Το παράδειγμα, της κουβέντας και της άριστης και ξεκάθαρης συνεργασίας με τον Άρβιντας Σαμπόνις το έχω χρησιμοποιήσει κυρίως στον Λίβανο.
Όσα έζησα με τον «Σάμπας» στη Ζαλγκίρις Κάουνας ήταν «μάθημα».
Τη σεζόν 2013-2014 εργάστηκα στη Σαμπβίλ του Λιβάνου.
Εκεί όπου τα πράγματα είναι χειρότερα από την Ελλάδα και χρειάστηκαν οι αναφορές από τις παραστάσεις της Λιθουανίας.
Το πιο διάσημο σπορ στον Λίβανο είναι ότι… τα ξέρουν όλα.
Εκεί γνώρισα τον πρόεδρο του pipe club (καπνιστών πίπας) της χώρας.
Γνωριστήκαμε και όταν στις δύο-τρεις ημέρες που βρισκόμουν εκεί ήρθε να με πάρει από το σπίτι για να βγούμε για φαγητό, μου λέει: «Θα σου πω κάτι, για να καταλάβεις πώς θα είναι η ζωή σου εδώ…
»Εγώ είμαι καθηγητής κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Μέσης Ανατολής.
»Το πρωί, πριν αρχίσει το μάθημα, μπαίνει η καθαρίστρια να καθαρίσει το γραφείο μου. Πολλές φορές μού έχει πει και πώς να διδάξω!
»Όσο πιο γρήγορα καταλάβεις αυτή τη νοοτροπία που έχουν οι Λιβανέζοι, τόσο καλύτερα θα περάσεις.
»Αν δεν το καταλάβεις γρήγορα, δεν θα περάσεις καλά».
Στον Λίβανο, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να σου μιλήσει -και περηφανεύεται ότι γνωρίζει κιόλας- από μπάσκετ μέχρι αστροφυσική!
Καμαρώνει γι’ αυτό το χαρακτηριστικό του λαού του.
Το ότι, δηλαδή, έχουν και πρέπει να εκφέρουν άποψη για όλα.
Στο μπάσκετ, βεβαίως, αυτό το χαρακτηριστικό των Λιβανέζων είναι το κάτι άλλο.
Όταν κάποιοι έμαθαν το τηλέφωνό μου ή τον λογαριασμό μου στο facebook, το πόσα μηνύματα έλαβα για το πώς πρέπει να παίξουμε ή πώς να χρησιμοποιήσω κάποιον παίκτη, είναι κάτι που ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω.
Αυτή η κατάσταση δεν τους φέρνει μεγάλες αντιπαραθέσεις, διότι οι Λιβανέζοι μεταξύ τους είναι συνηθισμένοι.
Διαφωνούν και δεν τους πειράζει να καταλήξουν σε διαφωνία.
Για τους ίδιους, ο καθένας που μιλάει έχει δίκιο.
Για έναν προπονητή που έχει έρθει από την Ευρώπη, είναι παράξενο.
Ειδικά για μένα, που είχα μετακομίσει στον Λίβανο από τη Γεωργία, όπου η κουβέντα μου ήταν νόμος στην ομάδα, ήταν διαφορετικό προς το χειρότερο.
Με τον Τύπο δεν υπήρχε πρόβλημα και ας ακούγεται παράδοξο.
Γιατί είχα ξεκαθαρίσει στους δημοσιογράφους ότι η σχέση μας είναι συγκεκριμένη.
Κάτι άλλο που είχαμε βιώσει με τον Χάρη Κουλουριώτη στον Λίβανο ήταν πριν από ένα σημαντικό και κρίσιμο ματς, όταν είχαμε τραυματία έναν πολύ καλό ξένο μας.
Ήταν ένα παιχνίδι το οποίο δεν αφορά μόνο το μπάσκετ, αλλά εμπλέκονται και πολιτικές και θρησκευτικές παράμετροι. Πάμε να παίξουμε με την Σατζέσε, τα ματς της οποίας με τη Σαμπβίλ είναι κάτι σαν «ιερός πόλεμος» στη χώρα.
Πρόκειται για αγώνες οι οποίοι συνοδεύονται πάντοτε από μεγάλη ένταση. Ετοιμαζόμαστε να παίξουμε με έναν ξένο, τον Βουκοσάβλιεβιτς.
Λέω στους παράγοντες ότι δεν πρέπει να βιάζονται για αντικαταστάτη και μπορούμε να περιμένουμε να τελειώσει το παιχνίδι με τη Σατζέσε. Ενημερώνοντάς τους, παράλληλα, ότι έχω σχεδόν κλείσει τον Γκεόργκι Τσιντσάτζε.
«Θα πάμε με έναν ξένο κόντρα στη Σατζέσε;», ήταν η απορία της διοίκησης.
«Ναι», απαντώ, προσθέτοντας πως «ο αντίπαλος είναι πολύ καλύτερη ομάδα και το πολύ-πολύ να χάσουμε».
Την ημέρα του αγώνα, μπαίνει ο Κουλουριώτης στην αίθουσα του βίντεο και βγαίνει τρέχοντας έξω…
«Μην μπεις μέσα κόουτς, θα πάθεις σοκ», μου λέει. Περνάω την πόρτα και, πράγματι, παθαίνω σοκ.
Η διοίκηση είχε φέρει έναν Αμερικανό τρεις ώρες πριν από τον αγώνα! Τον είχε αποκτήσει να παίξει στο ματς και μετά μπορούσα να αποφασίσω εγώ αν θέλω να τον κρατήσω.
Απλώς πίστευαν πως χωρίς δεύτερο ξένο εναντίον της Σατζέσε δεν πάμε πουθενά…
Ο εν λόγω παίκτης, ο Γιούνικ Κλίμονς είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και ακόμη έχω επαφές μαζί του.
Μίλησα με τον παίκτη και μου είπε «κόουτς, καταλαβαίνω. Μάλιστα, μου είχαν στείλει δύο DVD με αγώνες της ομάδας, για να τα δω στην πτήση από Τουρκία προς Βηρυτό και τους είπα ότι με αυτά τα συστήματα του κόουτς εγώ δεν μπορώ να παίξω και μάλιστα τόσο άμεσα».
Σεβάστηκε την απόφασή μου να μην αγωνιστεί. Έξω από το video room περίμεναν οι δυο σωματοφύλακες του προέδρου.
Με χτύπησαν στην πλάτη και μου είπαν «καλή τύχη. Ο πρόεδρος έφυγε από το γήπεδο».
Άρχισε το παιχνίδι και είχα όλο το μάνατζμεντ της ομάδας πίσω από τον πάγκο.
Σχεδόν ακούω τη μουρμούρα και ξέρω ότι ουσιαστικά «υπογράφουν» τη λύση του συμβολαίου μου. Είναι σίγουροι ότι θα χάσουμε και μάλιστα με μεγάλη διαφορά.
Και από τότε ο πρόεδρος δεν μου ξαναμίλησε ποτέ, μέχρι να φύγω από τον σύλλογο, γιατί όπως μου είπε και ο κόουτς Σούμποτιτς, τον προσέβαλα με το να μην κάνω δεκτή την ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΤΟΥ εισήγηση…
Ωστόσο, ενώ κανένας δεν το περίμενε, κερδίσαμε το ματς στην παράταση!
Ξαφνικά, από μ…..ς της υπόθεσης, έγινα ο θεός.
Όχι γιατί νίκησα με έναν ξένο, αλλά απλώς γιατί κερδίσαμε την Σατζέσε.
Το ματς είχε τόση ένταση που στη διάρκειά του χρειάστηκε η παρέμβαση του… στρατού! Όλα άρχισαν από έναν τσακωμό δύο γυναικών στην εξέδρα και μπήκε ο στρατός για να σταματήσει τον κόσμο.
Με τον Κουλουριώτη ζήσαμε για πρώτη φορά στην καριέρα μας μία ομάδα με… πέντε τεχνικούς διευθυντές.
Όχι ένας, αλλά πέντε!
Μία μέρα, μάλιστα, κατάφερα να τους βάλω να… τσακωθούν!
Στον υπολογιστή μου έχω πάντα, ένα οργανόγραμμα.
Τύπωσα λοιπόν αυτό το οργανόγραμμα και τους ζήτησα να καθίσουν και να γράψουν σ’ αυτό το όνομά τους και τον ρόλο τους.
Σε δεκαπέντε λεπτά είχαν τσακωθεί μεταξύ τους και μου άδειασαν το δωμάτιο!
Κάποιος θα απορήσει «γιατί βλέποντας όλα αυτά, δεν έφευγες;».
Η απάντησή μου είναι ότι δεν έχουμε όλοι την τύχη να μπορούμε με ευκολία να επιλέγουμε ιδανικές καταστάσεις ή να εργαζόμαστε στην Μπαρτσελόνα.
Σαν προπονητές δεχτήκαμε πολλές παραχωρήσεις να πάρουμε μία δουλειά και αυτό κάποια στιγμή γυρίζει εις βάρος σου και σε «καβαλάει».
Μιλάω για δουλειές ακόμη και στα τοπικά και όχι μόνο στην ελληνική Α1.
Σε όλο τον κόσμο σέβονται τους Έλληνες προπονητές και στην Ελλάδα μας χλευάζουν… Αυτό είναι απίστευτο.
Η κριτική απ’ έξω, βέβαια, είναι κάτι πολύ εύκολο. Και μιλάω και για τον εαυτό μου.
Συχνά με καλούν σε τηλεοπτικά δίκτυα για σχολιασμό αγώνων.
Έχω παρατηρήσει ότι στον σχολιασμό δεν κάνω ποτέ κανένα λάθος! Δεν το λέω αλαζονικά.
Εννοώ ότι όταν πρέπει να κοουτσάρω, θα κάνω λάθος. Εκ του ασφαλούς, όλα είναι καλά και εύκολα.
Η ζωή του κόουτς, όμως, συνοδεύεται από κριτική και το γνωρίζουμε.
Ζούμε μ’ αυτό και συνεχίζουμε, με όρεξη και διάθεση σε κάθε δουλειά και με στόχο και την επόμενη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Κετσελίδης: «Η Απλότητα Του Μεγαλείου»
Η τραγωδία έκανε τον Στιβ Κερ να μην βλέπει τον κόσμο απλώς ως μπάλα