Κάτι ξεχωριστό είναι συχνά κάτι συνηθισμένο, απλό. Έτσι ήταν και τα παιδικά χρόνια μου. Ήταν φυσιολογικά, ήρεμα, χωρίς δυσκολίες, αν και δεν ήταν πλουσιοπάροχα.
Ο πατέρας μου εργαζόταν σε τράπεζα και η μητέρα μου ήταν ασφαλίστρια, πριν αφοσιωθεί στα περιβόητα «οικιακά».
Ο γονείς μου, όπως και πολλοί γονείς, δεν ήθελαν τότε να ασχοληθώ με τον αθλητισμό. Δεν είχαν διαθέσιμο χρόνο να με πηγαινοφέρνουν σε προπονήσεις. Όταν ο γιος τους, ωστόσο, άρχισε να ψηλώνει πολύ, δέχθηκαν πιέσεις από φίλους. Τους έλεγαν ότι ο έφηβος Κώστας, με σχεδόν δύο μέτρα μπόι, «δεν γίνεται να μην παίζει μπάσκετ».
Κάπως έτσι, βρέθηκα σε μία άλλη γειτονιά, στα ανοικτά γήπεδα του Πανελληνίου. Εκεί γνώρισα τον πρώτο προπονητή μου, τον Δημήτρη Γκόφα, αλλά και τον Θέμη Χολέβα. Εκείνοι με έβαλαν στη λογική του αθλήματος, στη γνώση της τεχνικής, προσπαθώντας στα 14-15 μου να «προλάβω» τα υπόλοιπα παιδιά.
Ο κόουτς Γκόφας ασχολήθηκε πολύ μαζί μου. Είχα μπροστά μου συμπαίκτες που ήταν μέλη των «μικρών» εθνικών, όπως ο αείμνηστος Μάικ Ευαγγελίτσης, με τον οποίο μέναμε κοντά και παίζαμε παρέα και εκτός προπόνησης.
Την επόμενη χρονιά, το 1996, αναγκάστηκα να πάω σε μία πιο μικρή τότε ομάδα, την Α.Ε. Ψυχικού, ώστε να αποκτήσω αγωνιστική εμπειρία. Οι ατομικές προπονήσεις με τον Χολέβα και τον Μάικ μείωσαν την «ψαλίδα» και την απόσταση με τους συμπαίκτες μου.
Σε δύο-τρία χρόνια, στην ομάδα του Ψυχικού, κατόρθωσα να φτάσω σε ένα επίπεδο να μπορώ να προπονηθώ με ομάδα της Α1.
Έχω να μιλήσω πολλά χρόνια μαζί του, όμως ο ατζέντης, ο κ. Ισίδωρος Κούνουπας, με βοήθησε να βρεθώ στην ομάδα του Παπάγου, στην τελευταία σεζόν στην Α1 το 1998, και να παίξω στη μεγάλη κατηγορία.
Ο γονείς μου επέμεναν φυσικά να δώσω Πανελλαδικές, κάτι που δεν ήταν δική μου προτεραιότητα. Η άρνησή μου ήταν μεγάλη και για αυτό δεν έγραψα καλά. Η οικογένειά μου κατάλαβε ότι ήμουν σοβαρός σε αυτή την αθλητική επιδίωξη και ότι δεν το έβλεπα επιπόλαια.
Ήθελα να παίξω μπάσκετ, λάτρεψα τον αθλητισμό και βρέθηκε η χρυσή τομή αυτού που αγαπούσα με την εκπαίδευση, ταξιδεύοντας στην Αμερική για να σπουδάσω.
Στον Παπάγου γνώρισα τον Σωτήρη Βούκια, ο οποίος με βοήθησε αρκετά και με προετοίμασε σωματικά, ενώ με έφερε σε επαφή με πανεπιστήμια. Αποφοίτησα το 2003 από το Σάουθερν Καλιφόρνια με πτυχίο Οικονομικών και οι γονείς μου ήξεραν ότι μετά τις σπουδές θα παίξω επαγγελματικά. Μόνο αυτό σκεφτόμουν.
Τότε, θεωρούσα κάτι σαν «βουνό», σαν ακατόρθωτο, να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Κάτι που, βεβαίως, συνέβη μετά το τέλος της μπασκετικής καριέρας μου. Πολλές φορές οι αθλητές πιστεύουμε ότι κάνουμε κάτι πολύ σημαντικό. Ενώ ουσιαστικά περνάμε καλά δύο ώρες κάνοντας αυτό που αγαπάμε. Είναι επάγγελμα, όμως παραμένει παιχνίδι.
Βεβαίως, όταν αυξάνεται η πίεση από προπονητές, φιλάθλους, ανεβαίνει και το άγχος. Αλλά μπορούμε να μάθουμε από αυτό, προκειμένου να διαχειριζόμαστε απίστευτες καταστάσεις.
Χωρίς, φυσικά, να παραγνωρίζουμε την αξία και την προσπάθεια εκείνων που ξυπνούν κάθε μέρα και εργάζονται οκτώ και περισσότερες ώρες σε δυσκολότερες καταστάσεις…
Όποιος αθλητής πει ότι δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει, δεν λέει αλήθεια. Δεν θυμάμαι αν το ξεστόμισα στις Η.Π.Α., όσο αγωνιζόμουν στο NCAA. Στα 23 μου, όμως, στον Ολυμπιακό, το έφερα στο μυαλό μου. Το είπα από μέσα μου.
Ερχόμουν με τόση ορμή, με τόσα όνειρα και με παραστάσεις σε προπονήσεις με μετέπειτα παίκτες ΝΒΑ, όπως με τον συγκάτοικο στα ταξίδια, Μπράιαν Σκαλαμπρίνι.
Ένα παιδί που δεν… «χαλούσε». Δεν σταματούσε. Είχε απίστευτη ενέργεια! Στην Ευρώπη θα έγραφε ιστορία. Ήμουν συμπαίκτης με τον Ντέιβιντ Μπλούθενθαλ, που αγωνίστηκε στη Μακάμπι Τελ Αβίβ και τον Τζεφ Τρεπάνια. Διατηρούμε ακόμη επαφή με όλους.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα από ένα διαφορετικό περιβάλλον και με τόσες εμπειρίες, θεωρούσα ότι θα έρθω να παίξω, να σταθώ.
Όσο ήταν κόουτς στον Ολυμπιακό ο κ. Σούμποτιτς, όλα είχαν σταθερή πορεία. Η σεζόν, όμως, ξεκίνησε άσχημα, ήρθε στη θέση του ο κ. Σάκοτα και η χρονιά ολοκληρώθηκε με υπηρεσιακό προπονητή τον Μίλαν Τόμιτς. Η πίεση μεγάλωνε, ο κόουτς ήταν με την «πλάτη στον τοίχο» και δεν μπορούσε να δώσει χρόνο σε μένα ή τον Γιώργο Πρίντεζη και τον Γιάννη Καλαμπόκη.
Εκείνη η περίοδος με «φρέναρε» απότομα και δεν ήμουν βέβαιος ότι θέλω να συνεχίζω να παίζω… Δεν ήξερα αν αξίζει, αν άξιζαν οι θυσίες.
Αλλά οφείλεις στην επόμενη προπόνηση και τον επόμενο αγώνα να είσαι έτοιμος και να παίξεις το «ρόλο» σου.
Πήρα την απόφαση να συνεχίσω, κάνοντας ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω και παίζοντας στην Α2. Αρχικά στον Ηλυσιακό και στη συνέχεια στην Ολυμπιάδα Πατρών, με την οποία κατακτήσαμε το πρωτάθλημα.
Από εκεί και πέρα τα βήματα ήταν πιο σταθερά.
Απέδειξα κάποια πράγματα στον εαυτό μου, κυρίως, αλλά και στους άλλους. Έλεγαν τότε πως «ο Χαρίσης είναι “soft”». Αυτό το άλλαξα… Μάλιστα, σε πρόσφατη επικοινωνία με άλλοτε συμπαίκτη και αντίπαλο, μου είπε ότι όταν εκνευριζόμουν ήμουν «βρώμικος»!
Μπορεί να μην έφτασα στο υψηλότερο επίπεδο, αλλά μία πίκρα που έχω είναι πως μπορούσα να το πετύχω. Ίσως ήταν και θέμα συγκυριών.
Η πρώτη απόφαση της καριέρας μου ήταν αυθόρμητη, για τον Ολυμπιακό. Είχα περιθώριο… 15 λεπτών για να απαντήσω.
Οι επόμενες αποφάσεις περιλάμβαναν μπόλικη -σε σημείο εξαντλητικής ανάλυσης- σκέψη. Όλοι κάνουμε λάθη, όμως, δεδομένων των συγκυριών, δεν θα έκανα πιο σωστές επιλογές.
Όταν αποχώρησα από τον Κολοσσό, το 2012, είχα την επιλογή να διαλέξω μεταξύ Ολυμπιακού και Άρη. Τα χρήματα ήταν τα ίδια και κακοφάνηκε σε κάποιους που προτίμησα τον Άρη.
Το σκεπτικό μου ήταν πως στα 32-33 μου, το να είμαι τρίτος ψηλός στον Ολυμπιακό, θα με έβαζε σε διαδικασία… «σύνταξης»! Θα ήμουν εκεί για να σπρώχνω κάποιον στην προπόνηση.
Ο εγωισμός μου δεν μου επέτρεπε να παροπλιστώ και επέλεξα έναν πιο πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ένα ελκυστικό πρότζεκτ. Να αλλάξουμε επιτέλους το στάτους του Άρη!
Στον Άρη ξεκίνησα με κόουτς τον Βαγγέλη Αλεξανδρή και συνέχισα με τον Βαγγέλη Αγγέλου, πριν μετακομίσει στην Εφές και αντικατασταθεί από τον Μίλαν Μίνιτς.
Ο Δημήτρης Πρίφτης μού ανακοίνωσε πριν από την τρίτη σεζόν ότι δεν με έχει στα πλάνα του. Προς τιμήν του το έκανε στην προετοιμασία, όμως είχα κλειστό συμβόλαιο.
Οι επιλογές μου ήταν πάντα αναλυτικές και παρά τα λάθη μου δεν μετανιώνω για κάτι. Σαφώς και αν εκεί που έστριψα αριστερά είχα πάει δεξιά, μπορεί να είχα συναντήσει άλλα πράγματα. Τη σεζόν που δεν πήγα στον Ολυμπιακό, ο σύλλογος κατέκτησε την Ευρωλίγκα. Θα μπορούσα να είχα κι εγώ ένα κυπελλάκι στο σπίτι μου, αλλά μάλλον δεν θα το άξιζα.
Είμαι από τους ανθρώπους, που θα τρέξω, θα κουραστώ και θα μου αξίζει η ανταμοιβή, όπως και με την τωρινή εργασία μου εκτός μπάσκετ. Αν δεν μπορείς να διακρίνεις από μικρός τη σωστή ή λάθος πάσα, τη σωστή ή λάθος επιλογή, τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνεις, θα πρέπει να ασχοληθείς με κάτι άλλο. Οι γρήγορες αποφάσεις είναι στο DNA των σπορ.
Μαθαίνουμε να εξαρτόμαστε από τον χρόνο, να επωφελούμαστε από αυτό και να μην πιεζόμαστε από πράγματα εκτός παρκέ. Στο μυαλό σου «τρέχουν» και αντίμετρα. Δουλεύουν στο μυαλό σου.
Ξέρεις ότι αν βγεις το βράδυ, την άλλη μέρα στην προπόνηση θα είσαι χάλια. Πολλοί το κάνουν. Αν παρασυρθείς, δεν θα αποβάλεις ποτέ την κούραση και αυτόματα χάνεις την επόμενη μέρα. Πρέπει να σέβεσαι τον εαυτό σου.
Η Αμερική μού έμαθε πολλά. Αν το NCAA ήταν κάτι που θα μπορούσα να το κάνω σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, θα το έκανα. Εκεί είδα πώς είναι να βάζω εγώ τα όρια σε μένα. Πίεζα τον εαυτό μου συνέχεια για το κάτι παραπάνω.
Το κολεγιακό μπάσκετ σού διδάσκει να ξεπερνάς αυτό που πιστεύεις ότι είναι το όριό σου. Οι προπονήσεις, τα μαθήματα ήταν εξαντλητικά. Το NCAA με έβαλε σε διαδικασία σκέψης πως όσο κι αν σε πιέζει προπονητικά ή ακόμα και λεκτικά ο προπονητής σου, δεν μπορεί να σε κουράσει.
Ήταν σχολείο και συχνά, όταν κληθώ εδώ στην Κω να περάσω μερικές γνώσεις μου σε νέα παιδιά, τους εξηγώ πράγματα που δεν θα μάθουν στις ομάδες τους. Στην προσωπική ζωή μου, ήξερα τι ήθελα πριν από το πανεπιστήμιο. Εύλογα, δεν υπήρχε ανεμελιά. Όλα είχαν μέτρο. Μεγάλωσα γρήγορα.
Δεν θεωρώ, όμως, ότι έχασα την εφηβεία μου. Έκανα αυτό που αγαπούσα. Το να ζήσει ένα παιδί 19 ετών μόνο του στην άλλη άκρη του κόσμου, χωρίς συγγενείς, σε ωριμάζει απότομα.
Τα δύο πρώτα τετράμηνα στο πανεπιστήμιο δεν τα πήγα καλά στα μαθήματα. Ίσως ήταν το σοκ της μετάβασης, η πίεση από τα μαθήματα και την προπόνηση.
Στα 19 σου, μόνος σου σε μία ξένη χώρα, εξερευνάς τη μέρα, τη νύχτα, το νέο περιβάλλον. Φρέσκα νέα, άλλη κουλτούρα. Έφτασα στο σημείο να είμαι υπό ακαδημαϊκή επιτήρηση και αν στο επόμενο τετράμηνο δεν υπήρχε πρόοδος, θα με έβαζαν στο αεροπλάνο και θα γύριζα πίσω…
Ήταν ένα «χαστούκι» που με έκανε να αναθεωρήσω πράγματα. Το σχολείο, στο οποίο κοστίζεις χρήματα, σου δίνει περιθώρια. Αν σε βλέπουν ότι δεν ακολουθείς το πρόγραμμα, υπάρχουν επιπτώσεις.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια σε κάνουν άρχοντα του εαυτού σου, κάνοντας τον προϋπολογισμό σου. Φτάνοντας στην Ελλάδα δεν σοκαρίστηκα από όσα συνάντησα. Όπως το να ζήσω πάλι μόνος μου ή από την πίεση του επαγγελματισμού.
Είχα την τύχη να αγωνιστώ σε μεγάλες ομάδες όπως ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, ο Άρης, αλλά σε δύσκολές περιόδους και για τις τρεις.
Στον Ολυμπιακό οι καταστάσεις ήταν δύσκολες. Το 2003-2004 ήταν η τελευταία σεζόν που παίζαμε στο κλειστό του Κορυδαλλού.
Δεν υπήρχαν Αμερικανοί παίκτες. Ξένοι ήταν οι Γκόρενς, Μπάγκαριτς, Γιούρακ, Βολκοβίσκι. Υπήρχαν ονόματα όπως οι Παναγιώτης Λιαδέλης, Γιώργος Διαμαντόπουλος, Μίλαν Τόμιτς, Χρήστος Χαρίσης, Βαγγέλης Σκλάβος.
Ήταν ένα μίγμα έμπειρων παιδιών και παικτών, όπως εγώ, που αναζητούσαμε την ευκαιρία μας. Η χρονιά δεν ήταν καλή και κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι να φοράς αυτή τη φανέλα, ενός συλλόγου που ήταν φόβητρο. Η όγδοη θέση ήταν η χειρότερη του Ολυμπιακού, διότι το τωρινό δεδομένο με τη συμμετοχή στην Α2 είναι μάλλον ένα πείσμα.
Η πίεση από το κοινό, σε ένα μικρό γήπεδο, είναι μεγάλη. Παίζαμε ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στο κλειστό του Σπόρτιγκ, σε ένα ακατάλληλο χώρο και την ομάδα δεν την υπολόγιζαν… Στο άθλημα υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι σε κάθε πόστο, ωστόσο είναι και κάποιοι που κάνουν κακό στο μπάσκετ.
Σε κάθε ομάδα που ήμουν οι Έλληνες ήταν εκείνοι που «κρατούσαν» τα αποδυτήρια και, εύλογα, παίζουν περισσότερο για τη φανέλα. Οι ξένοι ήταν πιο κυνικοί. Στον Ολυμπιακό, έστω και για μία σεζόν, μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω σε υψηλό επίπεδο και πιστεύω πως κι εγώ θα μπορούσα να προσφέρω περισσότερα.
Το 2007, στην Ολυμπιάδα Πατρών, τερματίσαμε στην ένατη θέση χάνοντας τα πλέι οφς την τελευταία αγωνιστική, με ήττα από τον Πανελλήνιο.
Το καλοκαίρι, ίσως το πιο περίεργο της καριέρας μου, έλαβα μία πρόταση από τον Δημήτρη Δρόσο, ο οποίος ήταν διοικητικός ηγέτης του Σπόρτιγκ, τον οποίο είχε ανεβάσει στην Α1 με προπονητή τον Άγγελο Κορωνιό.
Ξεκινήσαμε προετοιμασία, μέχρι που ένα τηλεφώνημα μάς ενημέρωνε ότι ο πρόεδρος αποχώρησε από το Σπόρτιγκ, που μάλλον δεν θα έπαιζε στη μεγάλη κατηγορία…
Όπως είναι κατανοητό, υπήρχε αβεβαιότητα. Δεν ξέραμε αν τα συμβόλαιά μας ισχύουν και μαζί με τον Άγγελο Τσάμη, με τον οποίο είχαμε έρθει στην Αθήνα από την Ολυμπιάδα, βρεθήκαμε «πακέτο» στην ΑΕΚ, στην οποία συνέχισαν και ο Δημήτρης Δρόσος με τον κόουτς Κορωνιό.
Ήμασταν σε μία ομάδα με κόσμο, με πίεση, με απαιτήσεις, με μεγάλο γήπεδο, η οποία είχε χάσει τότε την αίγλη της μετά τον τίτλο του 2002.
Υπήρχε εμπειρία με τους Νίκο Χατζή, Δημήτρη Παπανικολάου, Γιάννη Σιούτη. Ενώ στην Πάτρα ήμουν πρώτος μπλοκέρ, στην ΑΕΚ ήρθαν πολλοί ξένοι. Ο Βαγγέλης Αγγέλου αντικατέστησε τον Κορωνιό και ο τρόπος που επικοινωνούσε ήταν διαφορετικός. Για πολλούς ήταν σοκ.
Είναι ιδιαίτερος άνθρωπος, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν μιλά σωστά. Κάποιοι παίκτες παροπλιστήκαμε. Αντί να κάνω ένα βήμα μπροστά, ακολούθησα αντίθετη διαδρομή, χωρίς να φταίει η ομάδα.
Ενδεχομένως να είχα χάσει την αυτοπεποίθηση μου… Ίσως τώρα να επέλεγα κάτι άλλο, όμως τότε το «ο Χαρίσης στην ΑΕΚ» μου ακούστηκε στ’ αυτιά σαν «βεγγαλικά».
Το καλοκαίρι του 2008, εκτός από τη σεζόν με την ΑΕΚ, προερχόμουν από ένα τροχαίο ατύχημα και είχα χτυπήσει στον αγκώνα.
Όμως δούλεψα πολύ και ενώ είχα μία πολύ καλή προσφορά από την ομάδα των Τρικάλων, επέλεξα τον Κολοσσό Ρόδου με λιγότερα χρήματα, γιατί πίστεψα περισσότερο το πλάνο του.
Είναι μία από τις επιλογές που «ζυγίζεις» και γνωρίζεις ότι δεν είναι θέμα χρημάτων.
Ο Κολοσσός ήταν μια σπουδαία εμπειρία για μένα. Από τη 11η θέση και την παραμονή στην Α1 το 2008, ο κόουτς Γιάννης Σφαιρόπουλος έκανε μία εξαιρετική δουλειά με συμμετοχή στα πλέι οφς το 2009 και την έκτη θέση του 2010.
Η πορεία συνεχίστηκε με τον Βασίλη Φραγκιά, με τον οποίο φτάσαμε ως και τρίτη θέση της κανονικής περιόδου (τέταρτη στα πλέι οφς, με μία νίκη επί του Παναθηναϊκού στους ημιτελικούς) το 2012, αφήνοντας το στίγμα μας.
Μέσα από κάθε αντίστοιχη διαδικασία, την πίεση, τις χαρές, τις λύπες, τους τραυματισμούς, τις θυσίες, ακόμη και τους τσακωμούς στα αποδυτήρια ή τη χαμένη αυτοσυγκέντρωση από μία λανθασμένη διαιτητική απόφαση, έμαθα να παλεύω για καλό κάθε ομάδας μου.
Δεν πάτησα ποτέ παρκέ με τη νοοτροπία «πόσα θα “γράψω”». Οι πόντοι είναι παρεξηγημένοι, Προτιμούσα να επικεντρώνομαι στους αριθμούς για τη «βρώμικη» δουλειά.
Αν έπρεπε να σπρώξω τον Σοφοκλή Σχορτσανίτη, τον πιο δυνατό παίκτη που έχω αντιμετωπίσει -μαζί με τον Νίκολα Πέκοβιτς– θα το έκανα.
Δεν κοίταξα ποτέ το προσωπικό όφελος. Δεν με ενδιέφερε να γίνω θέμα, να «βγω» στα Μ.Μ.Ε.. Έχω παίξει με ενέσεις, με φάρμακα, με ράμματα, με διάστρεμμα και στα δύο πόδια!
Οι αντιπαραθέσεις με συμπαίκτες μου δεν ήταν θέμα εγωισμού, αλλά για το όφελος της ομάδας και μάλλον ήμουν πιο παλαιάς κοπής παίκτης και χαρακτήρας.
Μπορεί να με αποκάλεσαν «μ….α», όμως δεν τσακώθηκα ποτέ για μένα, αλλά για το σύνολο. Στην προπόνηση υπάρχει ένας άγραφος κώδικας. Κάθε ζήτημα λύνεται σε μικρό χρονικό διάστημα. Άλλες φορές το λύνουν οι προπονητές και άλλες αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τις διαδικασίες της ομάδας.
Έχω έρθει στα χέρια με Έλληνα συμπαίκτη μου, ο οποίος αποχώρησε από την προπόνηση και έτρεξα εγώ ο ίδιος να τον φέρω πίσω. Του είπα «μην κάνεις σαν παιδί», ώστε να επιστρέψει και να γίνει σωστά η δουλειά στην προπόνηση. Όταν πολλά γίνονται σε 200 σφυγμούς, δεν δικαιολογούνται, αλλά συμβαίνουν. Σημασία έχει, είτε «πας» είτε δεν «πας» κάποιον, να είναι η ομάδα πάνω από όλα.
Άνθρωποι είμαστε. Πολλοί διαφορετικοί χαρακτήρες στον ίδιο μικρό χώρο, ωστόσο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τι πήγε στραβά και να αποδεχθεί ο καθένας την ευθύνη του.
Ο αντίπαλος είναι η αντίπαλη ομάδα και όχι εμείς, μεταξύ μας.
Αν περιγράψω σε έναν ξένο δημοσιογράφο τι έχουμε περάσει σε ομάδες, θα βάλει τα γέλια ή θα με ρωτήσει γιατί ασχολούμαι. Τα παράδοξα ήταν τα φυσιολογικά για εμάς στην Ελλάδα, δυστυχώς.
Πολλά πράγματα είναι της στιγμής και δεν ρωτάς «γιατί έγινε;». Το καταλαβαίνεις. Αυτό που μετρά είναι να μην το κρατήσεις μέσα σου και να μην το βάζεις πάνω από το «εμείς».
Το να κάνεις πίσω χρειάζεται εμπειρία και διαχείριση, ώστε να αποφύγεις συχνά αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Βλάψαμε κι εμείς το μπάσκετ… Έχουμε πει και ψέματα σε συναδέλφους μας, λέγοντας πως όλα είναι καλά σε μια ομάδα. Ίσως έπρεπε να έχουμε εκθέσει ανθρώπους για να τους «βγάλουμε» από το χώρο…
Απωθημένα δεν μου έμειναν. Θα μπορούσα όμως να έχω διαχειριστεί με άλλο τρόπο κάποιες καταστάσεις στις οποίες εκτέθηκα και με στεναχώρησαν. Με πίκραναν παράγοντες που δεν περίμενα ότι θα το κάνουν και ομολογώ ότι θα ήθελα και είχα την ικανότητα να παίξω σε υψηλότερο επίπεδο.
Όταν αγωνιστείς από μικρός σε μεγάλη ομάδα, μαθαίνεις τη νοοτροπία της. Αν είχα μείνει στον Ολυμπιακό το 2004, ίσως να είχε «φυτευτεί» στο μυαλό μου ένας συγκεκριμένος ρόλος.
Το τι θα μπορούσα να κάνω, δεν θα το μάθω ποτέ. Με κάποιες εμπειρίες από το άθλημα δεν νιώθω ακόμη καλά και έχω επιλέξει να μην παρακολουθώ πολύ μπάσκετ.
Αν θα καθίσω μπροστά στην τηλεόραση, θα το κάνω να για παρακολουθήσω παλιούς συμπαίκτες και όχι για να περάσω ευχάριστα το απόγευμά μου, διότι και το επίπεδο έχει «πέσει».
Παρότι πλέον η επαγγελματική ενασχόλησή μου δεν έχει καμία σχέση με τον αθλητισμό, μετά το τέλος της καριέρας μου στον Ιπποκράτη Κω, ομάδες του νησιού μού ζήτησαν να εμπλακώ ακόμη και διοικητικά.
Να πω τη γνώμη μου, να μιλήσω σε παιδιά για το μπάσκετ. Δεν θέλω, πάντως, να κάνω μάθημα σε κανέναν. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.
Τις ιδέες μου και τις απόψεις μου, όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή, μπορεί να τις εκφράσω. Αν είμαι στο κατάλληλο πόστο και το έχω πάρει απόφαση εγώ.
Δεν είμαι από εκείνους που θα το παίξουν έξυπνοι και θα φανούν υπερόπτες. Είμαι συνειδητοποιημένος, προσπαθώ να μάθω από τα λάθη μου, από τις διαπραγματεύσεις μου.
Παίρνω όλες αυτές τις εμπειρίες και τις μεταφέρω στη νέα εργασία μου, στη δεύτερη ζωή μου. Μπορώ και στη νέα ενασχόλησή μου να πάρω το τελευταίο «σουτ», να βάλω τις δύο καθοριστικές «βολές». Πάντα για το καλό της ομάδας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κώστας Χαρίσης: «Η άλλη ζωή» / «Εμπειρία Ζωής»
Εβίνα Μάλτση: «Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει;» / Κατερίνα Σωτηρίου: «Πορεία λύτρωσης»
Ευθύμης Ρεντζιάς: «Να έκλεβα λίγο χρόνο» / «Αποφάσεις Και Συνέπειες»
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Ψυχοθεραπεία» / Βασίλης Ξανθόπουλος: «Δώσε πάσα»
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Αντώνης Φώτσης: Η χαρά του παιχνιδιού