Ρυάκια που ρέουν, πουλιά που κελαηδούν (από διαφορετικά είδη, το καθένα με ιδιαίτερο χαρακτήρα), ένας βοσκός και ο σκύλος του που γαβγίζει, καταιγίδες, μεθυσμένοι χορευτές, κυνηγετικά πάρτι, τόσο από τη σκοπιά των κυνηγών όσο και από τη σκοπιά του θηράματος, παγωμένα τοπία και ζεστές χειμωνιάτικες φωτιές.
Ασυνήθιστο για την εποχή, ο Αντόνιο Βιβάλντι δημοσίευσε τα κοντσέρτα με συνοδευτικά σονέτα που επεξηγούσαν τι ήταν αυτό που η μουσική του επρόκειτο να προκαλέσει στο πνεύμα της κάθε εποχής.
Έπειτα φρόντισε να συνδέσει τη μουσική του με κείμενα ποιημάτων, μεταφράζοντας τους ίδιους τους ποιητικούς στίχους απευθείας στη μουσική της σελίδας. Για παράδειγμα, στο μεσαίο τμήμα της «Άνοιξης», όταν ο βοσκός κοιμάται, το γάβγισμα του σκύλου του ακούγεται στο τμήμα της βιόλας. Και η μουσική είναι παντού παρόμοια υποβλητική άλλων φυσικών ήχων.
Ο Βιβάλντι χώρισε κάθε κοντσέρτο από τις μαγικές «Τέσσερεις Εποχές» του σε τρία μέρη (γρήγορα-χαμηλά-γρήγορα), όπως ακριβώς έμοιαζε να αυξομειώνει και να ξεδιπλώνει τη μαγεία του στο χορτάρι ο Τζουζέπε Σινιόρι.
Και το αριστερό πόδι του, αυτό το αριστερό που δεν χωράει αμφιβολία καμία, από τις τέσσερεις εποχές θύμιζε σίγουρα την άνοιξη.
Δοκιμές σοκ
Ήταν 10 ετών, όταν οι κεραίες της Αταλάντα τον εντόπισαν να κλωτσάει το τόπι. Άλλωστε παιδί από ένα χωριό έξω από το Μπέργκαμο ήταν. Ζητήθηκε από τους γονείς του να τον βάλουν στο τρένο και οι «Bergamaschi» θα τον περίμεναν στο τέλος του προορισμού. Ασυνόδευτος ο πιτσιρικάς έφυγε για το όνειρο.
Τα πήγε πολύ καλά, τους είχε πείσει. Μόνο που συνέβη κάτι απαράδεκτο. Αντί να τον βάλουν και πάλι στο τρένο, τον παράτησαν σε έναν κοντινό δρόμο. Ένα 10χρονο παιδί, χωρίς χρήματα, χωρίς τηλέφωνο. Αφού κατάφερε με μεγάλη περιπέτεια να επιστρέψει στο σπίτι, πήρε μόνο του την απόφαση. «Με άφησαν ολομόναχο και το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω. Τότε αποφάσισα ότι δεν ήθελα με τίποτα να παίξω για εκείνους». Άλλωστε, όταν η Αταλάντα τηλεφώνησε εκ νέου, είχε ήδη σκάσει η πρόσκληση από την Ίντερ.
Το δοκιμαστικό στους «Nerazzurri» διήρκεσε μόλις επτά λεπτά. Τόσο χρόνο χρειάστηκε για να σκοράρει. Μόνο που ήταν ένα γκολ που του έκανε κακό. Καθώς έβρισκε δίχτυα, ο τερματοφύλακας τον χτύπησε στο πρόσωπο και άφησε τον Μπέπε αναίσθητο. Στη θέση του μπήκε ο Φαούστο Πίτσι και ήταν τόσο καλός που έκλεψε την παράσταση.
Ούτως ή άλλως ο Μπέπε, όσο εξαιρετικός κι αν ήταν τεχνικά, δεν έπαυε να δείχνει ένα κοντό, αδύνατο, σχεδόν ασθενικό αγόρι. Σύντομα θα ολοκληρωνόταν και αυτή η περιπέτεια. Θα γυρνούσε και πάλι σπίτι.
Υφάσματα και μετριότητα
Χρειάστηκε να φτάσει 16 ετών, για να τον δουν από τη γειτονική Λέφε. Θα τον βάλουν στη δεύτερη ομάδα και θα του δώσουν δουλειά. Ο μικρός δεν τα πήγαινε τα γράμματα και τον έβαλαν στη βιομηχανία υφασμάτων που είχε ο Πρόεδρος της ομάδας. Πολύ σύντομα ξεχώρισε, πήρε το «10» και έπαιξε στους μεγάλους. Με πέντε δικά του γκολ σε οκτώ αγώνες στο φινάλε της σεζόν, η Λέφε πήρε το Πρωτάθλημα και ανέβηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στη Serie C.
Την επόμενη σεζόν, παρά τον υποβιβασμό, εκείνος ήταν αρκετά καλός και τον εντόπισε η Πιατσέντσα. Εκεί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Ήταν 21 ετών και δεν φαινόταν να έχει δυναμική για παραπάνω. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα έκανα τελικά την καριέρα που ονειρευόμουν. Τότε όμως άλλαξαν όλα». Παρά τα μόλις πέντε γκολ του το 1988-1989 στη Serie B, τον πρόσεξε το ζευγάρι μάτια που θα τον απογείωνε.
«Zemanlandia»
Ο Ζντένεκ Τζέμαν αποτελεί μία ξεχωριστή προσωπικότητα για το Calcio στα τέλη του 20ού αιώνα. Ο Τσεχοσλοβάκος ήταν μόλις 42 ετών, όταν ανέλαβε για δεύτερη φορά τη Φότζια, με την οποία έκανε μαγικά πράγματα για το μέγεθος του club. Όταν ζήτησε τον Σινιόρι, ήθελε να δημιουργήσει μία τρομερά γρήγορη επίθεση μαζί με τους Φερνάντο Μπαϊάνο, Ρομπέρτο Ραμπάουντι.
Παρά το γεγονός ότι τότε η Serie A συγκέντρωνε την ποδοσφαιρική αφρόκρεμα του κόσμου, η Φότζια τερμάτισε στην ένατη θέση, παίζοντας ίσως το πιο όμορφο παιχνίδι στο Campionato. Τότε ήταν που γεννήθηκε η «Zemanlandia», ένα από τα πιο fun concepts που είδε το ιταλικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή.
Σε μία τριετία εκεί ο Σινιόρι έδωσε ένα δείγμα του τι θα ακολουθούσε. Ο Τζέμαν τον έβαλε αριστερό εξτρέμ αντί για “10άρι” και του έδωσε ελευθερία κινήσεων. Αυτό που πήρε ως αντάλλαγμα ήταν έναν αχαλίνωτο καλπασμό, ένα μαγικό αριστερό και έναν από τους έξυπνους τύπους που κυκλοφορούσαν στο χορτάρι. «Ήταν σα να μου μάθαινε την αλήθεια του παιχνιδιού. Όσα κρύβει η μπάλα, όσα μπορώ να κάνω με αυτήν και τα εναρμόνιζε όλα ιδανικά με το δικό μου potential. Ήταν ξεκάθαρα ο ένας από τους δύο ανθρώπους που με δίδαξαν το ποδόσφαιρο».
Τον δεύτερο θα τον συναντούσε αρκετά χρόνια αργότερα. Την τελευταία του σεζόν θα βάλει 11 γκολ, θα κεράσει ακόμα τόσα και θα κληθεί στην Εθνική Ιταλίας. Ο πρώτος και μοναδικός εν ενεργεία παίκτης της Φότζια που φόρεσε ποτέ τη θρυλική φανέλα της «Squadra Azzurra». Ήταν το 1992 και είχε έρθει η ώρα για την απογείωση.
«Capocannoniere»
Ο Σέρτζιο Κρανιότι, ο οποίος είχε αποφασίσει να… μεγαλώσει τη Λάτσιο, ξεκινούσε να σκορπάει χρήμα. Τα 8 εκατ. λιρέτες ήταν πολλά λεφτά για την εποχή. Ο Μπέπε συστήθηκε στους «Laziali» με ντοπιέτα και έκλεισε τη σεζόν με 26 τέρματα, για να στεφθεί «Capocannoniere» του Πρωταθλήματος και ταυτόχρονα να οδηγήσει την ομάδα στην Ευρώπη έπειτα από 15 σκοτεινά χρόνια.
Το κοινό στο Olimpico δεν γινόταν να μην τον λατρέψει. Ήταν ασταμάτητος. Ξεκινούσε τις κούρσες από πίσω και είχε τέσσερεις τρόπους για να τις ολοκληρώνει. Ο ένας ήταν να σουτάρει διαγώνια, ο άλλος με λόμπα και, ο πιο αγαπημένος του, να περνάει και τον τερματοφύλακα. Η τέταρτη επιλογή, αυτό που έγινε και trademark, ήταν τα πέναλτι που εκτελούσε χωρίς φόρα.
Γενικότερα όμως έβγαζε μία νευρικότητα, μία φούρια, μία ένταση στην κίνηση που δεν γινόταν να την κατευνάσει κανείς, αλλά και αυτό το φινετσάτο που οι Ιταλοί αποκαλούν «μπρίο». Το πιο γλυκό αριστερό πόδι της Ιταλίας και ένα άτι που παρά τα 171 εκατοστά του δεν το έριχνες εύκολα κάτω.
Η επόμενη σεζόν θα τον έβρισκε και πάλι στην κορυφή των σκόρερ (23 γκολ), αλλά η ομάδα δεν θα ήταν εξίσου δυνατή. Η απόλυση του Ντίνο Τζοφ σήμαινε κάτι ευχάριστο για τον Μπέπε. Θα έσμιγε και πάλι με τον αγαπημένο του προπονητή. Ωστόσο, πριν από αυτό θα είχε την ευλογία να ταξιδέψει για το Μουντιάλ των ΗΠΑ. Εκεί όπου θα ζούσε κάτι γλυκόπικρο.
Σινιόρι ή Μπάτζο;
«Πετούσα από τη χαρά μου που θα πήγαινα στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ήξερα εκ των προτέρων ότι δεν ταίριαζα με το σύστημα της Εθνικής». Ο Αρίγκο Σάκι δεν άλλαζε με τίποτα το 4-4-2 και ο Σινιόρι πάντοτε ήταν ένας καθαρός εξτρέμ.
Επίσης, είχε μπροστά του ένα βουνό που δεν μπορούσε να προσπεράσει. Ακόμα και ο Τύπος θεωρούσε ότι αυτός θα έπρεπε να είναι βασικός και έθετε το δίλειμμα διαρκώς. Ο Ρομπέρτο Μπάτζο όμως δεν γινόταν να βγει από την 11άδα. Ούτε και ο τραυματισμός πριν τη διοργάνωση δεν κράτησε εκτός τον θεϊκό κοτσιδάκια. Και για την άλλη θέση της επίθεσης μονομαχούσαν οι Νικόλα Μπέρτι, Ντανιέλε Μασάρο.
Ως επιθετικός ο Μπέπε έπαιξε μόλις για 45 λεπτά στο εναρκτήριο στραπάτσο από την Ιρλανδία. Συμμετοχή πήρε και στα υπόλοιπα παιχνίδια ως αριστερός χαφ, ενώ για λίγο του ζητήθηκε από τον Σάκι να καλύψει και τη θέση του αριστερού μπακ. Στον χαμένο Τελικό με τη Βραζιλία όμως δεν πήρε ούτε ένα λεπτό, κάτι που τον πλήγωσε. Παραδόξως, έναν χρόνο αργότερα, έπειτα από μία ακόμα διαφωνία με τον Σάκι, ο οποίος του είπε να παίξει και πάλι ως μπακ-χαφ, αποχώρησε από την Εθνική. Ήταν μόλις 27 ετών (28 αγώνες, επτά γκολ).
Η επανάσταση των «Laziale»
Παρά τους αρκετούς τραυματισμούς, η χρονιά με τον Τζέμαν πήγε σχετικά καλά και έφτασε τα 17 γκολ σε 27 αγώνες. Την αμέσως επόμενη όμως επέστρεψε στην κορυφή του. Με 24 γκολ μοιράστηκε την πρώτη θέση των σκόρερ μαζί με τον Ιγκόρ Πρότι της Μπάρι. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η Πάρμα, η οποία επίσης εκείνη την εποχή είχε άπειρο χρήμα στη διάθεσή της, και έπεισε τον Κρανιότι με αντάλλαγμα τα 25 εκατ. λιρέτες.
Ωστόσο, λίγο πριν τη συμφωνία το έμαθαν οι Ρωμαίοι tifosi και τα έκαναν λίμπα. Εμφανίστηκαν στα γραφεία του club και απαίτησαν να σταματήσει η μεταγραφή, ειδάλλως κανείς δεν θα αγόραζε διαρκείας για την επόμενη περίοδο. Έτσι συνέβη, αλλά αυτό δεν πήγε απαραίτητα καλά.
Στα μέσα της σεζόν 1996-1997 ο Τζοφ αντικατέστησε τον Τζέμαν και έστειλε τον Σινιόρι στον πάγκο για πειθαρχικούς λόγους. Το χειρότερο όμως θα ακολουθούσε το καλοκαίρι, με τον Σβεν Γκόραν Έρικσον να αναλαμβάνει τα ηνία των Ρωμαίων και να τον τοποθετεί στα αζήτητα, με την αιτιολογία ότι δεν μάρκαρε. Ο λόγος ήταν βέβαια ότι γύρισε το σύστημα σε 4-4-2, με τον Σινιόρι να βιώνει ξανά τον εφιάλτη που είχε ζήσει με την Εθνική. Ένα σύστημα στο οποίο δεν ταίριαζε και μία μεταγραφή που τον έθεσε στο περιθώριο. Ο Έρικσον είχε φέρει μαζί του τον Ρομπέρτο Μαντσίνι.
Το γυαλί έσπασε οριστικά σε ένα ματς για το Κύπελλο UEFA στη Βιέννη. «Ο προπονητής με είχε και ζεσταινόμουν όλο το βράδυ και δεν με έβαλε ποτέ. Με τη λήξη τον έβρισα». Κάπου εκεί τα πάντα τελειώσαν και τον Δεκέμβρη πουλήθηκε στη Σαμπντόρια. «Το μόνο που με στεναχώρησε, ήταν ότι η Λάτσιο πήρε το Κύπελλο και εγώ δεν ήμουν εκεί, ενώ είχα βάλει τέσσερα γκολ στον θεσμό».
Κάπως έτσι ξέμεινε χωρίς τίτλο στη σπουδαία καριέρα του.
Στη Γένοβα δεν του έβγαινε τίποτα. Δεν γούσταρε που ήταν εκεί. Ήταν 30 ετών και ο Τύπος τον θεώρησε τελειωμένο. Λογικό, έπειτα από τρία μόλις γκολ σε όλο το Πρωτάθλημα.
Ο δεύτερος δάσκαλος
Ο Κάρλο Ματσόνε, ο άνθρωπος που είχε τεράστιο impact στο ξεκίνημα του Φραντσέσκο Τότι στη Ρόμα, που ανέστησε τον Ρομπέρτο Μπάτζο στην Μπρέσια και που έβαλε τον Αντρέα Πίρλο να παίξει στη θέση που του… έπρεπε, έπεισε τον Σινιόρι όχι απλώς να πάει στην Μπολόνια αλλά και να φύγει από τα φτερά της επίθεσης.
«Ο Τζέμαν με έπεισε να πάω στα πλάγια και ο “Καρλέτο” να επιστρέψω πίσω από τον επιθετικό. Και οι δύο το έκαναν στην ιδανική στιγμή της καριέρας μου. Μόνο που ο “Καρλέτο” έγινε κάτι σαν πατέρας, παππούς και κολλητός μου. Και πάντοτε θα τον αγαπάω γι’ αυτό», θα δηλώσει στην κηδεία του Ματσόνε τον Αύγουστο του 2023.
Στα αγωνιστικά τους ο Μπέπε θα τον ανταμείψει με 15 γκολ και 13 ασίστ στην πρώτη τους περίοδο και θα πάρει ζωή για ακόμα πέντε χρόνια. Η εξαετία που έμεινε συνολικά στο Renato Dall’ Ara ήταν και η πλέον μακροχρόνια της πορείας του με ένα club. Μάλιστα, κατάφερε να οδηγήσει τους «Rossoblù» τρεις φορές σε Intertoto και Κύπελλο UEFA και να σκοράρει 14 φορές, μένοντας στην ιστορία ως ο κορυφαίος γκολτζής τους στην Ευρώπη, ενώ το 1998 έφτασαν μαζί ως τα ημιτελικά του θεσμού. Όταν θα αποχωρούσε στα 36 του, θα άφηνε κληρονομιά 84 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.
Ηρακλής και σκάνδαλο
Και ξαφνικά η είδηση έσκασε σα βόμβα. Το αεροδρόμιο Μακεδονία μάζεψε τόσους φίλους του Ηρακλή όσους ποτέ ξανά για μεταγραφή. Ο Σινιόρι προσγειώθηκε, αποθεώθηκε, αλλά τελικά πέρασε και δεν ακούμπησε. Κυριολεκτικά. Πέντε αγώνες, διαδοχικοί τραυματισμοί, καμία όρεξη για μπάλα και κανένα γκολ.
Με την επιστροφή του στην Ιταλία θα κατηγορήσει τους παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου και θα καταγγείλει ότι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές είναι απλήρωτοι και κακομεταχειρισμένοι. Θα κάνει μία μικρή στάση στην Ουγγαρία, όπου θα σκοράρει για δύο τελευταίες φορές στην καριέρα του. Το καλοκαίρι του 2006 είναι 38 ετών και χωρίς κίνητρο. Καιρός δηλαδή για να αποσυρθεί.
Αρχικά θα αποκοπεί από το παιχνίδι, αλλά κάποια στιγμή τού έχει λείψει. Θα πάει στη μεγάλη προπονητική σχολή του Coverciano. Με το που θα πάρει όμως το δίπλωμά του, θα έρθει το κακό και η ταπείνωση. Το 2011, πριν αλλάξει η διαδικασία στο δικαστικό σύστημα της Ιταλίας, δεν ήσουν αθώος, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, αλλά ένοχος, μέχρι να αποδειχθεί ότι είσαι αθώος. Αν δηλαδή ήσουν κατηγορούμενος για κάτι, δεν έπρεπε να αποδείξουν ότι το έκανες, αλλά πρωτίστως να αποδείξεις εσύ ότι δεν το έκανες.
Ο Μπέπε κατηγορήθηκε ότι στοιχημάτισε και επηρέασε την εξέλιξη δύο αγώνων.
Δεν ήταν εν ενεργεία ποδοσφαιριστής, αλλά θεωρήθηκε ότι μέσω παικτών που γνώριζε προσωπικά είχε επηρεάσει τα παιχνίδια στα οποία είχε στοιχηματίσει.
Τους πρώτους μήνες βρέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. «Τα ίδια μου τα παιδιά δεν μπορούσαν να έρθουν να με δουν. Να κάτσουν λίγο με τον πατέρα τους. Όταν χτυπούσε το κουδούνι, η Τίνα έβαζε τα κλάματα και έκανε σαν τρελή: “Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν είναι η αστυνομία. Πες μου ότι δεν ήρθαν να σε συλλάβουν”».
Χρειάστηκε να περάσουν 10 ολόκληρα χρόνια ώσπου η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία να τον χαρακτηρίσει οριστικά αθώο. Πλέον μπορούσε να γυρίσει στο ποδόσφαιρο. Το παιχνίδι όμως που τόσο λάτρεψε δεν το ήθελε πια.
«Είμαι ένας άνθρωπος που του πήραν 10 χρόνια από τη ζωή του. Ένας άνθρωπος που επί 10 χρόνια τον έδειχναν με το δάχτυλο. Τώρα που αθωώθηκα, δεν θέλω να επιστρέψω. Θέλω απλώς να με θεωρούν αθώο και να με θυμούνται ως εκείνον τον υπέροχο παίκτη που ήμουν, όσο υπηρέτησα το παιχνίδι».
Όσο για το εάν είχε ποντάρει ποτέ κάτι στην μπάλα, ομολόγησε κάποτε την ενοχή του: «Όταν πήγα στη Φότζια, υποσχέθηκα στον Τζέμαν ότι στο τέλος θα έφτανα τα 200 γκολ στη Serie A». Τελικά… ξέμεινε στα 188. Μόνο λίγα δεν τα λες όμως σε μία αντιφατική ανάμνηση.
Από τη μία έχεις την αίσθηση ότι ο Μπέπε Σινιόρι δεν κατάφερε κάτι αξιομνημόνευτο και ίσως οι πιο νέοι να μην τον θυμούνται. Από την άλλη όμως υπήρξε εκείνος ο διάολος που σου έπαιρνε το μυαλό, όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Και το έκανε όχι σε μια οποιαδήποτε εποχή αλλά σε εκείνη την “άνοιξη” που το calcio ήταν το πιο σπουδαίο στον κόσμο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο
Αρκούν όσοι καταλαβαίνουν (τον Φραντσέσκο Τόττι)
Τότο Σκιλάτσι: Deus ex machina
Τα post-it του Τζιανλούκα Βιάλι
Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, Ο «Λευκός Ιππότης»