Το φιλμ τιτλοφορείται «A Shot at Glory». Στα ελληνικά αποδίδεται ως «Μια ευκαιρία για τη δόξα». Κυριολεκτικά ως «Ένα σουτ στη (ή για τη) δόξα».
Αφηγείται την ιστορία μιας φανταστικής ομάδας Β’ κατηγορίας στην Σκωτία, της Κίλνοκι, ομάδας ενός ομώνυμου ψαροχωριού των χάι-λαντς.
Ο Αμερικάνος ιδιοκτήτης της (Μάικλ Κίτον), επειδή δεν βλέπει ανταπόκριση στην επένδυσή του, θέλει να την πάρει από το Κίλνοκι και να την μετεγκαταστήσει στην Ιρλανδία, στο Δουβλίνο. Προπονητής της είναι ο Γκόρντον ΜακΛίοντ (υποδύεται από τον οσκαρικό Ρόμπερτ Ντιβάλ), η κόρη το οποίου έχει σχέση με τον Τζάκι ΜακΟυίλαν.
Αυτός είναι μια γερασμένη βεντέτα του Σκωτσέζικου ποδοσφαίρου, με επιτυχημένη και ξακουστή καριέρα χρόνων στη Σέλτικ, απ’ όπου και πήρε μεταγραφή στην Άρσεναλ, ο οποίος και επαναπατρίζεται για χάρη της συντρόφου του για τα τελευταία ποδοσφαιρικά ένσημα.
Όπως σεναριακά συνηθίζεται, έχει αρκετά προβλήματα με τον προπονητή (και μέλλοντα πεθερό του), ο χαρακτήρας του δύστροπος και αταίριαστος με το στάτους της ομάδας, αλλά της πορείας της καριέρας του ωστόσο με εκατέρωθεν συμβιβασμούς, ο ΜακΟυίλαν οδηγεί την Κίλνοκι στον Τελικό του Κυπέλλου Σκωτίας.
Εκεί αντιμετωπίζει έναν από τους εκπροσώπους του Old Firm, τη Ρέιντζερς.
Δαβίδ vs Γολιάθ.
Ο Δαβίδ ανταποκρίνεται φτάνοντας να διεκδικεί το τρόπαιο έως και τα πέναλτι. Για ένα χαμένο, η Κίλνοκι δεν κάνει την έκπληξη, δεν το κατακτά. Η πορεία της όμως στον θεσμό και η αναγνωρισιμότητα που κερδίζει αποτρέπει τον ιδιοκτήτη της να κάνει πράξη την σκέψη του για μετεγκαταστάση και έτσι happy end. Κυρίως για τον συμπρωταγωνιστή.
Πρωτόπειρος σε κινηματογραφικά πλατό, χωρίς καμία σχέση με την υποκριτική. Ποδοσφαιριστής ήταν όντως, ηθοποιός ούτε ήταν ούτε έγινε. Για την ακρίβεια, όταν γυρίζονταν η ταινία το 1999, έπαιζε ακόμη. Με την Κιλμάρνοκ. Ήταν όντως βεντέτα, μια από τις κορυφαίες της χώρας. Ήταν όντως στα ποδοσφαιρικά του γεράματα (τότε στα 37, όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες το 2002, είχε σαρανταρίσει και μόλις κρεμάσει τα παπούτσια του).
Είχε όντως μια πολύ μεγάλη καριέρα στα πόδια του, καριέρα που όντως περιελάμβανε πέρασμα στην Αγγλία.
Η ουσιαστική διαφορά, το πρόβλημα, το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως δεν είχε καμία σχέση με τη Σέλτικ. Η ζωή του (η πραγματική όχι η υποκριτική), η καριέρα του ολάκερη ήταν συνυφασμένη, ταυτισμένη με τον άλλον πόλο. Ρέιντζερς, γέννημα θρέμμα. Από οπαδός, ποδοσφαιριστής, μορφή του συλλόγου.
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο ως και ψυχοφθόρο να υποδύεται στα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα μια αλλοτινή δόξα της Σέλτικ.
Ακόμα πιο δύσκολο έγινε όταν χρειάστηκε να το υποστηρίξει φορώντας σε κάποιες από τις σκηνές ακόμα και τη φανέλα των «Τριφυλλιών». Δεν την μπορούσε ούτε στο πετσί του να την νιώσει. Γι’ αυτό και από κάτω της, για να μην έχει την παραμικρή επαφή με το δέρμα του, φορούσε κάτι που ένιωθε οικείο, κάτι που ξόρκιζε το… κακό. Τη δική του φανέλα. Της Ρέιντζερς.
Άλλη σύμπραξη του Old Firm, έστω και τόσο κρυφή, δεν πρέπει να έχει υπάρξει στην ιστορία.
Και για τον ίδιο χρηστικό, μα πάνω απ’ όλα ανακουφιστικό. Του αρκούσε το μπλε των «Τζερς», με το δικό του «9» στην πλάτη. Τότε δεν υπήρχαν επίθετα χαραγμένα. Δεν χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς. Δεν υπήρχε κανείς, σε οποιαδήποτε γωνιά της Γλασκώβης, πράσινη ή μπλε, σε οποιαδήποτε γωνιά της Σκωτίας, ακόμα και στο υπαρκτό μόνο στη φαντασία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, Κίλνοκι, που δεν γνώριζε πως ανήκε στον Άλι ΜακΚόιστ.
Ο «Φέργκι» και η πόλη (Σάντερλαντ)
Στην εφηβεία ήταν. Ο καθηγητής Χημείας στο Γυμνάσιο που πήγαινε (τουλάχιστον έτσι λένε, αφού, παρότι “σπίρτο”, με το ζόρι το τελείωσε, απλώς με το… καλώς), ποδοσφαιριστής σε επαγγελματική ομάδα, τον βάζει στο μόνο καλούπι που έδειχνε πως θα μπορούσε να ταιριάξει.
Ήταν δεν ήταν 14-15 χρόνων και είχε γείτονα τον Άλεξ Φέργκιουσον. Τότε σκέτο, χωρίς το «Σερ», να έχει ξεκινήσει τα πρώτα του βήματα στην προπονητική στον πάγκο της Σεντ Μίρεν. Τον είχε δει ο «Φέργκι» τον νεαρό ΜακΚόιστ στα πρώτα ποδοσφαιρικά δικά του στην Fir Park Boys Club και, εφόσον βόλευαν τα δρομολόγια, τον έπαιρνε στις προπονήσεις της Σεντ Μίρεν για να τον τσεκάρει.
Και όχι μόνο του, μαζί με ένα άλλο γειτονόπουλο, τον Στίβι Κάουαν. Για καιρό λοιπόν ο Φέργκιουσον τούς μάζευε νωρίς το μεσημέρι, τους είχε στην προπόνηση, μαζί πρώτη και δεύτερη ομάδα, η οποία ουσιαστικά ήταν και η ομάδα νέων, μετά τους χαρτζιλίκωνε για να πάνε να τσιμπήσουν κάτι περιμένοντάς τον να τελειώσει και να τους γυρίσει στα σπίτια τους.
Ρουτίνα που κράτησε καιρό. Για τον Κάουαν ήταν ευεργετική, αφού υπέγραψε στη Σεντ Μίρεν, με τον Φέργκιουσον να τον παίρνει μάλιστα μαζί του και στην επόμενη ομάδα του, την Αμπερντίν.
Για τον ΜακΚόιστ όμως δεν εξελίχτηκε έτσι, αφού ο Σκωτσέζος προπονητής ποτέ δεν πείστηκε για την προοπτική του, θεωρώντας τον παράλληλα και σωματικά (στα 178 εκατοστά μόλις το μπόι του…) ακατάλληλο για επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Δεν πτοείται. Υπογράφει στη Σεντ Τζόνστον, ντεμπουτάρει πριν καν κλείσει τα 17, το πρώτο του γκολ έρχεται ενάμιση χρόνο αργότερα μα πριν την ενηλικίωση και σηματοδοτεί μια ονειρική σεζόν που στο τέλος της τον φέρνει αμέσως στην Αγγλία, με την Σάντερλαντ να πληρώνει, καλοκαίρι του ’81, 400.000 λίρες και να τον καθιστά την δαπανηρότερη προσθήκη της ιστορίας της.
Πολύ νωρίς. Και διαχείριση αυτής της λεζάντας, ασήκωτης ακόμα και για τον ρομαντισμό της εποχής, αλλά και το άλμα στην καριέρα του. Παρότι καμία σχέση με την Premiership των ημερών μας, το επίπεδο του Αγγλικού Πρωταθλήματος δεν είχε καμία σχέση με αυτό που άφηνε στην πατρίδα του. Και στα 19 του ήταν παντελώς ανέτοιμος γι’ αυτό. Δύο χρόνια στις «Μαυρόγατες», όλα και όλα οκτώ γκολ σημειώνει, ένα κάθε επτά παιχνίδια του.
Η Ρέιντζερς εμφανίστηκε τότε, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, και τον Ιανουάριο του 1983 ξεκινάει κρούσεις. Ο τότε τεχνικός της Σάντερλαντ, αυτός που τον είχε αγοράσει από τη Σεντ Τζόνσον, ο Ουαλός Άλαν Ντέρμπαν, τον φωνάζει στο γραφείο του και τον ενημερώνει.
«Σε ενδιαφέρει», η ερώτηση του Ντέρμπαν.
«Δεν ξέρω, εσύ τι λες να κάνω», η αντέρωτηση του ΜακΚόιστ.
«Κοίτα, νομίζω πως πρέπει να πας για τον πολύ απλό λόγο πως δεν μπορώ να ξέρω αν θα είμαι εδώ τους επόμενους τρεις, τέσσερεις μήνες».
Η διορατικότητα του Ντέρμπαν επιβεβαιώθηκε. Δεν άντεξε στον πάγκο της Σάντερλαντ ούτε τόσο. Απολύθηκε πολύ νωρίτερα από το τρίμηνο. Η ειλικρίνειά του όμως δεν εκτιμήθηκε, αφού ο ΜακΚόιστ αρνήθηκε τότε την πρόταση των «Τζερς».
Αφενός όμως η επιμονή τους το επόμενο καλοκαίρι και αφετέρου, όπως είχε προβλέψει ο Ντέρμπαν, η εξαϋλωση της στήριξης που είχε στο Σάντερλαντ ήταν στοιχεία που τελικά τον υποχρέωσαν, μετά από μόλις μια διετία, να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να επιστρέψει σπίτι. Τουλάχιστον σε προηγμένο επίπεδο από αυτό που είχε αφήσει και κυρίως για χάρη της ομάδας που πατρογονικά υποστήριζε.
Μια ζωή Ρέιντζερς. Θρύλος ως παίκτης…
Κάλλιο πρώτος στο χωριό λοιπόν. Δεν τον χάλασε καθόλου. Ίσα-ίσα. Αποδείχτηκε πως αυτός ο ρόλος τού ταίριαζε. Αποδείχτηκε πως αυτό ακριβώς ήθελε να γίνει. Να εξελιχτεί σε μέρος του φολκλόρ μιας εκ των δύο πυλώνων του ποδοσφαίρου της πατρίδας του. Γιατί μόνο εκεί, έτσι, θα τον ανέχονταν κιόλας.
Κάποια στιγμή, ο ιδιοκτήτης της χρυσής εποχής των «Διαμαρτυρομένων», ο Ντέιβιντ Μάρεϊ, τον καταχεριάζει δημοσίως, γιατί είχε αργήσει (και είχε αργήσει πολύ) σε μια εκδήλωση του club στην οποία έπρεπε να είναι παρών. Η απάντηση που έλαβε από τον ΜακΚόιστ (και όχι κατ’ ιδίαν αλλά με κόσμο, διάφορων επαγγελμάτων και ιδιοτήτων… ) ενδεικτική. Για όλα.
«Αφεντικό, είναι το λιγότερο που αργώ σε όλη την εβδομάδα».
Του τα συγχωρούσαν όλα. Του τα επέτρεπαν όλα. Αποδέχτηκαν και αυτοί πως η λύση για έναν easy going τύπο δεν είναι το… going easy. Ειδικά εφόσον αυτό που προσέφερε ήταν ανεκτίμητο. Γκολ. Πολλά γκολ. Το πρώτο του το πανηγύρισε στο ντεμπούτο του. Και, παρότι δεν κέρδισε αμέσως την αποδοχή της εξέδρας (χωρίς εν πολλοίς να είναι δική του ευθύνη, αφού τα πρώτα του χρόνια στο club οι «Τζερς» ήταν… χάλια), το πέτυχε με τη συνέπεια του ακόμα και σε αυτά “πέτρινα” χρόνια.
Και, όταν έφτασαν τα χρυσά, έγινε το πρόσωπο τους. Με γκολ. Μόνο γκολ. Πολλά γκολ.
Δεκαπέντε χρόνια πέρασε στο «Ibrox». Οι επιδόσεις του χαρακτηριστικές του τι αποτέλεσε και σε τι συνέβαλε. Κατέκτησε 10 Πρωταθλήματα, τα εννέα εξ αυτών σερί από το 1988 ως το 1997 (ισοφαρίζοντας το σχετικό ρεκόρ της Σέλτικ), ένα Κύπελλο και εννέα League Cup.
Έφτασε στην κορυφή της λίστας των σκόρερ στην ιστορία της Ρέιντζερς, σημειώνοντας 355 γκολ σε 581 συμμετοχές, αποτελώντας τον κορυφαίο της σκόρερ τόσο σε επίπεδο Πρωταθλήματος (251) όσο League Cup (54) και ευρωπαϊκών διοργανώσεων (21), πέτυχε συνολικά 27 γκολ κόντρα στη Σέλτικ, με το κερασάκι στην τούρτα να το βάζει όταν έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι δύο σερί χρονιές (1992 και 1993).
Η σύνδεσή του με τους «Διαμαρτυρομένους»… μεταφυσική. Την τελευταία τριετία της καριέρας του την περνάει στην Κιλμάρνοκ. Τον δεύτερο χρόνο τον χάνει τελείως, αφού για δεύτερη φορά στην καριέρα του σπάει το πόδι του σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στη Ρέιντζερς.
Το τελευταίο του παιχνίδι το κάνει κόντρα στη Σέλτικ (20 Μαΐου 2001). Η Κιλμάρνοκ κερδίζει και εξασφαλίζει εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA, ενώ ο ίδιος αντικαθίσταται στο δεύτερο ημίχρονο, δίνοντας τη θέση του στον πρωτοεμφανιζόμενο Κρις Μπόιντ, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε το σημείο αναφοράς στην επίθεση της Ρέιντζερς.
… Μαζί της στο χάος ως προπονητής
Στο πλάι του τεχνικού που συνέδεσε το όνομα του με τις σερί κατακτήσεις πρωταθλημάτων στην πρώτη του θητεία στα ηνία των «Διαμαρτυρομένων», του Γουόλτερ Σμιθ, ξεκίνησε την προπονητική του σταδιοδρομία, τρία χρόνια μετά την αποχώρηση του από τους αγωνιστικούς χώρους.
Βοηθός προπονητή στην Εθνική Σκωτίας. Ως παίκτης δεν είχε ανάλογη επιτυχία με το εθνόσημο. Πήγε συνολικά σε τρία τελικά μεγάλων διοργανώσεων, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, στο Euro 1992 και σε αυτό του 1996 (στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 η Σκωτία δεν προκρίθηκε, πληρώνοντας εν πολλοίς τη δική του απουσία ελέω του πρώτου σπασίματος που υπέστη στα πόδια του, ενώ σε αυτό του 1998 δεν συμπεριλήφθηκε στην αποστολή και ουσιαστικά εξωθήθηκε στην πρόωρη αποχώρηση), μόνο όμως ένα γκολ πέτυχε κόντρα στην Ελβετία στο Euro 96, το οποίο και έμελλε να είναι και το τελευταίο του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Ούτε και ως στέλεχος του επιτελείου έκανε πολλά. Από το πεπρωμένο δεν γινόταν να ξεφύγει. Και, όταν ο Σμιθ επέστρεψε για τη δεύτερη θητεία του στον πάγκο της Ρέιντζερς το 2007, παραμένει στο πλευρό του ως βοηθός. Προετοιμάζεται αναλαμβάνοντας τα ηνία σε παιχνίδια Κυπέλλου, κερδίζοντας μάλιστα με το… καλημέρα αυτό του 2008, χρονιά στην οποία οι «Τζερς» έφτασαν ως τον Τελικό του Κυπέλλου UEFA, χάνοντας όμως από τη Ζενίτ.
Τρία χρόνια αργότερα, έρχεται η ώρα του. Από τον Φεβρουάριο του ’11 ανακοινώνεται πως στο τέλος της σεζόν θα προβιβαστεί σε πρώτο προπονητή, ωστόσο η συγκυρία είναι η χειρότερη δυνατή. Μα κατά μία έννοια απόλυτα ταιριαστή ώστε να είναι αυτός που θα την ζούσε, που θα την διαχειριζόταν και που θα ήταν εκεί να σηκώσει σιγά-σιγά την ομάδα της ζωής του.
Η Ρέιντζερς αλλάζει ιδιοκτησία, χωρίς να επηρεάζεται η δική του πρόσληψη, και, παρότι η πρώτη του προπονητική σεζόν ξεκινάει εφιαλτικά, με διαδοχικούς καλοκαιρινούς αποκλεισμούς σε προκριματικά Champions League και Κυπέλλου UEFA από Μάλμε και Μάριμπορ αντίστοιχα και με την Σέλτικ να βρίσκεται κάποια στιγμή ακόμα και με 15 βαθμούς μπροστά, το γυρίζει παίρνοντας στα μέσα Φεβρουαρίου προβάδισμα 4. Τότε όμως αρχίζει το δράμα.
Τα οικονομικά προβλήματα βάζουν τον σύλλογο σε καθεστώς οικονομικής διαχείρισης και ως ποινή αφαιρούνται 10 βαθμοί. Ο τίτλος χάνεται, μα τα χειρότερα έρχονταν. Η ομάδα αδυνατεί να καλύψει τα διακανονισμένα χρέη της και ουσιαστικά πτωχεύει, χωρίς κανείς να μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση. Δύο τα παρήγορα.
Το πρώτο ότι αποφεύγει την εξαφάνιση από τον ποδοσφαιρικό χάρτη, πέφτοντας όμως στην τελευταία, τέταρτη ιεραρχικά, κατηγορία του Σκωτσέζικου ποδοσφαίρου. Το δεύτερο ότι ο ΜακΚόιστ παραμένει στον πάγκο της, οδηγώντας την σε δύο διαδοχικές ανόδους, πριν τελικά, στον προθάλαμο της επιστροφής στην Premier League, αποχωρήσει.
Η σχέση του με το club και την κοινωνία του επηρεάστηκε, πληγώθηκε, αλλά δεν διαλύθηκε.
Αποχώρησε επεισοδιακά. Το φθινόπωρο του ’14, με τη Ρέιντζερς στην Championship, του επιδόθηκε… δωδεκάμηνη ειδοποίηση απόλυσης, κίνηση πρωτάκουστη στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Tον Δεκέμβριο ο ίδιος ανακοίνωσε πως αποχωρεί, χωρίς όμως να βρεθεί άκρη στον τρόπο, με αποτέλεσμα να τεθεί σε καθεστώς υποχρεωτικής άδειας, η οποία και ανανεωνόταν για κάθε μήνα έως και τον Σεπτέμβριο του ’15 οπότε και βγήκε οριστικά το… διαζύγιο.
Όχι συναινετικό προφανώς. Αποχώρησε πικραμένος, αποχώρησε εν πολλοίς στοχοποιημένος για πρόσκαιρες αποτυχίες και για το ότι (όπως κατηγορήθηκε) έμενε στο παχυλό του συμβόλαιο, αρνούμενος να παραιτηθεί, δυσχεραίνοντας έτσι τα πενιχρά οικονομικά του συλλόγου, αποχώρησε έχοντας ως προπονητής αλλοιώσει την ποδοσφαιρική του υπόσταση, αλλά χωρίς να καταβαραθρωθεί.
Και κυρίως, μετά την αποκατάσταση της Ρέιντζερς, παίρνοντας τελικά το credit πως στα δύσκολα, στο χάος και ειδικά στην κορύφωσή του, ήταν εκεί και κυρίως παρέμεινε εκεί για να προσωποποιήσει την επιστροφή του club στην ιστορική του θέση και τον ταιριαστό του ρόλο.
Ιστορίες θα σας πει
Την μόστρα την γούσταρε πάντα. Ξεκίνησε να παίρνει μέρος σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές, πολύ πριν σταματήσει το ποδόσφαιρο, σε σημείο ώστε το πρόσωπό του έγινε σταδιακά τηλεοπτικό προϊόν. Και μάλιστα ευπώλητο. Βοήθησε ότι, πέραν κάποιων μεμονωμένων εξαιρέσεων, ως γενικότερη στάση δεν συμμετείχε στην εμβάθυνση του διαχωρισμού (κάθε είδους και τύπου) του διπόλου Σέλτικ-Ρέιντζερς.
Το 2008 ήταν μεταξύ αυτών που μετέφεραν το φέρετρο του αλλοτινού ποδοσφαιριστή και προπονητή της Σέλτικ, Τόμι Μπερνς.
Δεν το λες ανήκουστο, αλλά σε μια κοινωνία με τόσο έντονο και ποικιλόμορφο σχίσμα χρειάζεται τουλάχιστον μια μίνιμουμ αποδοχή εκατέρωθεν, προκειμένου ακόμα και τέτοιες, απλές κατά τ’ άλλα, ενέργειες να γίνουν απρόσκοπτα και κυρίως ανεμπόδιστα.
Αυτή, την αποδοχή (ή την ανοχή έστω), την είχε, την εξασφάλισε στον διάβα των δεκαετιών. Χρίστηκε μέλος του Τάγματος των Ιπποτών από την Βασίλισσα, μπήκε στο αθλητικό αλλά και ποδοσφαιρικό Hall of Fame της Σκωτίας. Δεν έφτασε (ούτε καν πλησίασε) ποδοσφαιρικά στο επίπεδο του ειδώλου του, του Κένι Νταλγκλίς, αλλά όσα πέτυχε στην καριέρα του, τα πέτυχε με τον δικό του τρόπο, χωρίς να παρεκκλίνει από την κοσμοθεωρία του.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (από τις πολλές που δίνει κατά καιρούς) ο συντάκτης φρόντισε να προτάξει επισημαίνοντας ως χαρακτηριστικότερο σημείο της/του πως στο μεγαλύτερο διάστημά της, σχεδόν σε κάθε του απάντηση, γελούσε ή έστω χαμογελούσε. Του έκανε τόσο εντύπωση.
Ο τύπος έσπασε δύο φορές τη μύτη του κατά τη διάρκεια παιχνιδιού (υπεύθυνοι οι Γουίλι Μίλερ και Άλεξ ΜακΛις, γι’ αυτό και τους θεωρεί τους σκληρότερους αμυντικούς που αντιμετώπισε ποτέ, αν και ως τον μακράν καλύτερο εκτιμά τον Φράνκο Μπαρέζι) και συνέχισε να παίζει, γούσταρε να (παί)ζει όχι σε επαγγελματικά μοτίβα αλλά ανθρώπινα.
Με τα ποτά του, τις εξόδους του, τα νυχτοπερπατήματά του, τα παραστρατήματά του, τις λαβές που συχνά έδινε (αναρίθμητα τα κατά καιρούς φλερτ που του αποδόθηκαν, παρότι έχει διατελέσει δις παντρεμένος, αποκτώντας από τους γάμους του πέντε γιους), τον ανθρώπινο και όχι επαγγελματικό, μηχανικό τρόπο ζωής, τον οποίον έστω και στην απαρχή της ποδοσφαιρικής του καριέρας πρόλαβε.
«Δεν θα άντεχα ούτε ώρα σε αυτό το ποδόσφαιρο, με αυτές τις απαιτήσεις, αυτήν την καθημερινότητα. Υπάρχει και ζωή», είχε ξεστομίσει σε μια από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις ως σχολιαστής.
Σε δαύτες εντυπωσιάζει με την ευρύτητα των γνώσεων του, την απλότητα του, ακόμα-ακόμα και την χροιά της φωνής του (μέχρι και σε video game την δάνεισε), κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές και συνεχώς αυξάνοντας τις μετοχές του στο συγκεκριμένο επαγγελματικό μετερίζι, το οποίο την τελευταία διετία τον έχει φέρει έως και στο σχόλιο παιχνιδιών της Premier League.
Το σημαντικότερο για τον ίδιο ότι μέσω της νέας του (και μάλλον πιο ταιριαστής) επαγγελματικής επιλογής έχει ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Προίκα του οι ιστορίες. Τις λέει. Τις ζει. Είτε υπερβάλλοντας είτε τις φουσκώνει, έχει μια τέτοια μεταδοτικότητα, μια ικανότητα να κάνει τον ακροατή τους, τον τηλεθεατή τους συμμέτοχό τους.
Είτε περιγράφει μια εκδρομή για ψάρεμα σολωμού στα ποτάμια της Αλάσκας με τις αρκούδες να παραμονεύουν στα 30 μέτρα, είτε αφορά στο θαλασσοδάρσιμο του ψαροκάικου με το οποίο έχει βγει στ’ ανοιχτά της Γουατεμάλας, είτε αφορά στην περπατησιά του δρόμου του χρυσού στα όρια της Παταγονίας.
Είτε, πόσο μάλλον, στη δική του. Του «Σούπερ Άλι». Μέχρι τουλάχιστον να γίνει και ταινία…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σερ Άλεξ Φέργκιουσον: Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη