Δεν υπάρχουν ημίμετρα με τον Χάβερτζ.
Πριν το δύσκολο impact με την πραγματικότητα του ποδοσφαίρου και της Premier League, όλοι οι ειδικοί συμφωνούσαν ότι είναι το μεγαλύτερο ταλέντο από την εποχή του Τόνι Κρόος, ότι είναι τόσο ιδιαίτερος, ώστε να θεωρείται το κλειδί για την ανάσταση της «Nationalmannschaft».
Όταν ολόκληρος Ρούντι Φέλερ σχολιάζει ότι «δεν υπάρχει κάτι περισσότερο να πούμε για τον Κάι, είναι ο επόμενος αρχηγός της Γερμανίας», γίνεται αντιληπτή η τεράστια επιρροή αυτού του νεαρού παιδιού στο γερμανικό ποδόσφαιρο.
Δεν είχε κλείσει τα 18 και ο τερματοφύλακας της Λεβερκούζεν και συμπαίκτης του, Λούκας Χραντέκι, υποστήριζε ότι «είναι τιμή μου να παίζω μαζί του».
Γιατί πολύ απλά ο Κάι είχε προλάβει να αναστατώσει τη Bundesliga με το εξωπραγματικό, ατόφιο ταλέντο του και ένα ποδόσφαιρο από άλλη διάσταση. Λεπτομέρεια: είχε ήδη 50 συμμετοχές στο ενεργητικό του.
Είχε κάνει το ντεμπούτο του από το 2016 στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών και 126 ημερών, όντας (τότε) ο νεαρότερος στην ιστορία της λίγκας και λίγους μήνες μετά έγινε και ο νεαρότερος σκόρερ.
Τον παρομοίαζαν με τον Οζίλ, τον Μπάλακ, τον Κρόος, τον Βιδάλ. Ο Κάι όμως δεν μοιάζει με κανέναν.
Χρησιμοποιεί με την ίδια ευκολία και τα δυο πόδια, σκοράρει με την ίδια άνεση που μοιράζει ασίστ, καλύπτει χώρους, έχει ταχύτητα, έχει έκρηξη, τα κάνει όλα.
Οι Γερμανοί το λένε «alleskönner» («αυτός που μπορεί τα πάντα»). Ο Χάβερτζ είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις για τις οποίες το μέλλον δεν είναι παρά μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Ο νεωτερισμός που φέρνει ο ποδοσφαιριστής Χάβερτζ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι ότι ο θεατής αντιλαμβάνεται το εύρος του ταλέντου του όχι με την πρώτη ματιά αλλά παρακολουθώντας τον εκτεταμένα.
Τα προτερήματά του δεν είναι τα προφανή, δεν είναι αυτό το “ωμό” πράγμα του Χάαλαντ ή η έκπληξη που νιώσαμε, όταν πρωτοείδαμε τον Εμπαπέ.
Ο Κάι έχει ήδη “τελειοποιημένα” χαρακτηριστικά και γι’ αυτό τα περιθώρια βελτίωσης είναι δυσδιάκριτα.
Εκείνο ωστόσο που “ξενίζει” -στο σημερινό ποδόσφαιρο χωρίς σαφή ταυτότητα και με τη βιομηχανία του θεάματος στημένη γύρω του- είναι ότι είναι «Erhaben». Υπέροχος, ευγενής, ανυψωμένος. Ψηλά, σαν «ταπεινός βασιλιάς».
Πράγματι, η κομψότητα είναι το πιο ορατό χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του, σε συνδυασμό με την υψηλότατου επιπέδου τεχνική και την έμφυτη ικανότητα να διακρίνει κενούς χώρους, προβλέποντας την κίνηση συμπαικτών και αντιπάλων.
Αρκεί μια αλλαγή παιχνιδιού για να αποσυντονίσει μια διάταξη με την ισορροπία και το στυλ ξιφομάχου.
Αυτή την αίσθηση δίνει ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής και δεν είναι υπερβολή για να τονιστεί ο λόγος. Συντονίζει και διευθύνει το παιχνίδι με μια πρωτοεμφανιζόμενη αρμονία.
Δεν είναι “δεκάρι”, δεν είναι κλασσικός επιθετικός μέσος, δεν είναι trequartista.
Εξελίσσεται σε ένα πρωτοεμφανιζόμενο είδος all around forward, σε έναν ιδανικό ποδοσφαιριστή αλλαγής ρυθμού και ισορροπιών στη διάρκεια του αγώνα.
Δεν συμπεριφέρεται ως μέσος με την κλασσική έννοια, ακόμα κι όταν ξεκινάει με εντολή να κινείται στους συγκεκριμένους χώρους.
Όσοι δεν τον έχουν παρακολουθήσει εκτενώς πιθανότατα περιμένουν έναν δημιουργικό παίκτη με εξαιρετική μεταβίβαση, ικανό να δίνει “γραμμές” στους επιθετικούς.
Ο Κάι όμως είναι αυτό που οι Αργεντινοί επινόησαν με τον ευφάνταστο όρο «enganche», ήτοι τον ποδοσφαιριστή που γίνεται playmaker στον κενό χώρο.
Ο Χάβερτζ “ντριφτάρει” στο χώρο, κινείται άτακτα στο μάτι, αλλά στην ουσία “τακτοποιεί το χάος” σε μια αντεπίθεση και είναι ο πρώτος που δίνει το σύνθημα για το repress και την στοχευμένη επανάκτηση της μπάλας με προϋποθέσεις δημιουργίας κινδύνων.
Τεχνικά, θα τολμούσα να πω ότι πρόκειται για μια μετεξέλιξη του Ρικέλμε ή του Ορτέγκα, με την ειδοποιό διαφορά ότι ο Κάι διαθέτει και ταχύτητα.
Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο το πιο δυσεύρετο απ’ όλα είναι ο τρόπος διάσπασης του πρέσινγκ και των σύνθετων αμυντικών διατάξεων.
Ο Χάβερτζ έχει το πολύ σπάνιο ταλέντο να βρίσκει συμπαίκτη, εκμεταλλευόμενος το χώρο εκατοστά μετά τις γραμμές πίεσης του αντιπάλου. Χρονισμός και ακρίβεια. Αυτό πληρώνεται αδρά στο ποδόσφαιρο και, όταν συνοδεύεται από “ολόκληρο το πακέτο”, σπάει τα ταμεία.
Ο Γερμανός έχει κάτι το παλιομοδίτικο στην όψη, μοιάζει σαν χαρακτήρας που ξέφυγε από το casting του «Peaky Blinders», αλλά είναι μοντέρνος και συμβαδίζει απόλυτα με “αυτό που έρχεται”.
Ο Χάβερτζ είναι ο χαμαιλέοντας που ονειρεύεται κάθε προπονητής. Στη μεσαία γραμμή είναι καθαρός μέσος, στα τρία τέταρτα μετατρέπεται σε επιτελικό και στην περιοχή γίνεται κυνηγός. Διαθέτει με λίγα λόγια το χάρισμα να συμπεριφέρεται ως τρεις διαφορετικοί ποδοσφαιριστές ανάλογα το χώρο που κινείται.
Μέχρι πρότινος ήταν αντικείμενο ανάλυσης οι παίκτες με τη δυνατότητα να αποδίδουν σε δυο ρόλους μέσα στο γήπεδο, ο Γερμανός ανεβάζει τον πήχη ένα σκαλί παραπάνω.
Όλα τα παραπάνω σε συνάρτηση με την ποιότητα των κινήσεών του στην περιοχή και με δεδομένο πάντοτε ότι χρησιμοποιεί και τα δυο πόδια με την ίδια αποτελεσματικότητα ολοκληρώνουν το προφίλ ενός πολύ σπουδαίου ποδοσφαιριστή, ο οποίος είναι ιδανικός για οποιαδήποτε ομάδα υψηλού επιπέδου.
Ακόμα και για τον αντικειμενικό θεατή είναι προσφιλής. Αρέσει και σε εκείνους που επιζητούν τεχνική φινέτσα με γλυκές πινελιές και σε όσους προτιμούν τους σύγχρονους παίκτες που ξέρουν να κινούνται έξυπνα χωρίς τη μπάλα.
Ένα αμάλγαμα κλασσικού ταλέντου με σύγχρονη ποδοσφαιρική νοημοσύνη.
Χρόνο με το χρόνο, αυτό το “νεοκλασσικό θαύμα” βελτίωνε όλους τους τομείς του παιχνιδιού του στη Bundesliga. Έγινε λίγο πιο ατομιστής, όχι λόγω εγωισμού αλλά επειδή η πλειοψηφία των συμπαικτών του ήταν αδύνατον να τον παρακολουθήσει σε όλη την έκταση του ταλέντου και των επινοήσεών του.
Καλύτερο σουτ, βελτίωση στην πάσα, ακόμα καλύτερη αντίληψη του χώρου, περισσότερες τρίπλες και διεύρυνση ρεπερτορίου.
Αν θα έπρεπε να εντοπιστεί μια αχίλλειος πτέρνα, είναι η αδυναμία του στο ψηλό παιχνίδι. Αν και όχι ιδιαίτερα μεγαλόσωμος και σίγουρα καθόλου βαρύς, έχει πολύ υψηλό κέντρο βάρους, γεγονός που οδηγεί και σε απώλεια των περισσότερων εναέριων μονομαχιών αλλά και σε αποτυχημένα τάκλιν.
Τα φυσικά προσόντα είναι σίγουρα εκείνα που δεν επιδέχονται βελτίωσης, έχω την αίσθηση ωστόσο ότι ο Χάβερτζ δεν επρόκειτο ποτέ να εξελιχθεί σε έναν “μοντέρνο μέσο” στο στυλ του Ντέλε Άλι ή του Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς, ας πούμε. Η συγκεκριμένη φυσική κυριαρχία τίθεται εντελώς εκτός κλίμακας.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι λιγοστοί επικριτές δεν άργησαν να αναρωτηθούν εάν η αριστοκρατική του κομψότητα είναι βιώσιμη για μια ομάδα πραγματικά υψηλού επιπέδου ή εάν πρόκειται για μια αναχρονιστική πολυτέλεια την οποία κανείς στο ελίτ επίπεδο δεν μπορεί πλέον να αντέξει.
Signed. Sealed. Delivered.#HiKai 👋 pic.twitter.com/mJGX67SPrD
— Chelsea FC (@ChelseaFC) September 4, 2020
Η Τσέλσι πήρε το ρίσκο, ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς ενέκρινε τη δαπάνη των 80 εκατ. που ήραν τις αναστολές της διοίκησης της Λεβερκούζεν και ο Κάι έκλεισε την ονειρική πεντάδα αστέρων που έθεσε ο Ρώσος μεγιστάνας στη διάθεση του Φρανκ Λάμπαρντ: Ζιγές, Βέρνερ, Τσίλγουελ, Τιάγκο Σίλβα και, κερασάκι στην τούρτα, ο ντελικάτος γρίφος του Κάι.
Κάνει ντεμπούτο 10 ημέρες μετά την υπογραφή του. Πριν βγει ο μήνας, έχει ήδη πετύχει το πρώτο του χατ τρικ στο 6-0 εναντίον της Μπάρνσλεϊ στο Κύπελλο. Οι Άγγλοι είναι ξετρελαμένοι μαζί του, δείχνει να έχει προσαρμοστεί άμεσα στις υψηλές απαιτήσεις που τόσο φόβιζαν τους ειδικούς. Ίδιες απαιτήσεις που “κατάπιαν” τον Τίμο Βέρνερ και τον μετέτρεψαν σε ανέκδοτο μεταξύ των οπαδών των «Blues» στο Νησί.
Ο Χάβερτζ προσαρμόστηκε, εξαφάνισε σχεδόν αμέσως το πέπλο αμφισβήτησης, κι ας έδινε την εντύπωση πως αυτή η νοσταλγική γοητεία που έφερε μαζί του δεν απελευθέρωνε πλήρως το ταλέντο του. Το παιχνίδι του Λάμπαρντ τον έκανε να φαίνεται πιο “φυσιολογικός” από ό,τι στη Λεβερκούζεν, ήταν βέβαιο πως, πιο ελεύθερος, θα φανέρωνε περισσότερες διαστάσεις του ταλέντου του.
Το ποδόσφαιρο, όπως παίζεται και διδάσκεται σήμερα, προτάσσει πολλές φορές τη δύναμη και είναι γεγονός ότι ακόμα και στο υψηλότατο επίπεδο η λεγόμενη “σκληράδα” υπερισχύει της τεχνικής και της οξυδέρκειας.
Ακόμα και το κοινό που στην πλειοψηφία του είναι τακτικά απαίδευτο περισσότερο επιδοκιμάζει την αυταπάρνηση ή ένα μεμονωμένο ζογκλερικό παρά εν κρυπτώ χαρακτηριστικά, όπως η κίνηση χωρίς την μπάλα, ο χρονισμός και η σωστή οργάνωση του παιχνιδιού.
Ο Κάι κατόρθωσε να υπερκεράσει τα εμπόδια, τους φρενήρεις ρυθμούς και τις παντελώς επαγγελματικές συνθήκες της λίγκας, στα 21 του έδειξε ότι μπορεί πολύ γρήγορα να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο επιθετικό παιχνίδι της Τσέλσι, ειδικά από τη στιγμή που πίσω του υπήρχε η απίστευτη ασφάλεια που προσφέρει ο πραγματικός mvp αυτής της ομάδας, ο Ενγκολό Καντέ.
Εάν δεν τον χτυπούσε ο covid το Νοέμβριο του 2020, η πορεία του θα ήταν ασταμάτητη, μοναδική αχτίδα φωτός στα σκαμπανεβάσματα και τις δυσκολίες της Τσέλσι με τον Λάμπαρντ στον πάγκο.
Μετά την περιπέτεια με τον ιό, εμφανίστηκε άλλος παίκτης
Η μάχη που έδωσε ο Χάβερτζ ήταν πολυπεπίπεδη και δεν είχε καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά του ταλέντου του ή με τα φυσικά προσόντα του. Επί της ουσίας επρόκειτο για μια μάχη μεταξύ του ίδιου του ποδοσφαίρου και μιας πανδημίας που άλλαξε τις ζωές μας. Το ζήτημα πια δεν ήταν οι ισορροπίες ισχύος μεταξύ της αυτενέργειας της οξυδέρκειας και των υπεράνθρωπων φυσικών προσόντων. Το άπαν έγινε η υγεία.
Το ποδόσφαιρο έπρεπε να βρει έναν τρόπο να συμβιώσει με τα νέα δεδομένα. Δεν είναι απλό και σίγουρα η αποστολή του Χάβερτζ είναι η δυσκολότερη για έναν ποδοσφαιριστή στην ηλικία του.
Επέστρεψε σκιά του εαυτού του, επηρεασμένος, θαρρείς τρομαγμένος. Η Τσέλσι είχε απομακρυνθεί από όλους τους εγχώριους στόχους της, η κλωστή που κρατούσε ζωντανό το οικοδόμημα ήταν το τρελό όνειρο του Champions League. Ο ερχομός του Τούχελ, μετά τη γενναία αλλά επιβεβλημένη απόφαση του Αμπράμοβιτς, μετέτρεψε μια ομάδα αφελή στην πιο δυσκολοκατάβλητη της Ευρώπης.
Πρώτο θύμα η Ατλέτικο Μαδρίτης του «Cholo», δεύτερο η Πόρτο του “δικού μας” Σέρτζιο Κονσεϊσάο, τρίτο και φαρμακερό η Ρεάλ του Ζιντάν. Η Τσέλσι το απόλυτο αουτσάιντερ, η ομάδα στην οποία δεν πόνταρε κανείς τα λεφτά του. Οι υποψιασμένοι, παρατηρώντας και αναλύοντας τη γραμμή “μαζινό” του Τούχελ απέναντι στην predestinated Ρεάλ, ξεκίνησαν να αναθεωρούν.
Δεν γινόταν όμως, διάολε, ήταν επιτέλους η χρονιά του Πεπ, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τη Σίτι. Όχι. Για μια σειρά από λόγους, με κορυφαίο το γκολ που “ξεκλείδωσε” τον Τελικό, ο Πεπ και η Σίτι οφείλουν να περιμένουν. Και να ξαναπροσπαθήσουν.
Το γκολ στον Τελικό του Oporto, αυτό το υπέροχο γκολ με το ξεπέταγμα στο χώρο και την τρίπλα στον τερματοφύλακα, ήταν η υπενθύμιση σε όλους ότι στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Αξιώματα ναι, θέσφατα ποτέ.
GET IN! Havertz pushes the ball past Ederson and taps home! 🔥#UCLFinal https://t.co/jfck51PpG6 pic.twitter.com/rdfGjEWsxb
— Chelsea FC (@ChelseaFC) May 29, 2021
Πέρα από τη ρητορική του προδιαγεγραμμένου μέλλοντος και όλου του hype που έχει ξεσηκώσει αυτό το γκολ, το βέβαιο με τον Χάβερτζ είναι ότι θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί τον εαυτό του και κυρίως ότι θα αρχίσει ξανά να αναπτύσσει στοιχεία των ηγετικών του ικανοτήτων, ψήγματα των οποίων παρουσίασε δειλά στην έναρξη της παρθενικής του σεζόν στην Premiership.
Είναι πολύ γοητευτικό για να έναν νέο ποδοσφαιριστή να παίρνει από το χέρι την ομάδα του και να την οδηγεί στο υψηλότερο σκαλί του ευρωπαϊκού παλκοσένικου.
Τέτοιου είδους γκολ, τέτοιες επιτυχίες χαλυβδώνουν το προφίλ του ποδοσφαιριστή, θέτουν επί τάπητος αλλαγές στις πτυχές του χαρακτήρα του, αυξάνουν τα ψυχικά αποθέματα, τις αντοχές του, επιτρέπουν μια πιο χρηστή διαχείριση ακόμα και του ίδιου του περιβάλλοντός του.
Ο Κάι έχει ακόμα ένα τεράστιο ατού που δεν έχουν οι υπόλοιποι: μια εκτός πλαισίου ποδοσφαιρική νοημοσύνη που πηγαίνει κόντρα στον ρου της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας. Λίγο πριν κλείσει τα 21 του χρόνια, με δικό του γκολ έκρινε Tελικό του Champions League, εκπλήρωσε μια προφητεία, την οποία δεν πρόλαβε πιστέψει κανένας.
Κι ανακαλύπτοντας τον Κάι Χάβερτζ, το ευρύ κοινό διαπίστωσε ότι μεγαλύτεροι προφήτες είναι οι αναπάντεχοι.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro