Λένε ότι οι πολλές επιλογές είναι ευλογία.
Ακόμη κι αν σε προβληματίζουν.
Ακόμη και αν θεωρείς, εκ των υστέρων ότι κάποιες δεν είναι οι επιθυμητές.
Ακόμη, τελικά, και αν στο τέλος υποχρεωθείς να λάβεις εκείνη την απόφαση που, σε κανονικές συνθήκες, θα ήταν η τελευταία που θα σκεφτόσουν.
Το καλοκαίρι του 2003 χρειάστηκε να πάρω μία από αυτές τις αποφάσεις.
Κάτι που θα οδηγούσε, αναπόφευκτα, λίγο καιρό μετά, σε μία σειρά από άλλες αποφάσεις που θα δρομολογούσαν το τέλος της καριέρας μου.
Μόλις είχα ολοκληρώσει τη ρούκι σεζόν μου στο ΝΒΑ.
Μία χρονιά γεμάτη εμπειρίες και παραστάσεις που ουδέποτε φανταζόμουν, όσο κι αν αυτή ήταν μία μεγάλη φιλοδοξία μου.
Πήρα την απόφαση να αφήσω τις Η.Π.Α. και να επιστρέψω στην Ευρώπη, αν και είχα τριετές συμβόλαιο με τους Σίξερς.
Μου είχε λείψει πολύ το παιχνίδι. Ήθελα να παίζω περισσότερο.
Απόλαυσα τη μία σεζόν στο ΝΒΑ, έζησα και αυτή τη σπουδαία εμπειρία, αλλά στα 27 μου ήθελα πάλι να είμαι πρωταγωνιστής…
Ήταν μία περίοδος που αισθάνθηκα ότι ήμουν «σκασμένος» στη Φιλαδέλφεια, κυρίως γιατί έφευγε ο κόουτς Λάρι Μπράουν και ήθελα να επιστρέψω στην Ευρώπη.
Ο ατζέντης μου πήρε στα χέρια του μία πρόταση από την Ούλκερ.
Ήταν ένα ενδιαφέρον πρότζεκτ, μία νέα ομάδα που στηνόταν από την αρχή και ένα σχέδιο που πίστεψα πολύ.
Αν και στην πορεία αυτό δεν μας «βγήκε».
Δεν βγήκε ούτε σε μένα ούτε στον Ιμπραΐμ Κουτλουάι ή στον Τζόζεφ Μπλερ, τον Πέταρ Ναουμόσκι και τον Μέλβιν Μπούκερ, που ήταν καταξιωμένοι παίκτες στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και δεν τους έβρισκες εύκολα μαζεμένους σε μία ομάδα.
Ίσως ήταν λανθασμένη η απόφαση, χωρίς ωστόσο ποτέ να το μετανιώσω.
Η Ούλκερ δεν ήταν η καλύτερη οικονομικά πρόταση -ποτέ, άλλωστε, δεν σκέφτηκα έτσι- όμως μου άρεσε στη θεωρία το πλάνο και η προοπτική που μου παρουσίασαν.
Ήρθε και η «πίεση» από τον «Ίμπο» Κουτλουάι και είπα, «γιατί όχι;».
Την απόφαση να υπογράψω την έλαβα σχετικά εύκολα.
Μονάχα που όταν έβαλα την υπογραφή μου και έφυγα από την Κωνσταντινούπολη, το επόμενο 20ημερο πέρασα πάρα πολύ δύσκολα.
Ήμουν στην Αθήνα και δεν κρύβω ότι σκεφτόμουν: «Γιατί πήγα τώρα εκεί; Τι θα συναντήσω;».
Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα άγχος και πίεση για την απόφαση που είχα πάρει.
Αναρωτιόμουν τι θα βρω εκεί.
Όμως, όταν έφτασα στην Πόλη για μόνιμη διαμονή, αποδείχθηκε ότι κακώς αισθανόμουν έτσι.
Ο κόσμος στην Τουρκία με αγκάλιασε αμέσως και σε βαθμό που δεν το πίστευα.
Η διοίκηση, ο Τύπος και ο κόσμος με στήριξαν από την πρώτη κιόλας μέρα.
Έβγαινα στην πόλη, σε κάποιο εστιατόριο ή στον δρόμο και πάντα με σταματούσαν να με χαιρετήσουν, να με καλωσορίσουν και να με κεράσουν.
Ήταν πολύ δύσκολο να με αφήσουν να πληρώσουν σε εστιατόρια ή όπου αλλού έβγαινα!
Δεν ήταν όμως εύκολο στο μυαλό, γιατί πριν πάω να μείνω στην Κωνσταντινούπολη, με έζωναν τα φίδια.
Άνθρωποι του θεούλη είναι και αυτοί!
Σαφώς μέτρησε η παρουσία του «Ίμπο», ο οποίος είχε παίξει στην ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό και είχε γίνει άμεσα αποδεκτός στην Ελλάδα.
Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό από όσα σκεφτόμασταν τότε για τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας,
Στη μία σεζόν που έζησα εκεί δεν είχα κανένα αρνητικό περιστατικό με το κοινό.
Δεν υπήρξε κάτι, σε κανένα εκτός έδρας ματς που να θυμάμαι ότι μου φέρθηκαν άσχημα.
Κανένα.
Η σεζόν άρχισε με προπονητή τον Μεβλούτ Ονγκορέν και στη συνέχεια ανέλαβε ο Εργκίν Αταμάν.
Δεν θα πω ψέματα… Είχαμε κάποια περιστατικά, όχι τόσο προσωπικά όσο, κυρίως, στη γενικότερη λειτουργία του συλλόγου.
Ήταν πραγματικά μία πολύ όμορφη εμπειρία να είσαι Έλληνας στην Τουρκία, όμως θεωρώ ότι τελικά δεν άνηκα εκεί.
Μετά τη Φιλαδέλφεια, πρακτικά ήταν πολιτισμικό σοκ να παίξεις από τους Σίξερς στην Ούλκερ.
Ήταν μία ομάδα που κόστιζε περισσότερα από 15 εκατομμύρια ευρώ, όμως από πίσω δεν υπήρχε ούτε βάση, ούτε πλάνο, ούτε όραμα.
Υπέγραψαν μεγάλα ονόματα, που έδιναν υποσχέσεις για κάτι καλό, όμως όσο κλισέ κι αν ακούγεται, οι ομάδες δεν «χτίζονται» μόνο με τα υψηλά μπάτζετ και τόσο άμεσα.
Οι εγκαταστάσεις του γηπέδου και του προπονητηρίου δεν ήταν σύγχρονες…
Η κατάσταση δεν ήταν καλή σε γενικότερο επαγγελματικό επίπεδο.
Ήταν μία μικρή ομάδα η οποία προσπάθησε να «μεγαλώσει» απότομα και γρήγορα.
Η κατάκτηση δύο τίτλων, του Σούπερ Καπ στην αρχή της χρονιάς και του Κυπέλλου στα μέσα της, δεν άλλαξαν την άποψή μου.
Στο τέλος χρησιμοποίησα τον όρο του opt-out, που ευτυχώς είχα προβλέψει να θέσω στο συμβόλαιο μου, και έφυγα.
Μετά τη σεζόν 2003-04 στην Τουρκία, συνέχισα στην Ιταλία.
Στη Σιένα ήταν όλα διαφορετικά.
Προπονητής ήταν ο Κάρλο Ρεκαλκάτι.
Ήμουν συμπαίκτης με έναν συμπατριώτη μας, τον Μιχάλη Κακιούζη.
Ενώ στο ρόστερ ήταν και οι Ιταλοί διεθνείς, Κάρλτον Μάιερς, Ρομπέρτο Κιάτζιγκ, Τζιάκομο Γκαλάντα, ο ρούκι Τζίτζι Ντατόμε και οι Μπούτσι Θόρντον και Ντέιβιντ Βάντερπουλ.
Και στην επιλογή της Σιένα δεν «ζύγισα» μόνο το χρηματικό.
Οι επιλογές ήταν με γνώμονα τα αξιόλογα πρότζεκτ και σε ωραίες πόλεις.
Είχα συνεχώς προτάσεις από ομάδες από Ρωσία και Βόρεια Ισπανία, ποτέ όμως δεν τις είδα θετικά, διότι δεν ήθελα να ζήσω σε περιοχές χωρίς ήλιο.
Είχα την πολυτέλεια να επιλέγω.
Ήθελα να μου αρέσει η πόλη, να νιώθω εγώ καλά, για να μπορώ να παίζω.
Είχα περάσει από το ΝΒΑ, είχα τέσσερα υπέροχα χρόνια στον ΠΑΟΚ και μία καταπληκτική πενταετία στη Μπαρτσελόνα.
Στη Σιένα είχαμε εξαιρετική ομάδα, μία καλή πορεία, κατακτώντας το Σούπερ Καπ.
Η ζωή στην πόλη κυλούσε ήρεμα, δυστυχώς, όμως, εκεί έγινε εντονότερο το πρόβλημα με τα γόνατά μου…
Ίσως ήταν ένας από τους λόγους που δεν σκέφτηκα να παραμείνω στην Ιταλία και το καλοκαίρι του 2005.
Επέλεξα στρατηγικά να επιστρέψω στην αγαπημένη μου Ισπανία και τη Φόρουμ Βαγιαδολίδ.
Η Φόρουμ δεν αγωνιζόταν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και θεώρησα ότι η μικρότερη καταπόνηση, με αγώνες μόνο στην ACB, θα μου κάνει καλό και θα δώσει μεγαλύτερη διάρκεια στην καριέρα μου.
Τα πράγματα, πάντως, δεν πήγαν όπως τα σκεφτόμουν…
Τραυματίστηκα στα μέσα της σεζόν και σταμάτησα να προπονούμαι και να αγωνίζομαι.
Τότε άρχισαν οι πρώτες σκέψεις για το μέλλον μου, με τη σκέψη της αποχώρησης να πλησιάζει, όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχθώ…
Ο τραυματισμός ήταν σοβαρός και με οδήγησε στο χειρουργείο…
Μίλησα με τους γιατρούς μου και μου είπαν ότι δεν έπρεπε να αγωνιστώ μέχρι το τέλος τη σεζόν.
Είκοσι μέρες μετά συναντήθηκα με τη διοίκηση, τους είπα ότι θέλω να αποχωρήσω και δεν επιθυμούσα να μου πληρώσουν το υπόλοιπο του συμβολαίου.
Θα μπορούσα να «καθίσω» πάνω στη συμφωνία, να «πατήσω» πάνω στις υπογραφές και να πάω στην Ισπανία, να κάνω αποθεραπείες και να πληρώνομαι.
Όμως δεν αισθανόμουν καλά με τον εαυτό μου να κάνω κάτι τέτοιο.
Θεώρησα σωστό και έντιμο να απαλλάξω την ομάδα από τα χρήματα της αρχικής συμφωνίας, ώστε να βρει ευκολότερα αντικαταστάτη, για να συνεχίσει να έχει μία καλή πορεία.
Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί έτσι μου βγήκε, αν και για κάποιους έκανα λάθος.
Όμως έτσι το σκέφτηκα και έτσι έπραξα.
Το επόμενο διάστημα ήμουν μεταξύ Αθήνας και Βαρκελώνης, όπου, έκανα αποθεραπεία.
Ωστόσο, έβλεπα ότι το πόδι δεν ανταποκρινόταν όπως θα ήθελα και όπως περίμεναν οι γιατροί και οι άνθρωποι που δουλεύαμε μαζί για να επανέλθω.
Συνέχιζα τις θεραπείες και παράλληλα είχα επαφές με ευρωπαϊκούς συλλόγους.
Ήμουν σε συζητήσεις με πολλές ομάδες, παρακολουθούσαν την πορεία της αποθεραπείας και μιλούσαμε για την επόμενη χρονιά.
Η θεραπεία συνεχιζόταν, αλλά η ανταπόκριση δεν ήταν η επιθυμητή και ήξερα ότι όταν θα επανέλθω, το πόδι μου δεν θα είναι στην κατάσταση που θέλω.
Ήθελα πάρα πολύ να παίξω, όμως έβλεπα ότι δεν ήμουν στο επίπεδο που ήθελα να είμαι εγώ ο ίδιος.
Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι, ξεκάθαρα το πιο δύσκολο της ζωής μου και έγινε μονόδρομος το να πάρω την απόφαση να αποχωρήσω…
Σκεφτόμουν να υπογράψω κάπου, αλλά με απογοήτευε η δεύτερη σκέψη ότι δεν θα καταφέρω να ανταποκριθώ.
Διαπίστωσα ότι δεν γινόταν να συνεχίσω, τουλάχιστον όπως ήθελα να είμαι εγώ.
Στις 9 Αυγούστου 2006 ανακοίνωσα ότι αποχωρώ από την ενεργό δράση.
Πάντα ήμουν ολιγαρκής, εννοώντας στο πώς μου τα έφερε η ζωή μου.
Έχω την υγεία μου και έζησα απίστευτες εμπειρίες μέσα από το μπάσκετ.
Πέρασα δύσκολα, πέρασα όμορφα, όμως είχα μία διαδρομή μεγάλη, σκληρή, απαιτητική και γνώρισα ανθρώπους, κουλτούρες και μαγικές στιγμές.
Είναι λίγο ουτοπικό να αναρωτιέμαι αν μετανιώνω για κάτι.
Τα έχω όλα ήρεμα στο κεφάλι μου.
Έχω κερδίσει εμπειρίες, φιλίες, συνεργασίες και πορεύομαι με όμορφές αναμνήσεις.
Αν ο θεός είχε γραμμένη για μένα αυτή την πορεία, ακόμη και με τόσους τραυματισμούς, το αποδέχομαι και προχωρώ μπροστά.
Σημασία είχε όλο αυτό το «ταξίδι». Και το «ταξίδι» ήταν ωραίο!
Κάθε διαδρομή και κάθε «σταθμός» είχαν τη δική τους σημασία.
Αφήνοντας πίσω τους διδάγματα, εμπειρίες, λάθη και παραδείγματα για το παρόν και το μέλλον.
Θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα ότι ήθελα περισσότερα ή θα έκανα κάτι με διαφορετικό τρόπο.
Ήταν μία αξέχαστη διαδρομή.
Είμαι ευγνώμων για όλα όσα κέρδισα από το παιχνίδι που λάτρεψα.
Ασχολούμαι πλέον με το μπάσκετ από άλλες θέσεις, όχι για να μην με ξεχάσει το άθλημα.
Αλλά γιατί δεν θέλω εγώ ο ίδιος να ξεχάσω τίποτα από όσα έζησα και αγάπησα και να βοηθήσω στην εξέλιξη αυτού του μοναδικού παιχνιδιού.
Ο Ευθύμης Ρεντζιάς είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν Πρεσβευτής του ΝΒΑ στην Ευρώπη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Ευθύμη Ρεντζιά