Η Νάουσα, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, είναι ηρωική πόλη!
Εκεί ζούσα με τη μητέρα μου και τα δυο μου αδέρφια, καθώς τον πατέρα μου τον σκότωσαν, όταν ήμουν τριών ετών. Εκείνη την εποχή όμως υπήρχε μια δυνατότητα για τα παιδιά όπως εγώ να τα “αγκαλιάσουν” ανάδοχες οικογένειες. Έτσι και στην περίπτωσή μου, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Αμερικανών άρχισε να με υποστηρίζει οικονομικά, στέλνοντάς μου 10 δολάρια τον μήνα, δηλαδή 300 δραχμές, καλά λεφτά για το 1960.
Μετά, ζήτησαν να με γνωρίσουν, να μείνω μαζί τους για ένα διάστημα, οπότε πήγα στην Αμερική, στο Λονγκ Άιλαντ. Με παρακάλεσαν να πάω εκεί, μου έστειλαν τα εισιτήρια, έφυγα με λεωφορείο μόνος από Νάουσα, έφτασα Αθήνα, με περίμεναν και με πήγαν στο ξενοδοχείο «Αμαλία», στη Βουλή. Την άλλη μέρα με φόρτωσαν στο αεροπλάνο και με πήγαν στη Νέα Υόρκη. Έφτασα εν τέλει στο σπίτι τους, ένα τεράστιο σπίτι με δύο γάτες (τις οποίες δεν συμπαθώ) σιαμαίες και ένα σκυλί, και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μεγάλη περιουσία, 12 στρέμματα στο Λονγκ Άιλαντ Μπιτς, καταλαβαίνει κανείς!
Επρόκειτο για την οικογένεια Φεν, Γερμανοεβραίοι, καλοκάγαθοι άνθρωποι, ούτως ή άλλως όμως όλοι οι ανάδοχοι γονείς ελέγχονταν, ώστε να μην υπάρξει κάποιου είδους εκμετάλλευση κτλ.
Στη συνέχεια, αφού έπεισαν τα αδέρφια μου και τη μαμά μου να μείνω εκεί, με πισίνες, με βίλες, με κορίτσια που μου σύστησαν, ομορφούλης στα 15 μου κι εγώ, προσπάθησαν να πείσουν κι εμένα να πάω εκεί στο κολέγιο. Εγώ δεν ήθελα να μείνω, οπότε γύρισα Ελλάδα, με τον όρο όμως να μου στείλουν παραπάνω χρήματα, ώστε να πάω φροντιστήριο, γιατί ήμουν μεν καλός ποδοσφαιριστής, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και στα μαθήματα.
Πέρασα τελικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δεύτερος στη Δασολογία και τριακοστός στο Χημικό, μάλιστα τότε μου έδωσαν κι ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που έγραφε «θύμα κομμουνιστοσυμμοριτοπολέμου». Το ζευγάρι όμως που με υποστήριζε ήθελε να περάσω στη σχολή Ευελπίδων, γι’ αυτό και μου είχαν δώσει τα επιπλέον χρήματα για να κάνω φροντιστήριο. Θύμωσαν με την επιλογή μου, αλλά ήμουν πλέον 18 ετών, οπότε…
«Λένε κάποιοι ότι εγώ τελείωσα τον Βασίλη Χατζηπαναγή»!
Είμαστε στο 1965, ήταν να παίξω στον ΠΑΟΚ, αλλά δεν τα βρήκαν οι Πρόεδροι και τελικά πήγα στον Ηρακλή. Το 1975 ανακάλυψα ότι δεν μας πληρώνουν για τη δεκαετία και θα κάνουν το συμβόλαιο δωδεκαετία, οπότε έφυγα και πήγα στον Όμηρο, ελληνική ομάδα στον Καναδά. Ο Χατζηπαναγής έρχεται Οκτώβριο του 1975, εγώ είχα φύγει τον Μάιο του 1975, δεν τον συναντάω ως ποδοσφαιριστή.
Μαθαίνω ότι είναι καλός, τον βλέπω το 1976 που παίρνει ο Ηρακλής το Κύπελλο από τον Ολυμπιακό, αλλά εγώ τον γνωρίζω, όταν καλέσαμε την ομάδα ως Κυπελλούχο να παίξουμε στο Τορόντο. Εγώ στον πάγκο, γιατί είμαι τραυματίας στο γόνατο, ο Χατζηπαναγής παίζει. Εκεί που παίζει, «κρακ» και πέφτει κάτω, «αμάν, τι γίνεται;», τρελαινόμαστε.
Ο συντηρητής δεν είχε κλείσει το καπάκι του αυτόματου ποτίσματος, έπεσε μέσα ο Βασίλης και τραυματίστηκε. Τον πήγα στον γιατρό και είπε ότι μπορεί να γίνει καλά, αρκεί να του τον αφήναμε για δύο μήνες. Η ομάδα όμως έπρεπε να φύγει, οπότε γύρισε στην Ελλάδα, έκανε εγχείρηση και ξανάρχισε να παίζει.
Επιστρέφω το 1979 και αναλαμβάνω Γενικός στον Ηρακλή, αφού έχω πάρει δίπλωμα προπονητή από την Αγγλία. Βλέπω ότι ο Χατζηπαναγής είναι εντάξει, αλλά στο τέλος εκείνης της χρονιάς πέφτουμε κατηγορία, λόγω της κατηγορίας για απόπειρα δωροδοκίας σε παιχνίδι Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, η οποία όμως αφορούσε σε παίκτη που δεν ήταν στην δεκαεξάδα! Στη Β’ Εθνική ο Χατζηπαναγής δεν παίζει, γατί είναι ξερό το γήπεδο.
Ανέλαβα την ομάδα, πήγαμε τρένο και ανεβήκαμε. Πήραμε προπονητή τον Τσατσέφσκι και σιγά-σιγά εντάξαμε τον Βασίλη, χτίζοντας τη μεγάλη ομάδα του Ηρακλή. Μάλιστα θα παίρναμε και το Πρωτάθλημα, αλλά μας το “έκλεψε” ο ΠΑΟΚ. Μαζί με τον Τσατσέφσκι λοιπόν κάναμε πλύση εγκεφάλου στον Βασίλη, τον βοηθήσαμε, μπήκε μέσα και άρχισε η μεγάλη μπάλα του Ηρακλή και του Χατζηπαναγή.
Όλα αυτά μέχρι το 1985, όταν εγώ θυσιάζω το Πρωτάθλημα για να πάρω το Βαλκανικό. Μας είχαν υποσχεθεί ότι όποιος το πάρει μπορεί να βγει στην Ευρώπη. Το 1982-1983 είχαμε βγει τρίτοι με 42 βαθμούς έναντι 46 των «Πρασίνων» και 43 του Ολυμπιακού, οπότε δεν βγήκαμε καν στην Ευρώπη.
Ο Βασίλης σημειώνει γκολ σε όλους τους γύρους, του είχα διδάξει μάλιστα και μια κομπίνα με φάουλ, κάνει το καλύτερο παιχνίδι που έχει κάνει ποτέ, με την ρουμανική Άρτζες Πιτέστι, κερδίζουμε εντός έδρας με 4-1 στον επαναληπτικό της εκτός έδρας ήττας μας με 3-1 και παίρνουμε το Βαλκανικό. Βλέποντας όμως ότι κανείς δεν “ασχολείται” με την επιτυχία αυτή, σταμάτησα και πήγα στη Β’ Εθνική και τη Βέροια.
Ο Βασίλης συνέχισε, αλλά τον Δεκέμβριο του 1988 τραυματίζεται. Η ομάδα έχει προπονητή τον Σίμονσον, ο οποίος δεν χάνει ποτέ, αλλά δεν κέρδιζε και ποτέ. Εγώ τότε βρίσκομαι στον Λεβαδειακό, δύο χρόνια μετά όμως, το 1990, επιστρέφω στον Ηρακλή και λέω «πού είναι, ρε παιδιά, ο Βασίλης;».
Μου απαντούν ότι δεν παίζει, ότι έχει σταματήσει από το 1988. Κάποια στιγμή τον συναντάω σε κάτι βαφτίσια και μου λέει «άσε, σταμάτησα, πονάει λίγο το πόδι μου».
Έχουμε κληρωθεί με τη Βαλένθια για το Κύπελλο UEFA και λέω του Θεοδωρίδη ότι πρέπει να τον τιμήσουμε. Τον παραδίδω σε έναν δάσκαλο που έβγαλε μεταξύ άλλων την Πατουλίδου, τον Νίκο Ζαχαριάδη, γυμναστή στην ομάδα, κτλ. Πραγματικά, μου τον έστειλε πίσω σε καλή κατάσταση, πράγμα που επιβεβαιώνεται στη Γερμανία σε κάτι φιλικά που δίναμε.
Τον βάζω στο Καυταντζόγλειο κόντρα στη Νάουσα για το Κύπελλο, αλλά χάνουμε 4-1 και αρχίζουν να λένε «τι μπαίνει τώρα;». Εγώ όμως τηρώ τον λόγο μου και τον βάζω με τη Βαλένθια, αντέχει και βγαίνει στο τελευταίο μισάωρο. Επόμενο παιχνίδι στη Λιβαδειά, πάλι δεν παίζει.
Στη Βαλένθια λοιπόν, μια βροχή φοβερή, λέω στους δημοσιογράφους «θα ξεκινήσω τον Κωστή και θα βάλω στο δεύτερο ημίχρονο τον Χατζηπαναγή, ένα καλό να κάνει να τελειώσουμε». Σηκώνω τρεις για προθέρμανση, να μην δίνω δικαιώματα. Συνέβησαν όμως διάφορα με εκείνον τον διαιτητή, αναγκάστηκα να βγάλω τον Θανάση Δημόπουλο, αλλά ο Βασίλης δεν ήταν ακόμη έτοιμος. Μας αδίκησε κατάφωρα εκείνος ο διαιτητής, πάμε παράταση και χάνουμε. Αυτό ήταν και το κλείσιμο της καριέρας του.
Λένε λοιπόν κάποιοι, από τον Άρη ως επί το πλείστον, ότι είχα διάσταση με τον Βασίλη και ότι εγώ τον τελείωσα! Η αλήθεια όμως είναι ότι απλώς δεν μπορούσε να παίξει πια ο Χατζηπαναγής, ο οποίος μάλιστα αργότερα έκανε και τη δήλωση ότι «δεν θέλω να με θυμούνται σαν γέρο αλλά σαν γερό!».
Στην ΕΠΟ είχα πει «παιδιά, επειδή του ‘χει φάει λεφτά ο Διευθυντής του στην τράπεζα, να μαζέψουμε χρήματα και να κάνουμε παιχνίδι προς τιμήν του». Μου λένε «να φέρεις τη Βραζιλία για τον Βασίλη» και ο Λιάνης μου λέει ότι ζητάνε 80 εκατ. Τελικά μαζεύουμε τα 70 εκατ., φέρνοντας αντίπαλο την Γκάνα.
Επίσης, στη Μικτή Κόσμου, όταν τον κάλεσαν, αρχικά δεν ήταν να πάει, λόγω του τραυματισμού που είχε αποκομίσει παλιότερα στην Αμερική, αλλά εγώ επέμενα και τον ασφάλισαν για 100 εκατ. δραχμές. Τελικά πήγαν και ο Βασίλης και ο Θωμάς Μαύρος.
Με τον Χατζηπαναγή λοιπόν ήμασταν πάντα κολλητοί.
Το χρονικό της μεταγραφής του Μιχάλη Κωνσταντίνου
Έχουμε πάρει τον Μιχάλη Κωνσταντίνου σχεδόν τσάμπα απ’ το Παραλίμνι. Τον είχαμε δει με τον Θεοδωρίδη, ο οποίος είχε καλό μάτι για παίκτες, και υπέγραψε συμβόλαιο με 16 εκατ. δραχμές τον χρόνο, με μάνατζερ τον Πασχάλη Παπαδόπουλο.
Στον Ηρακλή εκτοξεύτηκε ως παίκτης, η αξία του το ίδιο, οπότε πλέον έπαιρνε πολύ λίγα.
Γυρίζει από το εξωτερικό 30 Ιουνίου, οι μεταγραφές ξεκινούν μετά. Θέλαμε να τον δώσουμε, μας πλησίαζαν πολλοί, στο αεροδρόμιο λοιπόν του κάνουμε καινούργιο συμβόλαιο, γιατί ξέρουμε ότι θα μας φύγει και εμείς θέλουμε να μας υπογράψει. Αλλάζουμε το συμβόλαιό του σε τριετές. Μετά τη λύση, 12 τα μεσάνυχτα, υπογράφουμε καινούργιο με 330 εκατ. τον χρόνο.
Ξεκινάει ο Ολυμπιακός να τον ζητάει, ο Παναθηναϊκός κτλ. Ο Μυτιληναίος, αετός, ξέρει πόσο τον ζητάνε, οπότε το ύψος μεταγραφής πρέπει να είναι μεγάλο και για τον παίκτη αλλά και για εμάς. Η διαπραγμάτευση γίνεται με τον Άγγελο Φιλιππίδη. Συζητάμε με τον Παναθηναϊκό, αλλά θεωρητικά υπάρχει ένα φιλολογικό ενδιαφέρον από τον Κόκκαλη, με τον οποίον όπως και με τον Σάββα Θεοδωρίδη είμαστε φίλοι.
Φεύγω από τη συνάντηση με τον Παναθηναϊκό, χωρίς αυτή να έχει ολοκληρωθεί, γιατί εμείς είμαστε λίγο “σκληροί”, γνωρίζοντας ότι καίγονται γι’ αυτόν. Οι δημοσιογράφοι με κυνηγούσαν για να μάθουν τι γίνεται. Συναντιέμαι με τον Κόκκαλη και μου λέει «πού πας;», πράγμα που το βλέπουν οι δημοσιογράφοι.
Την άλλη μέρα κατεβαίνω και πάλι Αθήνα, αρχίζει η διαπραγμάτευση, φτάνουμε στο ποσό των 3 δισεκατ. και κοντεύουμε να τελειώσουμε. Μου λένε «πού είναι ο παίκτης;» και ρωτάω «ποιος παίκτης, ρε παιδιά; Είναι δυνατόν; Δεν έχετε μιλήσει με τον παίκτη;». Εννοείται ότι ήξερε ο Κωνσταντίνου, ο Πασχάλης ήταν ωραίος μάνατζερ εκείνη την εποχή.
Φτάνουμε στα τελειώματα, λέω στον Σκιάνη «με το ΦΠΑ τι γίνεται; Είναι 18%, ποιος το πληρώνει;». «Ο αγοραστής», λέει ο Σκιάνης αυθόρμητα. Σταματάμε για λίγο, λέω «δεν είμαι λογιστής, αλλά πρέπει να μας δώσετε το ποσό». Διακόπτουμε, έρχεται η γραμματέας του Μυτιληναίου και μου λέει «θα με σκοτώσει ο Πρόεδρος, αν δεν γίνει η μεταγραφή. Μην τη χαλάς».
Αλλά έχει διαδοθεί παντού πλέον, τους έχω πει και ότι θα πάρω τον μάνατζερ και θα φέρω τον παίκτη. Συμφωνούν και για τον ΦΠΑ. Αφεντικό ήταν ο «Τζίγγερ», είναι δυνατόν να μην ολοκλήρωνε τη μεταγραφή;
Οι «Βούλγαροι» και οι «απόγονοι του Ιμπραήμ»
Σε ένα παιχνίδι Ηρακλής-Ολυμπιακός, το οποίο τελείωσε 0-0 με Παπαδάκο διαιτητή, είμαι με τον Σάββα Θεοδωρίδη, τον Πέτρο Θεοδωρίδη και τον Σωκράτη Κόκκαλη.
Ξαφνικά μας βρίζουν «Βούλγαροι, Βούλγαροι!» και αποβάλλεται ο προπονητής μας, ο Μιτόσεβιτς, ο οποίος μάλιστα μας είχε συστήσει να πάρουμε παίκτη στην ομάδα τον Γιοβάνοβιτς. Λέει ο Πέτρος Θεοδωρίδης «τι κάνουμε;» και λέω «θα κατέβω εγώ». Πετάγεται ο Κόκκαλης και μου λέει «πού θα πας;». Εγώ είμαι “γενικός δερβέναγας” στον Ηρακλή, αλλά δεν κάθομαι στον πάγκο.
Κατεβαίνω λοιπόν κάτω, «καλώς τον Τέλη» και αρχίζουν να με βρίζουν συνέχεια. Άλλο που δεν ήθελα. Εμφανίζεται ένα μικρόφωνο από τον παλιό «SKAI», μου λένε «κύριε Μπατάκη, τι λέτε λοιπόν γι’ αυτούς επάνω που φωνάζουν;».
Λέω «ακούστε, το έχω ξεπεράσει, οι Βούλγαροι είναι καλοί άνθρωποι, είμαστε φίλοι, έχω και εγώ πολλούς φίλους, έκανα και πολλές προετοιμασίες εκεί, τι να πω τώρα εγώ για τους απογόνους του Ιμπραήμ;».
Είμαι σύμβουλος στην ΕΠΟ, πάμε στη διοίκηση και μου λένε ότι δυστυχώς πρέπει να παραιτηθώ. Ρωτάω τον λόγο, «τι είναι αυτά τα πράγματα; Θέλετε να σας πω πότε ελευθερωθήκαμε; Το 1912. Το 1912 είχαμε και τη Βόρεια Ήπειρο, όμως αυτήν μας την πήραν οι άλλοι και δεν κουνηθήκατε εσείς. Εσείς είστε από το 1821, τι θέλετε; Είμαστε ήδη διαλυμένοι με αυτά που γίνονται». «Δεν θα σε τιμωρήσουμε», μου είπε ο συγχωρεμένος ο Αλημίσης.
Μια άλλη φορά, δίναμε φιλικό παιχνίδι με τον Ολυμπιακό του Μπάγεβιτς, καθόταν δίπλα μου ο Κούγιας, κερδίζουν 0-1 και πανηγυρίζει. Του λέω «πανηγυρίζεις, γιατί είναι φιλικό. Μια άλλη φορά θα σε έχω μαζί, αλλά θα είναι Πρωτάθλημα. Ξέρεις τι θα πέφτει και τι θα γίνεται από πάνω σου;».
«Φέρτε μου ό,τι παίκτη θέλετε κι εγώ θα τον βάλω να παίξει»!
Πάντα έλεγα στην ΕΠΟ –από το περιβάλλον της οποίας είχα μια πληροφόρηση, αλλά και με τον Βασίλη Γκαγκάστη είχα πολύ καλές σχέσεις- ότι πρέπει να βρούμε έναν Έλληνα για προπονητή της Εθνικής! Και, όταν με ρωτούσαν σχετικά, απαντούσα τρία ονόματα, «Δώνης, Γιοβάνοβιτς, Λεμονής».
Μάλιστα, τον Γιοβάνοβιτς, τον οποίον είχα στον Ηρακλή, κάποιοι πίεσαν τον Μυτιληναίο να τον διώξει, εν τέλει έφυγε, οπότε έφυγα και εγώ, ήταν το 2003. Ήταν δικός μου ο Γιοβάνοβιτς, ο οποίος είχε έρθει σε όλες τις σχολές προπονητών και διακρινόταν σε όλες.
Όσον αφορά στις σχολές Προπονητικής που ίδρυσα, υπέγραψα το πρώτο ελληνικό μνημόνιο και κάναμε την πρώτη μας σχολή (στην Καλαμάτα), με ονόματα όπως Φοιρός, Βλάχος, Γιοβάνοβιτς, Αναστόπουλος, Βάντσικ, Ρότσα, Λεμονής, Παπαδόπουλος, Αναστασιάδης κτλ.
Το 2001 (11/9 που έπεσαν οι Πύργοι) είχα υπογράψει το μνημόνιο στο Ζάγκρεμπ και μου λένε «σε τρία χρόνια εμείς θα σας εκτιμήσουμε, κάθε μέρα θα ερχόμαστε».
Με βοήθησαν οι κύριοι Λιάνης, Παπαγεωργόπουλος, Ιωαννίδης, Ορφανός, αλλά εν τέλει έφτιαξα μόνος μου τις σχολές, κι ας μην μας επιδοτούσαν από το 1998 έως το 2000. Το 2001 ξανακάνουμε σχολή και καλούμε αυτούς που είχαν δίπλωμα από την ΓΓΑ. Τον Δεκέμβριο του 2003 η UEFA μάς έδωσε το δικαίωμα να βγάζουμε διπλώματα UEFA B και UEFA A αλλά όχι PRO, διότι έγινε ένα λάθος, οπότε, αν ήθελε κάποιος τέτοιο δίπλωμα, έπρεπε να πάει στο εξωτερικό.
Λέω στην UEFA «θα σας αποδείξουμε πόσο καλοί είμαστε, να μας στέλνετε κάθε χρόνο τρεις εκπαιδευτές και έναν επιτηρητή». Το 2006 έρχεται ο Πλατινί, μαζί με τον Γκαγκάτση και τον Οικονομίδη, και υπογράφει στο Μέγαρο Μουσικής «αποδίδω στον Τεχνικό Διευθυντή και σε εσάς τον τίτλο του “PRO”, να τον δίνετε εσείς», ενώ συνεχίζει λέγοντάς μας «θέλω όμως να κάνετε σωστή δουλειά».
Είχα λοιπόν την τρέλα και έλεγα σε όλους «φέρτε μου ό,τι παίκτη θέλετε, 16 ετών, 17 ετών, κι εγώ θα τον βάλω να παίξει. Μετά όμως θα σας πω εάν μπορεί να κάνει καριέρα». Τον Αλεξανδρή, για παράδειγμα, δεν τον έπαιρνε κανείς στη Βέροια. Έχουν περάσει από εμένα Τσαλουχίδης, Πασσαλής, Κωστής, Κασάπης, Γκώνιας, Ζαγοράκης.
Στάζω μέλι για τον Μάντζιο, το παιδί μου, γιατί όλους σαν παιδιά μου τους βλέπω. Τον έχω μαζί με τον Γρηγορίου στη σχολή προπονητών και μου λέει «κύριε Τέλη, θα φύγω, πρέπει να πάω να βοηθήσω τον Γερμανό, τον Λίνεν». Εμείς, για να μπορούμε να βοηθάμε ορισμένους, όταν έπιαναν 4.2/5, εάν δεν έκαναν καμία απουσία, τους δίναμε 10% πριμοδότηση. Μου λέει λοιπόν ότι πρέπει να πάει να βοηθήσει τον Λίνεν, αλλά τον προειδοποιώ ότι θα την πατήσει, γιατί θα έχει απουσίες. «Πρόσεξε, Άκη, μια ώρα να χάσεις, τελείωσες» και μου λέει «μα ο Γρηγορίου;». «Ο Γρηγορίου πάει, έφυγε», του λέω. Πήγε λοιπόν να βοηθήσει τον Λίνεν, έκανε απουσία, μου έφεραν οι εκπαιδευτές όλες τις κόλλες βαθμολογημένες, όλα τυπικά, δεν πιάνει τον βαθμό και κόβεται.
Το ίδιο και ο Γιάννης Πετράκης. Ήταν γυμναστής ο Γιάννης και λέω στον Νίκο Τζώρτζογλου «θέλω να κάνω μια σχολή κάτω στο Ηράκλειο και να μου φέρεις τους γυμναστές». Μου απαντάει «θα μας φάνε όλοι, σε κυνηγάνε, σε βρίζουν παντού». Του λέω «με βρίζουν οι μη καλοί, οι καλοί θα έρθουν μαζί μου». Πήγα κάτω και βρήκα τον Πετράκη σε ένα ξενοδοχείο, ούτε προβολέα δεν είχε, παρόλα αυτά τους έκανα τα μαθήματα. Λέω του Γιάννη «καλά ρε συ, τι κάνεις τόσον καιρό και δεν ήρθες;», «ε, είμαι γυμναστής», μου απαντάει. Τον συμβουλεύω ότι απλώς ως γυμναστής δεν θα μπορέσει να πάει σε μεγάλη ομάδα, θα κολλήσει με τα μικρά, θα ξεχαστεί. Και ήρθε το παιδί.
Γυρίζω από Κέρκυρα, μου λέει η γυναίκα μου ότι πρέπει να πάμε Θεσσαλονίκη. Της λέω «όχι, θα πάμε Κοζάνη, γιατί θέλω να κάνω επανεξέταση σε δύο προπονητές», τον Μάντζιο και τον Πετράκη, σε γραπτά με κόλλες κλειστές, όχι σε πρακτική. Σάρωσαν, είχαν διαβάσει πολύ, δίνω τις κόλλες στους εκπαιδευτές και βλέπω κάτι βαθμούς πάνω απ’ το 9. Αυτοί οι δύο προπονητές διαπρέπουν. Φαντάσου να μην έκανα εκείνη την επανεξέταση!
Θυμάμαι και τον Κυράστα. Έκανα σχολή το 1998 στην Καλαμάτα μόνο και μόνο για τον Κυράστα και κάλεσα τότε και άλλους πολλούς προπονητές. Αν δεν ερχόταν ο Γιάννης, δεν θα μπορούσε να κοουτσάρει τον Παναθηναϊκό. Και έλεγαν τότε ότι εγώ δεν τον ήθελα στον Ηρακλή!
Μια άλλη περίπτωση που συμπάθησα πολύ ήταν ο Δώνης. Το καλύτερο είναι με τον Τελικό Κυπέλλου της ΑΕΚ με τον Ατρόμητο, τότε που οι παίκτες του δεν πήγαν να παραλάβουν τα μετάλλια. Παίρνω τον Πρόεδρο της ΕΠΟ και του λέω «τι κάνεις εκεί πάνω; Σήκω φύγε και άσε το Κύπελλο εκεί, μην το δώσεις σε αυτήν την τραγωδία». Και τότε είπε ο Δώνης το περιβόητο «Ένα μπουρδέλο είμαστε. Ένα μπουρδέλο κράτος και ένα μπουρδέλο ελληνικό ποδόσφαιρο».
Ο Δώνης είναι από τους πρώτους προπονητές που ήρθαν τότε στον Αγιόκαμπο, σε μια αίθουσα ξενοδοχείου της πλάκας, και μου λένε οι εκπαιδευτές «καλοί ο Δώνης και ο Γιώργος Χ. Γεωργιάδης». Ο Γιωργιάδης πήρε το δίπλωμα, αλλά δεν προχώρησε κι έγινε μάνατζερ, Ο Δώνης τελειώνει, «καλώς τον», του λένε οι άλλοι και χαλαρώνουν. «Τι έγινε, κύριε Τέλης;» μου λέει. «Ρε συ, ξέρεις τι σημαίνει μπουρδέλο; Οργανωμένο. Πατάς το κουμπί, σε κοιτάει απ’ το μάτι, μπαίνεις μέσα στην κυρία, έχει νόμους εκεί πέρα, έχει τάξη, κάθεσαι, ανοίγει η άλλη, περιμένεις τους άλλους. Αφού είναι μπουρδέλο, αγόρι μου, γιατί δεν πας στο εξωτερικό, γιατί κάθεσαι στην Ελλάδα και χάνεσαι τόσο καλός προπονητής;», του απαντάω.
Όταν κάναμε ανανεώσεις κάθε τρία χρόνια, έλεγα σε όλους εκείνους που πήγαιναν έξω και τους έφερνα «ελάτε εξηγήστε τους τι κάνετε εκεί, να πάρουν και αυτοί μια γεύση για το τι χρειάζονται, μάνατζερ, γλώσσα, να μην μείνουνε εδώ πέρα». Τους έλεγα να πάρουν μάνατζερ, πχ καλοί προπονητές οι Πορτογάλοι, έχουν όμως και τους καλύτερους μάνατζερ όπως και μια σχολή σκληρή, όπως ήμασταν και εμείς παλιά.
Βλέπω τώρα τους προπονητές, παίζεται ο αγώνας και γυρίζουν στους πάγκους τους να δουν τη φάση. Την ώρα που κοιτάς τη φάση, παίζεται το παιχνίδι και θα το χάσεις.
Εμένα αυτό ήταν το μεγάλο μου προσόν ως προπονητής, κοιτούσα και ήξερα τι θα κάνω ανά πάσα στιγμή, πότε θα κάνω αλλαγή κτλ. Δεν πήγαινα πίσω να δω πχ αν είναι πέναλτι, όπως κάνουν τώρα.
Και πάντα είχα, έχω και θα έχω το Τίμιο Ξύλο κοντά μου, τον Σταυρό μου, οπότε δεν με “αγγίζει” τίποτα.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Θοδωρής Αθεριδής: Αυτό που νιώθω για τον Βάσια