AthleteStories
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ
    • ABOUT
  • ΦΑΚΕΛΟΙ
    • ΓΕΝΙΚΑ
    • ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
    • TOP STORIES
    • ΒΙΒΛΙΑ
  • ATHLETESTORIES TV
  • ΑΘΛΗΜΑΤΑ
    • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
    • ΜΠΑΣΚΕΤ
    • SPORTS
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
    • ΑΘΛΗΤΕΣ / ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ
    • GUESTS / EXPERTS
    • GLOBAL
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

AthleteStories

  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ
    • ABOUT
  • ΦΑΚΕΛΟΙ
    • ΓΕΝΙΚΑ
    • ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
    • TOP STORIES
    • ΒΙΒΛΙΑ
  • ATHLETESTORIES TV
  • ΑΘΛΗΜΑΤΑ
    • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
    • ΜΠΑΣΚΕΤ
    • SPORTS
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
    • ΑΘΛΗΤΕΣ / ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ
    • GUESTS / EXPERTS
    • GLOBAL
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
TOP STORIESΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ποδοσφαιρικός μετανάστης

Γιάννης Αναστασίου 16 Οκτωβρίου, 2025
Ποδοσφαιρικός μετανάστης

Πέρασα σχεδόν δύο εβδομάδες του Σεπτεμβρίου του 2025 στο Βέλγιο και την Ολλανδία, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι δεν είχα εκείνη την περίοδο υποχρεώσεις με ομάδα.

Τις πρωινές ώρες έκανα τα ραντεβού μου με ανθρώπους του ποδοσφαίρου και παράλληλα έφτιαξα έτσι το πρόγραμμά μου ώστε να δω πολλά παιχνίδια, σε δύο χώρες στις οποίες έχω αγωνιστεί ως ποδοσφαιριστής και που μου είναι οικίες, γιατί μιλάω την γλώσσα.

Είχα με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία να δω νέους παίκτες αλλά και πράγματα που μελλοντικά θα δούμε και θα μας απασχολήσουν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Για παράδειγμα, ένα από τα παιχνίδια που παρακολούθησα από κοντά ήταν αυτό ανάμεσα στη Ρόντα και τους Νέους του Άγιαξ. Ο προπονητής της Ρόντα, ο Κέβιν Φαν Ντέσελ, είναι φίλος μου και παλιός μου συμπαίκτης. Κάνει τώρα τα πρώτα του βήματα ως πρώτος προπονητής και έχουμε πολύ συχνή επικοινωνία.

Επίσης στη Γιόνγκ Άγιαξ είναι μέλη στο προπονητικό σταφ ως βοηθοί ο Κίκι Μουσάμπα, ο παλιός παίκτης του Άγιαξ, και ο Γιούρι Ρόζε.

Συνάντησα λοιπόν και πάλι παλιούς φίλους και συμπαίκτες, σε ένα γήπεδο που έζησα πολύ όμορφες στιγμές στα περίπου τριάμισι χρόνια που αγωνίστηκα εκεί.

Το συγκεκριμένο ήταν ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ομάδες στις οποίες επίσης έχω δουλέψει ως προπονητής και, όπως ήταν φυσικό, μου ξύπνησε μνήμες.

Ένα άλλο ματς που είδα ήταν αυτό της Ζούλτε Βάρεγκεμ με τη Λέουβεν για την Α’ κατηγορία του Βελγίου. Στους γηπεδούχους προπονητής είναι κι εκεί πρώην συμπαίκτης μου, ο Σβεν Βάντερμπροκ, ο οποίος στο ξεκίνημα της προπονητικής του καριέρας, είχε περάσει για λίγο και από την Ελλάδα, ως βοηθός προπονητή αλλά και υπηρεσιακός τεχνικός της Νίκης Βόλου, όταν το 2014 είχε παίξει στη Super League υπό την καθοδήγηση ενός Ολλανδού προπονητή, του Φλουτ.

Αλλά και ο βοηθός του Βάντερμπροκ στη Βάρεγκεμ, ο Μαρκ Λάιπερς, είναι και αυτός πρώην συμπαίκτης μου.

Με όλους αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν αλλά και με άλλους που είδα αυτές τις δύο εβδομάδες, Τεχνικούς Διευθυντές, μάνατζερς και στελέχη από τον ευρύτερο χώρο του ποδοσφαίρου, συζητήσαμε για το πόσο έχει αλλάξει το ολλανδικό ποδόσφαιρο, τις διαφορές που έχει πλέον σε σχέση με το βελγικό και όλο αυτό ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και εποικοδομητικό για μένα.

Ο Γιάννης Αναστασίου / Photo by: INTIME.

Ο λόγος που μου αρέσει τόσο πολύ η Ολλανδία είναι ότι προσπαθούν να σε μάθουν σωστό ποδόσφαιρο. Τις βασικές αρχές του παιχνιδιού, τις θέσεις μέσα στο γήπεδο, ενώ δίνουν μεγάλη έμφαση και στη λεπτομέρεια.

Και φυσικά πάντα δίνουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία σε νέους παίκτες να παίξουν. Αν δουν ένα νέο παιδί με ταλέντο και προοπτική, δεν διστάζουν να το βάλουν να παίξει, ξέροντας ότι από αυτόν θα κερδίσει και η ομάδα χρήματα, όταν τον πουλήσει.

Επιπλέον, η τεχνική και η τακτική είναι δύο στοιχεία του παιχνιδιού στα οποία δίνουν πολύ μεγάλη βαρύτητα κι εμένα αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ.

Για παράδειγμα, παρακολουθείς το 4-3-3 που παίζουν σχεδόν όλες οι ομάδες στην Ολλανδία και που μπορεί να αλλάξει σε 4-2-3-1, ανάλογα με το αν θα παίξουν με αμυντικό χαφ ή με “10άρι”, αλλά και το πώς θα εφαρμόσουν διάφορους μηχανισμούς, τα overlaps, τα underlaps, τις κινήσεις των χαφ, τις κινήσεις των στόπερ, το build up από την αμυντική γραμμή, γιατί η φιλοσοφία τους είναι πάντα να παίξουν ποδόσφαιρο, ξεκινώντας την ανάπτυξη από πίσω.

Όλα αυτά, είναι στοιχεία που τα συναντάς στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και που έχουν εφαρμογή στη δουλειά μου ως προπονητής.

Από την άλλη πλευρά, στο Βέλγιο μπορείς να παρατηρήσεις τη νοοτροπία και το mentality που έχουν. Συναντάς “στρατιώτες” που θα ακολουθήσουν πιστά το σχέδιο που έχεις καταστρώσει ως προπονητής.

Επιπλέον το παιχνίδι τους είναι πολύ δυνατό, με ένταση και δυνατές μονομαχίες, σε υψηλό ρυθμό, κάτι που επίσης συναντάς στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Μπορεί λοιπόν τεχνικά να μην είναι στο επίπεδο των Ολλανδών, αλλά η ένταση και ο ρυθμός που έχουν οι Βέλγοι στο παιχνίδι τους είναι στοιχεία απαραίτητα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.

Μπαίνοντας λοιπόν σε αυτή τη διαδικασία και παρακολουθώντας παιχνίδια, παίρνεις ιδέες ως προπονητής για τον τρόπο που θα δουλεύεις, για το πώς θα επιλέγεις τους ποδοσφαιριστές σου και το πώς θέλεις να παίζει η ομάδα σου.

blank

Ο Γιάννης Αναστασίου / Photo by: Eurokinissi (Motion Team).

«Από δω ο γιος μου, ο Γιάννης»

Μια από αυτές τις μέρες του ταξιδιού μου, μετά από ένα παιχνίδι, πήγαμε με ένα φίλο στο Green Park, ένα καφέ απέναντι από το γήπεδο της Άντερλεχτ στις Βρυξέλλες, στο οποίο συνήθιζα να πηγαίνω ως ποδοσφαιριστής. Βέβαια, από τότε οι ιδιοκτήτες το έχουν δώσει, έχει νέους πια.

Μπαίνοντας μέσα, κάποιος που κάθεται σε ένα τραπέζι με κοιτάει έντονα. Κάποια στιγμή έρχεται και να μου μιλήσει. «Μιλάς γαλλικά»; Του απάντησα καταφατικά. «Είσαι ο Γιάννης ο Αναστασίου»; Του απάντησα ξανά. «Δεν το πιστεύω αυτό!», λέει και φωνάζει να έρθει κοντά μας ένας πιτσιρικάς που καθόταν μαζί του στο τραπέζι τους.

«Να σου συστήσω τον γιο μου, τον Γιάννη. Τον έβγαλα Γιάννη για χάρη σου. Είμαι μεγάλος θαυμαστής σου, από τα χρόνια που έπαιζες στην Άντερλεχτ», μου λέει.

Παθαίνω σοκ. «Πόσων χρόνων είσαι Γιάννη;», ρωτάω τον μικρό. Μου λέει «είμαι 24 ετών. Ο μπαμπάς μου είναι μεγάλος φαν σας. Εγώ φυσικά δεν σας είχα γνωρίσει ως τώρα, έχω δει μόνο στο ίντερνετ κάποια βίντεο. Τώρα που σας συνάντησα, χαίρομαι πολύ».

Πραγματικά έχασα τα λόγια μου. Ένας άνθρωπος, φανατικός οπαδός της Άντερλεχτ και δικός μου, μετά από τόσα χρόνια! «Ερχόμουν στο γήπεδο για να χορέψω συρτάκι, κάθε φορά που έβαζες γκολ», μου είπε. Κι εγώ άκουγα τι έλεγε και δεν πίστευα ότι τόσα χρόνια μετά, περίπου 25, μπορεί  κάποιος να με θυμάται τόσο χαρακτηριστικά.

Ο Μαχλάς άνοιξε τον δρόμο

Η σχέση αυτή λοιπόν με την Ολλανδία και το Βέλγιο ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν.

Τον δικό μου δρόμο αλλά και άλλων Ελλήνων ποδοσφαιριστών γι’ αυτές τις χώρες άνοιξε ο Νίκος Μαχλάς.

Πηγαίνοντας από τον ΟΦΗ στη Βιτέσε, με τη μεσολάβηση του Σόρεν Λέρμπι, του παλιού Δανού ποδοσφαιριστή, ο οποίος ήταν ο μάνατζέρ του, και έχοντας μια πολύ θετική παρουσία εκεί, ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για τους υπολοίπους.

Ένας Ολλανδός σκάουτερ, ο Πίτερ Ρέσελ, εργαζόταν για λογαριασμό της Άντερλεχτ. Πολλές φορές μετά τα παιχνίδια της ομάδας στις Βρυξέλες, πήγαινε σε ένα ελληνικό εστιατόριο, ο ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο άνθρωπος που τους είχε μιλήσει για πρώτη φορά για τον Μαχλά.

Ο Ρέσελ ήταν επίσης πολύ καλός φίλος με τον Γκέραρντ, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είχε ριζώσει στον ΟΦΗ.

Φεβρουάριος 1992: Ο Γιάννης Αναστασίου σε ηλικία 19 ετών με τη φανέλα του Εθνικού σκοράρει εναντίον του Ολυμπιακού -αριστερά ο Γιάννης Τσιπλάκης / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Όταν λοιπόν ολοκληρώθηκε η μεταγραφή του Μαχλά, τον είχαν ρωτήσει αν υπάρχει και κάτι άλλο ενδιαφέρον στην ομάδα του ΟΦΗ.

Ο Γκέραρντ τούς είχε απαντήσει θετικά και τους είχε μίλησε για δύο παίκτες. Για μένα και τον Μανώλη Δερμιτζάκη, ο οποίος όμως τραυματίστηκε στο γόνατο και έμεινε αρκετό καιρό εκτός γηπέδων.

Η συζήτηση έμεινε εκεί και αρχικά δεν προχώρησε, όμως λίγους μήνες μετά, τον Δεκέμβριο, η Άντερλεχτ έψαχνε για επιθετικό.

Είχε αποκτήσει νωρίτερα τον Χρήστο Κωστή, ο οποίος όμως ήταν τραυματίας και δεν είχε παίξει. Προσπαθούσε να επανέλθει.

Τέλη Νοεμβρίου λοιπόν έρχεται ο Ρέσελ με έναν μάνατζερ, τον Φώτη Μούκα, στην Κρήτη και κάνουν μια κουβέντα με τον Γκέραρντ. Μετά μίλησαν μαζί μου για το πώς έβλεπα το ενδεχόμενο να πάρω μεταγραφή στην Άντερλεχτ.

Η πρόταση αυτή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ εκείνη την περίοδο. Από μικρό παιδί παρακολουθούσα ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και τώρα είχα την ευκαιρία να παίξω σε μια ομάδα με όνομα μεγάλο όπως η Άντερλεχτ, στην οποία μάλιστα έπαιζε ο Έντσο Σίφο, ένα από τα ποδοσφαιρικά ινδάλματά μου, όταν ήμουν νεότερος.

Ωστόσο, η ολοκλήρωση της μεταγραφής δεν ήταν αποκλειστικά στο χέρι μου. Είχα συμβόλαιο με τον ΟΦΗ και έπρεπε και η ομάδα να δώσει τη συγκατάθεσή της.

Τις επόμενες μέρες, αρχές Δεκεμβρίου, έχουμε ένα παιχνίδι στην Αθήνα με τον Πανιώνιο. Στο γήπεδο έχει έρθει άνθρωπος της Άντερλεχτ για να με δει και να συντάξει ένα scouting report που αφορούσε στην απόδοσή μου και τα χαρακτηριστικά μου.

Στο παιχνίδι σκοράρω, προηγούμαστε, αλλά λίγο πριν από το ημίχρονο έσβησαν τα φώτα. Το ματς διεκόπη.

Συναντηθήκαμε μετά το παιχνίδι και μου είπε «μην ανησυχείς. Αυτά που ήθελα να δω τα είδα».

Αυτό που τους άρεσε πιο πολύ σε μένα, στο παιχνίδι μου, ήταν η τεχνική μου ως επιθετικός και το λεγόμενο «link play», δηλαδή το ότι μπορούσα να συνδέσω τις γραμμές της ομάδας μέσα στο παιχνίδι, να συμβάλω στις συνεργασίες.

Μπορούσα επίσης να δω τους κενούς χώρους, ώστε να εκμεταλλευτεί η ομάδα τα τρεξίματα και την ποιότητα κάποιων παικτών στο ανοικτό γήπεδο. Επίσης, τους άρεσε πολύ ότι ήμουν καλός στο ψηλό παιχνίδι, αλλά παράλληλα μπορούσα να παίξω και με τη μπάλα κάτω.

Έτσι, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Έγινε η πρόταση στον ΟΦΗ, η διοίκηση την αποδέχθηκε και στις 28 Δεκεμβρίου του 1998 μετακόμισα στις Βρυξέλλες.

Οκτώβριος 1998: Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα του ΟΦΗ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Η προσαρμογή σε μια ξένη χώρα

Στο ρόστερ της η Άντερλεχτ, πέρα από τον εμβληματικό αρχηγό της, Έντσο Σίφο, είχε παίκτες όπως ο Σουηδός μέσος, Παρ Ζέτεμπεργκ, ο οποίος το 2000 πήγε στον Ολυμπιακό, αλλά και άλλους, όπως ο αμυντικός Μπερτράντ Κρασόν, ο μέσος Λορέντσο Στάλενς, ο οποίος είχε κάνει μια μεγάλη καριέρα στην Κλαμπ Μπριζ, ο γκολκίπερ Φίλιπ Ντε Βίλντε. Όλοι τους διεθνείς με την Εθνική Βελγίου.

Ήταν σημαντικό για μένα να συναναστρέφομαι με τέτοιους παίκτες καθημερινά, να βλέπω τη νοοτροπία που είχαν σε αγώνες και προπόνηση.

Σίγουρα, η προσαρμογή μου εκεί δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, ειδικά από την στιγμή που η μεταγραφή έγινε στη μέση της σεζόν σε μια ομάδα κορυφής με βαριά φανέλα, η οποία έκανε πρωταθλητισμό. Και μην ξεχνάμε, ζούσαμε σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ και η τεχνολογία του σήμερα να διευκολύνουν τη ζωή μας.

Άλλαξε λοιπόν τελείως η καθημερινότητά μου και ο τρόπος ζωής μου. Ταυτόχρονα όμως άλλαξε και ο τρόπος σκέψης μου πάνω στο ποδόσφαιρο και την προπόνηση. Άλλη προσέγγιση, άλλη νοοτροπία του επαγγελματία ποδοσφαιριστή από αυτό που είχα συνηθίσει στην Ελλάδα.

Θυμάμαι, στην Ελλάδα είχαμε προπόνηση στις 08:30, πηγαίναμε στο γήπεδο στις 08:00, τελείωνε η προπόνηση και φεύγαμε.

Στο Βέλγιο είχαμε προπόνηση 10:30, αλλά πηγαίναμε στο γήπεδο στις 08:00 και πριν από τις 17:00 δεν φεύγαμε.

Η προπόνηση με την ομάδα κρατούσε περίπου δυόμισι ώρες σε τρομερή ένταση. Πολλές φορές όμως πρώτα πηγαίναμε στο δάσος για να τρέξουμε.

Και μετά την προπόνηση συνεχίζαμε. Άλλος έκανε ατομικό πρόγραμμα ενδυνάμωσης, άλλος ατομικό πρόγραμμα τεχνικής, άλλος έκανε ενδυνάμωση, για κάποιους άλλους είχε βίντεο. Πολλά έξτρα πράγματα λοιπόν, τα οποία για μένα ήταν άγνωστα και πρωτόγνωρα. Αλλά για εκείνους ήταν τρόπος ζωής.

Λέγαμε στην Ελλάδα ότι κάνουμε προπόνηση και πήγα εκεί και κατάλαβα τι σημαίνει πραγματικά προπόνηση. Και είναι κάτι που στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν βρίσκεις πια. Με τους γυμναστές, τους εργοφυσιολόβγους, τις καθημερινές μετρήσεις και τα GPS, πλέον ελέγχονται τα πάντα και πρέπει να προσέχεις τις επιβαρύνσεις και τους τραυματισμούς.

Αυτό που θυμάμαι πιο χαρακτηριστικά είναι ότι στο λεξιλόγιο της ομάδας και του προπονητή δεν υπήρχε η λέξη «κούραση».

Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα της Άντερλεχτ τη σεζόν 1998-1999 / Photo by: rsca_archives (IG).

Θυμάμαι, σε μια προπόνηση ο συμπαίκτης μου, ο Νίκος ο Κουνενάκης, είχε σταματήσει λίγο να πάρει μια ανάσα. Περνάει ο προπονητής και του λέει «Νίκο, τι έχεις;». «Κόουτς, είμαι κουρασμένος». «Αποκλείεται να είσαι κουρασμένος. Αν δεν νιώθεις καλά, να πας στο νοσοκομείο, να κάνεις αιματολογικές εξετάσεις να δεις τι έχεις, γιατί δεν γίνεται να είσαι κουρασμένος. Αποκλείεται». Και τον προσπερνά. Φεύγει. Γυρνάει ο Νίκος, με κοιτάει με απορία και λέει «Μα τι μου λέει; Εγώ του είπα ότι νιώθω κουρασμένος κι αυτός με στέλνει στο νοσοκομείο!».

Όλα στο Βέλγιο λειτουργούσαν διαφορετικά σε σχέση με την Ελλάδα. Για παράδειγμα, κάθε φορά που πήγαινες κάπου με το αυτοκίνητο στην πόλη, έπρεπε να πληρώσεις πάρκινγκ. Στην Ελλάδα πάρκαρες όπου ήθελες. Με λίγα λόγια, άλλαξε μέσα σε μια μέρα όλη η καθημερινότητά μου.

Έπειτα, ήταν και η γλώσσα, μέσα κι έξω από το γήπεδο, σε μια χώρα που μιλούσε δύο γλώσσες, φλαμανδικά και γαλλικά.

Ο προπονητής δεν μιλούσε αγγλικά. Έδινε τις οδηγίες στα φλαμανδικά. Και ό,τι κατάλαβες κατάλαβες. Σήμερα στους παίκτες πρέπει να το πεις στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ισπανικά, σε πέντε γλώσσες, για να καταλάβουν όλοι τι ζητάς. Εκεί μια γλώσσα και τελείωσε.

Κοιτούσα τους συμπαίκτες μου να δω τι κάνουν, για να το κάνω κι εγώ, ακολουθώντας κάποιους, γιατί και ο προπονητής μου τότε, ο Ζαν Ντοξ, δεν ήθελε και πολλές κουβέντες την ώρα της προπόνησης. Κάποιες φορές, αν δεν καταλάβαινα, προσπαθούσε στα γρήγορα να μου εξηγήσει, χωρίς να διακόψει τον ρυθμό της προπόνησης.

Έπρεπε δηλαδή να πιεστείς, να ζοριστείς και να μάθεις όσο πιο γρήγορα γίνεται τουλάχιστον την ορολογία της προπόνησης, ώστε να αντιλαμβάνεσαι τι λέει ο προπονητής.

Εκτός γηπέδου, την πρώτη φορά που κάτσαμε στο τραπέζι με την ομάδα για φαγητό, κάτι που επίσης δεν κάναμε στην Ελλάδα, δεν είχα μπροστά μου ποτήρι. «Can I have a glass?», είπα στη κυρία που ήταν στην κουζίνα, επειδή ήθελα να πιω νερό.

Εκείνη δεν κατάλαβε φυσικά, γιατί δεν μιλούσε αγγλικά, και μου έφερε ένα παγωτό, γιατί στα γαλλικά η λέξη «glace», η οποία προφέρεται περίπου με τον ίδιο τρόπο, σημαίνει «παγωτό».

Κάποιος φυσικά που μπορεί να τα ακούει όλα αυτά τώρα που υπάρχουν το ίντερνετ, οι αυτόματοι μεταφραστές και όλη αυτή η τεχνολογία, να του φαίνονται παράξενα, να τα ακούει και να γελάει, όμως τότε έτσι ήταν τα πράγματα.

Στο αγωνιστικό κομμάτι, κάναμε μια εξαιρετική πορεία με την Άντερλεχτ στον δεύτερο γύρο του Πρωταθλήματος εκείνη τη χρονιά, με δεκαπέντε νίκες, μια ισοπαλία και μία ήττα. Όταν πήγα στην ομάδα, ήμασταν στη 14η θέση και τελικά τερματίσαμε στην τρίτη, με τρεις βαθμούς διαφορά από την Γκενκ, η οποία εκείνη τη σεζόν πήρε τον πρώτο της τίτλο.

Την επόμενη σεζόν η Άντερλεχτ, με προπονητή τον Εμέ Αντουενίς, κατέκτησε το Πρωτάθλημα.

Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα της Άντερλεχτ τη σεζόν 1999-2000 / Photo by: rsca_archives (IG).

Από το Βέλγιο στην Ολλανδία

Τρίτη χρονιά, σεζόν 2000-2001, κι έχω ξεκινήσει πολύ καλά. Πρώτο ματς είναι το Super Cup με αντίπαλο την Γκενκ. Κερδίζουμε 3-1 και μάλιστα πετυχαίνω και γκολ. Επόμενο παιχνίδι είναι η πρεμιέρα του Πρωταθλήματος. Είμαι κανονικά στην αποστολή.

Δύο μέρες πριν, την Πέμπτη το βράδυ, έρχεται η Ρόντα, η οποία μόλις έχει πουλήσει τον σέντερ φορ της, τον Βέλγο Μπο Πέετερς, στη Βιτέσε, και με ζητάει. Ο Πρόεδρος της Ρόντα με είχε δει σε παιχνίδια της Άντερλεχτ και του άρεσα. Είχε μιλήσει στον προπονητή της ομάδας, τον Σεφ Φερκόζεν, για να με προσεγγίσει.

Κάποιες αρχικές συζητήσεις λοιπόν τις είχαμε κάνει, αλλά η αρχική πρόταση που είχαν καταθέσει δεν είχε ικανοποιήσει την Άντερλεχτ. Ήταν μέσα Αυγούστου και η Ρόντα, η οποία εκείνες τις μέρες θα εγκαινίαζε το καινούργιο της γήπεδο με ένα φιλικό παιχνίδι κόντρα στη Ρεάλ Σαραγόσα, ήθελε παράλληλα να παρουσιάσει και τον διάδοχο του Πέετερς.

Έτσι, τη δεύτερη φορά ήρθαν αποφασισμένοι να με πάρουν.

Εγώ είχα συμφωνήσει μαζί τους και παράλληλα είχα ενθουσιαστεί και με την καινούργια έδρα τους,  ένα κουκλίστικο, πανέμορφο γήπεδο περίπου 20.000 θέσεων. Ήθελα λοιπόν πολύ να παίξω εκεί, αλλά έπρεπε να τα βρουν και οι ομάδες.

Μια χρονιά πριν, τον Γενάρη, είχε έρθει πρόταση από τη Λεβάντε να πάω στην Ισπανία δανεικός για έξι μήνες, σε μια ομάδα που ήταν πρώτη στη Segunda Division και πήγαινε φουλ για άνοδο, αλλά ο προπονητής της Άντερλεχτ, ο Αντουενίς, δεν είχε συναινέσει, λέγοντας πως ήθελε όλους τους παίκτες για να πάρει το Πρωτάθλημα, όπως και έγινε τελικά.

Αυτή τη φορά λοιπόν τον έπιασα και τον παρακάλεσα να δώσει τη συγκατάθεσή του και να πάω στη Ρόντα. Εκείνος επέμενε, «μείνε εδώ, Γιάννη, θα παίξουμε και Champions League φέτος, θα είναι πολύ καλά». Όμως εγώ επέμεινα να φύγω, γιατί ήθελα να παίζω κάθε εβδομάδα και να πρωταγωνιστώ.

Η Άντερλεχτ είχε στη θέση μου επίσης τον Γιάν Κόλερ και τον Τόμας Ρατζίνσκι και ας μην ξεχνάμε ότι ήταν μια εποχή που δεν υπήρχαν τόσες αλλαγές όπως σήμερα για τις ομάδες αλλά μόνο τρεις, δεν υπήρχε η δεκαοκτάδα και ο προπονητής επέλεγε στις αποστολές για τον πάγκο το πολύ τέσσερεις ακόμα παίκτες, μαζί με τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα.

Επειδή λοιπόν δεν μπορούσε να μου εγγυηθεί τον χρόνο συμμετοχής μου, είχα την επιθυμία να πάω σε μια ομάδα που με θέλει, που θα νιώθω σημαντικός και που έπαιζε και στην Ευρώπη, γιατί την προηγούμενη χρονιά είχε πάρει το Κύπελλο.

Ο Αντουενίς υποχώρησε τελικά, λέγοντας μου ότι με σέβεται ως σωστό επαγγελματία και άνθρωπο, συνεπώς σέβεται και την επιθυμία μου. Είχαμε μια καταπληκτική σχέση έτσι κι αλλιώς και εισηγήθηκε θετικά.

Τριάμισι χρόνια με πολλές αξέχαστες στιγμές

Πραγματικά, πήγα στη Ρόντα και ξεκίνησα πολύ δυνατά, με συνεχόμενα γκολ στα πρώτα παιχνίδια. Όπως γινόταν και στην Άντερλεχτ, κάθε φορά που σκόραρα, έβαζαν στα μεγάφωνα συρτάκι και πολύς κόσμος ερχόταν στο γήπεδο για να χορέψει.

blank

Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα της Ρόντα και κασκόλ στο οποίο αναγράφεται το όνομά του / Photo by: Roda JC Kerkrade.

Η πρώτη χρονιά κύλησε καταπληκτικά με την ομάδα να τερματίζει στην τέταρτη θέση, μάλιστα μέχρι την τελευταία αγωνιστική ήμασταν στην τρίτη θέση, ισόβαθμοι με τον Άγιαξ. Σε ατομικό επίπεδο, όλα ήταν σούπερ, ήμουν τρίτος σκόρερ σε όλο το Πρωτάθλημα με 19 γκολ. Πρώτος ήταν ο Ματέγια Κέζμαν με 24.

Έτσι, εξασφαλίσαμε ευρωπαϊκό εισιτήριο και για την επόμενη χρονιά. Ωστόσο, η αποχώρηση του Φερκόζεν μετά από μια τριετία από τον πάγκο της ομάδας για την Γκενκ και το γεγονός ότι δεν είχαμε μεγάλο βάθος στο ρόστερ κόστισαν στην πορεία μας στο Πρωτάθλημα.

Παρόλ’ αυτά, είναι μια χρονιά αξέχαστη στην Ευρώπη, φτάνοντας μέχρι τους «16» του Κυπέλλου UEFA. Αποκλείσαμε την Μπορντό, αν και χάσαμε 1-0 στο πρώτο ματς, κερδίσαμε 2-0 στη ρεβάνς με ένα γκολ δικό μου κι ένα του Λαβάλ του Νιγηριανού. Μετά, μας έβγαλε νοκ άουτ η Μίλαν, με τα χίλια ζόρια όμως, στα πέναλτι κι ενώ παίζαμε στη ρεβάνς με δέκα παίκτες μέσα στο San Siro και στα 120 λεπτά κερδίζαμε 1-0.

Ήταν μια πορεία ιστορική.  Όπως και την πρώτη σεζόν έτσι και τη δεύτερη ήμουν πρώτος σκόρερ της Ρόντα, παρότι έχασα λόγω τραυματισμού τους δύο τελευταίους μήνες.

Η τρίτη σεζόν άρχισε και πάλι με αλλαγή προπονητή και φιλοδοξίες για ένα καλό πλασάρισμα, γιατί ήρθαν στη Ρόντα και κάποιοι Βραζιλιάνοι παίκτες από την Μπρέντα, οι οποίοι είχαν καλή παρουσία εκεί τα προηγούμενα χρόνια.

Τερματίσαμε στην έκτη θέση, δεν πήραμε ευρωπαϊκό εισιτήριο, ωστόσο πάλι είχα διψήφιο αριθμό γκολ, όπως κάθε σεζόν στην ομάδα.

Η συγκυρία που με πάει στον Άγιαξ

Στην τέταρτη σεζόν μου στην ομάδα, τον Δεκέμβριο, είναι προγραμματισμένο το ματς με τον Άγιαξ. Όμως ο θάνατος του Προέδρου της Ρόντα φέρνει την αναβολή του παιχνιδιού για τον Γενάρη.

Εκείνη την χρονιά παίζουμε 4-4-2, αντί του συνηθισμένου 4-3-3 που προτιμούν στην Ολλανδία. Στην επίθεση είμαι εγώ και ο Αρούνα Κονέ από την Ακτή Ελεφαντοστού. Τα πάμε πολύ καλά.

Έρχεται λοιπόν το παιχνίδι με τον Άγιαξ, ο οποίος έχει στην επίθεση τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και τον Γουέσλι Σονκ, έναν Βέλγο, ο οποίος όμως δεν είχε ικανοποιήσει ως τότε την ομάδα με την παρουσία του. Επιπλέον, εκείνες τις μέρες ο Ζλάταν είναι τραυματίας και η απουσία του κοστίζει, γιατί ο Άγιαξ είναι πρώτος στη βαθμολογία και έχει στόχο το Πρωτάθλημα.

Νοέμβριος 2001: Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα της Ρόντα στην εκτός έδρας αναμέτρηση με την Μπορντό για το Κύπελλο UEFA / Photo by: Roda JC Kerkrade.

Προηγούμαστε 1-0 με δικό μου γκολ, αλλά στο τέλος του ματς δεχόμαστε δύο γκολ και χάνουμε. Ήταν άδικο το αποτέλεσμα για μας.

Μετά το παιχνίδι συνηθίζαμε πάντα όλοι οι παίκτες να πηγαίνουμε στο player’s lounge του γηπέδου, έναν χώρο που μαζευόμασταν με τις οικογένειές μας για να μιλήσουμε, να πιούμε κάτι και να φάμε.

Εκεί ήταν και ο Ρόναλντ Κούμαν, ο προπονητής του Άγιαξ, με κάτι φίλους του. Τον βλέπω, του δίνω συγχαρητήρια για τη νίκη και, επειδή γνωρίζω ότι ο Άγιαξ ψάχνει επιθετικό, του λέω:

«Αν θες να πάρεις το Πρωτάθλημα, εμένα πρέπει να πάρεις για σέντερ φορ. Παίζω και 4-4-2 και 4-3-3, είμαι εδώ τόσα χρόνια, μιλάω την γλώσσα και θα έχεις και έναν παίκτη-προσωπικότητα μέσα στα αποδυτήρια».

Το τελευταίο τού το είπα, γιατί ο Άγιαξ είχε πολλούς παίκτες που αργότερα μεν έκαναν σπουδαία καριέρα, τότε όμως ήταν ακόμη πιτσιρικάδες, Σνάιντερ, Φαν Ντερ Φααρτ, Χέιτινγκα, Ντε Γιονγκ, Πίεναρ, Μάξγουελ.

Αυτά έγιναν μεσοβδόμαδα, ημέρα Τετάρτη. Την Κυριακή παίζαμε με την Άλκμααρ. Από τη Ρόντα με ενημερώνουν ότι θα έρθει να με δει ο Λούις Φαν Χάαλ, τότε Τεχνικός Διευθυντής στον Άγιαξ, γιατί όντως σκέφτονταν να με πάρουν.

Κερδίζουμε την Άλκμααρ 3-1, σε ένα παιχνίδι που έχω ένα γκολ και δύο ασίστ. Την επόμενη μέρα, τη Δευτέρα, έχουμε ρεπό. Είχαμε προγραμματίσει με τη σύζυγό μου να πάρουμε τα παιδιά μας, τα οποία τότε ήταν μικρά, και να πάμε να δούμε κάτι φίλους στις Βρυξέλλες.

Καθ’ οδόν, με παίρνει τηλέφωνο ο μάνατζέρ μου και μου λέει ότι πρέπει να πάω αμέσως στο Άμστερνταμ, γιατί ο Άγιαξ θέλει να τελειώσει άμεσα τη μεταγραφή. Ο λόγος ήταν ότι την επόμενη Κυριακή έπαιζαν ντέρμπι κορυφής με την Αϊντχόφεν. Ο Άγιαξ ήταν έξι βαθμούς μπροστά και, αν κέρδιζε, έφευγε μπροστά με εννιά, μια διαφορά που δύσκολα θα μπορούσε να καλυφθεί στο υπόλοιπο του Πρωταθλήματος.

Πράγματι, αφήνω την οικογένεια στις Βρυξέλλες, κανονίζω με έναν φίλο να τους γυρίσει αργότερα πίσω στο Γκενκ, όπου μέναμε, όσο έπαιζα στη Ρόντα, και φεύγω με τον μάνατζέρ μου από τις Βρυξέλλες για το Άμστερνταμ.

Εργομετρικά, εξετάσεις, συζητήσεις, όλα σε μια μέρα και λίγο μετά τις 23:00 υπογράψαμε το συμβόλαιο.

Την Τρίτη η ομάδα είχε ρεπό και την Τετάρτη έκανα την πρώτη μου προπόνηση υπό τις οδηγίες του Κούμαν.

Στο ματς με την Αϊντχόφεν, αν και χάνουμε 1-0 στο ημίχρονο, στο δεύτερο μέρος το γυρίζουμε σε 2-1 και ουσιαστικά κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα για το Πρωτάθλημα, το οποίο τελικά κατακτήσαμε, και μάλιστα απέναντι σε μια PSV που είχε τότε τρομερή ομάδα, με Ρόμπεν, Κέζμαν, Φαν Μπόμελ και Κοκού.

Κόντρα σε αυτό το ρόστερ αντιπαρατάξαμε ενθουσιασμό και νεανικό σύνολο και χάρη στην υπομονή και τη σωστή προσέγγιση από τον προπονητή νικήσαμε.

Απρίλιος 2005: Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα του Άγιαξ σκοράρει στην αναμέτρηση με την Ντε Γκράαφτσαπ / Photo by: Ajax.nl.

Το δέσιμο με τον Κούμαν και η σχέση με τον Ιμπραΐμοβιτς

Ωστόσο, στο 87ο λεπτό αυτού του παιχνιδιού, αν και είχαμε κερδίσει κόρνερ, δεχθήκαμε κόντρα επίθεση και οι αντίπαλοί μας έχασαν μεγάλη ευκαιρία με τον Κέζμαν για την ισοφάριση.

Στην επόμενη προπόνηση, στην ομιλία του ο Κούμαν έκανε την ανάλυση του παιχνιδιού. Δεν αναφέρθηκε στη συγκεκριμένη φάση και, όταν ολοκλήρωσε, κανείς άλλος δεν μίλησε. Ήταν η πρώτη μου φορά σε ομιλία του προπονητή στη νέα μου ομάδα. Κοίταξα αριστερά, κοίταξα δεξιά, να καταλάβω το κλίμα. Αν θα μιλήσει κάποιος. Δεν μίλησε κανείς, δεν μίλησα ούτε γω.

Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, γιατί στη Ρόντα η ομιλία στα αποδυτήρια για την ανάλυση του προηγούμενου παιχνιδιού δεν τελείωνε χωρίς τη δική μου τοποθέτηση, για το πώς είχα δει εγώ το ματς.

Βγαίνοντας έξω για προπόνηση, με πλησιάζει ο Κούμαν και με ρωτάει κατ’ ιδίαν πώς μου φάνηκε το χθεσινό παιχνίδι. Του είπα αναλυτικά την άποψή μου και στο τέλος τον ρώτησα «επιτρέπεται να παίρνουμε τον λόγο και οι παίκτες ή μιλάς μόνο εσύ και κανένας άλλος;». «Γιατί ρωτάς;», μου λέει. Του εξήγησα ότι η άποψή μου ήταν πως δεν γίνεται να κάνουμε τόση προσπάθεια, να κάνουμε την ανατροπή και στο 87’, αν και έχουμε κερδίσει κόρνερ, να μην έχουμε καλή οργάνωση που εξαιτίας της παραλίγο να δεχθούμε γκολ. «Για μένα αυτό δεν είναι καλό σημάδι», κατέληξα. «Δεν έχεις άδικο. Άλλη φορά, για οτιδήποτε βλέπεις στο παιχνίδι, έχεις το ελεύθερο να λες την άποψή σου στα αποδυτήρια», κατέληξε και ο Κούμαν.

Έτσι μου έδωσε το ελεύθερο, γιατί έβλεπε πως η σκέψη μου ήταν σωστή και η πρόθεσή μου καλή. Δεν έλεγα κάτι προσωπικό, έλεγα κάτι που αφορούσε στην σωστότερη λειτουργία της ομάδας.

Ο Κούμαν είναι πολύ ωραίος τύπος και διατηρούμε μια πολύ καλή σχέση, από τότε που γνωριστήκαμε, το 2004, μέχρι και σήμερα. Όπου έχω δουλέψει, έρχονται και με βλέπουν με μια παρέα φίλων και μάλιστα στην πρώτη θητεία μου στον Παναιτωλικό είχε έρθει με ιδιωτικό αεροπλάνο από τη Βαρκελώνη στο Άκτιο και από εκεί με ταξί στο Αγρίνιο.

Περίπου τον Φεβρουάριο γύρισε και ο Ιμπραΐμοβιτς, δίνοντας άλλη ώθηση στον Άγιαξ, και στο τέλος πανηγυρίσαμε το Πρωτάθλημα.

Στο ξεκίνημα της επόμενης σεζόν, στο τέλος Αυγούστου, γίνεται η μεταγραφή του Ζλάταν στη Γιουβέντους.

Περίπου δέκα μέρες πριν είχε διεξαχθεί ένα φιλικό ματς Εθνικών ομάδων, Σουηδία-Ολλανδία. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια του ματς, ο Ιμπραΐμοβιτς μάρκαρε δυνατά τον Σνάιντερ και δέχθηκε επίθεση από όλα τα Μέσα Ενημέρωσης της Ολλανδίας, τα οποία η αλήθεια είναι ότι δεν τον… χώνευαν και πολύ.

Νοέμβριος 2022: Ο Γιάννης Αναστασίου υποδέχεται στο Αγρίνιο τον Ρόναλντ Κούμαν / Photo by: Eurokinissi.

Επιστρέφοντας στις υποχρεώσεις του Άγιαξ μετά το φιλικό, ο Ζλάταν ένιωσε θιγμένος. Ένιωσε προσβεβλημένος και θεώρησε ότι η ομάδα δεν τον προστάτεψε από αυτή την άδικη, σύμφωνα με εκείνον, επίθεση.

Έγινε ένα μίτινγκ με όλους και ο Σουηδός είπε λίγο-πολύ «ή εγώ ή αυτοί», εννοώντας όχι μόνο τον Σνάιντερ αλλά και όλους όσοι είχαν πάρει το μέρος του.

Πήρα στην άκρη τον Κούμαν και του ζήτησα να με αφήσει να μιλήσω στον Ιμπραΐμοβιτς. «Δεν υπάρχει λόγος να το συνεχίζουμε εδώ, πάμε έξω για προπόνηση», του είπα.

Πέρασα αρκετές ώρες μιλώντας με τον Ζλάταν και εκείνη τη μέρα και τις επόμενες.

Αρχικά το θέμα πήγε να ξεχαστεί, όμως λίγες μέρες μετά ήρθε η πρόταση από τη Γιουβέντους.

Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να μιλήσουμε. Πήγαμε για φαγητό, συζητήσαμε το αν πρέπει να φύγει ή όχι και ζήτησε την γνώμη μου.

Του είπα την είπα, αλλά κατέληξα ότι στο τέλος της ημέρας η απόφαση είναι δική του. «Θα ακούσεις πολλά πράγματα, το σημαντικό είναι πώς νιώθεις εσύ. Έχεις όλα τα στοιχεία να γίνεις ο καλύτερος», του είπα, ξέροντας ότι είναι ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του.

Ο Άγιαξ είναι ένα τοπ κλαμπ, κάποιες φορές όμως βγάζει μια υπεροψία, κυρίως από τους Ολλανδούς παίκτες του. Αν ζεις στο Άμστερνταμ και μιλάς την γλώσσα, το εισπράττεις αυτό.

Ο Ζλάταν είχε από τη φύση του αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του ως χαρακτήρας,  κάτι που πολλές φορές δεν άρεσε σε κάποιους. Ήθελαν να του… κόψουν τον αέρα. Αυτός όμως δεν καταλάβαινε τίποτα, είχε πολύ ισχυρή προσωπικότητα.

Ο Άγιαξ παρόλ’ αυτά του έκανε μια… τρελή για τα οικονομικά δεδομένα του πρόταση για να μείνει, αλλά εκείνος την επόμενη μέρα πήρε την απόφαση να φύγει.

Μάλιστα, τον βρήκαμε αντίπαλο στους ομίλους του Champions League, στους οποίος ο Άγιαξ ήταν τρίτος, γιατί εκτός από τη Γιουβέντους είχαμε και την Μπάγερν στο γκρουπ. Συνεχίσαμε στους «32» του UEFA, αλλά αποκλειστήκαμε αμέσως από την Οσέρ. Μετά και από το δεύτερο παιχνίδι με τους Γάλλους έφυγε ο Κούμαν, θεωρώντας ότι η ομάδα δεν ενισχύθηκε όπως έπρεπε.

Ο Άγιαξ ωστόσο είχε προσπαθήσει να αντικαταστήσει άμεσα τον Ιμπραΐμοβιτς με τον Αρούνα Κονέ, τον συμπαίκτη μου στη Ρόντα, αλλά είχε κοπεί στις ιατρικές εξετάσεις. Η ομάδα δεν είχε άλλες λύσεις και τελικά προωθήθηκε ο Μπάμπελ από τη δεύτερη ομάδα. Τον Δεκέμβριο αποκτήθηκε ο Χαριστέας από τη Βέρντερ.

Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα του Άγιαξ.

Η αλλαγή απόφασης του Μπλιντ

Η χρονιά εκείνη ήταν λίγο περίεργη. Παρόλα αυτά, τερματίσαμε στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα. Εκείνη τη σεζόν, στις 30 Μαρτίου, με κάλεσε ο διάδοχος του Κούμαν, ο Ντάνι Μπλιντ, και μου ανακοίνωσε ότι η ομάδα δεν θα ανανεώσει το συμβόλαιό μου.

Το καλοκαίρι θα ήμουν ελεύθερος να πάω σε όποια ομάδα ήθελα. Όταν το άκουσα, του απάντησα «εγώ θα είμαι εδώ μέχρι την τελευταία αγωνιστική. Αν με χρειαστείς ακόμα και για ένα λεπτό, είμαι εδώ να παίξω».

Και πράγματι, χρειάστηκε σε κάποια ματς να αγωνιστώ και μάλιστα πέτυχα και κάποια κρίσιμα γκολ για την ομάδα.

Κάποια στιγμή τον Μάιο με ξαναφώναξε και μου είπε «έκανα λάθος στην κρίση μου. Σου είπα αρχικά να φύγεις, αλλά βλέπω πόσο σημαντικός είσαι για το κλαμπ, όχι μόνο αγωνιστικά αλλά και στα αποδυτήρια. Σου προτείνω λοιπόν να μείνεις έναν ακόμα χρόνο».

Και πράγματι, όχι μόνο έμεινα αλλά σ’ αυτή την τελευταία μου πια χρονιά στον Άγιαξ με προπονητή τον Μπλιντ πέτυχα και τρία γκολ στους ομίλους του Champions League, στους οποίους ήμασταν δεύτεροι, πίσω από την Άρσεναλ.

Το… μικρόβιο της προπονητικής

Τον Γενάρη ο Άγιαξ πήρε από τη Χέρενφεϊν τον Χούντελααρ, είχε ήδη τον Μπάμελ, τον Χαριστέα, τον Σουηδό Ρόζεμπεργκ και μένα, δηλαδή πέντε σέντερ φορ, παίζοντας όμως 4-3-3, δηλαδή με έναν στην κορυφή.

Καταλάβαινα σιγά-σιγά ότι στο τέλος εκείνης της χρονιάς θα έφευγα. Είχα ήδη αποφασίσει ότι, μόλις θα σταματήσω να παίζω, θα ασχοληθώ με την προπονητική.

Σε όλο αυτό το διάστημα είχα κάνει πολλές συζητήσεις με τον Μπλιντ πάνω σ’ αυτό. Πολλές φορές συζητούσαμε για την τακτική προσέγγιση των αγώνων.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι με τη Φέγενορντ, στο οποίο χάσαμε 2-1. Ο Μπλιντ είχε βάλει δεξί εξτρέμ τον Ροζάλες, ο οποίος είχε βγάλει οκτώ σέντρες. Μετά τον άλλαξε κι έβαλε τον Ολλανδό Ντε Ρίντερ, ο οποίος έβγαλε άλλες οκτώ σέντρες.

Όσες και να έβγαζαν όμως, ο Χαριστέας ήταν απελπιστικά μόνος του στην καρδιά της επίθεσης, κλεισμένος από τέσσερεις και πέντε αντιπάλους και χωρίς βοήθεια από τα χαφ. «Το πρόβλημα δεν ήταν στα εξτρέμ, έβγαλες winger, έβαλες winger. Εγώ θεωρώ ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι διαφορετικό στον άξονα», του είπα.

Ιούλιος 2013: Ο Γιάννης Αναστασίου με τη φανέλα του Άγιαξ σε φιλική αναμέτρηση Παλαιμάχων προς τιμήν του Σίακ Σβαρτ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.

Ο Μπλιντ μού είχε πει τότε «πιστεύω ότι θα γίνεις καλός προπονητής, γιατί διαβάζεις το παιχνίδι και έχεις αντίληψη και αίσθηση του τι γίνεται».

Έτσι άρχισα να πηγαίνω και να παρακολουθώ προπονήσεις στις ακαδημίες του Άγιαξ, στην Κ14, όπου προπονητής ήταν μια μεγάλη μορφή του ολλανδικού ποδοσφαίρου, ο Άρνολντ Μιούρεν.

Πήγαινα εκεί δύο φορές την εβδομάδα για να δω από κοντά πώς είναι η προπόνηση. Όλες τις λεπτομέρειες. Ουσιαστικά αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την προπονητική.

Πήρα πολλά πράγματα στην προπονητική μου φιλοσοφία από τους Ολλανδούς. Κάτι βέβαια που δεν μου αρέσει σε εκείνους είναι η άποψη ότι, αν είσαι αμυντικός και δεν ξέρεις να παίξεις με την μπάλα, δεν είσαι καλός αμυντικός. Ή, αν είσαι τερματοφύλακας και δεν ξέρεις να παίξεις με την μπάλα, δεν είσαι καλός τερματοφύλακας. Στην Ολλανδία και τον Άγιαξ σκέφτονται έτσι.

Για μένα, ο αμυντικός και ο τερματοφύλακας πρωτίστως πρέπει να προστατεύουν την εστία. Αν μπορούν να παίξουν και ποδόσφαιρο και να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ομάδας, έχει καλώς. Ναι, είναι ένα προσόν, αλλά είναι κάτι επιπλέον. Σε αυτό λοιπόν δεν είμαι 100% “Ολλανδός”, καθώς θεωρώ ότι προτεραιότητα του αμυντικού είναι να μπορεί να αμυνθεί.

Πολλά πράγματα, εκτός από την Ολλανδία, πήρα και από το Βέλγιο.

Ταξίδεψα αρκετά για να παρακολουθήσω προπονητές και προπονήσεις, για να γνωρίσω φιλοσοφίες και κουλτούρες και είδα ότι κάθε χώρα έχει διαφορετική προσέγγιση.

Πάντα προσπαθούσα να παρακολουθώ τοπ ομάδες, γιατί πιστεύω ότι, μόνο μαθαίνοντας δίπλα στους καλύτερους, γίνεσαι κι εσύ καλύτερος.

Κράτησα τα στοιχεία που πίστευα ότι μου ταιριάζουν και κατέληξα πως, ανάλογα με τα εργαλεία που έχεις, δηλαδή τους παίκτες σου, πρέπει να προσαρμόζεσαι και να στήνεις το παιχνίδι σου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Είμαι φαν του επιθετικού ποδοσφαίρου και προσπάθησα να το εφαρμόσω όπου δούλεψα. Αλλά και η άμυνα είναι πολύ σημαντική και δεν την παραβλέπω.

Η δική μου φιλοσοφία λοιπόν είναι πως το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο και οι δέκα που είναι μέσα μπορούν να κάνουν επίθεση, αλλά την ίδια στιγμή και οι δέκα πρέπει να μπορούν να βγάλουν άμυνα.

Ο Γιάννης Αναστασίου / Photo by: Eurokinissi.

Ο Γιάννης Αναστασίου είναι προπονητής ποδοσφαίρου.

Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος

CHECK IT OUT: Γιώργος Σαμαράς: Ιπτάμενος Ολλανδός

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Γιάννης Πετράκης: Ό,τι κουβαλάω μέσα μου

Χρήστος Κόντης: Ανήσυχο μυαλό

Αλέξανδρος Τζιόλης: 6

Γιώργος Πετράκης: Σε μόνιμη διαδικασία μάθησης

Κωνσταντίνος Μπράτσος: Ό,τι κάνεις, κάν’ το με πάθος

Λεωνίδας Βόκολος: Στον κόσμο των προπονητών

Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου

Follow us
ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΣΤΕΑΣΑΓΙΑΞΑΝΤΕΡΛΕΧΤΑΡΙΕΝ ΡΟΜΠΕΝΑΡΝΟΛΝΤ ΜΙΟΥΡΕΝΑΡΟΥΝΑ ΚΟΝΕΒΕΛΓΙΟΒΙΛΙΑΝ ΦΛΟΥΤΓΙΑΝ ΚΟΛΕΡΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΠΛΑΚΗΣΓΙΟΥΡΙ ΡΟΖΕΓΚΑΡΜΠΑ ΛΑΒΑΛΓΟΥΕΣΛΙ ΣΝΑΪΝΤΕΡΓΟΥΕΣΛΙ ΣΟΝΚΕΛΛΑΔΑΕΜΕ ΑΝΤΟΥΕΝΙΣΕΝΤΣΟ ΣΙΦΟΕΥΓΕΝΙΟΣ ΓΚΕΡΑΡΝΤΖΑΝ ΝΤΟΞΖΛΑΤΑΝ ΙΜΠΡΑΪΜΟΒΙΤΣΚΕΒΙΝ ΦΑΝ ΝΤΕΣΕΛΚΙΚΙ ΜΟΥΣΑΜΠΑΚΛΑΑΣ-ΓΙΑΝ ΧΟΥΝΤΕΛΑΑΡΛΟΡΕΝΤΣΟ ΣΤΑΛΕΝΣΛΟΥΙΣ ΦΑΝ ΧΑΑΛΜΑΝΩΛΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣΜΑΞΓΟΥΕΛΜΑΟΥΡΟ ΡΟΖΑΛΕΣΜΑΡΚ ΛΑΪΠΕΡΣΜΑΡΚ ΦΑΝ ΜΠΟΜΕΛΜΑΡΚΟΥΣ ΡΟΖΕΜΠΕΡΓΚΜΑΤΕΓΙΑ ΚΕΖΜΑΝΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΚΡΑΣΟΝΜΠΟ ΠΕΕΤΕΡΣΝΑΪΤΖΕΛ ΝΤΕ ΓΙΟΝΓΚΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΕΝΑΚΗΣΝΙΚΟΣ ΜΑΧΛΑΣΝΤΑΝΙ ΜΠΛΙΝΤΝΤΑΝΙΙΛ ΝΤΕ ΡΙΝΤΕΡΟΛΛΑΝΔΙΑΟΦΗΠΑΡ ΖΕΤΕΜΠΕΡΓΚΠΙΤΕΡ ΡΕΣΕΛΡΑΪΑΝ ΜΠΑΜΠΕΛΡΑΦΑΕΛ ΦΑΝ ΝΤΕΡ ΦΑΑΡΤΡΕΤΡΟΡΟΝΑΛΝΤ ΚΟΥΜΑΝΡΟΝΤΑΣΒΕΝ ΒΑΝΤΕΡΜΠΡΟΚΣΕΦ ΦΕΡΚΟΖΕΝΣΟΡΕΝ ΛΕΜΠΡΙΣΤΙΒΕΝ ΠΙΕΝΑΡΤΖΟΝ ΧΕΪΤΙΝΓΚΑΤΟΜΑΣ ΡΑΤΖΙΝΣΚΙΦΙΛΙΠ ΚΟΚΟΥΦΙΛΙΠ ΝΤΕ ΒΙΛΝΤΕΦΩΤΗΣ ΜΟΥΚΑΣΧΡΗΣΤΟΣ ΚΩΣΤΗΣ
0
Facebook Twitter Google + Pinterest

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μπενφίκα – Σάντος: Όταν ο Πελέ ντρίμπλαρε μέχρι...

11 Οκτωβρίου, 2025

Όνομα και πράγμα

10 Οκτωβρίου, 2025

Ντιέγκο Κόστα: Jogo Bruto

7 Οκτωβρίου, 2025

Παύλος Παντελίδης | Από την απόρριψη… στην Εθνική...

6 Οκτωβρίου, 2025

Ο Κώστας και ο Κώστας

3 Οκτωβρίου, 2025

Για ό,τι ποθούμε

26 Σεπτεμβρίου, 2025

Άγκνε Σίμονσον: Μία ευτυχισμένη ανάμνηση

22 Σεπτεμβρίου, 2025

Τιάγκο Σίλβα: Κόντρα στα «έπρεπε»

22 Σεπτεμβρίου, 2025

Μάριο Ζαρντέλ: Πάνω σε άτια κάλπαζε

18 Σεπτεμβρίου, 2025

«Αλεξάνταρ (Μίτροβιτς), σήκω»!

16 Σεπτεμβρίου, 2025
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image
Promotion Image

Follow Us

Facebook Twitter Youtube

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

  • Ποδοσφαιρικός μετανάστης

  • Τι Τζέι Σορτς: Το μακρύ του και το κοντό του

  • Μπενφίκα – Σάντος: Όταν ο Πελέ ντρίμπλαρε μέχρι και αστυνομικό

  • Όνομα και πράγμα

  • Ντιέγκο Κόστα: Jogo Bruto

  • Παύλος Παντελίδης | Από την απόρριψη… στην Εθνική ομάδα

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ Newsletter

Εγγραφείτε και λάβετε πρώτοι όλα τα τελευταία άρθρα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

  • ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
  • ΜΠΑΣΚΕΤ
  • SPORTS
  • Φάκελοι
  • Multimedia

FOLLOW US

Facebook
Facebook Twitter Youtube

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

  • Όροι Χρήσης & Προϋποθέσεις
  • Ποιοι Είμαστε
  • Επικοινωνία

@2018 - Athletestories.gr All Right Reserved.
Powered by ADVISABLE