Πριν χρόνια, μια γνωστή εταιρεία παραγωγής ρεαλιστικών φιγούρων, η DiD, δημιούργησε μια κούκλα ενός Γερμανού στρατιώτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο στρατιώτης ήταν ψηλός, ξανθωπός, γεροδεμένος, με έντονη λευκή οδοντοστοιχία και όλα εν γένει τα χαρακτηριστικά της «αρίας φυλής».
Μια καταπληκτική δουλειά για τους συλλέκτες και τους λάτρεις του είδους.
Το πρόβλημα εν προκειμένω ήταν πως η επίμαχη κούκλα που συν τοις άλλοις έφερε και διακριτικά με σβάστιγκες, είχε την επωνυμία «Μπάστιαν: Γερμανός Στρατιώτης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Το ζήτημα έγινε viral στη Γερμανία, αντικείμενο δισέλιδου ρεπορτάζ στη Bild και μοιραία απασχόλησε και τον άμεσα ενδιαφερόμενο: τον Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ.
Ο (τότε) ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποφάσισε να κινηθεί νομικά. Η απάντηση του εκπροσώπου της DiD αφοπλιστικά ειλικρινής: «Νομίζαμε ότι όλοι οι Γερμανοί είναι εμφανισιακά κάπως έτσι».
Κι όμως, παρόλο που το πρωσικό dna είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, ο Μπάστιαν δεν ήταν ποτέ σαν όλους τους άλλους. Τουλάχιστον τους Βαυαρούς.
Γεννήθηκε την πρώτη μέρα του Αυγούστου του 1984 στο Kolbermoor, ένα μάλλον αδιάφορο «γερμανικό» χωριό πέριξ του Μονάχου, στα σύνορα με την Αυστρία.
Από τα νηπιακά του χρόνια του άρεσε το σκι, του μετέδωσαν οι γονείς την αγάπη για το βουνό και το χιόνι.
Ο μικρός Μπάστιαν το αγάπησε το σκι, έκανε τις πρώτες του παρέες, βρέθηκε σε κορυφαία τουρνουά, κέρδισε τις πρώτες του διακρίσεις, κέρδισε έναν πολύ καλό φίλο με τον οποίο συνδέονται μέχρι σήμερα.
Τον συνομήλικο και επίσης Βαυαρό, Φέλιξ Νοϊρόιτερ, πολλάκις χειμερινό Ολυμπιονίκη και κορυφαίο Γερμανό σκιέρ των τελευταίων είκοσι ετών.
Πιθανότατα εάν δεν υπήρχε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Τομπίας, να μην είχε διαλέξει ποτέ το ποδόσφαιρο ο Μπάστιαν, όταν στα οκτώ του κλήθηκε να απαντήσει στο δίλημμα. Έπαιξε για λίγο στην τοπική Ομπεράουντορφ, πριν ενταχθεί στις ακαδημίες της Ρόζενχαϊμ το 1992.
Είναι εποχές που το γερμανικό ποδόσφαιρο δρέπει τους καρπούς της επιτυχίας του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιταλίας, τo 1990, και τα σπορ είναι η προμετωπίδα της προσπάθειας για εθνική ομοψυχία.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η ενοποίηση, δεν ήταν απλό να ενωθούν δυο παντελώς διαφορετικοί κόσμοι, οι «Δυτικοί» με τους «Ανατολικούς».
Στη Βαυαρία δεν ήταν ποτέ τόσο έντονες οι διαφορές, το Μόναχο ήταν και είναι μια Μητρόπολη ολίγον τι ξένη με τις παθογένειες της υπόλοιπης Γερμανίας.
Πολυπολιτισμικό, πολυσυλλεκτικό, ένα εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με καλλιτεχνικές ανησυχίες και πολύ ισχυρή οικονομία.
Η οικογένεια Σβαϊνστάιγκερ ήταν από τις λεγόμενες αστικές, πάντοτε με γνώμονα το βιοτικό επίπεδο της αυστριακής Βαυαρίας.
Τα παιδιά είχαν την ευχέρεια να ασχοληθούν με τα σπορ, να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες τους, να μην φορτωθούν από νωρίς με υποχρεώσεις.
Ο Μπάστιαν στα 14 του χρόνια ήδη θεωρείτο ένα πρότζεκτ για την περιοχή, το κύριο ζητούμενο ήταν ακόμη ότι δεν είχε διασαφηνιστεί / αποφασιστεί η θέση του.
Στην εφηβική ομάδα της Μπάγερν ήταν αρχικά ένας από τους πολλούς, η προσοχή ήταν στραμμένη στον αδελφό Τομπίας που εν τέλει σκαρφάλωσε μέχρι τη δεύτερη ομάδα και μεγάλη καριέρα δεν έκανε ποτέ.
Τα φώτα έπεσαν στο μικρό Σβαϊνστάιγκερ όταν απέδιδε σε όποια θέση κι αν τον χρησιμοποιούσαν οι προπονητές του. Αρχικά δεξιός μπακ, μετά λίγο πιο μπροστά.
Λίγο κεντρικός αμυντικός, λίγο αυτό που τα παλιά χρόνια ονόμαζαν «σέντερ χαφ» και στη Γερμανία είναι μια θέση που «επινόησαν» με το τοτέμ Μπεκενμπάουερ.
Ο «Schweini» έπαιζε παντού. Όχι επειδή ήταν καλόβολος ή «έπρεπε να χωρέσει», αλλά επειδή ήταν σε όλες τις θέσεις πολύτιμος για την ομάδα.
Στα 18 εθεωρείτο ήδη ένα αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο της «FC Hollywood» όπως αποκαλείται σκωπτικά η Μπάγερν από τους ανταγωνιστές της.
Ο Μάγκατ προσπάθησε να τον ενσωματώσει στην ομάδα σαν δεξιό ακραίο, να τον μετατρέψει σε έναν μοντέρνο full back.
Ντεμπουτάρει υπό τις οδηγίες του Ότμαρ Χίτζφελντ εναντίον της Λανς το Νοέμβριο του 2002 στο Champions League, ένα μήνα αργότερα γράφει και την πρώτη συμμετοχή στη Bundesliga αντικαθιστώντας το Νίκο Κόβατς σε ένα νικηφόρο 3-0 με τη Στουτγκάρδη.
Απείχε παρασάγγας ακόμα από τον μετέπειτα «Fußballgott» ήταν όμως πασιφανές ότι θα κάνει καριέρα.
Στο κέντρο του γηπέδου τον τοποθέτησε ο Κλίνσμαν, ο πρώτος προπονητής που διείδε τις ηγετικές ικανότητες και τα στοιχεία ενός χαφ μπροστά από την εποχή του.
Είναι ένας ολοκληρωμένος χαφ, διαθέτει αξιόλογη πάσα, μεγάλη αντοχή, δυνατό σουτ, πάνω απ’ όλα ξέρει να διαβάζει το παιχνίδι και να δίνει ρυθμό αναλόγως τις απαιτήσεις του αγώνα.
Το γεγονός ότι αγωνίζεται στην Μπάγερν επισύρει και τους ανάλογους τίτλους και οι επιτυχίες σημαίνουν αυτόματα και αυξημένες απαιτήσεις.
Σε μια ομάδα όπως η Μπάγερν δεν αρκεί ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο, ακόμα και ένας ευρωπαϊκός τίτλος.
Υπάρχουν κάποια club στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, τα οποία θέλοντας και μη, μεταδίδουν στους ποδοσφαιριστές αυτή την άτυπη αύρα νικητή και τη διαρκή αίσθηση ανωτερότητας.
Η εποχή Κλίνσμαν και στην Εθνική ομάδα με φόντο το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, είναι ένα κομβικό σημείο για ολόκληρο το οικοδόμημα του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Η απόφαση για εξέλιξη του θεάματος ποδόσφαιρο ήταν κεντρική, προήλθε από συντονισμένο σχέδιο της γερμανικής ομοσπονδίας και απολάμβανε της καθολικής οικονομικής, πολιτικής και αθλητικής υποστήριξης.
Οι Γερμανοί στο Mουντιάλ της πατρίδας τους υποκύπτουν μόνο στους Ιταλούς στην παράταση του ημιτελικού που ξύπνησε μνήμες ’82 και κατακτούν το χάλκινο μετάλλιο.
Επαναλαμβάνουν -με τον Λεβ πια στον πάγκο- την πορεία στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής το 2010 και επικρατούν καθολικά και με στόμφο τέσσερα χρόνια αργότερα στο Μουντιάλ της σάμπα.
Στο μεσοδιάστημα, ο Σβαϊνστάιγκερ δεν έχει απλώς σκαρφαλώσει στη σκάλα των κορυφαίων και απαραίτητων, αλλά έχει χτίσει και ένα προφίλ παράταιρο με το γερμανικό φλέγμα.
Η σχέση του με τη Σάρα Μπράντνερ, η ροπή του στους προβολείς του θεάματος, το γεγονός ότι «πουλάει» στα σκανδαλοθηρικά περιοδικά δεν περνά απαρατήρητο.
Η Μπάγερν είναι μια μηχανή τίτλων, φτάνει δις ένα βήμα από την κατάκτηση του Champions League, την πρώτη φορά η Ίντερ του Μουρίνιο είναι απροσπέλαστη, τη δεύτερη ο Μπάστιαν αστοχεί στο κρίσιμο πέναλτι και η Τσέλσι του Ντι Ματέο «κλέβει» το τρόπαιο μέσα στην Allianz Arena.
Την τρίτη όμως, το Λονδίνο γίνεται η γη της Επαγγελίας και η Μπάγερν στέφεται βασίλισσα της Ευρώπης.
Είναι ίσως η κορυφαία σεζόν στην ποδοσφαιρική του καριέρα σε συλλογικό επίπεδο, όχι μόνο λόγω τίτλων, κυρίως επειδή παγιώθηκε στη συνείδηση όλων ως εκ των κορυφαίων της ηπείρου.
Το αξέχαστο γκολ με το τακουνάκι μετά την ασίστ του Φίλιπ Λαμ που χαρίζει τον τίτλο στην Μπάγερν, είναι ίσως το highlight της διαδρομής του.
H Bundesliga, θαρρείς και γνώριζε ότι διάγει τις τελευταίες του σεζόν στην Μπάγερν, του χαρίζει ένα clip χάρμα ιδέσθαι που αναδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο του στην ολότητά του.
Τα πέντε κορυφαία του γκολ, οι πέντε κορυφαίες στιγμές του. Το τακουνάκι-πρωτάθλημα, το σουτ-κεραυνός, η άψογη εκτέλεση φάουλ, η «φορίσια» προβολή από τη γωνία της μεγάλης περιοχής και για το «σβήσιμο» το ντελικάτο και ανεπαίσθητο άγγιγμα στη μπάλα που είναι τόσο φυσικό που καταλήγει αυθάδες.
Το κοντέρ δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει: Οκτώ τίτλοι στην Bundesliga, επτά κύπελλα DFB, ένα Champions League, ένα παγκόσμιο κύπελλο FIFA Club, μια κατάκτηση του Europa League, το FA Cup και το League Cup στο σύντομο πέρασμα από την Πρέμιερ Λιγκ και το Μάντσεστερ και κερασάκι, ω ναι, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 στη Βραζιλία.
«Εκείνο» με το θρυλικό και ανεπανάληπτο «1-7» στο Mineirão του Belo Horizonte.
Ολόκληρη η καριέρα του Μπάστιαν είναι σαν τη σπηλιά του Αλαντίν.
Συνολικά 26 τρόπαια, ένας από τους πιο παρασημοφορεμένους Γερμανούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, «ο πιο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που υπήρξε ποτέ», όπως δήλωσαν δυο από τους πρυτάνεις των πάγκων, ο Λουίς Φαν Χάαλ και ο Ζοσέ Μουρίνιο, αμφότεροι προπονητές του στην ατυχή παρένθεση της Γιουνάιτεντ.
Ο Σβαϊνστάιγκερ είναι από εκείνους τους (πολύ) μεγάλους ποδοσφαιριστές που ακόμη και στον πάγκο δεν δημιουργούν προβλήματα.
Η τρομερή επιρροή του στα αποδυτήρια, το ειδικό βάρος των 17 ετών καριέρας σε μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα όπως η Μπάγερν, τα μόνιμα φώτα επάνω του, αποτέλεσαν υπερπολύτιμο υλικό για την πολλοστή μετάβαση της μετά-Σερ Άλεξ εποχής στο Μάντσεστερ.
Δεν βοήθησε αγωνιστικά τη Γιουνάιτεντ, το παραδέχεται ανοικτά και ο ίδιος. Πιθανόν να παρασύρθηκε και από τη σχέση του με τη νυν σύζυγο Άνα Ιβάνοβιτς, την πρωταθλήτρια του τένις από την Σερβία για την οποία έραψε με «μέλι» τα παπούτσια του.
Επί μήνες είχε ραμμένο το «dušo» (sweetheart κατ’ αντιστοιχία) στα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, μέχρι που παντρεύτηκε με την Άνα σε έναν θρυλικό γάμο στην Βενετία.
Ταξίδεψε στις Η.Π.Α. για την εμπειρία και τα τελευταία -γενναιόδωρα- ένσημα της καριέρας του.
Προσπάθησε από την FC Hollywood να κατακτήσει και το πραγματικό Hollywood, αλλά πέραν της φιλίας του με τον Ντιρκ Νοβίτσκι και κάποιων μεμονωμένων στιγμών, δεν άφησε το στίγμα του στην Αμερική.
Είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα στη Γερμανία να διεισδύσει στην αμερικανική showbiz. Η φιλία με την καγκελάριο Μέρκελ, «οι χλιδάτες διακοπές με την Άνα Ιβάνοβιτς», τα «επαγγελματικά» social media, στις Η.Π.Α. θεωρούνται απόλυτα φυσιολογικές καταστάσεις για κορυφαίους αθλητές.
Ο Μπάστιαν επέστρεψε στη Γερμανία όντας πολίτης του κόσμου. Παρέμεινε ωστόσο πάντοτε Γερμανός.
Η Μπάγερν τον τίμησε σε μια -συγκρατημένα- συγκινητική τελετή, το κοινό τον υποδέχθηκε θερμά, ανταπέδωσε ένα κομμάτι απ’ όσα πήρε στα 17 χρόνια καριέρας.
Ο Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ είναι ό,τι πιο κοντά σε pop είδωλο για την πατρίδα του. Μια δύσκολη χώρα με πλειάδα δυσνόητων συναισθημάτων και ακόμα πιο δύσκολης εξωτερίκευσης.
Έχει κάνει τη στάση των Βαυαρών λίγο πιο «μεσογειακή», λίγο πιο «αμερικανική» σε σχέση με την υπόλοιπη Γερμανία. Το 2020 λάνσαρε και την πολύ προσεγμένη παραγωγή του ντοκιμαντέρ-ταινίας του «Schw31ns7eiger» από την πλατφόρμα της amazon.
Είναι ένα πρόσωπο που πουλάει, ένα «προϊόν» το οποίο οι Γερμανοί σέβονται και εκτιμούν, όπως αρμόζει στον ρέκορντμαν της Nazionalmannschaft. Υπήρξε γραμμικός, ταλαντούχος, «Γερμανός» στην ολότητά του κι ας παρέκκλινε ορισμένες φορές.
Όταν τιμήθηκε με το μετάλλιο Τιμής της Βαυαρίας, στάθηκε στο βήμα ενθυμούμενος τους δυο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς του, τους τίτλους, τις απογοητεύσεις, τις κορυφαίες προσωπικές στιγμές. Στην πιο τίμια ενδοσκόπηση της πορείας του, ανέφερε περισσότερες φορές μονάχα τη γυναίκα και τους φίλους του.
Ο Ρουμενίγκε που ήταν παρών στις πρώτες σειρές, μετά την εκδήλωση έκανε λόγο για τον πρώτο Γερμανό που γεννά συναισθήματα ακόμα και έξω από το γήπεδο.
Ο «Μπάστι» χαμογέλασε και περνώντας δίπλα του ψιθύρισε «Mia San Mia».
Μια φράση με ρίζες στο 19ο αιώνα της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας στη Βαυαρία που επανέφερε ο Φραντς Γιόζεφ Στράους και υιοθετήθηκε αυτούσια από τον κόσμο της Μπάγερν στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Μια φράση που κατέληξε πια να γίνει motto και να αριθμεί 16 «χρυσά αξιώματα».
Mia san Mia. Wir sind Wir. Είμαστε η Μπάγερν.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro