Γεννήθηκα στην Αθήνα, το 1982. Στις 14 Ιουλίου. Μεγάλωσα στη Λιβαδειά. Εκεί ζουν ακόμα οι γονείς μου. Αυτή είναι η πόλη μου. Αφού, κάπως, χρειάζεται αυτή η άχαρη σκιαγράφηση του εαυτού μου, μπορώ να πω κάποια λίγα όπως ότι ήμουν αθλητικός τύπος, από παιδί.
Έκανα κυρίως στίβο, έπαιζα και ποδόσφαιρο. Φοίτησα σε αθλητικό γυμνάσιο και λύκειο.
Ποιες ήταν οι ανησυχίες μου; Κυρίως ο αθλητισμός, με πολλές μορφές.
Στα κοινωνικά, ας πούμε, τότε, ήταν ο νόμος Αρσένη και, όπως όλα τα παιδιά, πήραμε μέρος στις καταλήψεις. Θα σου πω ότι υπήρξα δραστήριο παιδί. Ήμουν ένας απλα μέτριος προς καλός μαθητής -τελείωσα με 17. Αλλά, δεν ήταν αυτό που με χαρακτήριζε. Ήταν η κινητικότητα.
Με την απόσταση των χρόνων που ‘χουν περάσει, θα σου πω ότι μάλλον ήμουν ένα παιδί που, γενικά, ήταν φασαριόζικο αλλά καλό. Μάλλον κάπως αγαπητός, απέφευγα να λύνω τις διαφορές μου με το… ξύλο. Ίσως κάπως ευαίσθητος Αυτό δεν λένε για τους… Καρκίνους; Αστειεύομαι.
Ως παιδί που μεγάλωσα σε επαρχία, στόχος ήταν να διαβάσω και να φύγω από εκεί. Να πάω να σπουδάσω. Όχι τόσο για τις σπουδές, αλλά για τη φυγή. Το 2000, ήλθα στην Αθήνα. Είχα περάσει στα ΤΕΦΑΑ, αν και πρώτη επιλογή ήταν η δημοσιογραφία. Περνούσα τα μαθήματα, υπήρχαν και υποχρεωτικά και, γενικά, κάποια στιγμή αποφοίτησα (χαχαχαχαχα)…
Έκανα ό,τι και όποιος άλλος βρίσκεται σε ανάλογη θέση, όταν υπάρχει η μαγεία της αναζήτησης του καινούργιου. Αφού υπήρχε η ανάγκη της φυγής, εκπληρώθηκε το αίσθημα της ατομικότητας. Ήμουν σε μέρος, μόνος, έτοιμος να κάνω πράγματα. Νιώθεις ένα είδος ελευθερίας που είναι δυνατό και καινουργιο. Χωρίς να σημαίνει πως δεν την είχες αλλα ήταν διαφορετική. Είναι οξύμωρο, το ξέρω. Αλλά, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν ήμουν περιορισμένο παιδί. Αντιθέτως, οι γονείς μου στήριζαν και στηρίζουν ό,τι έκανα και κάνω. Υπήρχε όμως, εκείνη η ανελευθερία που βλέπουν μόνο τα μάτια των εφήβων.
Θέλω να πω ότι δεν είχα απωθημένα. Σκέψου πως, όταν ήμουν στη Β’ Γυμνασίου, οι γονείς μου με άφησαν να πάω σε αγώνες, με το σχολείο, στη Δανία. Πάντα ήταν κοντά μου. Πάντα με στήριζαν. Σε όλα. Και αυτό είναι τρομερό. Αυτό που με έκανε, από νωρίς, να τους εμπιστεύομαι ήταν το αίσθημα της δικαιοσύνης που τους διέκρινε, στην πραγματικότητα που ζούσαμε ως οικογένεια.
Στα ΤΕΦΑΑ, δεν ασχολήθηκα με παρατάξεις. Άσε που δεν υπήρχε -τότε- κάτι άλλο πέραν της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Θυμάμαι ωστόσο, πολύ έντονα ότι είχαμε κάνει την πρώτη κατάληψη, έπειτα από αρκετά χρόνια, για ένα βράδυ. Όντως είχε δημιουργηθεί ένας πυρήνας και ασχοληθήκαμε με κάτι που μας ενδιέφερε. Απλά, τότε, ήταν λίγος ο κόσμος που προσπαθούσε να προωθήσει κάτι άλλο. Και ήταν σημαντικό που, έπειτα από χρόνια, έγινε κάτι, το οποίο θεωρώ ότι ίσως και να έδωσε το έναυσμα να συνεχίσει να υπάρχει κάτι διαφορετικό στα ΤΕΦΑΑ. Και, από όσο γνωρίζω, υπάρχει!
Από την αρχή της φοιτητικής μου ζωής, μπήκα και στη διαδικασία να ζήσω το ρυθμό της Αθήνας. Τη ζωή της αλλαγής. Ήμουν, λοιπόν, αρκετά έξω με κόσμο. Παρέα με παιδιά από τη Λιβαδειά, και όχι μόνο, που -μέσα σε όλα τα υπόλοιπα- πηγαίναμε στις πορείες για την 1η του Μάη, της 17ης Νοεμβρίου, σε καμιά απεργιακή.
Η πρώτη πορεία ωστόσο, που θυμάμαι ως “δυνατή” ήταν για τον τρομονόμο, βάσει του οποίου -συμπτωματικά- με συνέλαβαν.
Το θυμάμαι χαρακτηριστικά, γιατί ήταν μια ουσιαστική πολιτική πορεία. Έπειτα έφυγα με Erasmus στην Πορτογαλία, για ένα εξάμηνο. Επέστρεψα, τελείωσα το πανεπιστήμιο, με ειδικότητα στα άλματα -που έκανα και εγώ. Έπιασα δουλειά σε ένα καλοκαιρινό καμπ. Οι άνθρωποι που το “έτρεχαν” μου πρότειναν να δουλέψω για εκείνους και το χειμώνα, γιατί τους άρεσε ο τρόπος που λειτουργούσα με τα παιδιά. Αυτό έγινε πριν 10 χρόνια.
Ακόμα και σήμερα είμαι στον ίδιο σύλλογο, τον ΟΦ Νέας Ιωνίας. Στο τμήμα κολύμβησης. Πάντα αγαπούσα το νερό. Πάντα υπήρχε νερό στη ζωή μου. Στο ελεύθερο κάμπινγκ με τους γονείς μου, στο ψάρεμα με τον πατέρα μου. Τα πρώτα γενέθλια τα γιόρτασα στη θάλασσα. Πάντα είχα σχέση με το νερό. Διδάσκω στα πιτσιρίκια, ηλικίας 3-8 χρόνων, να αγαπάνε το νερό. Να είναι ασφαλή μέσα σε αυτό. Όχι να προπονούνται για να γίνουν πρωταθλητές. Αυτό, δεν είναι στα ενδιαφέροντα μου.
Από ένα σημείο και έπειτα, έγινα πολύ πιο ενεργός πολιτικά. Ωρίμασα. Έφυγε η τρέλα της εφηβείας, δηλαδή το να βρω το χώρο μου, την ελευθερία μου, να δω πράγματα. Κάποια από αυτά άρχισαν να φθίνουν. Τη θέση τους πήραν καταστάσεις -πληροφορίες, αν θέλεις- που μου φαίνονταν πιο σημαντικές. Η ενασχόληση με το σύνολο και τα κοινά, κάποια στιγμή ξεπέρασαν το να ζήσω εγώ.
Μέσα στα χρόνια είχα πολλούς ελέγχους στοιχείων. Προφανώς, ανταποκρίνομαι σε λίστα που κάπου υπάρχει. Και, όχι, δεν σκέφτηκα ποτέ να κόψω τα μαλλιά μου, για να με αφήσουν ήσυχο. Αν είναι δυνατόν, να κόψω τρίχες μου για να είμαι καλά -και να μη με ενοχλεί η αστυνομία… Μιλάμε για σκοταδισμό, έτσι;
Είχα και άσχημους έλεγχους. Πολύωρους ελέγχους, με πολλά αρνητικά σχόλια. Ίσως να ‘χει να κάνει και με το γεγονός ότι έχω επιλέξει να κυκλοφορώ, κυρίως, σε μια στερεοτυπική περιοχή, για μερίδα του κόσμου: στα Εξάρχεια. Άλλος σκοταδισμός από εκεί. Των… ειδημόνων. Έξοδοι ή είσοδοι, λοιπόν, στην περιοχή συνοδευόταν με στραβό κοίταγμα ή κάποιο ενοχοποιητικό κοίταγμα, καλύτερα.
Διαδήλωσα και εγώ μετά δολοφονία Γρηγορόπουλου, το 2008, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Διαδήλωνα και στεκόμουν αλληλέγγυος για ό,τι με ενδιέφερε. Όπως κάνω και σήμερα. Το 2010, λοιπόν, πήρα μέρος στην απεργιακή κινητοποίηση της 11ης Μαρτίου. Ήταν πανεργατική απεργία. Σαν να λέμε από τις πρώτες αντιμνημονιακές απεργίες.
Ξεκίνησα από το σπίτι, με την τότε σύντροφο μου, νυν γυναίκα μου, να πάμε στην πορεία μαζί με ένα φίλο. Δούλευα την ίδια ημέρα, το απόγευμα. Οπότε, ξεκινήσαμε την πορεία με βήμα ταχύ να πάμε γύρω γύρω, όλη τη διαδρομή, ώστε να προλάβω να πάω στη δουλειά μου. Θα έφευγα από το σταθμό του ηλεκτρικού, στην Ομόνοια για το Μαρούσι.
Στο ύψος της Πανεπιστημίου, η πορεία κόπηκε. Μακριά στο βάθος, φαινόταν να υπάρχουν κάποιες διενέξεις. Σταματήσαμε. Μέσα σε όλο αυτό, διακρίναμε τη σύλληψη ενός -όπως είδαμε και είχαμε δίκιο, όπως αποδείχθηκε- ανήλικου. Πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε, για τη βίαιη σύλληψη του παιδιού αυτού. Ενώ είμαστε εκεί και διαμαρτυρόμαστε έντονα και, γενικά, υπάρχει ανάμικτος κόσμος με τα ΜΑΤ, ξεκινά να υπάρχει ιδιαίτερη κινητικότητα. Λίγο δυσνόητη, αλλά υπάρχει κινητικότητα που δεν δημιουργούσε κάποιο αίσθημα ασφάλειας.
Αντιλαμβανόμενος αυτήν την κίνηση, λέω στη σύζυγο μου να πάμε προς τα πίσω. Ενώ το λέω, διακρίνω, με την άκρη του δεξιού ματιού, κάποιον να έρχεται προς τα πάνω μου, με γρήγορο βήμα. Είναι αυτός που με συνέλαβε, πιάνοντας με από το μαλλί. Ο μόνος λόγος για τη σύλληψή μου μπορεί να ήταν πως διαμαρτυρόμουν. Δεν υπήρχε άλλος. Δεν μπορεί να προκύψει κάτι άλλο. Φωνάζαμε, αλλά, προφανώς, αυτός δεν είναι λόγος για σύλληψη.
Μάλλον πληρούσα κάποιο προφίλ, που έχουν ως τυποποιημένο. Παντελόνι τάδε, σακίδιο, μαύρο μπλουζάκι (έμενα ήταν λαδί) και περίεργο μαλλί. Γίνεται η σύλληψη, μου βάζουν χειροπέδες, με βίαιο τρόπο. Τους έλεγα “ήρεμα, μην κάνετε έτσι, δεν έγινε τίποτα”. Άκουγα τα εξ αμάξης (“θα δεις πού θα πας, τη μανούλα σου, τον πατερούλη σου” κλπ).
Είχα τέσσερις από πάνω, για τις χειροπέδες. Συμπεριφέρονταν σαν αν είχαν πιάσει το δολοφόνο της μάνας τους. Έφαγα κάτι “ψιλές” που δεν κατάλαβα πάνω στην ένταση. Μετά είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, με μαύρο μάτι και μελανιές στο πρόσωπο.
Από πεζοδρόμιο στην Πανεπιστημίου, με πήγαν στην κλούβα. Έλεγα πως δεν έκανα κάτι και η απάντηση ήταν: “Τι έκανες; Τώρα θα σου πω”. Δεν έχει νόημα, να μιλάς. Ρωτάς με λέξεις και ακούς βουητά, άναρθρες κραυγές. Δεν έχεις και τίποτα να πεις, άλλωστε, με αυτούς. Δεν θα σου πουν κάτι. Και τι να πεις δηλαδή, σε εκείνη την συνθήκη; Χαώδης η απόσταση. Γύρω μου είχα μια βοή με προτάσεις, εναντίον μου.
Ο προορισμός ήταν η ΓΑΔΑ. Εκεί, έμεινα κρατημένος, πισθάγκωνα, για αρκετές ώρες. Ήμασταν 11 οι συλληφθέντες, συν μια κοπέλα. Μας έβαλαν με την πλάτη στον κόσμο, στους αστυνομικούς που περνούσαν, να κοιτάμε τοίχο και να ακούμε τα σχόλια όσων μας έβλεπαν (πχ:“κοίτα να δεις πόσα θα φάει αυτός”). Τέτοιες απανθρωπιές.
Φώναζαν ένα ένα τα ονόματα μας. Εγώ είχα το πιο βαρύ “φάκελο”. Βλέπεις πολλά. Εγώ δεν είχα κάποιον γνωστό, γύρω μου. Και όταν μου προτάθηκε να με βοηθήσει κάποιος, δεν το θέλησα. Δεν το άκουσα.
Δεν είμαστε αυτοί οι άνθρωποι που προκόβουν με το μέσον. Το μέσον ήταν όλοι αυτοί από έξω που μαζευτήκαν και όλοι αυτοί μέσα (φυλακή) που βοηθήσαν.
Είδα τις κατηγορίες: κατασκευή, κατοχή, ρίψη βόμβας μολότοφ. Είχαν πει πως με είδαν πετάω. Δεν είχα.
Στο κατηγορητήριο, έγραψαν και “διατάραξη της ειρήνης και σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη”. Τα είδα. Τους λέω: “κάποιο λάθος κάνετε”. Ξανά τα ίδια (“άσε μας, υπόγραψε ότι δεν είναι δικά σου ή ότι είναι, να τελειώνουμε”). Ίδιες βοές. Πέρασα το βράδυ στο κρατητήριο της ΓΑΔΑ. Την επόμενη, μας πήγαν στον ανακριτή και τον εισαγγελέα. Πήραμε δυο μέρες προθεσμία, ξαναπήγαμε και μείναμε πέντε από τους έντεκα. Ξαναπήγαμε και, από τους πέντε, έμεινα εγώ. Αποφασίστηκε προφυλάκιση. Είχα περάσει, ήδη, πέντε μέρες στη ΓΑΔΑ.
Με ρωτούν: “δεν ήθελες να ουρλιάξεις;”. Και να το έκανα, θα κέρδιζα κάτι;
Σκέφτεσαι: “με έβαλαν σε ένα χορό. Σε αυτόν έχουν μπει πάρα πολλοί που, κατά περιόδους, έχω υποστηρίξει και εγώ τον αγώνα τους. Αυτό συμβαίνει πάλι. Καλά έκανα και τους υποστήριξα. Μου συμβαίνει. Να το”. Αποφασίστηκε η προφυλάκιση, πήγα στον Κορυδαλλό. Έμεινα εκεί 34 ημέρες.
Προφανώς και δεν ήμουν χαρούμενος. Ήμουν, όμως, ήρεμος. Ξέσπασα, όταν βγήκα. Είχε μια δυσκολία η επαναφορά. Έβλεπα όλους αυτούς, γύρω μου ξανά. Όταν σου συμβαίνει, δεν το ζεις, όπως ίσως να φαντάζεται κάποιος. Είσαι εκεί, με τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό ανοιχτά, ώστε να δεις πώς θα λειτουργήσεις. Δεν σε βγάζει πουθενά ο πόνος, η κατάπτωση η ψυχολογική. Απ’ έξω, υπήρχε τόσος κόσμος που με υποστήριζε. Ήταν απίστευτο αυτό που είχε γίνει. Δημιουργήθηκε ένα καταπληκτικό κίνημα (https://freemariosz.wordpress.com/). Οριακά υποδειγματικά, κρίνοντάς το. Έκαναν διάφορες δράσεις και μια πορεία που έγινε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, ταυτόχρονα. Γονείς με παιδιά, από το κολυμβητήριο, ήταν έξω από τον Κορυδαλλό. Μιλούσα με τα πιτσιρίκια στο τηλέφωνο. Ήταν απίστευτο.
Όταν είσαι εκεί μέσα, είσαι αρκετά μόνος. Εσύ και το κεφάλι σου. Και είναι πολύ δυνατό, να βλέπεις πως υπάρχει εκεί έξω κόσμος που σε θυμάται. Το μεγάλο βάσανο όσων βρίσκονται χρόνια εκεί μέσα, είναι ότι υπάρχει στην κοινωνία η λήθη.
Το ότι ενδιαφερόταν ο κόσμος και, ανά πάσα στιγμή, ήξερα πως κάποιος με σκέφτεται, μου δημιούργησε -μια παραπάνω- ανάγκη να επιδείξω ήθος, να ανταποδώσω σε όσους στάθηκαν τόσο όμορφα απέναντι σε ό,τι περνούσα. Είχε μηνύματα, εφημερίδες, αποκόμματα. Έχει και συναίσθημα μέσα το πράγμα. Δεν ήταν “ξερό”.
Άλλοι άδικα έχουν περάσει στη φυλακή 3 χρόνια. Εγώ ήμουν 34 ημέρες. Ο Περικλής, η Ηριάννα. Έκτρωμα. Δεν ξέρω τι να σου πω. Είναι τόσες πολλές οι περιπτώσεις. Σου λέω τις πιο πρόσφατες.
Με βούλευμα, αποφυλακίστηκα, με περιοριστικούς όρους, να δίνω το «παρών» σε συγκεκριμένο τμήμα 1η και 16η του μήνα. Μου απαγόρευσαν και την έξοδο από τη χώρα. Όχι, στη δουλειά μου, δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα. Τουναντίον, με καλοδέχτηκαν.
Ο περιορισμός για την υποχρεωτική παρουσία κάθε 1η και 16η, σε συγκεκριμένο τμήμα, κράτησε ένα χρόνο. Με ζόρισε. Όπως και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα που κράτησε επτά χρόνια. Όταν θες να δεις πράγματα για σένα, για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, ακόμα και για την προσωπική ανέλιξη, στο κομμάτι της δουλειάς σου, δεν χαίρεσαι κιόλας. Είναι όλο το αίσθημα της ελευθερίας που διαστρεβλώνεται και περιορίζεται. Στην τελική, δική σου είναι η ελευθερία και -κοίτα τώρα- ποιοι στην στερούν… Και, γιατί;
Ένα χρόνο μετά, πήγαμε στο μεικτό ορκωτό, που -λόγω του “κουκουλονόμου”- ήταν αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση (όλα τα αδικήματα αυτά δικάζονταν από τριμελές κακουργιοδικείο). Μου αφαίρεσε τον όρο της υποχρεωτικής παρουσίας σε τμήμα. Από εκεί και πέρα, κάθε χρόνο έπρεπε να πάμε σε δικαστήριο που δεν γινόταν. Υπήρξαν χρόνιες που πήγαμε και δυο φορές. Υπήρχε αναβλητικότητα και καθυστέρηση.
Έτσι λειτουργεί το σύστημα: πολλά νούμερα στο πινάκιο και άλλοι “προλαβαίναν” να δικαστούν και άλλοι όχι. Εγώ, μετά από επτά χρόνια, τα κατάφερα.
Το 2017, κρίθηκα αθώος, ομόφωνα. Πώς όμως; Πηγαίνουμε στο τριμελές εφετείο κακουργιοδικείων, έχει “πέσει” ο “κουκουλονόμος”, έχει αλλάξει η κυβέρνηση, και μας λένε εκεί πως: “εμείς, πλέον, δεν μπορούμε να σας δικάσουμε. Είμαστε αναρμόδιοι”. Με ξαναέστειλαν εκεί απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Στο Μεικτό Ορκωτό, κρίθηκα, ομόφωνα, αθώος από ενόρκους και δικαστές.
Τι να ρωτήσω και ποιος να μου απαντήσει; Για ποιον να πρωτοδώσουν απάντηση; Τους ενδιαφέρει; Η ερώτηση αυτή δεν αποκτά νόημα που θα κινήσει κάτι. Είναι ερώτηση από εμένα, για εμένα. Θα ήταν ρητορική. Υπάρχουν μάχες και μάχες. Ποιες αξίζουν, τώρα, για τον καθένα, είναι άλλο θέμα…
Γενικά, μολονότι τα στοιχεία ήταν ξεκάθαρα, δεν είχα βεβαιότητα, σε καμία διαδικασία. Δυστυχώς, είναι πολύ ανθρωποκεντρικό αυτό που συμβαίνει. Το λιγότερο που μπορώ να πω. Μπορεί να ‘χεις όλα τα στοιχεία υπέρ σου, αλλά όλα εξαρτώνται από το ποιος είναι ο δικαστής, πώς ξύπνησε, μέχρι τι έφαγε και άλλα πολλά και καλύτερα σε σχέση με την ανεξάρτητη δικαιοσύνη…
Και αυτό μπορεί εύκολα να το διακρίνει κανείς. Αρκεί να παρατηρήσει το πώς αντιμετωπίζεται από τον κάθε εισαγγελέα και πρόεδρο, ας πούμε, η ίδια υπόθεση ή πως αντιμετωπίζονται διαφορετικοί κατηγορούμενοι και υποθέσεις. Απλά πράγματα.
Η δική μου υπόθεση πέρασε από 5-6 διαφορετικούς εισαγγελείς και προέδρους. Ήταν τελείως διαφορετική η αντιμετώπιση.
Η αθώωση μου ήταν ηθική ικανοποίηση. Μια νίκη για εμένα και για όσους ήταν γύρω μου και ταλαιπωρήθηκαν, όλον αυτόν τον καιρό. Ποτέ δεν υπήρξε αμφιβολία. Δεν με απασχολούσε κιόλας. Η υπόθεση ξεπέρασε το αν υπάρχει αμφιβολία ή όχι.
Ξεκινώντας από ένα μικρό μέρος, όπως η πόλη μου, όπου οι συσχετισμοί είναι, ίσως, διαφορετικοί, μέχρι και πιο πέρα, σε μεγαλύτερη κλίμακα, το ζητούμενο, τελικά, έγινε η αδικία. Αδικία που πλέον είχε ξεπεράσει ακόμα και τα όρια της δικαιοσύνης τους, καθώς εγκλωβισμένοι μέσα στο ίδιο τους το λάθος, καθυστερούσαν να βγουν από αυτό.
Δεν σταμάτησα, λοιπόν, να αντιδρώ για αυτά που με ενδιαφέρουν. Δεν άλλαξε κάτι, γενικά, γιατί αυτό που συνέβη ήταν απλή επιβεβαίωση του δρόμου που έχουμε επιλέξει, εγώ και ένα σωρό κόσμος: έτσι λειτουργεί το πράγμα.
Υπάρχει, λοιπόν, αυτή η πλευρά του δρόμου και, δυστυχώς, όντες σε αυτήν την πλευρά, ξέρουμε πως πράγματα, σαν και αυτό που έζησα, συμβαίνουν. Από τις επιλογές μας χαρακτηριζόμαστε…
Ο Μάριος Ζέρβας είναι προπονητής κολύμβησης στις ακαδημίες του ΟΦ Νέας Ιωνίας.
Επιμέλεια κειμένου: Νένα Μαντούβαλου