Ήταν 5 Αυγούστου του 1473, όταν ο μόλις 21 ετών Λεονάρντο Ντα Βίντσι, μαγεμένος από το αγαπημένο του τοπίο στην Τοσκάνη, ξεκινούσε να σκιτσάρει.
Η κοιλάδα του Άρνου (του ποταμού που διασχίζει τη Φλωρεντία) και το κάστρο του Μοντελούπο θα σηματοδοτούσαν την απαρχή της θρυλικής υπόστασής του. Το σχέδιο που έχει τίτλο «Il Paesaggio» («Το Τοπίο») θα αποτελούσε και το “πρώτο καθαρό σχέδιο τοπίων” στη δυτική τέχνη, το οποίο, απαλλαγμένο από ένα ιερό ή βέβηλο θέμα, θα αντιμετωπιζόταν με αυτόνομη αξιοπρέπεια.
Αν και οι αυστηροί κανόνες της Καθολικής Εκκλησίας θα το αντιμετώπιζαν με δισταγμό, οι Μέδικοι της Φλωρεντίας που το είχαν παραγγείλει θα το τοποθετούσαν σε περίοπτη θέση στη μοναδικού κάλλους Γκαλερί Ουφίτσι.
Ωστόσο, το διάσημο έργο του θα απασχολούσε στις μέρες μας τους ειδικούς μελετητές τέχνης όχι μόνο για την αρτιότητα της δημιουργίας του αλλά για τις οι δύο επιγραφές που υπάρχουν (η μία στην εμπρόσθια και η άλλη στην οπίσθια όψη). Το πόρισμα ήρθε να σοκάρει τους ειδικούς. Οι επιστημονικές αναλύσεις επέτρεψαν να διαπιστωθεί ότι και οι δύο γράφτηκαν από το χέρι του Ντα Βίντσι. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, από τα δύο χέρια του. η μία με το αριστερό και η άλλη με το δεξί.
Ήταν η πρώτη απόδειξη ότι ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι μπορούσε να γράφει, να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει εξίσου καλά τόσο με το αριστερό όσο και με το δεξί χέρι. Ήταν, με λίγα λόγια, αμφιδέξιος.
Η λέξη «αμφιδέξιος» προέρχεται από το «αμφι» που σημαίνει «κι από τις δύο πλευρές» και «δεξιός» που σημαίνει «σωστός». Κατά συνέπεια, ο «αμφιδέξιος» σημαίνει κυριολεκτικά «σωστός και από τις δύο πλευρές»!
Επιστήμονες όπως ο Φλέμινγκ, ο Αϊνστάιν και ο Τέσλα ήταν αμφιδέξιοι. Γενικότερα, οι αριστερόχειρες και οι αμφιδέξιοι άνθρωποι έχουν μεσολόβιο (η δέσμη των ινών νεύρων που ενώνουν τις δεξιές και αριστερές πλευρές του εγκεφάλου) κατά 11% μεγαλύτερο από τον λοιπό πληθυσμό, κάτι που οδήγησε στην άποψη πως όσο περισσότερο χρησιμοποιούμε και ασκούμε τον εγκέφαλό μας τόσο περισσότερο διευρύνονται οι δυνατότητές του.
Αριστερό, δεξί, αριστερό…
«Γνωρίζω τον “Άντι” σχεδόν σε όλη την προπονητική ζωή μου και δεν κατάλαβα ποτέ εάν είναι καλύτερο το αριστερό ή το δεξί πόδι του». Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ κάποια στιγμή εξέφρασε την ίδια απορία που είχαν άπαντες. Ακόμα και ο ίδιος ο Αντρέας Μπρέμε στην πραγματικότητα δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει πού βρισκόταν η μεγαλύτερη ικανότητά του.
Ο Μπρέμε υπήρξε ένας παράξενα προικισμένος ποδοσφαιριστής. Ίσως ο πιο αμφιδέξιος όλων των εποχών.
Και αυτό το επιβεβαίωνε όχι μόνο στη ροή του παιχνιδιού αλλά ακόμα περισσότερο στις στημένες φάσεις. Τότε που στα πιο μεγάλα γήπεδα, στα πιο κρίσιμα ραντεβού, δεν δίσταζε να παίζει με τον εαυτό του και με τους αντίπαλους τερματοφύλακες, εναλλάσσοντας τα πόδια. Η εκπληκτικά διαχρονική επιθετική απειλή και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά του στη μεγάλη σκηνή της μπάλας είναι στοιχεία που τον τοποθετούν σε περίοπτη θέση στη διεκδίκηση της ονοματοδοσίας για το ποιος ήταν ο καλύτερος αριστερός μπακ όλων των εποχών.
Αυτή του η αμφιδεξιότητα ήταν που τον κατέστησε τεράστιο, καθώς την εμφάνισε στο πάλκο των Μουντιάλ. Στα γήπεδα του Μεξικό το 1986, εκτέλεσε το νικητήριο πέναλτι κόντρα στους διοργανωτές με το αριστερό και έστειλε τους Γερμανούς στον ημιτελικό. Εκεί, άνοιξε το σκορ με φάουλ με το αριστερό στο 2-0 επί της Γαλλίας.
Το ίδιο έκανε και στον ημιτελικό με την Αγγλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Βέβαια, και στις δύο αυτές περιπτώσεις τα φάουλ βόλευαν το αριστερό του. Εκεί, το 1990, είχε ήδη σερβίρει με το αριστερό για το κεφάλι του Κλίνσμαν στο εναρκτήριό τους με τη Γιουγκοσλαβία, αλλά με τους Ολλαδούς το τρομερό curler του ήταν με το δεξί. Το ίδιο και το πέναλτι στη διαδικασία πρόκρισης κόντρα στους Άγγλους στα ημιτελικά. Για να φτάσουμε στον μεγάλο Τελικό απέναντι στην Αργεντινή του Μαραντόνα.
Το πέναλτι και τα τρία Τ
Στην καριέρα του Μπρέμε μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις τα τρία Τ της επιτυχίας, όπως τα “ευαγγελιζόταν” ο δικός μας νομπελίστας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης. Ο Γερμανός μπακ διέθετε και από τα τρία σε αφθονία, αλλά μεταξύ Ταλέντου, Τόλμης και Τύχης ήταν η Τόλμη που τον έκανε να μείνει στο Πάνθεον.
Άλλωστε αυτό δεν συμβαίνει γενικότερα με τη ζωή; Έχει την ικανότητα να συρρικνώνεται ή να μεγεθύνεται, σε αναλογία με το θάρρος του καθενός. Και, επειδή στην πραγματικότητα στην ιστορία κάθε επιτυχίας θα βρεις κάποιον που πήρε μια θαρραλέα απόφαση, ο «Άντι» Μπρέμε βρέθηκε να έχει το ειδικό σθένος να το πάρει όλο πάνω του. Να δικαιώσει και να δικαιωθεί.
Αν κι εκείνος είχε ήδη αναλάβει αρκετές σημαντικές εκτελέσεις, η προπόνηση πριν τον Τελικό έβγαλε τον Ρούντι Φέλερ καλύτερο. Ο Μπεκενμπάουερ χρειάστηκε να λάβει αποφάσεις. Πρώτος εκτελεστής λοιπόν θα ήταν ο Φέλερ.
Στο 85’ ο Μεξικανός Εντγκάρδο Κοδεσάλ πήρε την πιο άδικη απόφαση στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων. Ο Νέστορ Σενσίνι έκανε τάκλιν στον αέρα, ο Ρούντι Φέλερ έπεσε μόνος του και ο ρέφερι έδειξε την άσπρη βούλα.
Ο Φέλερ γύρισε προς τον πάγκο και έκανε νόημα ότι δεν ήθελε να το πάρει πάνω του. Ο λόγος ήταν πως ήταν προληπτικός και δεν ήθελε, επειδή το είχε κερδίσει εκείνος. Το βάρος έπεφτε στον αρχηγό. Μόνο που και ο Λόταρ Ματέους αρνήθηκε, καθώς είχε αλλάξει παπούτσια στο ημίχρονο και τον χτυπούσαν. Τότε ο Μπρέμε πήγε και πήρε μόνος του την μπάλα και την έστησε απέναντι από τον Σέρχιο Γκοϊκοετσέα.
Ο Αργεντινός πορτιέρο, ο οποίος κανονικά ήταν αναπληρωματικός του Νέρι Πούμπιδο (σε Εθνική και Ρίβερ Πλέιτ), είχε μπει στο Μουντιάλ εξαιτίας του τραυματισμού του τελευταίου και βρέθηκε να είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής για την «Albiceleste». Εκείνος ήταν που στα προημιτελικά με Γιουγκοσλαβία και ημιτελικά με Ιταλία χάρισε στα πέναλτι τις προκρίσεις. Και αυτή τη φορά μάλιστα επέλεξε να πέσει από τη σωστή πλευρά. Ο Μπρέμε, εκτελώντας με το δεξί όμως, δεν είχε κανένα άγχος ή αμφιβολία.
«Όσες φορές και αν χρειαζόταν να ξαναζήσω αυτόν τον Τελικό, πάντα τον “Άντι” θα ήθελα να έχω δίπλα μου σε εκείνη την στιγμή. Για μένα θα είναι πάντοτε ο καλύτερος συμπαίκτης που είχα ποτέ. Και αυτό δεν το λέω μόνο για το αγωνιστικό κομμάτι ή το πέναλτι του Τελικού. Ο “Άντι” ήταν η μεγάλη δύναμή μας. Εκείνον κοιτάζαμε όλοι στα δύσκολα. Ψύχραιμος, θαρραλέος, με ψυχή και αισιοδοξία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι πριν τον Τελικό, στο δωμάτιο που μοιραζόμασταν, εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα κι εκείνος, αφού ροχάλισε από το πρώτο λεπτό, μου είπε κάποια στιγμή “Λόταρ, κλείσε το φως και ησύχασε επιτέλους. Αλλιώς αύριο θα κυνηγάς τον Μαραντόνα και δεν θα τον φτάνεις ούτε με λάσο!”».
Πάντα, Παντού
«Τα πάντα τα οφείλω στον πατέρα μου»! Ο Μπερντ Μπρέμε υπήρξε από αυτές τις θρυλικές φιγούρες των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων που έχει κάθε περιοχή. Στα νότια προάστια του Αμβούργου είχε το κορυφαίο όνομα ως τεχνικός.
Και τα πρώτα βήματα ο «Άντι» τα έκανε μαζί του στη Μπάρμπεκ-Ούλενχορστ που συμμετείχε στην Oberliga της ευρύτερης γειτονιάς. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε να φτάσει 20 ετών, ώστε το 1980 να εντοπιστεί από τη Ζάαρμπρικεν που ήταν από τις βασικές ομάδες της εποχής για τη Bundesliga. Το βήμα για τη σημαντική Καϊζερσλάουτερν θα γίνει την αμέσως επόμενη χρονιά. Ο «Άντι» θα μείνει πέντε σεζόν στο Betzenberg (νυν Fritz Walter Stadium) και θα αγωνιστεί μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις στα αριστερά της άμυνας.
Ο θρυλικός Ούντο Λάτεκ θα τον δει να φιγουράρει στην καλύτερη 11άδα της σεζόν για το 1985-1986 και θα σπεύσει να τον ζητήσει από τον Ούλι Χένες, ο οποίος ήδη ως Τεχνικός Διευθυντής έτρεχε την Μπάγερν από το 1979. Ο τελευταίος όχι μόνο θα συνηγορήσει αλλά χρόνια αργότερα θα δηλώσει ότι «αν και έπαιξε λίγο μαζί μας, ο Μπρέμε θα έχει πάντοτε μία θέση στην αγαπημένη μου 11άδα».
Ο Λάτεκ θα τον τοποθετήσει τη μία δεξιά στην άμυνα και την άλλη στα αριστερά της μεσαίας γραμμής, στο πλευρό των Ματέους, Χάνζι Φλικ. Εκεί θα παίξει και τον -χαμένο από την Πόρτο- Τελικό Πρωταθλητριών του 1987, δίνοντας βοήθειες στον αριστερό μπακ, Χανς Πφλούγκλερ. Είναι η χρονιά του πρώτου τίτλου της καριέρας του (Πρωτάθλημα και Super Cup). Έναν χρόνο αργότερα θα έρθει το όνειρο…
Στιχάκι στην Curva Sud του Meazza
«Είναι ο ξανθός κεραυνός και έρχεται κατά πάνω σας». Μόνιμα κατάμεστη από τους 26.000 που χωράει, η Curva Sud δεν μπορεί να συγκρατήσει το συναίσθημά της, καθώς τον βλέπει να επιτίθεται, και του τραγουδάει.
«Ήμουν στην Μπάγερν, δεν υπήρχε λόγος να φύγω. Όταν όμως μας πλησίασε η Ίντερ, ακόμα και ο Χένες μου είπε: “Κοίτα, “Άντι”, δεν θέλω να φύγεις. Αυτή όμως είναι η Serie A και εκεί τα πράγματα είναι φανταστικά”». Και έτσι συνέβαινε. Το Ιταλικό Πρωτάθλημα εκείνη την εποχή ήταν το απόλυτο όνειρο.
«Το 1988 μετακόμισα στην Ίντερ και το έκανα μαζί με τον Ματέους. Ζούσαμε τον μύθο. Έναν χρόνο αργότερα ήρθε και ο Κλίνσμαν. Εκεί συναντήσαμε τον Τζοβάνι Τραπατόνι, τον καλύτερο προπονητή που γνώρισα ποτέ. Και, πιστέψτε με, είχα εκπληκτικούς προπονητές».
Τα πράγματα τότε μόνο καλά δεν ήταν για τους «Nerazzurri». Από το 1981 έως και το 1988 ο μέσος όρος της Ίντερ στην κατάταξη ήταν η τέταρτη θέση, με τη Γιουβέντους να σαρώνει. Γι’ αυτό κιόλας έγινε η υπέρβαση και κατάφεραν να πείσουν τον Τραπατόνι να αλλάξει στρατόπεδο και να τους οδηγήσει στην κορυφή. Και με τους κατάλληλους παίκτες το πέτυχε.
Αν και ο Μπρέμε είχε στα νώτα τους Τζουζέπε Μπέργκομι και Τζουζέπε Μπαρέζι, εκείνος πάντα επέλεγε ως αγαπημένο συμπαίκτη ever τον σέντερ μπακ Ρικάρντο Φέρι. «Κανείς δεν διάβασε ποτέ τις αδυναμίες μου και δεν με έκανε καλύτερο παίκτη όσο ο Φέρι και μετά ο Κόλερ στην Εθνική».
Η γερμανική τριάδα θα αποτελέσει το θρυλικό αντίπαλο δέος της ολλανδικής στη Μίλαν (Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ).
Αρχικά χωρίς τον Κλίνσμαν (1989) θα επαναφέρουν την ομάδα στην κορυφή και μετέπειτα, το 1991, θα πάρουν το Κύπελλο UEFA στον εκπληκτικό διπλό εμφύλιο με τη Ρόμα. Ενδιάμεσα βέβαια για εκείνον θα έχουν συμβεί τα πιο σπουδαία. Αφού πρώτα θα ψηφιστεί κορυφαίος παίκτης της χρονιάς στο Campionato (1989), θα παραμείνει στη χώρα για την στιγμή της απόλυτης καταξίωσης.
Το απόλυτο «Panzer»
Εάν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο με την περίπτωση του, είναι πως έμεινε ίσως περισσότερο συνυφασμένος ποδοσφαιρικά με την Εθνική Γερμανίας παρά σε συλλογικό επίπεδο (όσο legend και αν ήταν η τριάδα της Ίντερ).
Με τα «Panzer» έκανε πραγματικά μυθικά τουρνουά και αυτό αποτυπώνεται στο ότι βρέθηκε στην All Star 11άδα σε δύο Euro (1984 ήττα στο ημιτελικό, 1992 ήττα στον Τελικό), αγωνίστηκε σε δύο σερί Τελικούς Μουντιάλ (1986, 1990) και στη δεύτερη περίπτωση ήταν ανάμεσα στους 11 κορυφαίους. Και εκτός της συνολικής επιβράβευσης που ήρθε με την κούπα, ακολούθησε και η τεράστια ατομική της τρίτης θέσης στην ψηφοφορία της Χρυσής Μπάλας (πρώτος Ματέους, δεύτερος Σκιλάτσι).
Σε μία δεκαετία (1984-1994) με το εθνόσημο μέτρησε 88 συμμετοχές, πήρε μέρος στα μεγάλα ραντεβού και έγινε ο δεύτερος καλύτερος αμυντικός σκόρερ (οκτώ γκολ, αν και όλα τους ήταν τεράστιας σημασίας).
Είναι ο κορυφαίος αριστερός μπακ ever;
Ένα ρητορικό ερώτημα που δεν μπορούν να απαντήσουν με σαφήνεια ούτε καν οι συμπατριώτες του, οι οποίοι εξίσου λατρεύουν και τον θρυλικό, προγενέστερό του, Πολ Μπράιτνερ.
Αν και αναμφίβολα προικισμένος με κάθε καλό επιθετικά, στη μεγαλύτερη εικόνα υπήρξε ανέκαθεν σαφές ότι ανασταλτικά δεν θα μπορούσε να κοντραριστεί με τους υπολοίπους της ελίτ. Ήταν φοβερά πειθαρχημένος αμυντικά και σπάνια έχανε τη θέση του, αλλά ήταν και αρκετά διστακτικός στο να πέσει για τάκλιν (σίγουρα όχι με τον τρόπο που το έκανε πχ ο Μαλντίνι) και κάπως παθητικός αναλογικά με τη δυναμική, σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του για τη θέση. Γενικότερα, είχε έντονα καλή αίσθηση για το παιχνίδι και αυτό τού επέτρεψε να προβλέψει και να αντιμετωπίσει τις περισσότερες αμυντικές καταστάσεις, αλλά φαινόταν και δυνητικά ευάλωτος, όταν έμενε συνεχώς απομονωμένος στο ένας εναντίον ενός.
Για έναν επιθετικό πλάγιο μπακ του είδους του, ο Μπρέμε ήταν ουσιαστικός στο κράτημα της μπάλας, είχε τα σταθερά τρεξίματα αλλά όχι τον ακραίο ρυθμό σε αλληλεπικαλυπτόμενες καταστάσεις, όπως ο Ρομπέρτο Κάρλος. Αυτό που διέθετε ωστόσο ήταν η κλισέ γερμανική αποτελεσματικότητα και αυτή προσδιορίζεται απ’ το ότι μπορεί να λαμβάνει εξαιρετικές αποφάσεις και ξέρει πότε να πασάρει, να σεντράρει ή να πάει για γκολ την κατάλληλη στιγμή.
Εκείνο που τον βοήθησε, όπως προείπε ο ίδιος, ήταν η ικανότητα για αλληλοκάλυψη της άμυνας της Ίντερ και της Εθνικής. Ειδικά στο Μουντιάλ του 1990 ο Μπεκενμπάουερ αντιστάθμισε τέλεια τα ελαττώματα του Μπρέμε, έχοντας τον οξυδερκή Γιούργκεν Κόλερ πίσω του. Επιπλέον όμως, μεγιστοποίησε τις επιθετικές ικανότητες του Μπρέμε, έχοντας μπροστά του τον φανταστικό Πιερ Λιτμπάρσκι. Ο τελευταίος γύριζε πίσω για βοήθειες, αλλά μαζί δημιουργούσαν κάτι εντελώς απρόβλεπτο για τον αντίπαλο, στήνοντας ανορθόδοξες απειλές σε εκείνη την τρομερή αριστερή πλευρά τους.
Συνοψίζοντας, ο Μπρέμε υπήρξε ένας πραγματικά μοναδικός μπακ, μία ισχυρή επιθετική δύναμη και ένας γνήσιος των μεγάλων στιγμών. Η άμυνά του ήταν τακτοποιημένη, αλλά ίσως να του έλειπε το απαιτούμενο αίσθημα αυτοθυσίας, ώστε να τοποθετηθεί ακόμα πιο ψηλά στη σχετική λίστα.
Η συλλογική καριέρα του δεν ήταν ομολογουμένως τόσο θεαματική όσο η διεθνής, αλλά, συνδυαζόμενες, είναι ικανές να υποστηρίξουν τον χαρακτηρισμό του ως ενός εκ των κορυφαίων που είδε ποτέ το παιχνίδι να καλπάζουν από κάθε πλευρά των πλάγιων γραμμών.
Η λύπη του Μάρκους Μινχ και η ευτυχία του Ότο Ρεχάγκελ
Αμφότεροι έχουν επιστρέψει πλέον στα παλιά λημέρια. Είναι η τελευταία αγωνιστική της σεζόν 1995-1996 και η Λεβερκούζεν του Ρούντι Φέλερ παίζει στην Καϊζερσλάουτερν. Η τελευταία θέλει μόνο νίκη για να σωθεί. Προηγείται 1-0, αλλά ο μετέπειτα παίκτης του Παναθηναϊκού, Μάρκους Μινχ, ισοφαρίζει και σφραγίζει τον υποβιβασμό της.
Η σκηνή χαράσσεται στις πιο ιδιαίτερες της Bundesliga, καθώς ο ένας Παγκόσμιος Πρωταθλητής προσπαθεί να παρηγορήσει τον άλλον. Ο Μπρέμε έχει πέσει στον ώμο του Φέλερ και κλαίει σαν μωρό. «Δεν υπήρξε ποτέ άλλη στιγμή που να με έκανε να κλάψω στο ποδόσφαιρο».
Μόνο που εκτός από εκείνη την πίκρα, η «Λάουτερν» θα του χαρίσει και τη δεύτερη σπουδαιότερη της καριέρας του. Στη Β’ κατηγορία θα τους αναλάβει ο Ρεχάγκελ. Ο δικός μας Ότο, αφού έχει περάσει μία μυθική 14ετία με τη Βέρντερ Βρέμης, είχε αναλάβει την Μπάγερν. Ωστόσο, δεν κατάφερε να διαχειριστεί τον ηλεκτρικό πάγκο της και θα απολυθεί έπειτα από μόλις μία σεζόν (1995-1996). Η «Λάουτερν» θα τον καλέσει, για να την ανεβάσει στην Bundesliga.
Αρχικά θα πείσει τον Μπρέμε να παραμείνει. «”Ότο, δεν ξέρω αν μπορούν τα πόδια μου να περάσουν τέτοια δοκιμασία. Νομίζω ότι μεγάλωσα”. Αυτό του είπα στην πρώτη συνάντησή μας. Κι εκείνος μου απάντησε με βεβαιότητα “”Άντι”, είσαι ένας Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Και ως τέτοιος θα μας οδηγήσεις εκεί όπου πρέπει”. Έμεινα και σε μία γεμάτη χρονιά τον είδα να δικαιώνεται, καθώς επιστρέφαμε πανηγυρικά τρεις αγωνιστικές πριν το φινάλε. Και τα καλύτερα ήταν μπροστά μας».
«”Κόουτς, εάν με χρειάζεσαι, θα παραμείνω, αλλά καλύτερα ως μπαλαντέρ και όχι ως κάποιος που πρέπει να βασιστείς επάνω του”. Και αυτήν τη φορά ο Ότο με έπεισε ότι θα ήμουν χρήσιμος. Η αλήθεια είναι ότι έπαιξα μόλις πέντε ματς. Ήταν όμως τόσο τέλεια που ήμουν εκεί, μαζί τους σε όλο αυτό το θαύμα. Ο Ρεχάγκελ ήταν εκστασιασμένος από την αρχή. Ειδικά μετά την πρεμιέρα με το 1-0 επί της Μπάγερν και την εκδίκησή του».
Στις γραμμές των οριζόντων
Η τελευταία αγωνιστική ήρθε σαν όνειρο. Σαν ένα μοιραίο συμβάν, αλλά όχι με την έννοια της τύχης. Περισσότερο ήταν σαν μία προκαθορισμένη γραμμή τερματισμού προς την ολοκλήρωση. Ήταν το ταξίδι στο Αμβούργο. Εκεί όπου ο Αντρέας Μπρέμε, αφού έκανε την πλήρη περιστροφή γύρω από τους 19 ήλιους της καριέρας του, γύρισε στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, για να αφήσει την ύστατη ποδοσφαιρική ανάμνησή του.
Ήταν ήδη Πρωταθλητές. Ο Ρεχάγκελ τον έριξε μέσα κι εκείνος το σήκωσε ως αρχηγός, υπογράφοντας ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου.
«Σε πολλούς ανθρώπους δεν αρέσει να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις. Τους τρομάζει. Είναι πολύ πιο εύκολο να σου λέει κάποιος άλλος τι να κάνεις. Για εκείνον δεν ήταν όμως ποτέ έτσι». Η γνώμη του Μπεκενμπάουερ για τον αγαπημένο παίκτη του είναι η ίδια που έχει διαμορφώσει και ο ιστορικός του παιχνιδιού.
Και αν ισχύει αυτό που είπε κάποτε ο Γάλλος φιλόσοφος, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, «μόνο στις αποφάσεις μας είμαστε σημαντικοί», τότε ο Αντρέας Μπρέμε μπορούσε να υπερηφανεύεται -ακόμα και ξεδιάντροπα- για όλες τις δικές του επιλογές.
Όπως και για όσα όμορφα άφησε στις αναμνήσεις όσων θυμούνται την ξανθιά χαίτη του να καλπάζει -επιδέξια και αμφιδέξια- στις γραμμές των οριζόντων…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όλιβερ Καν, ο -τελευταίος- Ηγεμόνας
Στέφαν Έφενμπεργκ, το αφεντικό με το βρoμερό δάχτυλο
Γιούργκεν Κλίνσμαν: Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν