Όταν τον πρωτοείδε ο Κάρλο Ματσόνε, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
Ακόμη ήταν ο ξανθομάλλης πιτσιρίκος με το χαρακτηριστικό περπάτημα του “coatto” (κάγκουρας στην τοπική διάλεκτο), ο οποίος μόλις είχε κλείσει τα 18 και αναστάτωνε τη Ρώμη, κάθε που σηκωνόταν για ζέσταμα.
Όλοι οι “παλιοί” ήταν βέβαιοι ότι θα αφήσει εποχή, ότι θα γράψει χρυσές σελίδες με τη φανέλα της «Magica», απλώς και μόνο επειδή βγήκε από τα σπλάχνα της και “ήξερε”.
Ήξερε τη Ρώμη, τα fori imperiali, την amatriciana, απέπνεε «romanità» από παντού.
Οι Ρωμαίοι, παρά τα περί αντιθέτου θρυλούμενα, είναι αρκετά στριφνοί και δύσκολοι άνθρωποι και ένα πράγμα δεν μπορείς να αμφισβητήσεις στην κουλτούρα τους: την περηφάνια τους.
Ο Καρλέτο Ματσόνε ήταν ακριβός αυτό, ένας Ρωμαίος στριφνός αλλά περήφανος. Πολύ περήφανος.
Δεν ήταν δυνατόν για έναν άνθρωπο που ρέει στο μεδούλι του η Ρόμα να μην ξεκινήσει τον Φραντσέσκο βασικό.
Δεν είχε σημασία ότι ήταν μικρός, δεν είχε σημασία ότι μπροστά του ήταν “τέρατα” της εποχής. Ο Checco (υποκοριστικό του Francesco στην Ιταλία) στις 4 Σεπτεμβρίου του 1994 εναντίον της Φότζα θα ξεκινούσε βασικός.
Στο γήπεδο 60.000 κόσμος, μοιάζει τρελό αλλά εκείνη την εποχή αυτός ήταν ο μέσος όρος εισιτηρίων της ομάδας στη σεζόν, ανεξαρτήτως αντιπάλου.
Φορούσε το «9», γιατί έλειπε ο Άμπελ Μπάλμπο, o Αργεντινός βασικός επιθετικός που είχε φέρει ο μακαρίτης ο Σένσι από το «Ούντινε», και το «10» το είχε πάρει σπίτι του ο «Πρίγκιπας», Τζουζέπε Τζανίνι.
Όλοι στο γήπεδο πανηγύριζαν, όταν είδαν τον πιτσιρικά να βγαίνει από την καταπακτή. Ήταν η περηφάνια τους, “το δικό τους παιδί” απ’ τις ακαδημίες, ένας «Romanista» με προδιαγεγραμμένη μοίρα.
Ο ίδιος θυμάται ότι σε εκείνο το ματς με τη Φότζα είχε μπει με κίνητρο ένα mountain bike που του είχε υποσχεθεί ο θείος του, σε περίπτωση που σκόραρε.
Και στο μισάωρο, μετά την πολύ ωραία κεφαλιά-πάσα του Φονσέκα, με ένα δυνατό συρτό σουτ στη γωνία έκανε το 1-0.
«Το έβαλε “ο κούκλος”». Αυτό ήταν το πρώτο του παρατσούκλι στη Ρώμη, «ο κούκλος», «er pupone».
Το ασυνήθιστο ξανθό μαλλί, τα περιττά κιλάκια, η τσίχλα, το ανέμελο μαλλί, η “μαγκιά”, η ατέλειωτη «romanità», η Ρώμη που ανέβλυζε από κάθε κίνηση και στάλα του ιδρώτα του.
Αυτό το γκολ ήταν το εφαλτήριο, σιγά-σιγά άρχιζε να κερδίζει χρόνο συμμετοχής σε μια Ρόμα άρρωστη, ανίκανη να διεκδικήσει αυτά που μπορούσε και της ανήκαν.
Παρά το πανάκριβο ρόστερ, η ομάδα χώλαινε, έφτανε στην πηγή και δεν έπινε νερό ποτέ, γιατί σύμφωνα με τους παρατηρητές «δεν πετούσε την αρρώστια της Ρώμης από πάνω της».
Για πολλούς, και ο Τότι ήταν μέρος αυτής της αρρώστιας. Επειδή ζούσε το όνειρό του, επειδή ήταν το παιδί που έπινε καφέ στο Trastevere με τους οπαδούς και το βράδυ έβγαινε μαζί τους στις λαϊκές συνοικίες, μακριά από τα φώτα και το γκλαμ της Piazza di Spagna, της Via Veneto και της Villa Borghese.
Ο Φραντσέσκο ήταν το ντόπιο παιδί που μιλούσε με (πολύ) βαριά προφορά, που έκοβε τις λέξεις, που απαντούσε με επιφωνήματα τοπικού χαρακτήρα.
Τη Ρώμη όμως έτσι τη ζεις. Ζώντας μαζί με τις μυρωδιές της, τις παραξενιές της, την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεσή της.
Η Ρώμη κουβαλάει μια απίστευτη ιστορία, είναι μια πανέμορφη πόλη, αλλά κρύβει παθογένειες, ένοχα μυστικά και ένα πέπλο “χωριατιάς” και αμάθειας που δεν αρμόζει σε πρωτεύουσα.
Είναι μια Μητρόπολη αντιθέσεων, όπου συναντάς το ίδιο εύκολα στον ίδιο χώρο αστούς και ευγενείς με άξεστους χωριάτες.
Είναι μια πόλη λατρεύει τους ήρωές της, λατρεύει τα δικά της παιδιά, τα ξεχωρίζει και είναι υπερήφανη γι’ αυτά, ανεξάρτητα από το πνευματικό τους επίπεδο ή τον καθωσπρεπισμό τους
Ο Φραντσέσκο δεν κρύφτηκε ποτέ, αποδέχτηκε ότι είναι ο «κούκλος», ο «βλάχος», ο «ψευτόμαγκας», ο «γραφικός Ρωμαίος», τον οποίον λάτρευαν να μισούν οι βόρειοι.
Για μια ολόκληρη πόλη, ο Φραντσέσκο ήταν το αντίδοτο στην αδικία του βορρά, ο λαϊκός επαναστάτης που μπαίνει στη μύτη του κάθε Ανιέλι, του κάθε Μπερλουσκόνι και Μοράτι.
Βολτάριζε χαμογελαστός στις συνοικίες, επισκεπτόταν το σχολείο στην Porta Metronia, σταματούσε, όταν έβλεπε παιδάκια να φωνάζουν το όνομά του.
Χαιρετούσε χαμογελαστός, έδινε αυτόγραφα, έμπαινε στα μπαρ και στις καφετέριες να βγάλει φωτογραφίες, να υπογράψει αφίσες που αργότερα έγιναν κάδρα και σήμερα είναι κειμήλια.
Έμεινε στη Ρόμα και κέρδισε το Πρωτάθλημα με τον τρόπο που ήθελε η πόλη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τη Ρόμα, μόνο αυτός.
Αρνήθηκε εκατομμύρια, αρνήθηκε μεταγραφές στη Ρεάλ, τη Γιουβέντους, την Ίντερ, τη Μίλαν, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
«Προτιμώ να κατακτήσω ένα Πρωτάθλημα εδώ, παρά δέκα συνεχόμενα αλλού», είπε κάποτε και όλοι απόρησαν.
Γι’ αυτό έγινε τοπικός ήρωας, γι’ αυτό τον θυμούνται ακόμη και κλαίνε, γι’ αυτό το γκράφιτι στο Rione Monti θα παραμένει πάντοτε επίκαιρο.
Επειδή, πολλές φορές δεν χρειάζεται να σε συμμερίζονται όλοι, αρκούν όσοι καταλαβαίνουν.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro