Το Bar Luján στη Fuentealbilla, στην καρδιά της La Mancha, είναι γεμάτο χαρούμενα πρόσωπα.
Ευτυχισμένα παιδιά με το πρωτοεμφανιζόμενο calippo (παγωτό γρανίτα) στο χέρι, οι γονείς τους ευδιάθετοι και ανακουφισμένοι, γιατί η Ισπανία έχει πλέον μπει στη “μεταβατική φάση” της ιστορίας της. Είναι Μάιος του 1984, τα απόνερα της Δικτατορίας του Φράνκο είναι παρελθόν, ο στρατός και η Εκκλησία έχουν πάψει να ελέγχουν τα πάντα, όλα μοιάζουν να αποκτούν διαφορετική σημασία, να τίθενται σε διαφορετική βάση.
Είναι η περίοδος που η Movida, νοητή ως αντιπολιτισμικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό κίνημα, μεταμορφωνόταν σε κάτι σαν εμπορικό brand που η ισπανική κοινωνικοπολιτική σκηνή δώριζε στον υπόλοιπο κόσμο ως σύμβολο αλλαγής και ελευθερίας. Δυο χρόνια νωρίτερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε ανέλθει στην εξουσία, η Ισπανία είχε φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο ισπανικός λαός ένιωθε την ανάγκη να εξωτερικεύσει καταπιεσμένα συναισθήματα δεκαετιών. Η Ισπανία μοιάζει πια έτοιμη να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να αναπνεύσει διαφορετικό αέρα, να εισφέρει και τα δικά της, ξεχωριστά γνωρίσματα στην Κοινότητα.
Εκείνο το απόγευμα όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν απασχολούσε τους θαμώνες του Bar Luján στη Fuentealbilla. Η Μαρία, η κόρη του ιδιοκτήτη που μοίραζε χαρούμενος τα calippo στα παιδιά και κερνούσε sangria τους γονείς τους, είχε φέρει στον κόσμο τον εγγονό του, τον Αντρές.
Ο παππούς περίμενε γεμάτος αγωνία να επιστρέψουν σπίτι, να σηκώσει ψηλά στον ουρανό το εγγόνι του και να τα διηγηθεί μετά, φουσκώνοντας σαν το παγώνι, στους φίλους του στο μπαρ που του μοίραζαν συγχαρητήρια.
Ο γαμπρός του, ο Χοσέ Αντόνιο, του είχε τηλεφωνήσει, αλλά από τη φασαρία δεν άκουσε καλά. Έπιασε μόνο ότι «είναι αγόρι, είναι υγιέστατο». Ο οικοδόμος από την Fuentealbilla, εκτός από δουλευταράς και ταπεινός, ήταν και παθιασμένος με το ποδόσφαιρο. Όταν επέστρεψε αλαφιασμένος από το μαιευτήριο, συμπλήρωσε τις φράσεις που δεν άκουσε καλά ο πεθερός του: «γεννήθηκε το καμάρι μας, ήρθε ο πρωταθλητής μας». Γραφτό ήταν, γραμμένο έγινε.
Εκείνη την εποχή στη μικρή και ταπεινή Fuentealbillia των 2.000 ανθρώπων το να γίνεις ποδοσφαιριστής έμοιαζε ανέκδοτο. Ήταν όμως τόσο το πάθος του πατέρα και τέτοια η κλίση του μικρού που απλούστατα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τι κι αν ήταν μικροκαμωμένος και ισχνός, τι κι αν το υπόλοιπο χωριό κορόιδευε, ο μικρός Αντρές έμπαινε στο Ford Orion του μπαμπά και τρεις φορές την εβδομάδα ταξίδευε 100 χιλιόμετρα μέχρι το Albacete. Ο πατέρας του δεν του εξήγησε ποτέ το μέγεθος της θυσίας που έκανε. Τα μεροκάματα που έχανε για να πηγαινοφέρνει το παιδί αντιστοιχούσαν σε τρεις μήνες έξτρα δουλειάς, όση δηλαδή χρειαζόταν για να του εξασφαλίσει τα καινούργια ποδοσφαιρικά παπούτσια και τον ρουχισμό προκειμένου να μπορεί να παίζει ποδόσφαιρο.
Ναι, γιατί όντως ο καχεκτικός μικρός ήταν καλός. Και πίσω από το λεπτοκαμωμένο του κορμί, την ταπεινότητα και το χλωμό πρόσωπο κρυβόταν μια αστείρευτη φυσική δύναμη και ένας σπάνιος, θαρρείς θεόσταλτος χαρακτήρας.
Ήταν 8 ετών, όταν έφτασε στο Albacete. Η εικόνα ξεγελούσε, οι τρόποι ακόμα περισσότερο. Ένα εξαιρετικά ευαίσθητο παιδί, τόσο λιγομίλητο που οι παριστάμενοι το θυμούνται να λέει μονάχα «Si Señor!» σε προπονητές και φροντιστές. Νοέμβριο του 1993, στα 9 του χρόνια, του είχαν βγάλει ήδη δελτίο για να μην τον χάσουν.
Αυτό το “πρωτόπλαστο” πλαίσιο του Ινιέστα, ακόμα και σε συναισθηματικό επίπεδο, είναι θεμελιώδες για την κατανόηση της εξέλιξης της διαδρομής του. Όταν έγινε αντιληπτό το ταλέντο του από την «Μπάρσα» σε ένα τουρνουά 7Χ7, δεν είχε κλείσει τα 12. Αρχικά απέρριψε την πρόταση, μερικές εβδομάδες μετά ωστόσο το σκέφτηκε καλύτερα και πήγε ο ίδιος στον πατέρα του να ανακοινώσει «είμαι έτοιμος».
Ευαισθησία και αμφιβολία συχνά συμβαδίζουν χέρι-χέρι, ο Αντρές απλώς ήθελε τον χρόνο του, χρειαζόταν να ωριμάσει η σκέψη στο μυαλό του, πιθανότατα διότι ήδη ήξερε μέσα του πως πρόκειται για επιλογή ζωής. Έτσι, ξαναμπήκε στο Ford του μπαμπά τον Σεπτέμβριο του 1996 και τούτη τη φορά ταξίδεψε μέχρι τη Βαρκελώνη. Τελικός προορισμός Masia, η τότε άγνωστη ακαδημία της Μπαρσελόνα. Ουσιαστικά οικότροφος, ένα παιδί 12 χρόνων μακριά από το χωριό και τη θαλπωρή της οικογένειας, τελείως έξω από τις συνήθειες και την απλουστευμένη καθημερινότητα που είχε πλάσει στο μυαλό του.
Ζορίστηκε. Πολύ. Τέτοιο άλμα σε αυτή την ηλικία είναι ασήκωτο, ειδικά όταν είσαι εσωστρεφής και ντροπαλός. Ο πατέρας και η μάνα ανησυχούσαν. Το παιδί κυνηγούσε ένα όνειρο που μόνο το 1/3 από τα παιδιά που έφταναν στη Masia μπορούσαν να αγγίξουν. Το ψυχολογικό βάρος μιας τέτοιας μορφής απογαλακτισμού πιθανόν επεξηγεί και το έπος της μεγάλης «Μπάρσα» του Κρόιφ και του Γκουαρντιόλα κάποια χρόνια αργότερα. Η πνευματική και ψυχολογική διαχείριση στις οποίες υποβάλλονταν εκείνα τα παιδιά, από τόσο μικρή και ευαίσθητη ηλικία, το καθένα με τη δική του προσωπική ιστορία και τον δικό του χαρακτήρα, αποτέλεσαν την πιο ισχυρή συγκολλητική ουσία μεταξύ τους.
Άνθρωποι που δούλευαν στις εγκαταστάσεις, γυμναστές, παιδαγωγοί, δάσκαλοι θυμούνται ότι ο μικρός Αντρές ήταν ένα παιδί που έκλαιγε σε όλες τις γωνιές της Masia 22 ώρες το 24ωρο. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του εξήγησε ότι, με την απόσταση των ετών, εκείνο το παρατεταμένο κλάμα τον βοήθησε κατά κάποιον τρόπο να βρει έναν δρόμο. Τον δικό του. Ζύγισε τα πράγματα, η ευαισθησία θα του στερούσε το όνειρο να γίνει ποδοσφαιριστής. Πάλεψε, έδωσε μια μάχη την οποία πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να μην δώσουν ποτέ.
Η ανθρώπινη πτυχή, οι χαρακιές στις ψυχές των παιδιών είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά που μεγαλούργησαν σε “εκείνη” τη Μπαρσελόνα δεν είχαν απλώς προπονηθεί μαζί. Έζησαν μαζί, στηρίχτηκαν το ένα στο άλλο, έκλαψαν μαζί, γέλασαν μαζί, ανδρώθηκαν μαζί. Και αυτός ο δεσμός ούτε πληρώνεται, ούτε μαθαίνεται, ούτε εξηγείται με λόγια.
Όταν έφτασε στο δωμάτιο που επρόκειτο να γίνει το νέο του σπίτι, του γνώρισαν τους “κηδεμόνες” του. «Με λένε Κάρλες, αυτός είναι ο Βίκτορ». Ναι, τον πήραν υπό την προστασία τους ο Πουγιόλ και ο Βαλντές. Αυτοί οι δυο το είχαν βιώσει νωρίτερα από τον Αντρές, αυτοί οι δυο δεν επέτρεψαν σε κανέναν να τον βλάψει και τον προστάτευσαν από την αδυσώπητη κριτική και το άμυαλο bullying των υπόλοιπων παιδιών που τον χλεύαζαν για το μικροκαμωμένο του κορμί και τα δάκρυα.
Την επόμενη χρονιά το κατώφλι των κοιτώνων διάβηκαν ο Πικέ και ο Φάμπρεγας. Λίγο μετά ο «νάνος» από την Αργεντινή, ο Λιονέλ Μέσι, πολύ πριν γίνει «Λέο». Το bonding δεν ήταν τεχνικό, τακτικό ή οτιδήποτε άλλο. Τα παιδιά αυτά ανέπτυξαν μεταξύ τους κώδικες, δικούς τους κανόνες, εντελώς προσωπική γλώσσα όχι μόνο ομιλίας αλλά και συμπεριφοράς. Μέσι, Τσάβι και Ινιέστα ήταν κάτι σαν συμμορία, πάντα μαζί, σαν τις αντροπαρέες της εφηβείας στο σχολείο που δεν βαριέται ο ένας τον άλλον ποτέ.
Το εξήγησε κάποια στιγμή ο Ιμπραΐμοβιτς χρόνια αργότερα, όταν πέρασε και δεν κόλλησε ποτέ στη «Μπάρσα». «Συνεννοούνταν με ένα βλέμμα, ένα νεύμα, μετά έβαζαν το κεφάλι κάτω και δεν καταλάβαινα τίποτα». Δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο, ο «Ίμπρα» είχε μάθει να ζει στο δικό του κλειστό φρούριο και να σηκώνει τα πάντα στους ώμους του, οι άλλοι είχαν γαλουχηθεί, είχαν μεγαλώσει, είχαν ωριμάσει μαζί στο κλειστό περιβάλλον της Masia.
Η εφηβεία, οι δεσμοί που χτίζονται σε εκείνη την αγνή και ευαίσθητη ηλικία είναι πιθανότατα το καλύτερα κρυμμένο κλειδί στην ψυχή και το μυαλό ενός άντρα. Και ίσως κανείς δεν μπορεί πραγματικά να συμβολίσει τον πόνο, την πειθαρχία και το πρότυπο της καντέρας της Βαρκελώνης περισσότερο από τον Αντρές Ινιέστα.
Το μεγάλο μυστικό είναι αυτό. Για τα υπόλοιπα, όπως σε όλες τις ιστορίες επιτυχίας των μεγάλων αθλητών, υπάρχει μια σειρά από συμπτώσεις που συνετέλεσαν στο να αναδειχθεί η ποδοσφαιρική μεγαλοφυΐα αυτού του αγοριού. Εκπαιδεύτηκε την καλύτερη εποχή εφαρμογής του κροϊφισμού, κατανόησε από πολύ μικρός τη σημασία της αντίληψης του παιχνιδιού και την έμφαση που πρέπει να δίνει στη μπάλα. Το είχε μέσα του από τον καιρό της Albacete, αλλά στη Masia το κατανόησε, το εξέλιξε και εν τέλει το ολοκλήρωσε.
Το μεγάλο προσόν του Αντρές δεν ήταν ο έλεγχος της μπάλας αυτής καθαυτήν, αλλά ο έλεγχος του ίδιου του παιχνιδιού. Οι συμπαίκτες του τον αναζητούσαν όχι μόνο για αλληλοβοήθεια αλλά για να κάνει το παιχνίδι ευκολότερο, να το “ξεγυμνώσει” μπροστά τους. Η ευφυΐα του ήταν μεν φυσικό δώρο, αλλά στο ποδόσφαιρο έχουμε δει δεκάδες τέτοιους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Η ειδοποιός διαφορά με τον Αντρές εντοπίζεται στον εκλεπτυσμό, στον τρόπο που εξήγαγε τα τακτικά νοήματα, την ποδοσφαιρική ροή στο γήπεδο. Το πιο δύσκολο πράγμα στο ποδόσφαιρο είναι να διατάξεις το χάος, την αναρχία του ίδιου του παιχνιδιού. Αυτό έκανε ο Ινιέστα.
Δύο σεζόν μετά την εξαιρετική του παρουσία με τη Β’ ομάδα στη Γ’ κατηγορία, ο σπουδαίος τρελός, Λουίς Φαν Χάαλ, κατάλαβε την αξία του. Ούτως ή άλλως ο Ολλανδός ήταν θιασώτης της χρησιμοποίησης των πολύ νεαρών ποδοσφαιριστών, με βασικό κριτήριο ότι είναι απείρως πιο εύπλαστοι και καταδεκτικοί από τους φτασμένους. Στην περίπτωση του Ινιέστα δεν χρειάστηκε καν να εμφυσήσει τις αρχές του παιχνιδιού. Τον έριξε μέσα σε ηλικία 18 ετών, βασικό, σε αγώνα Champions League στο εκτός έδρας ματς με την Μπριζ.
Συνεχίζει με ακόμα πέντε εμφανίσεις βασικός, ο Φαν Χάαλ φτάνει στο σημείο να τον προτιμά από τον Ρικέλμε, διοίκηση, κόσμος, Τύπος βράζουν. Τέλη Ιανουαρίου του 2003 ο Ολλανδός απολύεται και ο Αντρές επιστρέφει στη Β’ ομάδα. Το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό πια για το μέγεθος του παιδιού. Έχει ταπεινώσει μερικούς από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές στη Liga, έχει σταθεί δίχως να ανεβαίνουν οι παλμοί του σε διεθνές επίπεδο, έχει σηκώσει το ψυχολογικό βάρος “της αρπαγής της θέσης του Ρικέλμε“. Όπως και στο γήπεδο όταν αμύνεται, δεν πέφτει ποτέ, δεν καταδέχεται να ακουμπήσει το γρασίδι με τίποτε άλλο εκτός από τα εξάταπα.
Πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητός ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής από το κοινό και τα media. Δεν είχε εκρήξεις, δεν διεκδίκησε μέσω δημοσιογράφων να εγκατασταθεί στην ενδεκάδα της «Μπάρσα», δεν χρησιμοποίησε βραχίονες στα αποδυτήρια. Έπαιζε πολύ, στο πρώτο Νταμπλ του 2005-2006 αθόρυβα είχε 49 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις, κάτω από τις μισές βασικός. Έπαιζε όπου του έλεγε ο Ράικαρντ, χωρίς να διαμαρτύρεται. Μπροστά από την άμυνα, κεντρικός χαφ, εσωτερικός μέσος, επιθετικός εξτρέμ. Ανταποκρινόταν παντού, με highlights πολύ δύσκολα να κατανοήσει κάποιος απλός θεατής του παιχνιδιού.
Οι Ισπανοί το λένε «revulsivo». Μεταφράζεται μόνο περιφραστικά, είναι ο «καταλύτης», ο «παράγοντας που κάνει τα πράγματα να συμβούν», το «συστατικό που αλλάζει τις ισορροπίες μιας τρέχουσας κατάστασης». Ο Ινιέστα είναι ο ποδοσφαιριστής που μπαίνει για να διαταράξει την αντιστοίχιση του αγώνα, το αντικλείδι που ανοίγει διαφορετική πόρτα κάθε φορά, αναλόγως το πλαίσιο.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις μέρες μας πια, έχουμε μάθει να ομαδοποιούμε τέτοιου είδους ποδοσφαιριστές με το «game changer», αναφερόμενοι στον πολύ καλό παίκτη που έχει κρατήσει ο προπονητής στον πάγκο προκειμένου να αλλάξει τη ροή του αγώνα. Ο Ινιέστα το έκανε, 20 χρόνια πριν επινοηθεί ο όρος.
Το πιο αξιοσημείωτο της υπόθεσης ήταν ότι, ενόσω εξελισσόταν σε «revulsivo», ουσιαστικά δεν μιλιόταν με τον Ράικαρντ. Είναι σκληρός ο πάγκος, ειδικά σε ματς όπως εκείνος ο Τελικός του Champions League εναντίον της Άρσεναλ, όταν μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο, όντως άλλαξε το παιχνίδι, μαζί με τις άλλες αλλαγές, τον Λάρσον και το Μπελέτι, όμως δεν το πανηγύρισε ποτέ με την ψυχή του. Η σχέση με τον Ράικαρντ ήταν πάντα κρύα, ο Ινιέστα των πρώτων ετών δεν ήταν ο παίκτης που έχουμε όλοι στον νου.
Δεν είχε ρόλο, ήταν ακαθόριστη η συμμετοχή του στο παιχνίδι και καλείτο πάντα να “διορθώσει” τα κακώς κείμενα αναλόγως τις ανάγκες. Βόλευε τον προπονητή, βόλευε τη Μπαρσελόνα, δεν βόλευε τον ίδιο. Ήταν τεχνικά και τακτικά άρτιος για το κέντρο του γηπέδου, αρκετά γρήγορος για να παίξει πίσω από τον επιθετικό, διέθετε και ένα μέρος της έκρηξης που του επέτρεπε να αγωνιστεί και ως εξτρέμ. Αυτό που διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, η απαράμιλλη ικανότητά του να εγκαθίσταται ανάμεσα στις γραμμές και να ανα-καλύπτει τα μεσοδιαστήματα, έγινε κοινός τόπος αργότερα, όταν πια μεγάλωσε και η ομάδα υποτάχθηκε στους δικούς του νόμους.
Η σπάνια αντιληπτική ικανότητα του Ινιέστα, η προσαρμογή του σε χώρους ακόμα και “εκτός παιχνιδιού” τον μετέτρεψαν στον αληθινά μοναδικό συνολικό χαφ της Μπαρσελόνα. Άφησε χώρο στους πιο εξειδικευμένους Τσάβι και Μπουσκέτς, τους έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθούν, να ελίσσονται, να τραβιούνται στα πλάγια ή κοντά στην αντίπαλη περιοχή κατά το δοκούν. Διότι γνώριζαν ότι το κενό θα καλυφθεί από τον Αντρές.
Με το πολυδιάστατο παιχνίδι του, αποκωδικοποιούσε το παιχνίδι, το “άπλωνε” όχι μόνο για τον εαυτό του, κυρίως για τους συμπαίκτες του. Έδινε νόημα σε δυσνόητες ποδοσφαιρικές εξισώσεις, επανέφερε την τάξη στο τακτικό χάος, εμφάνιζε λύσεις εκεί που δεν υπήρχαν.
Όλα αυτά με απλό, αδιόρατο τρόπο. Όλα να μοιάζουν εύκολα, αυτονόητα, προμελετημένα. Όντως είχε αυτή την σπάνια ιδιότητα να αναπτύσσει εκ των προτέρων το πλαίσιο του αγώνα, όντως είχε μια μοναδική διορατικότητα, παρατηρώντας το παιχνίδι και τις κινήσεις συμπαικτών και αντιπάλων, όντως μπορούσε να ερμηνεύσει αντιδράσεις, βασιζόμενος στο θυμικό και τα χρόνια της Masia.
Στη θεωρία του για την πολλαπλή νοημοσύνη ο Gardner ορίζει την οξυδέρκεια ως «ικανότητα επίλυσης προβλημάτων ή δημιουργίας προϊόντων που εκτιμώνται σε ένα ή περισσότερα πολιτισμικά πλαίσια». Ο Ινιέστα είναι ο βασιλιάς της οξυδέρκειας του χώρου, η οποία αφορά στην κίνηση, τον χώρο και τον χρόνο και είναι στενά συνδεδεμένη με την ικανότητα αντίληψης, μεταμόρφωσης, αποκρυπτογράφησης εικόνων και αναγνώρισης ενός αντικειμένου, παρατηρώντας το από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Είναι ένα είδος νοημοσύνης που αναπτύσσει πλευρικότητα, διαστάσεις και προσανατολισμό, θεμελιώδες για την πρόβλεψη των παραστάσεων και τις απίθανα γρήγορες αποφάσεις που απαιτούνται πια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Φαντάζει δυσνόητη η περιγραφή, είναι όμως η καλύτερη δυνατή περίληψη των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών του Ινιέστα, του ποδοσφαιριστή που περικλείει όλα αυτά τα στοιχεία σε αυτό που ορίζουμε ως ποδοσφαιρική ευφυΐα.
Προφανώς και διέθετε κι άλλα ανεπτυγμένα είδη νοημοσύνης, προσωπικά ξεχωρίζω το μουσικό, το οποίο ήταν και το λιγότερο εμφανές. Στην περίπτωσή του, το ταλέντο να ανεβάζει και να κατεβάζει τον ρυθμό ήταν από τα στοιχεία που με συνάρπασαν περισσότερο. Πολλές φορές κόντρα στη ροή του αγώνα, ακόμα κι όταν δεν το καταλάβαινα, γιατί η «Μπάρσα» είχε ξέφρενο ρυθμό και έλιωνε τον αντίπαλο και εκείνος φαινομενικά την “καθυστερούσε”.
Επί της ουσίας, έδινε χρόνο στους συμπαίκτες να ανασυνταχθούν, να επιστρέψουν στην “τακτική αταξία” τους, να πάρουν ανάσες, να προλάβουν να δουν τον τρόμο στο βλέμμα των αντιπάλων τους. Το ίδιο πράγμα έκανε, και όταν το ματς “έσβηνε”, επιτάχυνε σε τέτοιον βαθμό που φαινόταν σαν να παίζεις βιντεοπαιχνίδι με το νεότερο παιδί που από φυσικού του ξέρει να χειρίζεται το χειριστήριο πιο γρήγορα και να κάνει απίστευτους συνδυασμούς ταυτόχρονων κινήσεων των δακτύλων.
Θυμηθείτε τα highlights της καριέρας του. Σε φάση επίθεσης έμοιαζε να τους περνάει σαν σταματημένους, σαν να μην υπάρχουν. Μόνο ευθεία, με μικρές παρεκκλίνουσες κινήσεις, αυτό το λεγόμενο slide, το οποίο φαίνεται τόσο απλό στο μάτι, άλλα είναι απίθανα δύσκολο στο χορτάρι, διότι πρέπει από πριν να έχεις διακρίνει τους ελεύθερους διαδρόμους στον χώρο. Και η μαγική ψευδαίσθηση εν προκειμένω είναι πως η κίνηση φαινομενικά ήταν κάθετη προς το μέρος του αντιπάλου. Ναι, το έκανε ο ίδιος παίκτης της περιστροφής των 180 μοιρών, ο ίδιος μετρονόμος που “ανέβαζε μέτρα” την ομάδα, όπως έχουμε μάθει να λέμε.
Ο Ινιέστα μεταμορφωνόταν με τερατώδη τρόπο, αναλόγως τις ανάγκες του παιχνιδιού, όχι όπως είχε σχεδιάσει ο προπονητής, όπως ο ίδιος είχε διαγνώσει στο μυαλό του. Άνοιγε και έκλεινε το εύρος κινήσεων και επινοήσεων, γινόταν πότε Τσάβι, πότε Μπουσκέτς, πότε ο χαφ που δεν είναι καν στο γήπεδο. Η τεχνική σε κλειστό χώρο, η τέλεια στυλιστική της αποτύπωση, η πνευματική επαφή με τον Μέσι οδήγησαν στα αποτελέσματα που χαράχθηκαν με πλατίνα στην ποδοσφαιρική ιστορία.
La Croqueta. Ο αντίπαλος κοντά, η ανάσα στο πρόσωπο. Πάσα. Υποδοχή με το δεξί, άμεση εναλλαγή στο αριστερό που προωθεί τη μπάλα μπροστά. Δεν περιγράφεται ως κίνηση, δεν ξέρεις αν είναι κοντρόλ, πάσα, τρίπλα, δεν εντάσσεται σε καμία λογική και σταθερά που διδάσκεται. Ειδικά στα δευτερόλεπτα μέσα στα οποία εκτυλισσόταν όλο αυτό και συνήθως κατέληγε στο χαμόγελο του «κοντού» κοντά στο κόρνερ.
Όταν ο Γκουαρντιόλα κατάλαβε αυτό το πράγμα, αυτή την αδιανόητη χημεία Ινιέστα-Μέσι, είδαμε την καλύτερη Μπαρσελόνα όλων των εποχών.
Η τακτική ευφυΐα δεδομένη, η συγκολλητική ουσία της επίγνωσης του συμπαίκτη από την εφηβική ηλικία, το απύθμενο ταλέντο οδήγησαν στο αριστούργημα και την ανάδειξη όλων των ηρώων του παραμυθιού. Ο Αντρές έγινε σημείο αναφοράς για τον Τσάβι, τον άνθρωπο στον οποίον ο προπονητής είχε εμπιστευτεί τα κλειδιά της ομάδας και στην αρχή μάς φαινόταν καλύτερος. Δεν ήταν. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για δυο όμοιους παίκτες, με παραπλήσια δυνατά και αδύναμα σημεία στο παιχνίδι τους. Το άγγιγμα του Πεπ αφορούσε στη διδαχή να πάψουν να καλύπτουν τις αδυναμίες τους και να επικεντρωθούν στην αύξηση, την τελειοποίηση των προτερημάτων τους. Οργάνωση του παιχνιδιού και άμυνα με τη μπάλα.
Από εκεί γεννήθηκαν οι πάσες στο δικό τους μισό, από εκεί προέκυψε το passing game μεταξύ των γραμμών και η μαθηματική επιθετική ανάπτυξη. Αφετηρία και αποκωδικοποιητής αυτού του πολύπλοκου συστήματος ο Αντρές, ο μοναδικός με υπαινιγμούς κάθετου “ιλίγγου” και απολύτως άνετος υπό πίεση σε κλειστούς και στενούς χώρους. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να κολλήσει τόσο πολύ με τον Μέσι, ούτε καν ο πιο τεχνικά απλησίαστος. Ο Ινιέστα προσαρμοζόταν σε δέκατα δευτερολέπτου στις αλλαγές κατεύθυνσης του Μέσι, η προώθηση της μπάλας με συνεχείς ανταλλαγές πλάτη με πλάτη παραμένει η καλύτερη έκφραση του ποδοσφαίρου τους, το αόρατο νήμα του δικού τους παιχνιδιού μέσα στο ίδιο το παιχνίδι.
Αν ήταν ταινία, κόμικ, ήρωες θα ήταν ο Batman και ο Robin. Με τον Ινιέστα να αποδέχεται σε όλη του την καριέρα να παραμείνει πιστός ακόλουθος του ήρωα για τον οποίον άναβε ο προβολέας. Μόνο χωρίς τον Batman γινόταν Batman. Όπως στην Εθνική Ισπανίας, όταν καλείτο να σώσει τον κόσμο εκείνος. Υπήρξε, ει δυνατόν, ακόμα πιο σημαντικός με το εθνόσημο παρά στη Μπαρσελόνα. Εκεί ο Μέσι δεν ήταν παρών, δεν δημιουργούσε τη βαρυτική έλξη των παιχνιδιών της «Μπάρσα» που κατέκλυζε συμπαίκτες, αντιπάλους και κοινό.
Στην Εθνική όλα περιστρέφονταν γύρων του, ήταν ο ήλιος όλων των υπολοίπων.
Τρόπον τινά, με το εθνόσημο κατόρθωσε να αποτινάξει τη συστολή που παρατηρούσαμε στοΝ σύλλογο και οφείλει πολλά στον Αραγονιές και στον Ντελ Μπόσκε γι’ αυτό. Το παράδοξο της καριέρας του είναι πως έχει μείνει στη συλλογική μνήμη για δυο γκολ και όχι για τα μεγάλα και δυσδιάκριτα ταλέντα του.
Το πρώτο είναι το λεγόμενο «Iniestazo», το γκολ στο 93ο λεπτό του ημιτελικού ανάμεσα στην Τσέλσι και την Μπαρσελόνα, εκείνο που χάρισε στους Καταλανούς την πρόκριση στον θριαμβευτικό Τελικό της Ρώμης και έμεινε στην ιστορία ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Πεπ. Το δεύτερο είναι το ποδοσφαιρικό σύμβολο μιας ολόκληρης κίνησης, το γκολ στο 116ο λεπτό του Τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας. Αυτό ήταν το γκολ της τελικής ενθρόνισης των «Furias Rojas» στην ελίτ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου διαχρονικά.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκείνο που προξενεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η απίθανη ηρεμία στο πρόσωπο και το σώμα του τη στιγμή που εκτελεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ο μόνος ικανός να παραμένει διαυγής σε τόσο λεπτές, ακραίες και αγχώδεις καταστάσεις. Για το γκολ κόντρα στην Ολλανδία λέει ότι «ένιωσε τη σιωπή», όταν ήταν έτοιμος να χτυπήσει την μπάλα, τη μέγιστη έκφραση συγκέντρωσης, η οποία ακυρώνει κάθε εξωτερική παρέμβαση.
Το παράδοξο της ζωής του είναι ότι η εξαιρετική του ευαισθησία και η ικανότητά του να απορροφά και να επεξεργάζεται ό,τι συμβαίνει γύρω του κατέστρεψαν ουσιαστικά την περίοδο μεταξύ αυτών των δύο αριστουργημάτων. Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα δυο επιτεύγματα καθόρισαν όχι μόνο την κληρονομιά του αλλά και τη ζωή του. Μετά το γκολ κόντρα στην Τσέλσι υπέστη έναν αρκετά σοβαρό μυϊκό τραυματισμό στο δεξί πόδι, τον τέταρτο μέσα σε ένα επτάμηνο, με δυνατότητα ανάρρωσης 17 ημερών, ειδάλλως θα έχανε τον τελικό.
Ελάχιστοι θυμούνται ότι σε εκείνον τον Τελικό της Ρώμης με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αγωνίστηκε με τους επισφαλέστερους όρους στην καριέρα του. Η εντολή του ιατρικού τιμ πριν το ματς ήταν «να μην σουτάρει ποτέ στο τέρμα». Απίθανα πράγματα. Η «Μπάρσα» κατακτά το τρόπαιο, αλλά η νίκη και οι συνθήκες διά των οποίων την κατέκτησε τον αδειάζουν. Εκείνο το καλοκαίρι συνειδητοποιεί ότι “κάτι δεν πάει καλά”, νιώθει άσχημα, μέρα με τη μέρα η αμφιβολία τού τρώει τα σωθικά. Περνάει όλες τις πιθανές και απίθανες ιατρικές εξετάσεις, αλλά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το σώμα του δεν έχει τίποτα.
Την πρώτη μέρα της προετοιμασίας τραυματίζεται ξανά, στον ίδιο ακριβώς μυ. Έπρεπε πια να προπονηθεί ξεχωριστά, μόνος του. Την τελευταία μέρα της περιοδείας στις ΗΠΑ, ο Πουγιόλ τον πλησιάζει και του ανακοινώνει τα νέα: ο Ντάνι Χάρκε, ο αρχηγός της Εσπανιόλ και καλός φίλος του, πέθανε σε ένα δωμάτιο στο Coverciano, όπου βρισκόταν η ομάδα του για προετοιμασία. «Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η ελεύθερη πτώση μου προς ένα άγνωστο μέρος. Είδα την άβυσσο. Και τότε ήταν που είπα στον γιατρό “δεν μπορώ να το κάνω άλλο”». Δικά του λόγια.
Η άβυσσος ήταν η κατάθλιψη, η οποία δεν αναφέρθηκε ποτέ ρητά, γιατί η χρήση της λέξης θα σήμαινε αναγνώριση ενός προβλήματος, δίνοντάς του μια αξία που εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλο ταμπού στο ποδόσφαιρο.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Ινιέστα ήταν “να φαίνεται θύμα”. Ίσως ήθελε να εξωτερικεύσει ότι ήταν πολύ αδύναμος, δεδομένου του βάρους που αντέχουν οι “κανονικοί” άνθρωποι, όπως οι γονείς του. Για να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης, χρειάστηκε να εκμυστηρευθεί ότι «όταν το μυαλό και το σώμα σου βρίσκονται σε μια τόσο ευάλωτη κατάσταση, είσαι ικανός για τα πάντα. Ίσως ακούγεται πολύ σκληρό, αλλά καταλαβαίνω τους ανθρώπους που κάνουν κάτι τρελό σε μια συγκεκριμένη στιγμή». Είναι η δυσάρεστη στιγμή που χτυπά την πόρτα ο πέτρινος καλεσμένος.
Χρειάστηκε ομαδική δουλειά, ειδικών, ψυχολόγων, φυσικοθεραπευτών, οικείων του, για να τον βγάλουν από την άβυσσο. Αλλά το πρόβλημα για έναν αθλητή είναι ότι, μόλις επιστρέψει στη “νορμάλ” ζωή του, χρειάζεται να ανακτήσει μια ολόκληρη σειρά από βεβαιότητες. Ο Ινιέστα ακόμα και στην προπόνηση δεν μπορούσε να κάνει βασικά πράγματα για τον εαυτό του, προς προφανή έκπληξη συμπαικτών και προπονητών του. Στην πραγματικότητα, ο εξαγνισμός, αυτό που κλείνει πραγματικά τον κύκλο με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, είναι το γκολ που δίνει το Μουντιάλ στην Ισπανία και το μπλουζάκι που έδειξε σε όλο τον κόσμο: «Dani Jarque siempre con nosotros».
Εκείνο το γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο μαζί ασφαλώς με τη δουλειά των ειδικών μάς έδωσαν πίσω ίσως τον καλύτερο μέσο στην ιστορία του σπορ, τον άνθρωπο που έβρισκε τις λύσεις εκεί που δεν υπήρχαν, τον ήρεμο κυρίαρχο, τον ηγεμόνα των σφυγμών και των στιγμών. «El Messi de las sombras». «Ο Μέσι στη σκιά», στον αθέατο κόσμο, εκεί όπου οι φιγούρες διαγράφονται, αλλά δεν τις αποκρυπτογραφείς ποτέ.
Ο Αντρές πέρασε από το ποδόσφαιρο όπως εκείνα τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια που διασχίζουν γαλήνια αλλά αποφασιστικά τη θάλασσα, με τον ρυθμό τους, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, την ένταση της καταιγίδας, το ξέφρενο πάρτι των επιβατών και τον επαγγελματισμό του πληρώματος. Η κληρονομιά του έχει διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως ακριβώς η ευφυΐα και τα ταλέντα του. Ένα σύμβολο ελέγχου στο υπερδυναμικό ποδόσφαιρο του σήμερα, ένα σύμβολο ευγένειας, ποτέ υπερβολικό, πάντα antistar, πάντα χρυσή και ιερή κάρτα στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Ένα ζωντανό παράδειγμα νεωτερικότητας της παράδοσης, μιας και το δικό του ποδόσφαιρο, όπως το αντιλαμβανόταν, θα μπορούσε να διαπρέψει σε όλες τις δεκαετίες, διαχρονικά.
Ένας άνθρωπος που κατέληξε στο εξώφυλλο, έχοντας επιλέξει το παρασκήνιο για τον εαυτό του, ένας πραγματικός Illusionist άλλης εποχής, ακριβώς επειδή κάνει τα πάντα να φαίνονται απίστευτα εύκολα, χαρίζοντας απλόχερα τις ψευδαισθήσεις στους πιστούς του.
Ο πιο υποτιμημένος Πρωταθλητής της δεκαετίας του 2000, ο μόνος που ξέρει πώς να παίζει σε όλα τα πλαίσια και βοηθά στην υλοποίηση διαφορετικών ιδεών παιχνιδιού. Σε ένα ποδόσφαιρο που πιέζει ολοένα και περισσότερο για δυναμισμό και τρέχει με υπερηχητικές ταχύτητες, μοιάζει αδύνατον να ξαναδούμε έναν τέτοιο παίκτη. Ταλέντα όπως το δικό του εκτιμώνται όλο και πιο δύσκολα, δεν υπάρχουν πια ο χρόνος, η υπομονή, οι συνθήκες, τα περιβάλλοντα για να εκκολαφθούν. Δεν υπάρχουν τα κλάματα στις γωνιές των γκρίζων τοίχων της Masia, δεν πνίγονται οι λυγμοί.
Άφησε τα ισπανικά γήπεδα με μια τελευταία παράσταση στον Τελικό του Copa del Rey εναντίον της Σεβίλλης. Η «Μπάρσα» διέλυσε του Σεβιγιάνους με 5-0. Εκείνο το ματς είναι μαγικό, ο Ινιέστα τα κάνει όλα και βάζει και ένα όμορφο γκολ, μετά από ένα τριγωνάκι με τον Μέσι. Ο Βαλβέρδε τον καλεί πίσω στον πάγκο με το ρολόι να δείχνει τρία λεπτά για τη λήξη. Ο αποχαιρετισμός δεν είναι επίσημος, αλλά είναι σαν να ήταν, κατά κάποιον τρόπο όλοι το ήξεραν. Ένα αξέχαστο standing ovation ξεκινά, όλοι στην κερκίδα συγκινούνται, ακόμα και οι οπαδοί της Σεβίλλης, οι οποίοι χειροκροτούν με ευγνώμονα τρόπο. Ήταν μια επάξια έξοδος από τη σκηνή, ένα μεγαλοπρεπές αντίο που έδιωξε το μαύρο σύννεφο και, όταν οι σκιές χάθηκαν, όλοι κατάλαβαν ότι ο αληθινός Βασιλιάς δεν ήταν στην κερκίδα αλλά μέσα στο γήπεδο.
Ο μοναδικός παίκτης που μπορούσε να ενώσει την Ισπανία. Το σιωπηλό και εσωστρεφές παιδί που δεν θεωρούσε αδυναμία να ζητήσει συγνώμη και έφυγε το 2018 για την Ιαπωνία και την άσημη Βισέλ Κόμπε για να βρει τη γαλήνη του. Επέλεξε τη συγκεκριμένη ομάδα, γιατί ήταν η ομάδα του νεανικού του ειδώλου, του Μίκαελ Λάουντρουπ. Πέντε υπέροχα χρόνια, συν το (σχεδόν πια) υποχρεωτικό πέρασμα από τα εξευτελιστικά πολλά πετροδόλαρα στα Εμιράτα. Ανακοίνωσε ότι σταματάει 8 Οκτωβρίου του 2024, το έκανε με τον τρόπο του, ευπρεπώς, κινούμενος στα μεσοδιαστήματα χαράς και θλίψης.
Ξέρετε, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποχαιρετήσεις τον επαγγελματικό αθλητισμό, πάνω από όλα υπάρχουν εκείνοι οι ελάχιστοι αθλητές που έχουν επίγνωση του μεγέθους τους και ξέρουν πώς να το κάνουν. Οι περισσότεροι δεν αντέχουν, δεν βρίσκουν τρόπους να πουν αντίο και οδηγούνται στη μελαγχολία ή αρνούνται να παραδεχτούν το φόβο του “μετά”.
Ο Ινιέστα σχεδίαζε χρόνια αυτό το αντίο, συνέλεξε τα θραύσματα, ένωσε τα σκόρπια αντίο που είχε ανακοινώσει στην οικογένειά του, στους φίλους του, στους αγαπημένους του συμπαίκτες, στο κοινό που τον αγάπησε και τον θαύμασε στα γήπεδα.
«Ο θάνατος πληρώνεται ζώντας». Η ανικανότητα του ανθρώπου μπροστά στη φρίκη και τον πόνο, ένας θάνατος που πληρώνεται επιζώντας από εκείνους που έφυγαν. Η ποινή που πρέπει να εκτίσεις είναι η αγωνία, το αίσθημα ενοχής, όλα όσα δεν πρόλαβες να πεις και να κάνεις. Και μετά μαγικά ξεφεύγεις. Και μ’ έναν απείρως λιγότερο οδυνηρό, πιο γήινο, πολύ λιγότερο τραγικό τρόπο το αντίο πληρώνεται παίζοντας.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σεσκ Φάμπρεγκας: Τα αστέρια δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο