Η αναπόφευκτη κρίση, την οποία διέρχεται ο παγκόσμιος αθλητισμός, αδυνατώντας να γοητεύσει τις νεαρότερες ηλικίες, μοιάζει αξεπέραστη.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος των νέων δεν περιορίζεται μονάχα στην απροθυμία τους να ασχοληθούν ενεργά με τα σπορ, αλλά έχει επεκταθεί και στα παράγωγά τους.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη της McKinsey / Nielsen, οι άνθρωποι που παρακολουθούν αθλητικά γεγονότα με τον κλασσικό τηλεοπτικό τρόπο, είναι κατά 90% άνω των 35 ετών.
Το “προϊόν” αθλητισμός γερνάει και γι’ αυτό πλέον προσφέρεται με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους και η επιβίωσή του εναπόκειται στις πιο σύγχρονες μεθόδους μετάδοσης.
Web–TV, smartphones, διαρκώς αναπτυσσόμενες πλατφόρμες τύπου DAZN, Twitch και Amazon, οι οποίες πέρα από τις διαδεδομένες κλασικές, διεκδικούν κομμάτι από μια πίτα που απευθύνεται στο ίδιο κοινό επί της ουσίας. Πόσο αθλητισμό μπορεί να καταναλώσει πια αυτό το κοινό;
Η αναδιανομή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων εξακολουθεί να είναι αγκυροβολημένη στα παραδοσιακά Μέσα, οι «millennials», ωστόσο, εικάζεται ότι θα ένιωθαν απείρως πιο άνετα να ξοδέψουν τον χρόνο (και τα χρήματά τους), εάν το προϊόν προσφέρετο απευθείας στα κοινωνικά δίκτυα.
Είναι μια επιθυμία που ανταποκρίνεται στις νέες κοινωνικές ανάγκες, σε έναν τρόπο επικοινωνίας, τον οποίο οι περισσότεροι εξ ημών αγνοούμε ή -για να το θέσουμε ορθότερα- δεν μπορούμε ακόμα να αξιολογήσουμε με τον σωστό τρόπο.
Ένας σημαντικός ποδοσφαιρικός αγώνας που μεταδίδεται ζωντανά, έχει άμεση ανάγκη από τη λεγόμενη «δεύτερη οθόνη» και την ταυτόχρονη διάδραση στα κοινωνικά δίκτυα. Σχόλια σε πραγματικό χρόνο, τα οποία δεν άπτονται μόνο της ουσίας, αλλά αφορούν σε όλο το πλέγμα μιας αθλητικής εκδήλωσης.
Είναι σοκαριστικό, όταν διαπιστώνουμε ότι περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους που δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται για τον αθλητισμό, ενημερώνονται για το αποτέλεσμα των αγώνων απευθείας από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Οι αισιόδοξοι το λένε πρόοδο, στην ουσία είναι δραματική μείωση του ενδιαφέροντος.
Το κοινό έχει πάψει να παθιάζεται, να προσεγγίζει τον αθλητισμό με φίλαθλο πνεύμα, ο οπαδισμός με την παλιά ρομαντική έννοια τείνει να εκλείψει εντελώς. Τα σπορ, το «ματς», ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός, είναι ευκαιρία για κοινωνικοποίηση, αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους, ανάγκη για συμμετοχή στις “τάσεις”.
Είμαστε πολύ κοντά στο μοντέλο “ψυχαγωγίας”, στον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον αθλητισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η έννοια της “καυτής” έδρας, της “ατμόσφαιρας” και της ενεργούς συμμετοχής του φιλάθλου/οπαδού, είναι μηδαμινή.
Ο παραδοσιακός αθλητισμός έπαψε να συγκινεί, έπαψε να αποτελεί προαπαιτούμενο στις παρέες των «millennials», γιατί ένα παιχνίδι 90 λεπτών μοιάζει με βασανιστήριο και άσκηση συγκέντρωσης προσοχής.
Το ποδόσφαιρο και όλα τα λαοφιλή αθλήματα, όπως μάθαμε να τα κατηγοριοποιούμε, είναι πολύ βαρετά για έναν κόσμο που ταξιδεύει με πλευρικές ταχύτητες και ολοένα και απομακρύνεται, εξαιτίας των προηγμένων συστημάτων επικοινωνίας.
Η σημερινή κοινωνία έχει αναδείξει τον χρόνο στον κύριο και αληθινό πόρο μας και ένας ποδοσφαιρικός αγώνας φαντάζει -και πιθανόν να είναι- περισσότερο σπατάλη παρά επένδυση.
Εάν δε, αφήσουμε το ποδόσφαιρο στην άκρη, στα άλλα αθλήματα με “αόριστη” διάρκεια, όπως ας πούμε το τένις, η κατάσταση γίνεται δραματική, ειδικά για τους νέους ή τους περιστασιακούς θεατές.
Ζητάμε από παιδιά που διαδρούν και αποφασίζουν τα ίδια για την έκβαση των αγώνων στους προσομοιωτές και στις παιχνιδομηχανές, να αφιερώσουν πάνω από ένα τρίωρο για μια παράσταση που είναι το λιγότερο βαρετή στα μάτια και το μυαλό τους.
Πρόσφατα, ο Διευθύνων Σύμβουλος ενός συλλόγου-κολοσσού, όπως η Λίβερπουλ, δήλωσε στην ισπανική El Pais ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Λίβερπουλ δεν είναι η Σίτι του Γκουαρντιόλα αλλά το Fortnite!
Ο μεγάλος αντίπαλος είναι πια η προσοχή των νέων.
Οι εποχές, όταν ο πατέρας έπαιρνε τον γιο από το χέρι, τον πήγαινε στο γήπεδο και τον μυούσε στην ιεροτελεστία του γηπέδου και της κουλτούρας του, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Δεν συμβαίνει πια, τουλάχιστον όχι με τη συχνότητα του παρελθόντος. Όχι μόνο επειδή τα παιδιά δεν θέλουν ή δεν ενδιαφέρονται για το ποδόσφαιρο. Πλέον υπάρχει υπερπροσφορά δραστηριοτήτων, μια ποικιλία άνευ προηγουμένου και η απόλυτη ανάγκη να κάνουμε το “ξεχωριστό”.
Πολλοί γονείς μπαίνουν πια στη διαδικασία επικοινωνίας με τα παιδιά τους μέσω των βιντεοπαιχνιδιών. Βρίσκουν διαύλους σε μια βιομηχανία που δεν τους θέλει, γιατί η διείσδυση ενός ενήλικα σε μια βιομηχανία των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι επικίνδυνη για τα έσοδα.
Το κλειδί και εδώ είναι ο χρόνος. Ο ανταγωνισμός πάντοτε αφορά στον χρόνο και οι στιγμές πια είναι λιγοστές και πολύτιμες. Είναι φύσει αδύνατον να παρακολουθήσει ένας ενήλικας τους ρυθμούς ενός ζωντανού παιδιού και να ελέγχει τις δραστηριότητές του. Πολλές από αυτές αδυνατεί και να τις καταλάβει.
Τα παιδιά πλέον διαθέτουν την ικανότητα να αφιερώνουν μικρά τμήματα από το χρόνο τους με απίστευτη προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά tasks.
Παίζουν σε μια οθόνη το αγαπημένο τους παιχνίδι και επικοινωνούν μέσω της κονσόλας με το φίλο τους, γνωρίζουν ένα άλλο παιδί που είναι συνδεδεμένο από την άλλη άκρη του κόσμου, λένε τα νέα τους από το σχολείο, κρατώντας ένα χειριστήριο ή ένα smartphone στο χέρι.
Ο κόσμος των αθλητικών επιχειρήσεων έχει προσπαθήσει να πλησιάσει αυτόν τον απίθανο “νέο” κόσμο, με τον “ηλεκτρονικό” αθλητισμό, τα e–sports. Η ομάδα, η πραγματική ομάδα, το έμβλημα, η ιστορία της, είναι το όχημα για να προκληθεί το ενδιαφέρον. Η ουσία, όμως, παραμένει. όλα ανάγονται σε μια εικονική πραγματικότητα.
Το σύστημα εμπλουτίστηκε από μια εμπορική ανάγκη που δεν αναγνωρίζει πλέον την ομάδα ως σύμβολο ενός αθλητικού συλλόγου αλλά ως κερδοσκοπική εταιρεία.
Η συγκεκριμένη μετατόπιση δεν αλλοιώνει απλώς την ταυτότητα της ομάδας, πάνω απ’ όλα θέτει σε κίνδυνο τον ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει σε κοινωνικό επίπεδο.
Οι Ομοσπονδίες, οι λίγκες, ολόκληρος ο μηχανισμός, εντός και πέριξ του αθλητισμού, προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπους προσέλκυσης των πιτσιρικάδων.
Καλές οι ακαδημίες, ακόμα καλύτερες οι δραστηριότητες και ο σχολικός αθλητισμός, αλλά σε λίγα χρόνια θα έχουμε στερέψει από ανθρώπους πρόθυμους να παρακολουθήσουν το προϊόν.
Γίνεται μια προσπάθεια να γίνει το προϊόν πιο ελκυστικό στις νέες γενιές, με διάφορα “events”, τα οποία πλησιάζουν στις εικόνες των βιντεοπαιχνιδιών, αλλά μέχρι στιγμής θα την χαρακτήριζα το λιγότερο αξιολύπητη και πολύ μακριά από τα πραγματικά «θέλω» των πιτσιρικάδων.
Σε πολλές προηγμένες ευρωπαϊκές λίγκες, έχουν τεθεί επί τάπητος και ρηξικέλευθα, επαναστατικά σχέδια με κανονιστικές αλλαγές που θα βελτιώσουν την “απόλαυση” του θεάματος.
Οι γέροι αγαπούν και σκαρφίζονται κανόνες, οι νέοι, όμως, είναι φτιαγμένοι για τις εξαιρέσεις. Δεν φτάνουν η “απελευθέρωση” του γκολ, οι αγώνες με σκορ-ρεκόρ, η τηλεοπτική “ελκυστικότητα” του προϊόντος.
Στο ποδόσφαιρο κυκλοφορεί η ιδέα του effective χρόνου διάρκειας του αγώνα στα 60 λεπτά. Φαντάζει τρελό, αλλά η πρόταση εξετάζεται σοβαρά και αποτελεί “εναλλακτική” πρόταση πρόληψης μιας πολυεπίπεδης και πολύ δυσάρεστης κρίσης. Αθόρυβα και αβρόχοις ποσίν λόγω covid, επίσης, “πέρασε” ο κανονισμός των πέντε αλλαγών, ο οποίος έχει ήδη αλλοιώσει τον χαρακτήρα των παιχνιδιών, και εισήχθη και το υποχρεωτικό time out (το περιβόητο «cooling break») που πολλές φορές “σκοτώνει” τον ρυθμό του αγώνα.
Αγώνες σε φουλ ένταση, με τρομερά υψηλούς ρυθμούς και υπεραθλητές, οι οποίοι εκτός από τη βοήθεια στην ομάδα θα προσφέρουν και το απαραίτητο “extra” για το “hype” στα κοινωνικά δίκτυα.
Στο μπάσκετ το τέχνασμα, το οποίο τίθεται υπό κρίση, είναι το σουτ των 4 πόντων. Τα ήδη διογκωμένα σε σκορ παιχνίδια, να γίνουν ακόμα πιο εντυπωσιακά, ακόμα πιο ελκυστικά για τον θεατή που μασουλάει λιχουδιές στην εξέδρα ή τον καναπέ του και “σχολιάζει” στα social με τους φίλους του.
Στο τένις που τελεί υπό την πιο ασφυκτική πίεση, ο στόχος είναι να μειωθεί δραματικά ο χρόνος καταργώντας το δεύτερο σερβίς και ταυτόχρονα να κρίνονται τα τουρνουά του Grand Slam στα τρία σετ. Μόνο έτσι εικάζεται ότι θα σταματήσει η αιμορραγία ενδιαφέροντος και θα πάψουν οι νέοι να το θεωρούν από τα πιο βαρετά αθλήματα.
Οι συντηρητικοί είναι βέβαιο ότι φρίττουν με όλα αυτά, θεωρούν αδιανόητο να επιτραπούν τόσο δραστικές αλλαγές που αλλοιώνουν τα δόγματα του παιχνιδιού, αλλά δεν έχουν επιλογή. Πριν λίγα χρόνια θα ήταν απίθανο και στη σκέψη, αλλά κανονικά αποδέχτηκαν στον ναό του Wimbledon την “αμερικάνικη” ιδέα της ισοπαλίας και του tie break που πλέον ισχύει αυτόματα.
Διαλύθηκαν μύθοι, καταργήθηκαν σταθερές ετών, εξαϋλώθηκαν ακόμα και οι έννοιες των “σχολών” και πλέον δεν υπάρχει εκείνη η γοητευτική αντιπαράθεση ποδοσφαιρικής “ιδεολογίας”, ακόμα και στις πολύ μεγάλες ομάδες.
Το mantra των Αργεντίνων με τους «μενοτικούς» και τους «μπιλαρδικούς» ακούγεται σαν ανέκδοτο στο ποδόσφαιρο του σήμερα.
Το ποδόσφαιρο, κάποτε, ήταν υποχρεωτικά αναιδές, προκλητικό, ακόμα και κυνικό. σήμερα, έχει μετατραπεί σε ένα σχηματοποιημένο πράγμα, χωρίς σαφείς προσανατολισμούς.
Παλιότερα, μπορούσαμε να διηγηθούμε όμορφες ιστορίες για ήρωες που “κράτησαν”, για παιχταράδες που επιβλήθηκαν. Το ποδόσφαιρο ήταν ένα “λούνα παρκ” συναισθημάτων. Υπήρχαν οι αναφορές στο total football του Κρόιφ, στο catenaccio των Azzurri, στα οργανωμένα Γερμανικά «πάντσερ», στους καλλιτέχνες Βραζιλιάνους, στα Σοβιετικά «μινγκ» του Λομπανόφσκι, ακόμα-ακόμα και στα «πούλμαν» του «Μου» και τα «τίκι-τάκα» του Πεπ, για να αναφερθούν και τα πιο πρόσφατα.
Όλες οι σχολές διέθεταν ένα υπόβαθρο, υποδείκνυαν μια κουλτούρα, “συγχώνευαν” το ποδόσφαιρο με το όραμα του δημιουργού τους. Αυτή η κουλτούρα ισοπεδώθηκε, κονιορτοποιήθηκε στο βωμό του θεάματος και της αγωνίας να εμπνευστούν οι νέοι. Με τη διαφορά ότι ο στόχος ήταν οι νέοι “πελάτες” και όχι οι νέοι φίλαθλοι ή οπαδοί.
Το παράδοξο εν προκειμένω έγκειται στο γεγονός ότι στην προσπάθεια να γίνει η παράσταση πιο ελκυστική για τις νέες γενιές, προτάχθηκε η λάθος πλευρά του σπορ.
Το ποδόσφαιρο “δανείστηκε” τους φρενήρεις ρυθμούς και τα απανωτά γκολ των βιντεοπαιχνιδιών, έγινε πολύ πιο γρήγορο, αλλά έχασε την ψυχή του. Εκεί που τα βιντεοπαιχνίδια μιμούντο τον ρεαλισμό, ήρθε η πραγματικότητα να αντιγράψει τον φανταστικό κόσμο της οθόνης!
Έλλειψη ιδεών; Απουσία φαντασίας; Λάθος προσέγγιση με μοναδικό κριτήριο τον οικονομικό προσπορισμό; Είναι από μόνα τους σκληρά παράδοξα που μας οδήγησαν στο αδιέξοδο του σήμερα.
Ο αθλητισμός γέρασε, ακριβώς επειδή προσπάθησε να “νεάσει”. Πλησίασε πιο κοντά στις συνήθειες των νέων, χωρίς να τους έχει μελετήσει, δίχως να εξετάσει τα πραγματικά αίτια της κουλτούρας τους και τους λόγους της αποστασιοποίησής τους.
Στην Ελλάδα, στη μαζική, στη λαϊκή κουλτούρα, το ποδόσφαιρο ήταν συνδεδεμένο με πιτσιρίκια να τρέχουν άτακτα στις αλάνες, στο τσιμέντο, στο δρόμο. Το καθένα με το είδωλό του, την αγαπημένη του ομάδα, την ανάγκη για μιμητισμό.
Το ίδιο και το μπάσκετ που ψυχορραγεί και ολοένα και απομακρύνεται από το ενδιαφέρον των νέων.
Μιλάμε για μέχρι πρότινος παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, για συνήθειες που χάνονται στη λήθη.
Η ιεροτελεστία του αγχωμένου κυριακάτικου τραπεζιού, για να προλάβουμε το ματς στις 3 το μεσημέρι, έγινε βαθμηδόν ραντεβού στον καναπέ για πίτσα-μπύρα-χαβαλέ και κατέληξε ένα αδιάφορο scroll στο κινητό ανάμεσα σε ειδήσεις και “ειδήσεις”.
Ο μεγάλος φόβος είναι ότι χάνουμε το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό γενικά. για ό,τι συμβολίζει, για το συναίσθημα, το οποίο εκκρίνει, και για όλα τα παράπλευρα, στα οποία αφορά.
Και αυτή τη φορά, δεν είναι ζήτημα να ακολουθηθούν οι κλασικές πολιτικές με την “προώθηση του αθλητισμού στα σχολεία”, γιατί το διδακτικό και το εκπαιδευτικό σύστημα στις μέρες μας έχει γίνει τόσο σύνθετο, με αποτέλεσμα τα παιδιά να καταλήξουν να μην έχουν χρόνο, όπως οι ενήλικες.
Το ζήτημα δεν είναι ο αθλητισμός, αλλά η αθλητική κουλτούρα εν γένει, στην εποχή των στιγμών, στην εποχή του «όλα ή τίποτα», στην εποχή του «αμέσως ή ποτέ».
Ο αγώνας είναι πολύ μεγάλος και πολύπλευρος. Με τον δυτικό κόσμο να βρίσκεται αντιμέτωπος με έννοιες, όπως η παιδική παχυσαρκία, η ακινησία και η αδυναμία εύρεσης δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα, η εύρεση τρίτων οδών, για να εξάψουμε το ενδιαφέρον των νέων, είναι το μεγάλο στοίχημα.
Δεν αρκούν οι δυο ώρες «φυσικής αγωγής» στο σχολείο, τις οποίες -κακά τα ψέματα- οι περισσότεροι μαθητές αντιμετωπίζουν σαν «ελεύθερη ώρα». Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από τους γονείς η προσαρμογή του -ήδη φορτωμένου- προγράμματός τους στις ανάγκες μιας εξωσχολικής δραστηριότητας του παιδιού τους. Και, μάλιστα, με σεβαστό οικονομικό αντίτιμο τις περισσότερες των περιπτώσεων.
Εδώ και χρόνια, καλλωπίζουμε τα κλαδιά, αντί να ποτίζουμε τις ρίζες.
Τα παιδιά παρασύρονται από εικόνες, τις οποίες επιβάλαμε εμείς οι ίδιοι. κυνηγούν ανέφικτα μοντέλα super–man και wonder–woman και αφήνουν στο περιθώριο, “πνίγουν” το μεγαλύτερο όπλο στη φαρέτρα τους: τη φαντασία.
Αυτό είναι το φίλτρο, το οποίο στερεί η εικονική πραγματικότητα και εκεί οφείλει να εστιαστεί θεσμικά η σπουδή μας. Τα σπορ του μέλλοντος πρέπει να είναι απτά, πραγματικά, όχι σε εικονική μορφή. Δεν είναι νοσταλγική ή ξεπερασμένη αντίληψη. είναι ο μόνος τρόπος να εφευρεθεί το ελιξήριο της νεότητας για μια πραγματικότητα που γερνάει επικίνδυνα.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro