Το καλοκαίρι του 2015 ήταν περίεργο για την Μπαρτσελόνα.
Οι Καταλανοί είχαν κατορθώσει (;) να μετακυλήσουν σε αυτό μια ποινή αποκλεισμού μεταγραφών που τους είχε επιβληθεί τον Απρίλιο του ’14. Είχε ισχύ για δύο μεταγραφικές περιόδους και, εφόσον είχαν σώσει την καλοκαιρινή, η χειμερινή του ’15 ήταν η πρώτη και η επόμενη θερινή η δεύτερη.
Το ντεμαράζ που είχαν κάνει την προηγούμενη χρονιά, οπότε και απέκτησαν τους Λουίς Σουάρες, Ίβαν Ράκιτιτς, Ζερεμί Ματιέ, Κλαούντιο Μπράβο και Μαρκ-Αντρέ Τερ Στέγκεν, έδωσε τις απαραίτητες λύσεις ώστε να κάνουν μια εξαιρετική σεζόν, κατακτώντας το τελευταίο Champions League της ιστορίας τους, με το οποίο πανηγύρισαν το Τρεμπλ.
Και όλα τούτα στην πρώτη χρονιά του Λουίς Ενρίκε στον πάγκο. Άντε μετά να μείνει… ήρεμος αλλά και να αμφισβητηθούν οι όποιες επιθυμίες του.
Πρώτον λοιπόν, μεταγραφές δεν μπορούσε να κάνει η «Μπάρσα», αλλά δεν της απαγορευόταν να “κλείσει” ποδοσφαιριστές, οι οποίοι όμως θα δηλώνονταν και έτσι θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής από την Πρωτοχρονιά του ’16.
Δεύτερον, ήταν καλοκαίρι εκλογών. Και ο υπηρεσιακός Πρόεδρος, Πεπ Μαρία Μπαρτομέου, ήθελε να… μονιμοποιηθεί. Οπότε, το τελευταίο που ήθελε ήταν εντάσεις και κόντρες. Σε καλοκαίρι χωρίς μεταγραφές; Και όμως, σε καλοκαίρι χωρίς μεταγραφές.
Η Τεχνική Διεύθυνση των τότε Πρωταθλητών Ευρώπης είχε κάνει τα δέοντα για να ολοκληρώσει την αγορά του Ιλκάι Γκιντογάν. Τα πάντα συμφωνημένα, αντίτιμο στην Ντόρτμουντ, συμβόλαιο, οτιδήποτε προβλεπόμενο, με τον Γερμανό μέσο να έχει μάλιστα ταξιδέψει στη Βαρκελώνη ώστε να βρει σπίτι.
Έλα όμως που το έτοιμο deal δεν έκανε στον Λουίς Ενρίκε. Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Όχι γιατί του… περίσσευε ο Γκιντογάν αλλά γιατί άλλον είχε στο μυαλό του, άλλον ήθελε. Θεωρούσε πως ειδικά στο συγκεκριμένο καλοκαίρι των περιορισμών, αν αποδεχόταν τη συμφωνία με τον τότε ποδοσφαιριστή των Βεστφαλών, οι εκλογές θα πέρναγαν, δεν θα είχε άλλον μοχλό πίεσης και έτσι δεν θα υλοποιούσε τη δική του επιθυμία.
Ούτε διακοπές δεν έκανε καλά-καλά, πιέζοντας καθημερινά και αφόρητα για να προχωρήσει η μεταγραφή του δικού του εκλεκτού. «Έκανε λες και η ιστορία της Μπαρτσελόνα εξαρτιόταν από τη συγκεκριμένη προσθήκη», είπε χρόνια αργότερα ο Ραμόν Αντέλ, τότε μεταβατικός Πρόεδρος του συλλόγου, αυτός που είχε αναλάβει δηλαδή -βάσει καταστατικού- να οδηγήσει στις εκλογές.
Αυτός δεν μπορούσε να υπογράψει για λογαριασμό του club οποιαδήποτε συμφωνία. Το ήξερε και αυτό ο Ενρίκε και, όταν του παρουσιάστηκε η επιλογή να κλείσει το deal, αλλά να το επικυρώσει με υπογραφή ο Πρόεδρος που θα εκλεγόταν, φοβήθηκε πως ήταν ένα πρόσχημα ώστε να μην ολοκληρωνόταν τελικά η μεταγραφή και έτσι έφτασε να απειλήσει με παραίτηση.
Τέτοια καψούρα.
Είδε κι αποείδε λοιπόν ο Μπαρτομέου (ο οποίος εννοείται πως κινούσε τα νήματα μέχρι τις εκλογές), ακύρωσε τη συμφωνία με τον Γκιντογάν και αποφάσισε να ενδώσει στον πανίσχυρο τη δεδομένη στιγμή προπονητή των «Blaugrana».
Κέρδισε τις εκλογές (στις 18 Ιουλίου 2015), έχοντας φροντίσει να φέρει στη Βαρκελώνη και τον πόθο του Λουίς Ενρίκε, καταβάλλοντας 42 εκατ. ευρώ στην Ατλέτικο Μαδρίτης και προσφέροντας στον ποδοσφαιριστή άλλα 60 (μεικτά) για πενταετές συμβόλαιο.
Όλα τούτα για έναν ποδοσφαιριστή ο οποίος θα ήταν διαθέσιμος να φορέσει τα «blaugrana» έξι μήνες αργότερα.
Όλα τούτα για τον Αρντά Τουράν.
Πενήντα λίρες για ταξί ή για καφέ
Μεροκαματιάρης μια ζωή ο Αντνάν Τουράν. Σαράντα χρόνια καθημερινά στην υπηρεσία εδάφους του αεροδρομίου Ατατούρκ της Πόλης. Άλλη δουλειά από δαύτη δεν γνώρισε. Τον βοήθησε να φτιάξει την οικογένειά του με τη σύζυγό του, Γιουκσέλ. Αγόρια τα δύο παιδιά τους, ο Αρντά και ο Οκάν.
Στους δρόμους του Μπαϊράμπασα, της γειτονιάς όπου ζούσε η οικογένεια Τουράν, της γειτονιάς της αγκινάρας (παλιότερα πολλές ποικιλίες της παράγονταν στην περιοχή, θρέφοντας ουσιαστικά όλους τους κατοίκους της από την καλλιέργειά της, γι’ αυτό και στο κέντρο της γειτονιάς δεσπόζει ένα… άγαλμα αγκινάρας), μιας φτωχογειτονιάς στην ευρωπαϊκή μεριά της Πόλης, ξεκίνησε ο πρωτότοκος να κλωτσάει το τόπι.
Ξεχώριζε, λέγανε στους δρόμους, αλλά ο Αντνάν ποτέ δεν το αντιλήφθηκε ούτε και το συμμερίστηκε. Τον πήγε στα τσικό της τοπικής, ερασιτεχνικής, ομάδας, αλλά περισσότερο το έκανε για να τον πάρει από τα σοκάκια και να τον πάει κάπου οργανωμένα, σε πλαίσιο κανόνων.
Το ήθελε αυτό για τους κανακάρηδές του. Και ειδικά ο Αρντά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανατροφής του (και όχι μόνο), το χρειαζόταν κιόλας. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σεχρεμίνι, ένα από τα πιο παραδοσιακά ως προς τη διδασκαλία του (και τον τρόπο αυτής) μουσουλμανικά σχολεία της Πόλης.
Εκεί, παραστρατήματα και αταξίες, ειδικά επαναλαμβανόμενα, δεν συγχωρούνταν. Και ο Αρντά έκανε πολλά και πολλές, όντας συχνός, σχεδόν καθημερινός, επισκέπτης του γραφείου του Γυμνασιάρχη του. Υπό άλλες συνθήκες, σε διαφορετικό πλαίσιο, δεν θα… επιβίωνε για να αποφοιτήσει.
Το χαρτί όμως της Γαλατασαράι ήταν πολύ δυνατό και, όποτε και όταν παιζόταν, είτε άνοιγε είτε -εν προκειμένω- κλειδαμπάρωνε πόρτες (για να μην τις περάσει διωγμένος).
Και η Γαλατασαράι προέκυψε την κατάλληλη στιγμή, τουλάχιστον για την εκπαίδευση του Αρντά, στο ξεκίνημα της εφηβείας του. Ένας οικογενειακός φίλος ενημέρωσε για τη διεξαγωγή δοκιμαστικών στο προπονητικό κέντρο της «Cim Bom». Ο Αντνάν, είτε γιατί δεν το πίστευε, είτε γιατί δεν το ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε, ούτε μερικές ώρες άδεια δεν εξασφάλισε για να πάει τον μικρό, με το καθήκον τελικά να το αναλαμβάνει η μαμά Γιουκσέλ.
Φτάσανε όμως καθυστερημένα, με τα δοκιμαστικά να έχουν ολοκληρωθεί. Η Γιουκσέλ αρνήθηκε να φύγει, περιμένοντας καρτερικά να μιλήσει με κάποιον υπεύθυνο. Όταν τον βρήκε, του έδειξε την κάρτα της δικής της δουλειάς και το ωράριο που έπρεπε να ολοκληρώσει, προτού μπορούσε να πάει τον γιο της στο προπονητικό.
Δικαιολογία ή μύθος, άγνωστο. Περισσότερο βοήθησε μια ξαφνική αδιαθεσία ενός παιδιού από αυτά που είχαν επιλεγεί και έτσι, για να συμπληρωθούν οι ενδεκάδες, ζήτησαν από τον Αρντά να μπει και να παίξει.
Μετά από ένα τέταρτο κλείδωσαν -εκεί πρώτα- τις πόρτες.
Πέντε χρόνια αργότερα, λίγες μέρες πριν την ενηλικίωσή του, ντεμπούταρε στην πρώτη ομάδα. Ο Γκεόργκε Χάτζι ήταν αυτός που του έδωσε την ευκαιρία. Όμοιος ομοίω άλλωστε.
Κοντοπίθαρος, με χαμηλό κέντρο βάρους, μεσοεπιθετικός ελευθέρας βοσκής και ανάλογου ρόλου, αριστεροπόδαρος, με γλυκές επαφές, αέρινες, ντριμπλέρ και διεισδυτικός, παρότι ούτε ιδιαίτερα ταχύς, ούτε εκρηκτικός και ούτε ιδιαίτερα συνεπής σε επίπεδο φυσικών δυνάμεων (και προετοιμασίας), αλλά αδιανόητα τεχνίτης και φοβερά διορατικός στο παιχνίδι του.
Περισσότερο όμως δεν έπαιξε τότε. Το επόμενο καλοκαίρι, το πρώτο του ουσιαστικά ως επαγγελματία, του ζητήθηκε, ως προβλεπόμενο μέρος της διαδικασίας, να μετακομίσει δανεικός στη Μανίσασπορ. Ομάδα που αγωνιζόταν στην κορυφαία κατηγορία, ομάδα που είχε προπονητή έναν από τους σημαντικότερους στην ιστορία του τουρκικού ποδοσφαίρου, τον Ερσούν Γιανάλ.
Δεν ήταν όμως Γαλατασαράι.
Ο Αντνάν, γυρίζοντας από τη δουλειά εκείνη την τελευταία μέρα της καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου του 2005, βρήκε τον 18χρονο γιο του να κλαίει, ανακοινώνοντάς του πως σταματάει το ποδόσφαιρο. Τόσο είχε απογοητευτεί από την απόφαση των «Λιονταριών» να τον στείλουν δανεικό.
Αφού κοίταξε την πρόταση που είχε ο γιος του, είπε: «Δουλεύω 30 χρόνια και θα πάρω ως σύνταξη όσα θα πληρώνουν εσένα σε κάθε παιχνίδι». Του έδωσε 50 τουρκικές λίρες (2.5 ευρώ) και του είπε είτε να πάρει ένα ταξί και να πάει στο ξενοδοχείο που ήταν οι απεσταλμένοι της Μανίσασπορ (ομάδα που εδρεύει κοντά στην Σμύρνη, 430 χιλιόμετρα από την Πόλη) για να υπογράψει τον δανεισμό του ή να πάει να πιει έναν καφέ, γιατί «αυτό θα κάνεις από εδώ και πέρα, αν σταματήσεις το ποδόσφαιρο».
Πήγε στο ξενοδοχείο.
Πολύ στη Μανίσασπορ δεν έπαιξε. Σίγουρα όμως έπαιξε περισσότερο απ’ όσο θα το έκανε στη Γαλατασαράι. Και, κακά τα ψέματα, εκεί ουσιαστικά δεν τον ήξεραν. Το σημαντικό όμως ήταν πως έπαιξε, όταν έπρεπε. Ο τότε Αντιπρόεδρος της «Cim Bom» (και μετέπειτα Πρόεδρος), Αντνάν Πολάτ, και ο Αθλητικός Διευθυντής, Αντνάν Σεζγκίν, παρακολουθούσαν ένα παιχνίδι της Μανίσασπορ με τη Φενερμπαχτσέ.
Ο Πολάτ ούτε ήξερε ποιος ήταν αυτός που του γυάλισε, βλέποντας το παιχνίδι, αλλά ούτε φυσικά πως ήταν ποδοσφαιριστής που άνηκε στην ομάδα του. Όταν το πληροφορήθηκε, ξεκαθάρισε στον Σεζγκίν πως, ανεξαρτήτως της συμφωνίας που είχε γίνει με τη Μανίσασπορ, ανεξαρτήτως των συνθηκών που θα επικρατούσαν τότε στη Γαλατασαράι, ο «μικρός θα είναι στην πρώτη ομάδα το καλοκαίρι».
Και ήταν.
Για πέντε χρόνια. Σημείο αναφοράς. Ο λατρεμένος της εξέδρας. Ο αγαπημένος γιος ολάκερου του έθνους. Ο χαρισματικός ζογκλέρ, ο οποίος στο γήπεδο μπορούσε με μια του ενέργεια να καθηλώσει, να ξεσηκώσει, να παραλύσει.
Κι όμως. Ποτέ δεν έκλεισε σεζόν με διψήφιο αριθμό τερμάτων σε Πρωτάθλημα (σε οποιοδήποτε Πρωτάθλημα και αν αγωνίστηκε στην καριέρα του). Σε αυτή την πενταετία του στα «Λιοντάρια», κατά την οποία πρώτα πήρε το «10» στην πλάτη και μετά το περιβραχιόνιο στο μπράτσο (ο τέταρτος νεότερος αρχηγός στην ιστορία της «Γαλατά»), όλα κι όλα ένα Πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο πανηγύρισε.
Μόνο.
Ήταν όμως τέτοια η αύρα του, τέτοιος ο αντίκτυπος, ώστε το κάθε τι που έκανε προκαλούσε, έδινε την εντύπωση -σε όλους- πως ούτε καν περπατούσε. Δεν χρειαζόταν. Αν δεν… πετούσε, τον μετέφεραν στα χέρια οι πιστοί του, εκατομμύρια από δαύτους, ακόλουθοι, απολαμβάνοντας πια θείο στάτους.
Το ταίριασμα με τον «Τσόλο» και το χτικιό της Βαρκελώνης
Και δεν ήταν μόνο στην πατρίδα του θεοποιημένος. Η μισή Ευρώπη εμφανιζόταν κατά καιρούς στο κατόπι του. Όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν. «Λίβερπουλ», φώναζε, όταν τον ρωτούσαν για το πού θα ήθελε να συνεχίσει την καριέρα του (και πού και πού «Γιουβέντους»), τελικά, η Ατλέτικο Μαδρίτης τον απέκτησε.
Μια τελείως άλλη Ατλέτικο σε σχέση με τη σημερινή. Ο Ντιέγκο Σιμεόνε καλά-καλά δεν είχε συμπληρώσει ενάμιση χρόνο στον πάγκο, το Metropolitano ήταν ακόμη… ιδέα, ενώ οι τίτλοι και ο πρωταγωνιστικός ρόλος εντός και εκτός ισπανικών συνόρων ακούγονταν ως μια ωραία ιστορία για τους οπαδούς των «Rojiblancos», μα τζάμπα, χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο.
Για την ακρίβεια, τότε διαμορφωνόταν, αλλά δεν φαινόταν.
Και η αγορά του Αρντά (έναντι μόλις 12 εκατ. ευρώ, με τον ίδιο να υπογράφει τετραετές με 2.5 εκατ. ετήσιες απολαβές) ήταν ακόμα ένα κομμάτι στο παζλ που ο «Τσόλο» μεθοδικά έφτιαχνε στη Μαδρίτη. Παραδόξως, οι δυο τους ταίριαξαν. Δύσκολο, γνωρίζοντας τη δημόσια έστω εικόνα τους, να το φανταστεί κανείς, μα έγινε.
Όχι χωρίς προστριβές, όχι χωρίς εντάσεις (αλλιώς με τον Αργεντινό δεν γίνεται), μα συνέβη, με τον Τούρκο δομικό κομμάτι της αναγέννησης της Ατλέτικο, η οποία στα χρόνια του εκεί επέστρεψε στην εγχώρια κορυφή (κατέκτησε τη La Liga το 2014, το Κύπελλο είχε προηγηθεί έναν χρόνο νωρίτερα), αλλά και έφτασε πια -παραμένοντας ως και σήμερα- στη διεθνή κορυφογραμμή.
Πρώτα με την κατάκτηση του Europa League το 2012 (ακολούθησε και το Ευρωπαϊκό Super Cup) και μετά με τη συμμετοχή στον Τελικό του Champions League το 2014, τον οποίον και έχασε στην παράταση από τη συμπολίτισσα Ρεάλ, έχοντας οδηγηθεί εκεί με γκολ ισοφάρισης του Σέρχιο Ράμος στο τέλος των καθυστερήσεων του 90λεπτου.
Ξεχωριστή σίγουρα η παρέα του (Φαλκάο, Βίγια, Ντιέγκο Κόστα, Γκάμπι, Τιάγκο, Ραούλ Γκαρθία, Κόκε, Γκοντίν, Φιλίπε Λουίς, Κουρτουά, Γκριζμάν μερικοί μόνο από τους κατά καιρούς συμπαίκτες του), αλλά και αυτός στη Μαδρίτη είχε πιθανώς τις πιο ολοκληρωμένες σεζόν του. Και αυτό, παρότι και πάλι ποτέ δεν “έγραψε” νούμερα, τουλάχιστον όχι με τη συνέπεια που ταίριαζε με τη φήμη και την αποδοχή που -και στην Ισπανία– απολάμβανε.
Άλλοθί του πως δεν υπάρχουν πολλοί -διαχρονικά- που σε σύνολο του Σιμεόνε ξεχώρισαν, σήκωσαν κεφάλι τόσο πολύ, τόσο διακριτά από τους υπόλοιπους του γκρουπ. Έκανε τη δουλειά (του «Τσόλο») και έφτανε. Για τον «Τσόλο» σίγουρα, προφανώς και για τον Λουίς Ενρίκε, ο οποίος έκανε σα μανιακός για να τον πάρει στη Βαρκελώνη, επιλέγοντας αυτόν ως κεράσκι στην τούρτα της καλύτερης προπονητικής του στιγμής.
Ναι, κάποια στιγμή είχε φτάσει να είναι δεύτερος στη La Liga σε επιδιωκόμενες και επιτυχημένες ντρίμπλες, πίσω μόνο από… κάποιον Μέσι, αλλά ο μύθος θέλει το αντίπαλο δέος της Μπαρτσελόνα, τους υπεύθυνους της Ρεάλ, να πανηγυρίζουν πληροφορούμενοι εκείνο το καλοκαίρι του ’15 ότι τελικά πέρασε του Λουίς Ενρίκε και ο Τουράν μετακόμισε στη Βαρκελώνη.
Είχαν -θρυλείται- πειστήρια και αποδείξεις πως, τόσο εξωαγωνιστικά όσο και αγωνιστικά, η καριέρα του Τούρκου είχε ήδη πάρει την κατιούσα. Και πως σε κάθε περίπτωση η αγορά του από την Μπαρτσελόνα θα προκαλούσε προβλήματα, στο club, τον ίδιο, τον Λουίς Ενρίκε.
Και το διάστημα που χρειάστηκε να μείνει ανενεργός ο Τουράν, για κοντά έξι μήνες, ώστε να δηλωθεί και να παίξει από τον Ιανουάριο του ’16 και μετά, δυσχέρανε την κατάσταση. Παρότι πόθος του προπονητή, ξεκίνησε μόνο στα μισά παιχνίδια της La Liga στο δεύτερο μισό εκείνης της σεζόν, δίνοντας τον τόνο των (αγωνιστικών) μελλουμένων.
Δυο χρόνια αργότερα οι Καταλανοί παρακαλούσαν ουσιαστικά όλη την υφήλιο για να μπορέσουν να τον ξεφορτωθούν, αποδεχόμενοι οτιδήποτε θα μπορούσε να τους απαλλάξει από την παρουσία του. Μπελάδες λογιών-λογιών. Ο επικεφαλής του νομικού επιτελείου της «Μπάρσα», ο Ρομάν Γκόμεθ Ποντί, είχε απευθείας, συνεχές, κανάλι επικοινωνίας με τον Τούρκο, μιας και χρειαζόταν την αρωγή του για οτιδήποτε.
Από παραβίαση της κοινής ησυχίας, ανεξέλεγκτη και με διάφορα παρελκόμενα νυχτερινή ζωή ως και σχεδόν καθημερινοί καβγάδες για ψύλλου πήδημα. από το κυνήγι ενός βοηθού του προπονητικού σταφ του συλλόγου, στον οποίον μάλιστα πέταξε και ένα παπούτσι, μέχρι πεσίματα για το… πάρκινγκ έξω από το σπίτι του.
Αγωνιστικά, ο απολογισμός των 55 παιχνιδιών και 15 γκολ σε δυόμισι χρόνια ενδεικτικός. Είχε ζυγισθεί, είχε μετρηθεί και είχε βρεθεί (κακά τα ψέματα, μόνο στην σχετική μεταφορική αξιολόγηση, μιας και τα περίσσια κιλά του δεν κρύβονταν με τίποτα) ελλιποβαρής.
Πόσο μάλλον όταν όλο το πακέτο κόστιζε πανάκριβα στην Μπαρτσελόνα, μιας και του είχε δοθεί ένα από τα μεγαλύτερα συμβόλαια. «Το πρόβλημα με τους μισθούς που δίνονταν στην Μπαρτσελόνα δεν είχε να κάνει ποτέ με τις απαιτήσεις του Μέσι για το δικό του συμβόλαιο, αλλά ήταν περισσότερο απόρροια των συμφωνιών όπως αυτή του Τουράν», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην Οικονομικός Αντιπρόεδρος του συλλόγου, Χαβιέρ Φάους, μετά την αποχώρηση του Λιονέλ Μέσι εξαιτίας της αδυναμίας της Μπαρτσελόνα να του προσφέρει τις απολαβές που ήθελε.
Τόσο και ως τότε (ίσως ακόμη και σήμερα) στοίχειωνε τους «Blaugrana» το οικονομικό (και όχι μόνο) χτικιό του Αρντά Τουράν.
Ο κουμπάρος Ερντογάν και η συγγνώμη με το σιδερικό
Μόνο στην πατρίδα του θα μπορούσε να γυρίσει. Και μόνο εκεί γύρισε. Όχι όμως στη Γαλατασαράι (παρά τους όρκους αγάπης και δημόσια αλλεπάλληλα καλέσματά του) αλλά στην Μπασακσεχίρ, η οποία τον Ιανουάριο του ’18 πέτυχε τον δανεισμό για… δυόμισι χρόνια (!) με την Μπαρτσελόνα να πληρώνει ουσιαστικά το μισό (και παραπάνω) από το συμβόλαιο του γι’ αυτό το διάστημα.
Εξασφαλισμένος -προ πολλού και για πολλές γενιές- οικονομικά, το τελευταίο που έδειχνε να τον ενδιαφέρει ήταν το ποδόσφαιρο. Και όσο έπαιζε τόσο περισσότερο προκαλούσε. Από το φθινόπωρο του ’17 είχε αποχωρήσει -συμπληρώνοντας τις πολυπόθητες 100 διεθνείς συμμετοχές- από την Εθνική ομάδα. Και εδώ, στην παρουσία του με το εθνόσημο, μάλλον πιστώθηκε περισσότερα απ’ όσα προσέφερε.
Προσωποποίησε την πορεία των «Λιονταριών» στα ημιτελικά του Euro 2008, πετυχαίνοντας δύο καθοριστικά γκολ στη διοργάνωση, αλλά για κάτι περισσότερο, είτε σε εκείνο το τουρνουά είτε γενικότερα σε ολάκερη τη διεθνή καριέρα του, ούτε μνημονεύεται αλλά ούτε και πέτυχε.
Για την ακρίβεια, περισσότερο για τον τρόπο που αποχώρησε, μιας και εν πτήσει, στο αεροπλάνο της επιστροφής από τα Σκόπια για ένα φιλικό με τη Βόρεια Μακεδονία, επιτέθηκε σε δημοσιογράφο, τον Μπιλάλ Μεσέ, για ένα άρθρο που θεώρησε προσβλητικό. Όχι λεκτική επίθεση αλλά σωματική. Λίγο έλειψε -παρουσία μαρτύρων όλα αυτά- να τον στραγγαλίσει.
Απέφυγε τα (ποινικά) χειρότερα λόγω του στάτους του, εξωθήθηκε όμως ουσιαστικά σε μια ατιμωτική -αλλά αμετανόητη για την ενέργειά του- αποχώρηση. Το πρώτο μόνο από όσα γίνονταν, έκανε και πλέον δεν κρύβονταν. Μετά τον επαναπατρισμό του, σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στη Σίβασπορ, πήρε στο κυνήγι -κυριολεκτικά- έναν από τους βοηθούς διαιτητή. Τιμωρήθηκε με αποκλεισμό 16 αγωνιστικών, τη μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή στην Τουρκία.
Παντρεύτηκε την επί χρόνια σύντροφό του, Ασλιχάν Ντογάν (και πλέον μητέρα των δύο του γιων, του Χαμζά Αρντά και του Ασίλ Ασλάν). Σε κλειστό κύκλο, απόφαση που δικαιολόγησε εξαιτίας των τότε καταδρομικών επιχειρήσεων του τουρκικού στρατού στη Συρία και δεν του επέτρεπε -όπως είχε δηλώσει- να γιορτάσει εν καιρώ πολέμου.
Ποτέ δεν έκρυψε έτσι κι αλλιώς τις φιλοερντογανικές του πεποιθήσεις (που του εξασφάλιζαν περαιτέρω προνόμια…), χαρακτηριστικό άλλωστε και των εξαιρετικών σχέσεων του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ο μάρτυρας (κάτι αντίστοιχο με κουμπάρο δηλαδή) στον γάμο του.
Κορύφωση των μπελάδων του η συμπλοκή σε νυχτερινό μαγαζί με τον ποπ σταρ, Μπερκάι Σαχίν. Σε διαφορετικές παρέες, άγνωστο πώς παρεξηγήθηκαν, αντάλλαξαν μειωτικά σχόλια ο ένας για τη γυναίκα του άλλου, με τον Σαχίν να πληρώνει το δικό του καταλήγοντας στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη και σαγόνι.
Εκεί τον επισκέφθηκε ο Τουράν. Οπλοφορώντας. Και μάλιστα -άγνωστο πώς, ποτέ δεν αποδείχτηκε- το όπλο εκπυρσοκρότησε, ευτυχώς πυροβολώντας στο δάπεδο του νοσοκομείου. Στο δικαστήριο ισχυρίστηκε πως πήγε στο νοσοκομείο για να ζητήσει συγγνώμη (κι όμως…) για το πρότερο επεισόδιο και πως ό,τι έγινε εκεί έγινε κατά λάθος. Ισχυρισμός που προφανώς έπεισε, μιας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών και οκτώ μηνών, με πενταετή όμως αναστολή.
Και το ποδόσφαιρο; Ναι, υπήρχε ακόμη, έστω και για τους τύπους. Παρότι αγωνίστηκε συνολικά μόλις 185 λεπτά, πανηγύρισε ένα ιστορικό Πρωτάθλημα -το πρώτο της ιστορίας της- με την Μπασακσεχίρ, προτού επιδιώξει και καταφέρει τελικά να κλείσει τον κύκλο επιστρέφοντας για έναν τελευταίο χορό στη Γαλατασαράι, φροντίζοντας και πάλι οι τελευταίες εντυπώσεις να είναι οι πιο θετικές των τελευταίων χρόνων της καριέρας του.
Στα 34 του πια, έπαιξε και σκόραρε περισσότερο από τότε που έφυγε από την Ατλέτικο, χάνοντας όμως στην τελική ισοβαθμία στο ένα γκολ το Πρωτάθλημα από την Μπεσίκτας. Τόσο… μετρήσιμη η παρουσία του σε εκείνη τη σεζόν που και πάλι, έχοντας πια “αδειάσει” τελείως, κανείς δεν θυμάται και δεν υπολογίζει την ανυπαρξία του στην τελευταία του, πριν αποφασίσει στο φινάλε της να κρεμάσει μια και καλή τα εξάταπα.
«Genio o miserable». «Ιδιοφυΐα ή άθλιος». Με αυτόν τον τίτλο, χωρίς καν ερωτηματικό στο τέλος για να αφήσει και εναλλακτική στο μυαλό, στην ατομική και συλλογική κρίση, ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς αρθρογράφους τον αποχαιρέτησε από τα γήπεδα, κάνοντας μια σύνοψη της καριέρας του.
Υποκειμενική η απάντηση, η επιλογή.
Κάποτε ο εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος, αμφιλεγόμενος ιδιοκτήτης της Ατλέτικο των 90s, Χεσούς Χιλ, σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη, απαντώντας στα όσα του χρέωναν οι πολιτικοί του αντίπαλοι (Δήμαρχος της Μαρμπέγια για πάνω από 10 χρόνια γαρ), δεν αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό του λαϊκιστή, ίσα-ίσα που μαεστρικά, αξιομνημόνευτα ως και σήμερα, τον πρόβαλλε:
«Στις 9 το πρωί μπορώ να είμαι Κομμουνιστής. Στις 10 Σοσιαλιστής και στις 11 Δεξιός».
Ό,τι χρειάζεται, για όποιον το χρειάζεται, όποτε το χρειάζεται. Ακόμα και αν δεν τα πιστεύει, ακόμα και αν δεν είναι, δεν νιώθει τίποτα από όλα όσα λανσάρει ως χρειαζούμενα.
Ο πολιτικός Χεσούς Χιλ το παραδέχτηκε.
Ο ποδοσφαιριστής Αρντά Τουράν δεν χρειάστηκε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γκεόργκε Χάτζι: Το αριστερό του πόδι
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
Η ελλειπτική γεωμετρία του Ρανταμέλ Φαλκάο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη