Η τηλεοπτική σειρά «Zorro» έφερε την υπογραφή των στούντιο της Walt Disney.
Ξεκίνησε να μεταδίδεται το 1957. Κράτησε δύο χρόνια, έδωσε 78 συνολικά επεισόδια και δύο τετράωρες, εκτενείς, ετήσιες συνέχειες. Δημοφιλής στον απαιτητικό τηλεοπτικό αέρα των ΗΠΑ όπου πρωτολανσαρίστηκε, δημοφιλέστερη -διόλου παράλογο…- στην Ισπανία, όπου και μεταδόθηκε αρκετά χρόνια αργότερα.
Ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς ήταν ο Μπερνάρντο. Έμπιστος του Ζορό, ο μόνος που γνώριζε την πραγματική του ταυτότητα.
Δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά παρίστανε και τον κουφό (αν και στην αρχική version ήταν όντως κωφάλαλος), χρησιμοποιώντας μια τελείως δική του παραλλαγή της νοηματικής προκειμένου να επικοινωνήσει. Τις περισσότερες φορές υποδυόταν τον χαζό, τον αγαθά αστείο, ώστε να δείχνει άκακος, ασήμαντος. Και αυτό, μόνο και μόνο για να βοηθάει τον κύριό του.
Χαρακτήρας που έμεινε στο κοινό (διέκρινε για χρόνια την καριέρα του ηθοποιού που τον ενσάρκωσε, του Τζιν Σέλντον), στο όποιο κοινό παρακολούθησε τη σειρά, ακόμα περισσότερο όμως στο ισπανικό κοινό. Πόσο μάλλον από την στιγμή που, ενώ δεν μιλούσε και -έκανε πως- δεν άκουγε, εν τούτοις παρουσιαζόταν ως απόγονος Ισπανών μεταναστών.
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, απόλυτη η αντιστοιχία της φράσης με το πρόσωπο. Για όλους, μικρούς, μεγάλους. Τότε όμως τα πράγματα άλλαξαν, μπερδεύτηκαν, αφού αποδόθηκε και ως παρατσούκλι. Δεν ήταν ηθοποιός, ποδοσφαιριστής ήταν. Δεν ήταν Ισπανός, αλλά Γερμανός. Χαρακτηριστικά, δεν “άκουγε” στο (ισπανικό) Μπερνάρντο, αλλά στο (γερμανικό) Μπερντ.
Δεν ήταν βοηθός κανενός, δεν είχε κανέναν αφέντη, παρά μόνο τον εαυτό του. Τ’ άκουγε όλα, ακόμα και τους ψιθύρους, ακόμα και όσα δεν λέγονταν. Και το κυριότερο, δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Μιλούσε για τα πάντα. Παντού, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, για οτιδήποτε. Με τον ίδιο, εννοείται, στο επίκεντρο όλων. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, για τον περίγυρό του, επαγγελματικό, κοινωνικό, αθλητικό.
Ήταν η τέλεια αντιδιαστολή. Ο ορισμός της ειρωνείας σε ένα παρατσούκλι. Ναι, του δόθηκαν και διάφορα που εκπορεύτηκαν από το παρουσιαστικό του («El Ángel Rubio», «Ο Ξανθός Άγγελος» δηλαδή, το πλέον χαρακτηριστικό), αλλά πιο ταιριαστό σε επίπεδο προσωπικότητας, σε επίπεδο αντικτύπου στην δημόσια σφαίρα, δεν θα μπορούσε να βρεθεί.
Έτσι κι αλλιώς, κάπου αλλού δεν γινόταν να πατήσει κανείς. Την ποδοσφαιρική του επάρκεια, την ποιότητά του, κανείς δεν -θα- μπορούσε να την “χτυπήσει”, αδιανόητο ήταν. Δεν το επέτρεπε η κλάση του. Αγωνιστικά, μια γενιά (τουλάχιστον) μπροστά από την εποχή του ήταν.
Ο χαρακτήρας του όμως, η εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία (ακόμα κάτι τελείως αντίθετο με τα όσα εικόνιζε η… original περσόνα), ήταν αυτός που έδωσε και δεύτερη, εναλλακτική, τελείως διαφορετική μορφή, υπόσταση και νόημα στον τηλεοπτικό «Bernardo el sordomudo», στον «Κωφάλαλο Μπερνάρντο» δηλαδή.
Κοινώς, για τον Μπερντ Σούστερ τελείως κόντρα ρόλος.
Από μικρός φαινότανε…
Βαυαρός γέννημα θρέμμα, ξεκίνησε από τη φυτωριακή ομάδα της Άουγκσμπουργκ να κλωτσάει το τόπι. Εκεί, στην πρώτη ομάδα, δεν έφτασε ποτέ. Την χρονιά της ενηλικίωσής του μεγάλωσε τη φήμη του, παίζοντας στην Εθνική Νέων της «Nationalmannschaft». Και αυτό ήταν αρκετό για τον -θρυλικό- Χανς Βαϊσβάιλερ να τον πάρει, 18 χρονών παιδάκι, στην Πρωταθλήτρια Γερμανίας, Κολωνία.
Η μετάβαση άμεση, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια. Φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Δύναμη της φύσης ο πιτσιρικάς. Κυριαρχικός στο κέντρο, παράταιρα ώριμος για την ηλικία του, μα και με μπάλα, πολλή μπάλα στα πόδια του. Όσο και αν τότε στη Γερμανία ήταν διστακτικοί με την άμεση εμπιστοσύνη στους νεαρούς, ήταν αδύνατον να αγνοηθεί το πόσο ξεχωριστός ήταν τούτος.
Και πόσο, παράλληλα, εκρηκτικός. Μέσα και έξω από το γήπεδο. Διαολίζεται που δεν κερδίζει τίποτα στις δύο πρώτες του σεζόν, φουρτουνιάζει από την αποχώρηση του Βαϊσβάιλερ και τη μετακόμισή του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αναλαμβάνοντας την New York Cosmos και δεν διστάζει, 21 χρόνων μειράκιο, σε εποχές τελείως διαφορετικές από αυτές που ζούμε στις μέρες μας, να ξεστομίσει πως δεν θέλει απλώς να φύγει από την Κολωνία αλλά να λύσει το συμβόλαιό του και να το κάνει ως ελεύθερος.
Ο διάδοχος του Βαϊσβάιλερ, ο Καρλ Χάιντς Χέντεργκοτ, ρίχνει λάδι στη φωτιά, εκκινώντας την αλυσίδα των χαρακτηριστικών διενέξεων που είχε με τους προπονητές στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Δεν του κάνει το χατίρι να συμβάλλει στην αποδέσμευση που αξίωνε, αλλά τον βγάζει εκτός ομάδας, με το στίγμα ότι σκόπιμα παίζει μέτρια, άσχημα, για να πετύχει αυτό που ζητούσε.
«Απλώς είναι ερασιτέχνης», η εριστική απάντηση του αμούστακου ακόμη Σούστερ.
Σκάρτα δύο χρόνια επαγγελματίας, σκάρτα στα 21 του, ήδη διεθνής και με ήδη διακριτή ποιότητα, η οποία ήταν απλώς θέμα χρόνου να τον φέρει γρήγορα, πολύ γρήγορα, εκτός (της τότε όχι στην πρώτη ταχύτητα σε επίπεδο πρεστίζ και απολαβών) Γερμανίας. Μα, ένα ακόμα εξωφρενικό, αυτός δεν ήθελε να φύγει από την Κολωνία για να πάει στην Ισπανία ή την Ιταλία, αλλά είχε σηκώσει μπαϊράκι για να πάει -στα 21 του, στο ξεκίνημα μιας καριέρας που φαινόταν ήδη πως θα ήταν λαμπρή- στις ΗΠΑ, με τον Βαϊσβάιλερ στους Cosmos.
Άβυσσος η ψυχή…
Πρώην, ετών 24
Το αίμα που όχι απλώς μύριζε αλλά φαινόταν ξέχειλο από χιλιόμετρα, προσεγγίζει τους… καρχαρίες. Η Μπάγερν ρωτάει, οι αξιώσεις της Κολωνίας όμως κρίνονται απαγορευτικές. Ιταλικές ομάδες εμφανίζονται διστακτικές για έναν νεαρό ακόμη, παρότι πρόδηλα ταλαντούχο, μέσο, η Μπαρτσελόνα όμως όχι. Και πάλι όμως, η συγκυρία ήταν αυτή που ευνόησε τους Καταλανούς.
Ο Σούστερ είχε, το καλοκαίρι του ’80, αναδειχθεί Πρωταθλητής Ευρώπης με την Γερμανία, αναδεικνυόμενος μάλιστα και σε δεύτερο καλύτερο παίκτη της διοργάνωσης. Ο ίδιος επέμενε, είχε συμφωνήσει σε όλα με τους Αμερικανούς για να πάει στη Νέα Υόρκη, όταν όμως ορθά κοφτά τού ξεκαθαρίστηκε πως εκεί δεν θα είχε καμία τύχη να παραμείνει στο αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, υπαναχώρησε (και όμως, αυτό είναι το σωστό ρήμα…) και, κάνοντας την καρδιά του πέτρα, δέχτηκε τη μεταγραφή στην Μπαρτσελόνα.
Το κράτησε και στον εκλέκτορα, Γιουπ Ντέρβαλ, αλλά και στον -ήδη…- Κάιζερ, Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο οποίος ανοιχτά ήταν ο πρώτος που είχε πει πως διάβημα του Ατλαντικού θα σήμαινε, ουσιαστικά, εθελούσια αποχώρηση για τον Σούστερ. Πού να ‘ξερε πως αυτή η παρθενική του συμμετοχή σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης με τα «Panzer» θα ήταν και η τελευταία του…
Την αποχώρησή του από την Εθνική την ανακοίνωσε χωρίς καλά-καλά να έχει κλείσει τα 24, το 1984, με 21 μόλις διεθνείς συμμετοχές. Μέχρι τότε είχε ανακοινώσει πως σταματάει ήδη δύο φορές. Κάκιστες σχέσεις με συμπαίκτες και προπονητές, παντελής αδιαφορία για το δημόσιο προφίλ του στην γερμανική κοινή γνώμη.
Δεν τον είχαν βοηθήσει και οι συγκυρίες. Ως Πρωταθλητής Ευρώπης δεν ταξίδεψε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, επειδή ο «Χασάπης του Μπιλμπάο», ο Αντόνι Γκοϊκοετσέα, του είχε σακατέψει το γόνατο, στο τέλος της δεύτερης σεζόν του στη Βαρκελώνη.
Το οριστικό τέλος ήρθε παραμονές ενός φιλικού στην Αλβανία. Αρνήθηκε να ταξιδέψει, γιατί περίμενε τη γέννηση του πρώτου του γιου, χωρίς όμως την παραμικρή πρότερη συνεννόηση. Δεν δικαιολογήθηκε, δεν δικαιολόγησε. Προκλήθηκε σκάνδαλο, βρήκε την ευκαιρία, ανακοίνωσε το φευγιό του και έτσι έγινε τέως διεθνής, πριν καν προλάβει να βιώσει το εθνόσημο.
Αρκετές φορές έκτοτε έγιναν προσπάθειες να γεφυρωθεί το χάσμα που είχε δημιουργηθεί. Δεν μαλάκωσε. Και όταν, σε κάποιες στιγμές, έδειξε πρόθυμος να το κάνει, το αντίτιμο, το εκάστοτε αντίτιμο, απλώς ενίσχυε την πρόκληση που πάντα (ήθελε να) δημιουργούσε και μεγάλωνε την απόσταση.
Για παράδειγμα, 1.000.000 μάρκα ήταν αυτό που αξίωσε για να πάρει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Δεν το έκρυψε, δεν το αρνήθηκε, όταν δημοσιοποιήθηκε, δεν ικανοποιήθηκε, δεν επέστρεψε.
Από είδωλο, αργυρώνητος
Ίσως να πρόκειται για ένα από τα πιο ιδιαίτερα παιχνίδια στην ιστορία της Μπαρτσελόνα. Τελευταία μέρα του Απριλίου του 1988, «clásico» στο Camp Nou. Δύο μέρες νωρίτερα μια σημαντική μερίδα παικτών των «Blaugrana» είχαν παραθέσει συνέντευξη Τύπου, ζητώντας την παραίτηση του Προέδρου, Χοσέ Λουίς Νούνιες.
O λόγος ήταν η αποκάλυψη διπλών συμβολαίων για φορολογικούς λόγους. Ο Νούνιες, αναμενόμενα, κατηγόρησε τους παίκτες και ζήτησε από τις αρχές να εισπράξουν τα προβλεπόμενα (και παρακρατημένα) από αυτούς, αρνούμενος να πληρώσει τη διαφορά το club. Οι παίκτες αντέδρασαν, απαίτησαν το ακριβώς αντίθετο, υιοθετώντας ως βασική επιχειρηματολογία πως δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από αυτό που τους είχε ζητήσει/προτείνει ο σύλλογος.
Το κοινό είχε λοιπόν να διαλέξει. Ο Νούνιες δεν ήταν αρεστός, μα αντιπροσώπευε το club. Οι παίκτες, καλώς ή κακώς, περαστικοί ήταν. Και στο τέλος-τέλος αυτοί ήταν οι αμεσότερα ευνοημένοι και αυτοί που θα έπρεπε να καταβάλλουν τα νόμιμα.
Έτσι, για μια σπάνια φορά, η εξέδρα από τη σέντρα του «clásico» γιούχαρε τους παίκτες της Μπαρτσελόνα, ενώ -ακόμα πιο αναπάντεχο…- χειροκρότησε τους «Blancos», οι οποίοι μάλιστα δέχτηκαν και το περίφημο passillo κατά την είσοδό τους, αφού είχαν ήδη αναγορευτεί Πρωταθλητές.
Ο Σούστερ δεν γινόταν να μην ήταν μπροστάρης. Κατά πολλούς μάλιστα, αυτός ήταν που είχε προκαλέσει και την σχετική έρευνα των αρμόδιων αρχών, φτάνοντας να προσφύγει και στη δικαιοσύνη κατά του club, ενώ ακόμη φορούσε τα «blaugrana». Καραβανάς στην Βαρκελώνη, τελείωνε την όγδοη και τελευταία του σεζόν στην Καταλονία, έχοντας βιώσει αναγνώριση, αποδοχή, λατρεία πρωτόγνωρη για οποιονδήποτε αλλοδαπό.
Χαρακτηριστικό, καταγεγραμμένο γεγονός. Είχε συμπληρώσει την πρώτη του διετία, χωρίς ουσιαστικά κάποια ιδιαίτερη επιτυχία, ειδικά συγκρινόμενη με τα σταθμά της στις μέρες μας. Μόνο ένα Κύπελλο Ισπανίας και ένα Κυπελλούχων. Φαινόταν άλλωστε από το γεγονός ότι η διοίκηση αναζητούσε περαιτέρω ενίσχυση. Περαιτέρω από τον Μαραντόνα, ο οποίος έφτασε στη Βαρκελώνη το καλοκαίρι του ’82, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Το Camp Nou γέμισε στην προγραμματισμένη πρώτη ανοιχτή προπόνηση με τον Ντιέγκο στα «blaugrana». Και όμως, αυτός που ξεχώρισε, μακράν του οποιουδήποτε δεύτερου, ξεπερνώντας τον εσωτερικό ανταγωνισμό, ο Σούστερ ήταν, με το δικό του όνομα να ακούγεται περισσότερο ακόμα και από Εκείνου.
Στα οκτώ του χρόνια συνεργάστηκε με ισάριθμους προπονητές (και άλλους δύο υπηρεσιακούς). Καταχρηστικό το «συνεργάστηκε». Συνυπήρξε. Ανέχτηκε. Τον ανέχτηκαν. Από το πρώτο του εξάμηνο κιόλας στη Βαρκελώνη, είχε δηλώσει πως θέλει να επιστρέψει στη Γερμανία, αδυνατώντας να βρει κοινή περπατησιά με τον θρυλικό -τότε προπονητή της Μπαρτσελόνα– Λάζλο Κουμπάλα αλλά και τους νέους συμπαίκτες του.
Δεν μπόρεσε να κάνει χωριό ούτε με τον πατριώτη του, Ούντο Λάτεκ. Ουσιαστικά ο Σούστερ τον έδιωξε, θέτοντας ξεκάθαρα ζήτημα επιλογής: ή ο ένας ή ο άλλος.
Μοναδικά τα όσα διαδραματίζονταν στα αποδυτήρια και στο προπονητικό κέντρο της Μπαρτσελόνα, κάθε φορά που η (πρώτη) σύζυγος του Σούστερ, η Γκάμπι, τα επισκεπτόταν για να τα πει με τον Λάτεκ. Και όχι λόγω συζυγικού δικαιώματος αλλά εκπροσώπησης, αφού λειτουργούσε ως ατζέντης του.
Και τα ίδια έκανε με όλους. Ακόμα και με τον Τέρι Βέναμπλς. Με τον Άγγλο στον πάγκο, η Μπαρτσελόνα ήταν απόλυτα παραδομένη στην μπαγκέτα του Γερμανού. Το Πρωτάθλημα του 1985, το μόνο Πρωτάθλημα που κατέκτησε στους «Blaugrana», ήταν το επιστέγασμα μιας αρμονικής συνεργασίας, μιας σχέσης στην οποία ο Σούστερ πήγαινε τελείως κόντρα στο παρελθόν του, στον χαρακτήρα του.
Αναμενόμενα, όπως σε όλα, δεν κράτησε πολύ και έτσι και το δεύτερο τελεσίγραφο που δέχτηκε η διοίκηση της Μπαρτσελόνα εξαιτίας του, πάλι τον Σούστερ είχε “νικητή” και έναν ακόμα προπονητή χαμένο.
Το… σύστημα, κλάταρε στον ένατο (προπονητή). Είχε προηγηθεί η μέρα της κρίσης, εκείνη η 30η Απριλίου του 1988, και ακολούθησε η μαγιάτικη συμφωνία με τον Γιόχαν Κρόιφ. Οι δεσμοί είχαν κοπεί οριστικά και αμετάκλητα και ο Σούστερ έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε να αποτελεί κομμάτι της επόμενης μέρας.
Στα 29 του είχε τη δυνατότητα να επιλέξει όπου και ό,τι γούσταρε ως επόμενο σταθμό. Με τις αποδοκιμασίες του Camp Nou να ηχούν στ’ αφτιά του, με τον ξεπεσμό του από είδωλο στον αργυρώνητο, η επιλογή, η απόφαση ήταν η αναμενόμενη: Ρεάλ.
Στην «Πεντάδα του Γύπα» και στον Χιλ
Στη Μαδρίτη ήταν το κόσμημα που αποκτήθηκε από την άσπονδη αντίπαλο. Μα ήταν απλώς ένα από τα περίλαμπρα πετράδια μιας φουρνιάς, μιας ομάδας που έμεινε στην ιστορία της «Βασίλισσας», παρότι δεν κατέκτησε την ευρωπαϊκή κορυφή. Έμεινε γνωστή ως «La Quinta del Buitre», «Η Πεντάδα του Γύπα» δηλαδή.
Ο «Γύπας» φυσικά ο Εμίλιο Μπουτραγκένιο ήταν. Η συνοδεία του, οι υπόλοιποι της πεντάδας, η κοόρτη του και αυτοί γηγενείς, από τα σπλάχνα της Ρεάλ: Σαντσίς, Βάθκεθ, Μίτσελ, Παρδέθα. Όλοι τους αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά εκείνης της ομάδας που κυριάρχησε στη La Liga, κατακτώντας πέντε διαδοχικά Πρωταθλήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Εκεί λοιπόν ο Σούστερ δεν θα μπορούσε ποτέ να παρεισφρήσει, να ξεπεράσει την ιεραρχία, τη δομή. Προσαρμόστηκε. Το δέχτηκε.
Δύο χρόνια έκανε στο «Bernabéu», δύο χρόνια με καταπληκτικές εμφανίσεις, απολύτως ταιριαστές με τον θρύλο που δημιούργησε εκείνη ομάδα, δύο χρόνια με δύο διαφορετικούς προπονητές (Λίο Μπενάκερ, Τζόν Τόσακ), σε δύο διαφορετικούς ρόλους, πρώτα ουσιαστικά «οκτάρι», προτού οπισθοχωρήσει σε ρόλο (με τα σημερινά πρότυπα και χωρίς καμία διάθεση σύγκρισης) «Πίρλο», χωρίς ούτε αυτός ούτε η Γκάμπι να προκαλέσουν το παραμικρό. Τίποτα απολύτως.
Δεν απέτρεψε τον χρόνο όμως. Και συνδυαστικά με τους περιορισμούς για τον αριθμό των ξένων, έφτασε να είναι ο -κατ’ ανάγκη- παρείσακτος. Παραμονές λοιπόν της τρίτης και τελευταίας τους χρονιάς, στα 31 του πλέον, αποδεσμεύεται από τη Ρεάλ. Η σεζόν 1990-1991 ξεκίνησε και αυτός άνεργος ήταν. Περίμενε -και πάλι- το κατάλληλο, το ταιριαστό, αυτό που θα ικανοποιούσε και θα ανανέωνε τον εγωισμό του.
Ήρθε. Ατλέτικο Μαδρίτης. Τότε κανείς δεν το ήξερε, αλλά είχε ξεκινήσει ήδη την πορεία της παρακμής. Μα για τον Σούστερ ήταν το αντίβαρο της Ρεάλ. Και του έφτανε.
Μόνο και μόνο η παρουσία του αρκούσε για να αναβαθμίσει τους «Rojiblancos» σε διεκδικητές του τίτλου και να φέρει, τελικά, δύο Κύπελλα. Το δεύτερο (1992) ονείρωξη του, πιθανότατα η φαντασίωσή του, όταν υπέγραφε στην Ατλέτικο. Μέσα στο Bernabéu, κόντρα στη Ρεάλ, με τον ίδιο να ανοίγει το σκορ με εκτέλεση φάουλ.
Στο «Vicente Calderón» το ζήτημα δεν ήταν ποτέ οι προπονητές. Ήταν ο ιδιοκτήτης. Το συνταίριασμά του με τον ανεπανάληπτα εκκεντρικό, μοναδικό Χεσούς Χιλ από μόνο του ικανό να κόψει εισιτήρια, ακόμα και μεταξύ εκείνων που περίμεναν να δουν θεατρικό και όχι ποδόσφαιρο. Η προσδοκώμενη σύγκρουση προέκυψε μόλις τον τρίτο χρόνο.
Ο Σούστερ, γερασμένος πια και ταλαιπωρημένος από συνεχείς τραυματισμούς, έδωσε την αφορμή στον Χιλ, ο οποίος δημοσίως τον κατηγορούσε πως δεν προσπαθούσε, πως είχε χάσει το κίνητρό του και πως ούτε λίγο ούτε πολύ σκόπιμα με την παθητική του συμπεριφορά και την αδυναμία του να γιάνει σαμπόταρε την ομάδα.
Έτσι, μετά από 13 χρόνια στην αγαπημένη του Ισπανία, με το παράσημο ότι έγινε ο πρώτος (και ένας από τους δύο συνολικά στην ιστορία) που φόρεσε τις φανέλες των Μπαρτσελόνα, Ρεάλ και Ατλέτικο, πλήρης αποδοχής και αναγνώρισης, όχι όμως τόσο τίτλων, αφού θα μπορούσε να έχει κερδίσει περισσότερους και σίγουρα χωρίς να έχει εμπλουτίσει την καριέρα του με κάποιον διεθνή (πέραν του Κυπελλούχων με την Μπαρτσελόνα), έχοντας ουσιαστικά αλλάξει το λειτουργικό πλαίσιο ενός μέσου, επαναπατρίστηκε για χάρη της Λεβερκούζεν.
Δεν κρέμασε στις «Ασπιρίνες» τα παπούτσια του αλλά στη μεξικάνικη Πούμας, όπου έκανε μερικές μετρημένες συμμετοχές στα 37 του, ξεκινώντας ουσιαστικά τη νομαδική προπονητική του σταδιοδρομία. Αυτή αισίως κρατάει 20 χρόνια, τον έφερε σε δέκα ομάδες, πέντε διαφορετικών χωρών, μα μόλις με δύο τίτλους στο ενεργητικό του και αυτούς στη μία και μόνο χρονιά που πέρασε στον πάγκο της Ρεάλ (2008).
Πλέον, εδώ και κάποια χρόνια, άνεργος (η τελευταία του ομάδα ήταν η κινέζικη Νταλιάν). Δεν το έχει ανάγκη, προφανώς, βιοποριστικά. Σχεδόν βέβαιο πως δεν το έχει ανάγκη ούτε και ως εσωτερική αναζήτηση. Τρία παιδιά, δύο γάμοι, κοσμογυρισμένος, δίπορτο σε Ισπανία και Γερμανία, καταφύγιο στην θρησκεία. Έχει να κάνει, δεν χρειάζεται να ψάξει για να γεμίσει την μέρα του.
Στο ποδόσφαιρο, μετά από τέσσερεις δεκαετίες, τα είδε όλα, τα έζησε όλα και κυρίως, τα είπε όλα. Φωναχτά, δυνατά. Δικαιολογημένα ή όχι, μικρή σημασία έχει πλέον.
Τώρα, δεν ακούγεται, δεν μιλάει. Δεν άλλαξε. Δεν γίνεται να άλλαξε. Δεν ανήκει, δεν μπορεί να ανήκει στην φτιαξιά των ανθρώπων που σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους αποφασίζουν να μιλήσουν πλέον με τη σιωπή τους.
Έχοντας μιλήσει τόσο στην ποδοσφαιρική του ζωή, γνωρίζει πιθανώς καλύτερα από πολλούς πως μόνο η σιωπή δεν δείχνει μεταμέλεια.
Άλλωστε για τον «Bernardo el sordomudo» μιλάμε…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας βοήθησε να καταλάβουμε
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη