Καλοκαίρι του 2016. Προσπαθώ να αφήσω πίσω μου τη ρήξη χιαστού που είχα στα μέσα της σεζόν.
Ο Βλάνταν Ίβιτς μου εξηγεί πως έχει ήδη στο μυαλό του σκεφτεί τι θα κάνει “πίσω δεξιά”. Είχε τον Μάτος και τον Κίτσιου. Ήταν ξεκάθαρος απέναντί μου, από την πρώτη στιγμή. Ήξερα ποιος ήταν ο Βλάνταν. Αυτός μπορεί να μην το θυμάται, αλλά τον είχα προλάβει και ως παίκτη στον ΠΑΟΚ. είχα κάνει δυο-τρεις προπονήσεις, ως πιτσιρικάς τότε, όταν μας ανέβαζαν στη μεγάλη ομάδα. Μετά, τον είχα στην Κ20, όταν -έχοντας μεγαλώσει λίγο- είχα “κατέβει” μερικές φορές, για να πάρω παιχνίδια εκεί, επειδή δεν έπαιζα με τους μεγάλους, επί Στέφενς. Μου εξήγησε το σκεπτικό του για τη θέση, στην οποία έπαιζα, και τότε άρχισα να ψάχνομαι.
Έπρεπε να βρω μια ομάδα, για να πάω να παίξω.
Μίλησα με τους φίλους μου και πήρα τηλέφωνο τον Σάκη Παντελιάδη, τον κουμπάρο μου, ο οποίος τότε ήταν στην Ομόνοια. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, του είπα «ρε ‘σείς, κανέναν δεξί μπακ δεν θέλετε εκεί;» και μου λέει «τι να σου πω… Έχει καμία άκρη ο μάνατζέρ σου με τον Νταμπίζα να κάνει ένα τηλέφωνο»; Αυτό έκανα και, μετά από δυο ημέρες, πήγα στην Κύπρο και υπέγραψα. Είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο, τον Νίκο Νταμπίζα, ο οποίος ξέρει καλά τη δουλειά του, σε όλα της τα επίπεδα.
Στην Ομόνοια έκανα μια γεμάτη χρονιά και πήγα καλά. Μέσα στη σεζόν, άρχισαν να μου λένε πως θέλουν να με κρατήσουν. Με έκαναν να νιώσω πολύ όμορφα και αυτό πιστεύω ότι το κέρδισα από αυτό που έδειξα μέσα στο γήπεδο.
Εγώ είχα αποφασίσει να γυρίσω στον ΠΑΟΚ και να διεκδικήσω τη θέση, να τελειώσω αυτό που είχα αφήσει στη μέση. Εκεί ήταν το μυαλό μου, η καρδιά μου. Να παίζω στον ΠΑΟΚ. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν πήγαν, όπως θα ήθελα.
Λίγο πριν το τέλος της σεζόν 2016-17, ο Βλάνταν Ίβιτς, μέσω του Λούμπος Μίχελ, μου είχε πει πως με υπολογίζει για τη νέα σεζόν. Ήξερα ότι είχαν παρακολουθήσει την πορεία μου στην Ομόνοια και, με βάση την εικόνα μου, ήθελαν να είμαι στην ομάδα. Ειδικά, από τη στιγμή που η ομάδα έβαζε πλώρη για μια σεζόν γεμάτη με Πρωτάθλημα, Ευρώπη και Κύπελλο, ήθελαν να είναι γεμάτοι.
Και μέσα από αυτό, ήξερα και εγώ ότι τις ευκαιρίες μου θα τις πάρω. Αυτό θέλει ο ποδοσφαιριστής. Να πάρει ευκαιρίες. Να ξέρει ότι θα κριθεί στο γήπεδο. Μου είχαν πει πως το δίδυμο των μπακ θα ήταν ο Μάτος και εγώ.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε, διότι όλα άλλαξαν.
Ο Ίβιτς έφυγε και βρέθηκε στην ομάδα ο Αλεξάνταρ Στανόγεβιτς. Από την δεύτερη μέρα, ήμουν εκτός ομάδας. Δεν ήμουν στις προπονήσεις, δεν έπαιξα ούτε σε ένα φιλικό. Ήμουν σαν ξένο σώμα και όλα αυτά, όταν πριν από έναν μήνα η ομάδα μού είχε πει «έλα πίσω, σε είδαμε, σε θέλουμε, μην ψάχνεις κάτι…».
Θα μπορούσα τότε να είχα μείνει στην Ομόνοια ή να πήγαινα και σε άλλη ομάδα της Κύπρου, διότι είχα προτάσεις στα χέρια μου. Εγώ τα άφησα όλα αυτά στην άκρη, για να γυρίσω στον ΠΑΟΚ. Γιατί αγαπάω την ομάδα, ήθελα να είμαι μέλος της, κι ας ήξερα πως δεν θα έχω πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα ήμουν, όμως, εκεί και θα έπαιρνα παιχνίδια σε μια μεγάλη σεζόν.
Ζήσαμε πολλά εκείνο το διάστημα. Μια Παρασκευή, κάναμε το πρωί προπόνηση με τον Στανόγεβιτς και το απόγευμα με τον Λουτσέσκου. Μια πολύ περίεργη κατάσταση που δεν περιμένεις να ζήσεις και δεν τη συναντάς συχνά.
Με την έλευση του Λουτσέσκου, δεν άλλαξε κάτι για μένα. Δεν έπαιζα. Ακόμα και στα ματς, στα οποία δεν ήταν διαθέσιμος ο Μάτος, έπαιζε ο Κρέσπο στα δεξιά. Τότε, ήμουν και σε μια ηλικία που δεν σκεφτόμουν και πολύ το τι έκανα και το τι έλεγα. Αυτό ήταν το μόνο λάθος από θέμα χαρακτήρα. Αγωνιστικά, πάντα πίστευα στον εαυτό μου και δεν φοβόμουν να συγκριθώ με κάποιον. Δεν έγινε, προχωρήσαμε.
Και αυτό που πάντα θα λέω είναι πως ο ΠΑΟΚ, εμένα αλλά και σε πολλά άλλα παιδιά, μας άλλαξε τη ζωή. Μας βοήθησε σε πολλά πράγματα.
Ήμασταν και τυχεροί, διότι ζήσαμε στην εποχή της έλευσης του Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος τα άλλαξε όλα και από άποψη οργάνωσης και, φυσικά, το οικονομικό.
Ήμουν, είμαι και θα είμαι ευγνώμων στον ΠΑΟΚ, αλλά και σε κάθε ομάδα, στην οποία έχω αγωνιστεί, ακόμα και σε αυτές, για τις οποίες μικρός έλεγα πως δεν πρόκειται να παίξω ποτέ εκεί, όπως ο Άρης.
Το καλοκαίρι του 2018, τεχνικός διευθυντής στον Άρη είχε αναλάβει ο Ντίνος Διαμαντόπουλος. Με ήξερε καλά και μου είχε μεταφέρει, μέσω του ατζέντη μου, ότι με θέλει στην ομάδα. «Δημήτρη, σε θέλουμε στον Άρη». Τότε, είχα πει στον ατζέντη μου «ξέχνα το, δεν το συζητάω καν, βρες μου ομάδα στο εξωτερικό».
Είχα βρεθεί για έξι μήνες στη Μπρέσια και σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερο να μείνω στο εξωτερικό, να μη γυρίσω Ελλάδα.
Η πρώτη φορά που έμαθα για το ενδιαφέρον του Άρη, ήταν τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου. Πέρασε 1,5 μήνας και στα χέρια μου είχα προτάσεις από ομάδες Β’ Πολωνίας, αλλά και ομάδες Super League, οι οποίες δεν με γέμιζαν ούτε ως μεγέθη, αλλά ούτε και οικονομικά.
Εγώ δεν είχα βρει αυτό που ήθελα, και ο Άρης -στην ουσία- με περίμενε, διότι δεν είχε κλείσει δεξί μπακ. Μου εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους με ωραίο τρόπο. Μου είπαν ότι με υπολογίζουν για βασικό. Είμαι ΠΑΟΚ και αυτό δεν αλλάζει, αλλά είχε έρθει η στιγμή που θα έπρεπε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι το επάγγελμα με το συναίσθημα.
Οι πρώτοι, με τους οποίους το συζήτησα, ήταν η οικογένειά μου. Μετά, ήρθε η ώρα να το συζητήσω με τους φίλους μου. Ο Στέφανος Αθανασιάδης μου είπε «αν πας στον Άρη, δε θα σου ξαναμιλήσω» και αυτή η αντίδραση ήταν η πιο… λάιτ που εισέπραξα. Αρκετοί φίλοι μου δεν είναι απλά φίλαθλοι, είναι οπαδοί. «Μην πας, δε θα σε αγαπήσουν, δεν είναι για σένα…».
Εγώ, μέσα μου, ήξερα πως, όπου και να πάω να παίξω, θα δώσω ό,τι έχω. Από την πρώτη στιγμή, ήξερα το τι μπορεί να συμβεί, αν πάω εκεί. Ήξερα ότι μπορεί να έρθει η φορά που δε θα φταίω και θα είμαι ο πρώτος που… θα τα ακούσω. Και έγινε και αυτό. Αλλά και στον ΠΑΟΚ αυτό γινόταν. Έχανε ο ΠΑΟΚ, δεν κοιμόμουν δυο μέρες από τη στεναχώρια μου και πάλι τα άκουγα, εγώ και όλοι. Όταν δεν κερδίζει η ομάδα σου, σου φταίνε όλα.
Το πιο σημαντικό ήταν να είμαι εγώ -μέσα μου- καλά. Ό,τι και να άκουγα, δεν τα έπαιρνα στο σπίτι μου, να τα σκέφτομαι και να στεναχωριέμαι. Αυτό που μετράει πάνω από όλα, είναι η άποψη του προπονητή και της οικογένειάς σου. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που με κρίνουν αγωνιστικά και ως άνθρωπο. Ο φίλαθλος, ο οπαδός θέλουν το καλύτερο, τη νίκη, και θέλουν και την προσπάθεια. Όπως και εμένα, αυτό που με νοιάζει, είναι να ξέρουν όλοι, και ειδικά ο εαυτός μου, πως έχω προσπαθήσει μέσα στο γήπεδο.
Σκεφτόμουν τη στιγμή που θα ερχόταν το παιχνίδι ανάμεσα σε Άρη και ΠΑΟΚ, με εμένα στον Άρη. Και θα ήθελα να παίξω, όχι για να πάρω κάποια εκδίκηση. Θα ήθελα να δείξω ότι «είμαι εδώ».
Όταν έφυγα, άκουσα πολλά. Έλεγαν ότι δεν είμαι ο ίδιος μετά τον χιαστό, ενώ, την επόμενη χρονιά από τον χιαστό, είχα μια γεμάτη σεζόν στην Ομόνοια και καλή σεζόν. Στην Ομόνοια, δεν μου έκαναν χάρη. Είχα πάει ως δανεικός. Δεν θα κέρδιζαν κάτι, αν με έβαζαν, δεν ήμουν δικός τους παίκτης. Ο ΠΑΟΚ ήθελε να βάλει ρήτρα στον δανεισμό μου στην Ομόνοια, για να παίξω κάποια παιχνίδια. Εγώ δεν το ήθελα και τελικά δεν μπήκε. Δεν ήθελα να παίξω, επειδή το έλεγε ένα χαρτί. Έπαιζα και έπαιξα πολλά παιχνίδια. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι έλεγαν πράγματα που με πείραξαν. Με τρώει ακόμη και τώρα αυτό. Δεν με πίστεψαν, μετά τον τραυματισμό μου και αφότου γύρισα από την Ομόνοια. Μόνο ένα πράγμα ήθελα τότε, όταν γύρισα. Ένα παιχνίδι. Μια συμμετοχή. Ένα φιλικό, έστω. Κάτι.
Σκεφτόμουν ότι σε αυτό το ΠΑΟΚ-Άρης, θα πρέπει να είμαι προσεκτικός. Στις κινήσεις μου, στη συμπεριφορά μου, σε όλα. Θα μπορούσε το οτιδήποτε να παρερμηνευτεί. Δεν ήθελε και πολύ να βγει να πει κάποιος «κοίτα εδώ, τι κάνει αυτός ο ΠΑΟΚτσής…». Από τη μια υπήρχε αυτό ως σκέψη.
Από την άλλη, τι να έκανα; Να μη χαιρετούσα παιδιά, τα οποία έζησα μια ζωή μαζί; Είναι δυνατόν; Με αυτά τα παιδιά δέθηκα, είμαστε φίλοι. Δηλαδή, τι; Να έβλεπα τον Βαλάντη (σ.σ. υπεύθυνος ιματισμού) και να μην τον χαιρετήσω; Τον Σάκη τον Καπούλα, τον Νίκο τον Τσιρέλα (σ.σ. φυσικοθεραπευτές); Θα ήταν ιεροσυλία αυτό. Και στο κάτω-κάτω, προτιμώ να έχουν αυτοί καλή άποψη για μένα, παρά ο κόσμος που, στην τελική, και να μην κάνεις κάτι, ίσως κάτι να βρει να πει.
Προσπαθώ να διαχωρίζω το επαγγελματικό από το τι νιώθω εγώ. Ποδοσφαιριστής είμαι, πόσο θα κάνω αυτή τη δουλειά; Μέχρι τα 33, τα 34, τα 35; Δεν μπορώ να μην πάω στον Άρη, όταν ξέρω ότι είναι μια μεγάλη ομάδα και μέσα από αυτή μπορώ να διεκδικήσω πράγματα στην καριέρα μου. Θα μπορούσα να διεκδικήσω ακόμα και μια θέση στην Εθνική.
Έκανα ένα καλό συμβόλαιο, με το οποίο βοηθούσα την οικογένειά μου. Και αυτό μπαίνει πρώτο. Να πήγαινα σε μια άλλη ομάδα με μικρότερη προοπτική και με λιγότερα χρήματα; Εγώ έτσι τα ζύγισα και έχω ήσυχη την συνείδησή μου. Πήγα σε μια ομάδα που στα εντός έδρας παιχνίδια της είχε γεμάτο γήπεδο. Σε τέτοια, νιώθεις ποδοσφαιριστής.
Στον Άρη βρέθηκε ο Σιώπης. Έβαλε το κεφάλι κάτω, δούλεψε, έκανε το βήμα στην Τουρκία και είναι και στην Εθνική. Ασχέτως αν είσαι ΠΑΟΚ, Ολυμπιακός, ΑΕΚ, αν πας στον Άρη, είσαι εκεί, παίζεις, μοχθείς για την ομάδα και για σένα, να βελτιωθείς, να ανέβεις ποδοσφαιρικά.
Οι φίλοι μου, οι οποίοι μου είπαν «μην πας» και «τι είναι αυτά που λες» και αντέδρασαν, όταν τους το είπα, δεν άλλαξαν απέναντί μου. Φίλοι μου που είναι και οπαδοί του ΠΑΟΚ. Όταν κάνεις μια τέτοια επιλογή, βγαίνει και η ζυγαριά για τους φίλους.
Και όλοι ήταν εκεί. Οι φίλοι μου, άνθρωποι που είναι ΠΑΟΚ και μου είπαν «μας έκανες να βλέπουμε Άρη και να χαιρόμαστε, όταν πας καλά εσύ»! ΠΑΟΚτσής άρρωστος, κάθισε και είδε ματς του Άρη. Γίνεται; Κι όμως, γίνεται… Όταν είσαι ποδοσφαιριστής, έχεις άτομα γύρω σου που είναι εκεί για άλλα πράγματα. Και σε κάτι τέτοιες στιγμές, καταλαβαίνεις ποιοι είναι εκεί για σένα.
Όταν πήρα τελικά την απόφαση, μετά από όλα όσα σκέφτηκα, ένιωσα ότι κάνω το σωστό. Το αν τελικά εξελίχθηκε λάθος και έγινε ό,τι έγινε, είναι άλλη ιστορία. Και τον χρόνο να γυρνούσα πίσω, πάλι αυτή την επιλογή θα έκανα. Θα πήγαινα ξανά στον Άρη.
Τον δεύτερο χρόνο στον Άρη, έγιναν πράγματα, για τα οποία θα έρθει η στιγμή να τα πω. Δεν έπαιζα και δεν έφταιγα ούτε εγώ, ούτε η ομάδα. δεν ήταν ούτε ποδοσφαιρικοί, ούτε ιατρικοί οι λόγοι. Σκεφτόμουν ακόμα και να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Μου περνούσε αυτό από το μυαλό. Ήμουν άσχημα ψυχολογικά. Χωρίς να φταίω, δεν μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο.
Είναι μια περίοδος που θα τη θυμάμαι πάντα. Κλεισμένος σπίτι, άλλες φορές δεν κοιμόμουν, άλλες έκλαιγα. Και αυτά δεν τα ήξερε ούτε η οικογένειά μου.
Ένιωσα ότι δεν αξίζει άλλο αυτό το πράγμα. Με τρώει. Είχα σκεφτεί να σταματήσω το ποδόσφαιρο και να ασχοληθώ από μικρός με την προπονητική. Εκεί, μίλησα πολύ με τον ατζέντη μου, τον Χρήστο Δημητριάδη. Αν δεν ήταν αυτός, ίσως να είχα σταματήσει. «Πάμε Σλοβακία. Θα πάμε εκεί, θα παίξεις, είσαι καλός και θα βρεις τον δρόμο σου. Αν δεις ότι “δεν”, τότε κάνε ό,τι θες. Αλλά δώσε μια ακόμα ευκαιρία στον εαυτό σου, μην τα παρατάς, όχι τώρα…».
Είχα φτάσει στον πάτο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχα τραυματισμούς που με γονάτισαν, αλλά δεν τους άφησα να με σταματήσουν.
Μπορεί να νιώθω ότι πέτυχα λιγότερα, από όσα θεωρώ ότι μπορούσα. Ίσως, άλλοι, αν περνούσαν αυτά που πέρασα εγώ, να είχαν σταματήσει, αλλά εγώ δεν σταμάτησα και αυτό με γεμίζει.
Το ποδόσφαιρο το αγαπάω, το λατρεύω, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτό, αλλά πρέπει να είσαι καλά και ως άνθρωπος. Και υπήρχαν στιγμές που δεν ήμουν, αλλά βρήκα δύναμη να συνεχίσω, να είμαι καλά.
Πήγα στη Σλοβακία, έπαιξα στην Ζέμπλιν Μιχάλοβτσε, πήγα καλά, μετά πήγα στην Σπάρτακ Τρνάβα και ακολούθησε η Κύπρος.
Το ποδόσφαιρο είναι πολύ ψηλά για μένα, αλλά πάνω από όλα πρέπει να είσαι εσύ…
Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: Κερδισμένοι στη μετάφραση
Ευθύμης Ρεντζιάς: Να έκλεβα λίγο χρόνο