ακόμη στις δάφνες του παρελθόντος, στη χαμένη ευκαιρία του Πρωταθλήματος (που επίσης χάθηκε σε μπαράζ με τον Ολυμπιακό στο Βόλο), στο «έπος της Περούτζια».
Τερμάτισε έβδομος, βοήθησε τον Άρη κυρίως σε οργανωτικό επίπεδο, άλλωστε αυτό ήταν το δυνατό του σημείο.
Απομακρύνθηκε Ιανουάριο του 1990 εξ αιτίας των κακών αποτελεσμάτων, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους ιθύνοντες του Άρη ήταν μια εντός έδρας ισοπαλία με τον Ιωνικό στο Χαριλάου.
Μετά από διάλειμμα περίπου 10 μηνών, τον καλεί ο Μιχάλης Σκλαπάνης στην Λιβαδειά για τον αξιόμαχο Λεβαδειακό των αρχών της δεκαετίας του ’90.
Λεμονής, Μπάριος, Κάβουρας, Καβαλιέρης, Μαρτιναίος, ο Λεβαδειακός ήταν μια δυνατή ομάδα, η οποία απέδιδε καλό ποδόσφαιρο για τα δεδομένα της εποχής.
Δεν ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με το project, κυκλοφορούσαν φήμες ότι προπονούσε με τέλεξ, ότι μιλούσε τηλεφωνικά με τον Σκλαπάνη για τον καταρτισμό της ενδεκάδας, ότι περισσότερο παραγόντιζε παρά τον ενδιέφερε η τακτική. Η ομάδα δεν τα κατάφερε, υποβιβάστηκε στη Β΄ Εθνική και, διαισθανόμενος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογούσε, αποφάσισε να συνεχίσει. Ήταν ένα ακόμα λάθος, ίσως το πιο μεγάλο που μπορούσε να κάνει εκείνη την εποχή.
Ο Αλκέτας ήταν στη Vienna και…προπονούσε το Λεβαδειακό στη Λιβαδειά, το πράγμα ήταν εξαιρετικά ιλαρό, ακόμα και για το ελληνικό ποδόσφαιρο του 1992.
Μοιραία ήλθε η απόλυση το χειμώνα, πιο πολύ ήταν μια προαναγγελθείσα απόλυση, αφού ο Παναγούλιας μετείχε στην προσπάθεια αναδόμησης του Λεβαδειακού από υποχρέωση.
Το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι πως μετά από τη χειρότερη δουλειά στην καριέρα του, κλήθηκε από τον Κώστα Τριβέλλα να αναλάβει την Εθνική ομάδα, με στόχο να την οδηγήσει στο Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών του 1994!
Και όχι μόνο τα κατάφερε (ίσως και λόγω του αποκλεισμού της Γιουγκοσλαβίας λόγω εμπάργκο) αλλά εκείνο το 1-0 εναντίον της Ρωσίας, το οποίο σηματοδότησε την πρόκριση της Εθνικής στα τελικά, είναι το απόλυτο ματς της Εθνικής στο ΟΑΚΑ μέχρι σήμερα.
Η κεφαλιά του Μαχλά, τα δεκάδες καπνογόνα, το φολκλόρ του Μανώλη Μαυρομμάτη στην τηλεοπτική μετάδοση, ένα σύνολο αξέχαστων γεγονότων και συμβάντων που έγραψαν την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Αλκέτας, μετά από τον προπονητή της πρόκρισης στα τελικά του Εθνών, γίνεται και ο πρώτος στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου που οδηγεί την Εθνική ομάδα σε τελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Το γεγονός αντιμετωπίζεται με τη δέουσα υπερβολή από τη χώρα. Σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο ποδοσφαιρικά. Αμέτρητες εκδηλώσεις, υποσχέσεις, δεξιώσεις, πολιτικά (!) γκαλά, μια απίθανη προετοιμασία που παρέπεμπε σε περιοδεύοντα θίασο και σε καμία περίπτωση σε ομάδα ποδοσφαίρου.
Η Ελλάδα διαχειρίζεται την πρώτη πρόκριση της ιστορίας της με τον προσήκοντα σεβασμό στα χειρότερα ιδανικά και τις παθογένειες της κοινωνίας της.
Ο όμιλος με Αργεντινή, Νιγηρία και Βουλγαρία χαρακτηρίζεται «βατός», επικρατεί παροξυσμός και μια άνευ προηγουμένου αμετροέπεια και στο εσωτερικό και κυρίως στις ΗΠΑ, όπου οι διεθνείς μετατρέπονται σε “εκθέματα” για λογής εκδηλώσεις της ομογένειας.
Καλύτερη αποτύπωση εκείνης της φρενίτιδας από το ντοκιμαντέρ του «BBC» δεν υπάρχει.
Το θρυλικό “4-4-2” ήταν επί της ουσίας το θλιβερό αντίο του Αλκέτα στην ομάδα που ο ίδιος εκτόξευσε και έβαλε στο χάρτη των μεγάλων διοργανώσεων.
Η κηλίδα δεν αμαυρώνει εντελώς την πορεία και την προσφορά του, είναι άδικο να κριθεί από μια τραγική τελική φάση διοργάνωσης ο δεύτερος πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία της Εθνικής, μετά τον Ρεχάγκελ, ο άνθρωπος που κάθισε στην άκρη του πάγκου 74 φορές και είναι δεύτερος ρέκορντμαν, επίσης πίσω από το Γερμανό.
Ο Αλκέτας είναι ο προπονητής-σύμβολο της Εθνικής, έχω την αίσθηση ότι αποτελεί αντί για το αμερικανικό όνειρο το ελληνικό, απλούστατα διότι σε όλη του την καριέρα μετήλθε τα μέσα που μας χαρακτηρίζουν ως λαό και εκείνα μέσω των οποίων κατορθώνουμε να επιβληθούμε έναντι των άλλων, συνήθως αξιότερων ημών.
Για ένα διάστημα, μετά την περιπέτεια της Εθνικής, πέρασε και από τον Ηρακλή, δεν θα μπορούσε όμως να κλείσει πουθενά αλλού εκτός από εκεί από όπου ξεκίνησε.
Παρότι είχε μετακομίσει ήδη από το 1999 μόνιμα στη Vienna, ο Αλκέτας τον Απρίλιο του ’99 ανέλαβε τον Άρη με στόχο να εξασφαλίσει την έξοδο στην Ευρώπη, σε μια εποχή πάρα πολύ δύσκολη για το σύλλογο. Έκανε έξι νίκες σε οκτώ ματς, έβγαλε τον Άρη στην Ευρώπη και γεμάτος περηφάνια αποχώρησε.
Επαναδραστηριοποιήθηκε, όταν ο Άρης μετά την αποχώρηση Κοντομηνά βρέθηκε στη δίνη Ζαχουδάνη και αντιμετώπισε τον κίνδυνο του αφανισμού.
Ως μεγαλύτερη προσωπικότητα του συλλόγου, αποδέχθηκε την πρόταση να αναλάβει τα ηνία, θήτευσε ως Πρόεδρος της οικουμενικής διοίκησης και, με το σπάνιο ταλέντο του στην οργάνωση και χάρη στις γνωριμίες του, αποφεύχθηκε η διάλυση.
Εκείνος έπεισε τον Δημήτρη Κοντομηνά να συνεισφέρει με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, εκείνος δέχτηκε στο γραφείο του ποδοσφαιριστές και εξασφάλισε διακανονισμούς και διευκολύνσεις, εκείνος ήλθε σε επαφή με διάφορους τρίτους και κατόρθωσε να διακανονίσει έναν κυκεώνα χρεών που οδηγούσαν μετά βεβαιότητας στην πτώση στην ερασιτεχνική κατηγορία.
Όταν ο Άρης προσπέρασε τον ύφαλο, αποχώρησε, διότι διαπίστωσε πως ο παραλογισμός των διοικούντων και του οργανισμού καλά κρατούσε.
Ο άρτι διασωθείς Άρης προχωρούσε σε παράλογες κινήσεις, πολυδάπανες μεταγραφές, σπατάλες απίστευτων ποσών για ποδοσφαιριστές όπως ο Σαλαχεντίν Μπασίρ, οι οποίοι κόστισαν πολλά και πρόσφεραν ελάχιστα.
Έφυγε αναίμακτα για την Αμερική, η τελευταία του δήλωση ήταν πως το έκανε «για το καλό του Άρη».
Επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου, ως πρώην επιθεωρητής της FIFA, ορίστηκε ισόβιο μέλος της Ακαδημίας Αθλητισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, συμμετείχε στα αγαπημένα του dinner ακόμα και στις αίθουσες του Λευκού Οίκου στην Ουάσινγκτον, μπήκε και στο Hall of Fame, το κλειστό club του αμερικανικού soccer, έπειτα από μια συγκινησιακά φορτισμένη τελετή.
Ο ίδιος, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, επανέλαβε ότι η μεγαλύτερή του διάκριση και χαρά είναι οι εγγονές του, η Ζωή και η Μικαέλα, χαμογελαστός, όπως πάντοτε, έπαιζε μαζί τους, όταν κλήθηκε για τελευταία φορά από την Ελλάδα προκειμένου να βοηθήσει στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Ήταν ήδη 70 ετών, αλλά, όπως πάντοτε, ο γνωστός επικοινωνιακός και ευπροσήγορος Αλκέτας έφερε εις πέρας την αποστολή του και επέστρεψε στο ησυχαστήριό του στις ΗΠΑ.
Έφυγε από τη ζωή 18 Ιουνίου του 2012 σε ηλικία 78 ετών. Κηδεύτηκε στην Αγία Αικατερίνη, την ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία στο Falls Church τέσσερεις ημέρες αργότερα, αφήνοντας πίσω του μόνο φίλους και συμπάθειες.
Πίσω από τη Θύρα 3 του «Κλεάνθης Βικελίδης» ο δρόμος πήρε το όνομά του, ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής εκ μέρους της οικογένειας του Άρη για έναν εκ των πατριαρχών του. Σύσσωμο το ελληνικό ποδόσφαιρο τον αποχαιρέτισε με τις τιμές που του άρμοζαν, το κυριότερο όλων είναι πως άφησε μια θετική ανάμνηση σε όλους τους φιλάθλους, όντας “οικουμενικός”, μια προσωπικότητα κοινής αποδοχής που μαζί με τη δική του ιστορία έγραψε και πολλές σελίδες από την ιστορία του ίδιου του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τον επίλογο τον έχει γράψει ο ίδιος:
«Μερικοί από μας αφήνουμε τα όνειρά μας να πεθάνουν, άλλοι τα διατηρούν και τα υποστηρίζουν στις δύσκολες στιγμές, ώσπου να ξαστερώσει και να λάμψει ο ήλιος.
Το τι υπάρχει πίσω μας και το τι υπάρχει μπροστά μας είναι ασήμαντα, συγκρινόμενα με το τι υπάρχει μέσα μας».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Τοπαλίδης: Εγώ και ο Ότο / Παιχνίδι με το παιχνίδι
Έγκεν Γκέραρντ, ένας Κρητικός από τη Λιμβουργία