Οι παχιές φαβορίτες και τα μυτερά μουστάκια ήδη προϊδεάζουν.
Τέσσερα χτυπήματα στα δάκτυλα δίνουν τον ρυθμό με το μέτρημά τους και μια ντουζίνα από όργανα μπαίνουν στο κομμάτι από το πρώτο κιόλας μέτρο. Βιολιά, τρομπέτες, κλασικές κιθάρες και μερικά ακόμα παραδοσιακά έγχορδα.
Η ραντσέρα -όπως ονομάζεται το πιο χαρακτηριστικό είδος της μεξικανικής μουσικής- έχει πια ξεδιπλωθεί για τα καλά, σε όλο της το μεγαλείο, και πάνω στη δική της βάση πατά η τεράστια και μακριά φωνή του Βιθέντε Φερνάντες, του πιο επιφανούς καλλιτέχνη από όλους τους Μαριάτσι. Δεν τραγουδά ακριβώς, μάλλον απαγγέλει μελωδικά και στεντορείως: «Δεν έχω θρόνο ούτε Βασίλισσα και κανείς δεν με καταλαβαίνει, μα είμαι ακόμη ο βασιλιάς» ή «sigo siendo El Rey», λέει στο ρεφρέν. Κι έπειτα συνεχίζει: «Μια πέτρα στον δρόμο μού έμαθε πως η μοίρα μου είναι να ρολάρω συνεχώς κι ένας μουλαράς μού είπε ότι δεν χρειάζεται να φτάσεις πρώτος, αλλά να ξέρεις πώς θα φτάσεις».
Κι ανάμεσα στους στίχους του εμβληματικού «El Rey» του Βιθέντε Φερνάντες σκάει η φωνή του εκφωνητή του Estadio Universitario: «Ήρθε η ώρα να τιμήσουμε τον δικό μας ιστορικό goleador». Η κερκίδα σηκώνεται στο πόδι. Ο Αντρέ-Πιερ Ζινιάκ έχει μια ορχήστρα να παίζει μουσική για χάρη του και ένα ολόκληρο γήπεδο να αποθεώνει τον δικό του «Βασιλιά», τον δικό του «Rey».
Όντως όλοι απόρησαν, όταν, όντας στην κορυφή του, άφησε την Ευρώπη για την Τίγκρες του Μεξικού, μα χρόνια μετά είναι ο καλύτερος και πιο επιτυχημένος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ στη χώρα. Η μοίρα του τον ήθελε να ρολάρει συνεχώς, μέχρις ότου να βρει το πεπρωμένο του στους Αουριασούλες, και ο Ζινιάκ και έφτασε ως ο πρώτος του είδους του στο Μεξικό και ήξερε πώς να φτάσει εκεί, αφού προσγειώθηκε στο Μοντερέι με όνειρα, πάθος και αστείρευτη ποδοσφαιρική τρέλα.
Και μπορεί πράγματι να μην έχει Βασίλισσα ή θρόνο και -μέχρι σήμερα- πολλοί να συνεχίζουν να μην τον καταλαβαίνουν, μα είναι δεδομένο πως έχει κερδίσει την αιώνια ευγνωμοσύνη και λατρεία των οπαδών της Τίγκρες και των ποδοσφαιρόφιλων του Μεξικού, βαδίζοντας ένα απόλυτα δικό του μονοπάτι. Και για αυτό είναι ακόμη -και θα είναι για πάντα- ο «Βασιλιάς».
Ένας τσιγγάνος με ποδοσφαιρικά όνειρα
Αν ποτέ κανείς βρεθεί σε εκείνη τη μικρή πόλη, τη Μαρτίγκ, κάπου έξω από τη Μασσαλία, ίσως το μάτι του πάρει έναν τύπο πολύ πιο λαμπερό από κάθε άλλον κάτοικό της. Ίσως τον δει σε κάποιο στενό σοκάκι ή μάλλον πίσω από κανέναν πάγκο με μεταχειρισμένα ρούχα μια Κυριακή πρωί. Βλέπετε, ακόμη και τόσα χρόνια μετά αυτό το μεγάλο παιδί δεν ξεχνά την αφετηρία του, την καταγωγή και τις ρίζες του που ήταν τόσο καθοριστικές για εκείνο, όσο αποφάσιζε να χαράξει τη δική του πορεία.
Καθοριστικές και ιδιαίτερες, αφού ο Ζινιάκ δεν μεγάλωσε ως ένα συνηθισμένο παιδάκι. Ο μικρός Αντρέ-Πιερ ξυπνούσε το πρωί και το βράδυ δεν ήξερε αν θα βρεθεί ξανά στο ίδιο μέρος. Αλλού ξυπνούσε, αλλού κοιμόταν. Ένας ακόμα σύγχρονος τσιγγάνος, μεγάλωσε σε τροχόσπιτα μαζί με τους γονείς του.
Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του «manouche», όπως ονομάζονται οι τσιγγάνοι της Γαλλίας, παρότι η μητέρα του προέρχεται από την Ισπανία. Όπως και να έχει πάντως, το σαράκι της περιπέτειας και της νομαδικής ζωής, του συνεχούς ρολαρίσματος, κατοίκησε από πολύ νωρίς μέσα του. Από εκείνες τις μέρες που έμπαινε στο τροχόσπιτο με τους γονείς του και έβγαινε σε κάποια άλλη πόλη στη νότια Γαλλία, όπου έβγαζε ο δρόμος, το κυνήγι της ευκαιρίας, στο όνομα της ταυτότητας.
Κι αν τα μέρη που οι ρόδες του σπιτιού του πατούσαν άλλαζαν κάθε μέρα, κάτι άλλο ήταν απόλυτα σταθερό και δεδομένο στην παιδική του ηλικία. Η αγάπη του για την μπάλα. Ανέκαθεν τη λάτρευε, όπου κι αν βρισκόταν, ανέκαθεν τα όνειρά του ορίζονταν από τον ρυθμό του δικού της στριφογυρίσματος.
Και ήταν φανερό πως αυτό το παιδί ήθελε όσο τίποτα να μπορέσει να γίνει ποδοσφαιριστής, ακόμα κι αν στην αρχή το κορμί του δεν έδειχνε ικανό να ακολουθήσει. Ο Ζινιάκ μικρός ήταν πιο κοκκαλιάρης από όσο δείχνει στο μάτι τώρα. Η τσιγγάνικη οικογένεια ωστόσο ανέλαβε δράση, όπως έχει ομολογήσει ο Ζακ Αμπορντοναντό, παλαίμαχος της Ligue 1, επίσης τσιγγάνος και ξάδερφος του Αντρέ-Πιερ: «Θυμάμαι στον γάμο μου είχε έρθει η γιαγιά του Αντρέ-Πιερ και μου λέει: “Πάντσο, ο μικρός θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά τα κόκκαλά του δεν είναι γερά. Πες του ότι πρέπει να τρώει”. Τον έπεισα πως, για να τα καταφέρει, πρέπει να τρώει καλά και να πίνει πολύ γάλα».
Κάποια χρόνια μετά ο Ζινιάκ θα έβλεπε το φαγητό να γίνεται η αφορμή του μίσους προς εκείνον, μα θα είχε ήδη φτάσει στο πρώτο του όνειρο. Θα είχε γίνει ποδοσφαιριστής, ξεκινώντας από το τίποτα. Και όλα τα όλα θα έρχονταν.
Big Mac, αμφισβήτηση και απαντήσεις
«Un Big Mac pour Gignac», φωνάζουν ξανά και ξανά οι αντίπαλοι οπαδοί σε όποιο γήπεδο κι αν παίζει ο Αντρέ-Πιερ. Όταν πρόκειται για χλευασμό, η ανθρώπινη φαντασία και δημιουργικότητα ξεπερνάει τον εαυτό της, τόσο που καταφέρνει να βάλει το πιο γνωστό μπέργκερ του κόσμου στην ίδια πρόταση με τον επιθετικό της Μαρσέιγ, ο οποίος ομολογουμένως δεν δείχνει στην καλύτερη φυσική κατάσταση, έχοντας εμφανώς κάποια κιλά παραπάνω.
Ο Ζινιάκ βέβαια δεν προσγειώθηκε εκεί. Είχε χρειαστεί να παλέψει για να αναδυθεί στον αφρό του γαλλικού ποδοσφαίρου. Ήδη κουβαλούσε μια τριετία στη Λοριάν κι άλλη μια στην Τουλούζ, χρόνια που στιγματίστηκαν από αστάθεια και σκαμπανεβάσματα, όπως όλη η ευρωπαϊκή του καριέρα.
Οι δύο τελευταίες του σεζόν στους «Βιολετί» ωστόσο ήταν εξαιρετικές και έπεισαν τη Μαρσέιγ να δαπανήσει σχεδόν 20 εκατ. ευρώ για να τον κάνει δικό της.
Το παιδί από τα τροχόσπιτα τα είχε καταφέρει. Με αφετηρία το τίποτα μπόρεσε να φτάσει στη μεγαλύτερη ομάδα του τόπου του, να πάρει το «10» στην πλάτη.
Ακόμα κι αν η παρουσία θα απείχε πολύ από όσα ο ίδιος θα είχε ονειρευτεί. Ο Ζινιάκ δυσκολεύτηκε πολύ να επιδείξει συνέπεια στις καλές εμφανίσεις και τα γκολ. Έβρισκε τέρματα και στιγμές, μα μετά χανόταν για λίγο και επέστρεφε έπειτα από κάποιο κενό. Αρκέστηκε στις ευχάριστες παρενθέσεις καλής φόρμας. Η Μαρσέιγ βρισκόταν σε μια εποχή που έβλεπε την αυτοκρατορία της Παρί Σεν Ζερμέν να χτίζεται και η πίεση ήταν τεράστια. Ιδιαίτερα για μια ακριβή μεταγραφή που κουβαλούσε τόσο βαριές προσδοκίες και υποσχέσεις.
Ιδιαίτερα για έναν Γάλλο του οποίου ο σωματότυπος τον καθιστούσε ξεκάθαρα τον ευκολότερο στόχο των βολών της κερκίδας. Τόσο των φίλων των Μασσαλών όσο και των αντιπάλων. Το «Un Big Mac pour Gignac» έγινε meme στην εποχή που τα memes οριακά δεν υπήρχαν και ο Αντρέ-Πιερ χρειάστηκε να υπομείνει πολλά, βλέποντας το όνομά του να μετατρέπεται σε ανέκδοτο.
Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη φορά που καλούταν να σιωπήσει όσους τον αμφισβητούσαν ή τον χλεύαζαν. Και ίσως του πήρε λίγο περισσότερο χρόνο, όμως τα κατάφερε. Βρήκε τις απαντήσεις του στη σεζόν που έμελλε να είναι τελευταία του στην ομάδα και τις βρήκε χάρη στον πρώτο άνθρωπο που κατάφερε να τον ξεκλειδώσει, έναν άνθρωπο αντίστοιχα τρελό. Δεν υπήρξε ποδοσφαιριστής στον οποίον ο Μαρσέλο Μπιέλσα να πίστεψε πιο πολύ το 2014, όταν και ανακοινώθηκε από τη Μαρσέιγ.
Ο «Loco» τον έκανε να αισθανθεί σημαντικός, έβαλε κερί στα αφτιά του και του μπλόκαρε κάθε εξωτερικό θόρυβο, κάνοντάς τον να καταλάβει πως μόνο το χορτάρι είναι αυτό που μετράει.
Και ο Ζινιάκ τον δικαίωσε πλήρως και εκκωφαντικά. Όσο εκκωφαντικά ήταν -τι ειρωνεία- και τα δικά του «σωπάστε, τώρα μιλάω εγώ» στην κερκίδα μετά από κάθε λυτρωτικό τέρμα. Τα γκολ του πλέον έρχονταν κατά ριπάς, οι φίλοι της Μαρσέιγ, ο οποίοι τον κορόιδευαν, τώρα τον λάτρευαν και οι αντίπαλοι πλέον φοβούνταν εκείνο τον «χοντρό».
Ο Ζινιάκ ήταν απλώς ο πιο καυτός επιθετικός στη Γαλλία, πάνω από τους Καβάνι και Ιμπραΐμοβιτς. Μόλις έκλεισε τα στόματα όμως, αποφάσισε να ανοίξει τα τσιγγάνικα φτερά του.
Απρόσμενη μεξικανική έκρηξη
Ίσως να φταίνε οι ρίζες του, εκείνο το σαράκι της περιπλάνησης και της περιπέτειας, ίσως και η τρέλα του. Το σίγουρο πάντως είναι πως, όταν στις αρχές του καλοκαιριού του 2015 ο Ζινιάκ έμπαινε σε εκείνο το αεροπλάνο για την άλλη όχθη του Ατλαντικού, κανένας δεν τον κατάλαβε. Από πού κι ως πού; Ένας 29χρονος επιθετικός που μόλις είχε ολοκληρώσει την αναμφίβολα καλύτερη σεζόν της καριέρας του να πηγαίνει -πού- στο Μεξικό! Ήταν πράγματι ανήκουστο. Τον ήθελε ο Μπιέλσα στη Μαρσέιγ για να συνεχίσει τη δουλειά του. Τον ήθελαν η Ίντερ και η Νάπολι στην Ιταλία, η Φούλαμ στην Αγγλία. Όμως εκείνος δεν ήθελε κανέναν τους, ήθελε κάτι άλλο.
Ο ίδιος είχε δηλώσει πως, φεύγοντας, επιθυμούσε να καθαρίσει το κεφάλι του από το μίσος και την τοξική ατμόσφαιρα, είχε ανάγκη να πάει κάπου μακριά. Και αυτό έκανε. Η Τίγκρες άνοιξε σχεδόν από του πουθενά την αγκαλιά της και υποδέχθηκε τον πιο επιφανή παίκτη που είχε ποτέ αγωνιστεί στη Liga MX σε τέτοια ηλικία, στην πιο ώριμη και την καλύτερη φάση της καριέρας του.
Και από τον πρώτο εναγκαλισμό, αμφότερες οι πλευρές ένιωσαν πως αυτό, αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Δεν είναι μια απλή μεταγραφή. Δεν είχε να κάνει με χρήματα, όπως πίστεψαν πολλοί στην Ευρώπη. Ο Ζινιάκ θα μπορούσε να βρει πολύ πιο παχουλό συμβόλαιο σε έναν σωρό άλλα μέρη του ποδοσφαιρικού πλανήτη. Και δεν είχε να κάνει τελικά ούτε με την αίσθηση της περιπέτειας, τουλάχιστον σε μεταγενέστερο επίπεδο, αφού ο Γάλλος κλείδωσε με τη μια την καρδιά σε αυτό και μόνο το club. Όχι, όχι, ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό.
«Όταν έφτασα εδώ, ήξερα πως δεν θα είναι για λίγο. Ήξερα ότι δεν είναι απλώς μια περιπέτεια, ήξερα ότι θα είμαστε μαζί για πολύ καιρό. Δεν μπορώ να πω το γιατί. Απλώς είχα αυτή την αίσθηση και δεν μπορώ να την εξηγήσω, γιατί πραγματικά είναι απίθανη», δήλωσε μετά από πολύ καιρό ο Ζινιάκ.
Κι αν όντως ήξερε πώς θα νιώσει σε αυτή την ομάδα, σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί, πόσο μάλλον να ξέρει, όλα όσα θα πετύχαινε με τη φανέλα της. Έκανε λόγο για Πρωτάθλημα και τίτλους, με το που πάτησε το πόδι του στη νέα του χώρα. Και φρόντισε να τηρήσει την υπόσχεσή του άμεσα.
Ο «χοντρούλης» φορ έγινε θηρίο από την πρώτη στιγμή. Φόρεσε τη χρυσομπλέ εμφάνιση σαν κάπα και διοχέτευσε όλη την ατεκμηρίωτη λατρεία που έλαβε κατά την άφιξή του στον έναν και μοναδικό του στόχο από τότε και στο εξής: Να τα δίνει όλα για την Τίγκρες και τον κόσμο της.
Άρχισε να σκοράρει και δεν σταμάτησε, πετυχαίνοντας τεράστια γκολ, τόσο σε ομορφιά όσο και σε σημασία. Επιτέλους. Ο Ζινιάκ έδειχνε να είναι ήρεμος, πλήρως κατασταλαγμένος και χαρούμενος. Ήταν, αλήθεια, σαν να έχει βρει πραγματικά το πρώτο σπίτι της ζωής του. Και αυτό το σπίτι δεν είχε ρόδες, δεν θα πήγαινε πουθενά, όπως ούτε κι εκείνος.
Γκολ, μοναδικές στιγμές και άπλετη αποθέωση, όλα με το τσουβάλι. Όπως και τίτλοι, αφού ο Γάλλος στράικερ έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας, μέχρι οι Μεξικανοί να πουν κύμινο, κι έγινε και ο άνθρωπος που έψαλε το εφαλτήριο της πιο χρυσής εποχής της Τίγκρες, γεμίζοντας το παλμαρέ του με μετάλλια από Πρωταθλήματα και Κύπελλα.
Ο ποδοσφαιρικός έρωτας είχε χτυπήσει για τα καλά και εκείνον και τους τρελαμένους οπαδούς της ομάδας, οι οποίοι ζούσαν το όνειρό τους. Έβλεπαν έναν τύπο που παράτησε την Ευρώπη για χάρη τους, ενώ θα μπορούσε να παίζει ακόμα στο υψηλότερο επίπεδο. Και τον έβλεπαν να γίνεται ο απόλυτος πρωταγωνιστής των δικών τους φαντασιώσεων, να είναι εκεί σε κάθε μεγάλη στιγμή και να τους οδηγεί σε όσες κορυφές κόμπιαζαν να ονειρευτούν.
Μόνο που κάποια στιγμή τούς έμεινε μια και μοναδική -καταραμένη- κορυφή που δεν είχε κατακτηθεί.
Ο σταυρός της τελευταίας κορυφής και η αληθινή στέψη
Το μετάλλιο κρέμεται από τον λαιμό του και πάνω στο σκύψιμό του ακουμπά στο γρασίδι. Τα χέρια του χώνονται βαθιά στο χώμα και καταστρέφουν τον αγωνιστικό χώρο. Μα εκείνη τη στιγμή δεν έχει σημασία, το παιχνίδι έχει λήξει. Και μαζί του έχει λήξει και μια περίοδος βασανιστικής αναμονής.
Η Τίγκρες από την πρώτη κιόλας σεζόν του Ζινιάκ σαρώνει στα εγχώρια, μα πέντε χρόνια μετά ακόμη δεν έχει μπορέσει να ανέβει στην κορυφή της Κεντρικής Αμερικής. Έχει τρεις χαμένους Τελικούς Champions League, ήττες σκληρές που βαραίνουν τον Γάλλο. Τον βαραίνουν και τον πεισμώνουν, όπως κάθε εθισμένο πρωταγωνιστή. «Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ, μέχρι να πάρουμε το Champions League», είχε πει, όταν η κατάρα αυτού του τροπαίου αιωρούταν για τα καλά πάνω από τον ίδιο και την ομάδα της καρδιάς του.
Μα τώρα ξεθάβει από το γήπεδο έναν λευκό τσιγγάνικο σταυρό. Ίσως να χρειάστηκε λίγη από τη μαγεία των προγόνων του για να οδηγήσει την Τίγκρες στον πρώτο της διεθνή τίτλο στην Κεντρική Αμερική, σκοράροντας μάλιστα και στον Τελικό. Ίσως και όχι, ίσως η δική του μαγεία, η υπερφυσική σχέση του με αυτόν τον σύλλογο να ήταν αρκετές.
Όπως και να έχει, τα κατάφερε, πάτησε με την αγαπημένη του φανέλα στη μοναδική κορυφή που είχε αφήσει απάτητη, από όταν πήγε στο Μεξικό.
Πολλοί θεώρησαν πως εκείνη ήταν η στιγμή της ποδοσφαιρικής του θέωσης στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. «Τα έχεις πάρει όλα. Αν έφευγες τώρα από την Τίγκρες, πόσο ικανοποιημένος θα ήσουν;», τον ρωτάνε. «Δεν πρόκειται να απαντήσω, επειδή δεν φεύγω», τους λέει. Η ιστορία έχει γραφτεί κι εκείνος έχει φροντίσει τα γράμματά της να είναι χρυσά.
Μα ακόμα και η πιο λαμπερή του στιγμή, το πιο λυτρωτικό από όλα τα τρόπαια με την Τίγκρες δεν μπορεί να συγκριθεί με την αληθινή του στέψη. Με εκείνα τα δυο χέρια του που ενώθηκαν απολογητικά, όταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020 σκόραρε με τη Γαλλία απέναντι στο Μεξικό και ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει μια ειλικρινή συγγνώμη. Άλλωστε, η λατρεία Ζινιάκ-Τίγκρες δεν ήταν ποτέ μονόπλευρη ούτε μεγαλύτερη από τον σεβασμό όλων των Μεξικανών για αυτόν τον παίκτη.
Κι εκείνος πονούσε, γιατί πλήγωνε την πατρίδα του, όχι τη Γαλλία, τη χώρα στην οποία έγινε «Βασιλιάς».
Όπως τραγούδησε ο Βιθέντε Φερνάντες, κανείς δεν τον κατάλαβε σε εκείνη την απολογία, όπως και σε τεράστια κομμάτια ολόκληρης της καριέρας του. Δεν είχε ούτε θρόνο ούτε Βασίλισσα, μόνο τη λευκή φανέλα που φορούσε με ένα άλλο “ξένο” εθνόσημο.
Είχε όμως ένα στέμμα πάνω στο κεφάλι του, ένα στέμμα ορατό μόνο στους φίλους της Τίγκρες και τους Μεξικανούς ποδοσφαιρόφιλους. Γιατί αυτοί έβλεπαν τον δικό τους «Rey». Έναν ποδοσφαιρικό τρελό που έσκισε τα “πρέπει” μιας ευρωπαϊκής καριέρας και ταξίδεψε στην άλλη άκρη του κόσμου για να διασχίσει το ολότελα δικό του μονοπάτι και να χαρίσει ένα κάρο μοναδικές στιγμές.
Και εν τέλει η τρέλα και ο κεραυνοβόλος του έρωτας με αυτή την ομάδα και αυτή τη χώρα δικαιώθηκαν πλήρως, όταν φόρεσε εκείνο το αόρατο -για πολλούς αλλά όχι όλους- στέμμα του. Το στέμμα του Αντρέ-Πιερ –«El Rey»– Ζινιάκ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ολιβιέ Ζιρού: Συμβαίνει μόνο σε όσους το πιστεύουν
Κανείς δεν θα πιάσει τον Κιλιάν Εμπαπέ
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Ο Νικολά Ανελκά ήταν και παρεξηγημένος και εχθρός του εαυτού του