Εκείνα τα χρόνια, ήμουν περίπου 10 ετών τότε, στο χωριό δεν υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι.
Βλέπαμε είτε στο καφενείο, όπου είχαν φέρει μία από Γερμανία, είτε στο σπίτι κάποιου μετανάστη από την ίδια χώρα.
Μετανάστες ήταν και οι δικοί μου, εγώ μεγάλωσα με τη γιαγιά (η αδυναμία μου, σαν μητέρα μου) και τον παππού και μετά στο οικοτροφείο, αλλά μετά τα 10 μου κάποια καλοκαίρια, όταν τελείωνα το σχολείο, πήγαινα στο Αμβούργο να δω τους γονείς μου που δούλευαν εκεί, αν και περισσότερο έρχονταν εκείνοι στο χωριό τα καλοκαίρια.
Είχαν πάει Γερμανία το 1961, 1963 γεννήθηκα εγώ, ήρθαν, με βάφτισαν και στα 18 μου γύρισαν Ελλάδα, τότε που πήγα στον ΠΑΣ Γιάννινα. Κάθε δύο χρόνια πηγαίναμε οι δυο μας με τη γιαγιά μου με το τρένο.
Γήπεδο να δω Αμβούργο δεν είχα πάει, ήμουν μικρός και οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο.
Υπήρχε λοιπόν μια τηλεόραση στο καφενείο, μαζευόμασταν όλοι και βλέπαμε συνήθως Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός αλλά και άλλα εγχώρια.
Παρακολουθούσαμε επίσης και τη Λίβερπουλ με τον Κέβιν Κίγκαν, εγώ είχα μεγαλώσει με αυτόν σαν αδυναμία, ε, ήμουν και Λίβερπουλ, θαύμαζα αυτήν την φουρνιά παικτών, τον Ίαν Ρας.
Και στο Αμβούργο θαύμαζα τον Κάλτς, ο οποίος μεσουρανούσε, τότε που πήγαινα εγώ εκεί.
Είχα πρότυπο και τον Μίτσελ, γιατί έπαιζε στην ίδια θέση με μένα, χαφ, ήταν η καλή Ρεάλ τότε, με Μπουντραγκένιο κτλ.
Και, όταν άρχιζα δειλά-δειλά την πορεία μου στα 15 μου, πριν πάω στον ΠΑΣ Γιάννινα στα 18 μου, βλέποντας τότε τους Τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, έπαιρνα στοιχεία που αφορούσαν είτε στη θέση μου είτε στην τακτική, ώστε να τα εμπεδώσω και να τα εφαρμόσω και εγώ στο γήπεδο.
Το χωριό μου λέγεται Ασφάκα, από τα φυτά ασφάκα που πηγαίνουν οι μέλισσες. Μαζεύονται κοντά στα πουρνάρια και τα βράχια.
Κάναμε γήπεδα λοιπόν με τις πέτρες, μετά βάζαμε ξύλα μόνοι μας και παίζαμε μεταξύ μας, ερχόντουσαν κι απ’ τα διπλανά χωριά, τις Καρυές, το Πετσάλι κτλ, και παίζαμε όλη μέρα στην πλατεία του χωριού, η οποία ήταν γήπεδο κανονικό όπου έπαιζε και η ομάδα.
Εκεί, μόλις τελείωναν οι μεγάλοι, μαζευόμασταν κι εμείς, οι μικροί, και παίζαμε, θέλοντας να τους μιμηθούμε, ποιος ήταν ο καλύτερος παίκτης, πώς έκανε το γκολ κτλ, γιατί είχαμε πρότυπα.
Το καλό ήταν ότι είχαμε τον «ΑΠΟ Δαβάκης» στο χωριό, εκεί όπου πρωτόπαιξα 16 χρόνων, ομάδα που πήρε το όνομά της από τον Στρατηγό Δαβάκη που πολέμησε το 1940 στο Καλπάκι και του οποίου άγαλμα έχουμε στο χωριό.
Ο πατέρας μου, ο οποίος έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, ερχόταν στα παιχνίδια να με δει. Η μητέρα μου, η οποία ζει με την αδερφή μου στο χωριό, είχε έρθει να με παρακολουθήσει, όταν πήγα στον Ηρακλή. θυμάμαι είχε έρθει με τον Πανιώνιο και σε ένα παιχνίδι με τον Άρη (Άρης-Ηρακλής 0-1).
Και οι δύο με έχουν δει στα καλά μου, στον Ηρακλή, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΣ, στις αρχές που ήμουν παράλληλα και στην Εθνική ομάδα. Με είδαν στο ζενίθ της καριέρας μου και ήταν πολύ περήφανοι για εμένα, γιατί μέσα από τις δυσκολίες είδαν το όνειρό μου να γίνεται πραγματικότητα, δίνοντας χαρά και στους ίδιους…
Είχα περάσει και στη Γυμναστική Ακαδημία, πήρα το πτυχίο μου και, όπως κάθε γονιός χαίρεται με την εξέλιξη του παιδιού του, έτσι και οι δικοί μου γέμισαν υπερηφάνεια για τις επιδόσεις μου.
Ήμουν ένα παιδί που πήγε στο οικοτροφείο, ήμουν παιδί της εκκλησίας, ντυνόμουν παππαδάκι, έλεγα το «Πάτερ Ημών» στο χωριό.
Μάλιστα, στο οικοτροφείο ερχόταν κι ο γέροντας -και νυν Άγιος- Παΐσιος και μας έκανε κατηχητικό, ενώ ο Αρχιμανδρίτης μάς δίδασκε τον λόγο του Θεού και την καλή την πράξη.
Έμαθα πολλά πράγματα εκεί και οι στόχοι μου ως άνθρωπος δεν είχαν καμιά σχέση με το χρήμα, αν και μεγάλωσα στερημένα. το χρήμα ήταν για να συντηρούμαι, όχι για να κάνω λεφτά.
Τα φτωχικά χρόνια στο χωριό στερήθηκα τα πάντα, αλλά το καλό ήταν πως στο οικοτροφείο έστελναν χρήματα οι γονείς μου, πλήρωναν και δεν είχα πλέον στερήσεις, είχα πια και τα παπούτσια μου και το ποδήλατό μου, έστελναν τα μάρκα στον παππού και τη γιαγιά για να μην μου λείπει τίποτα.
Αλλά στα πρώτα βήματά μου στο χωριό είχα δυσκολίες, δεν είχαμε την πολυτέλεια της καλής διατροφής, το μόνο σημαντικό ήταν ότι είχαμε τα ζώα που τρώγαμε, το τυρί μας, τα κρέατα τα καθαρά, την κότα. κάθε Κυριακή έλεγε η γιαγιά «φέρε τον κόκορα να τον σφάξουμε, σήκω να πιάσεις τον κόκορα». Κι έτσι ήμουν για χρόνια μέσα στη φύση και τα ζώα.
Εγώ έτρεχα, ήμουν πολύ γυμνασμένος, γιατί ήμουν και αθλητής στίβου, είχα 9 λεπτά και 44 δευτερόλεπτα στα 3χλμ., δεν υπήρχε άλλος στα Γιάννενα που να μπορούσε να με συναγωνιστεί, οπότε αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στην εξέλιξή μου.
Ο παππούς μου και ο πατέρας του ήταν ψηλοί, μόνο εγώ δεν βγήκα ψηλός, είμαι 1.63, πιθανώς από τη διατροφή. Στο χωριό ήμασταν όλη μέρα στο τρέξιμο, όλη μέρα με την μπάλα και μετά νύχτωνε. Οπότε, όταν δεν τρως καλά ή τρως μόνο αβγοφέτες (ήμουν πολύ fan, η γιαγιά μου μου έφτιαχνε και μου έφερνε στο διάλειμμα), δεν τρως το μεσημέρι και μετά έρχεται η κούραση και δεν τρως ούτε το βράδυ κανονικά, επηρεάζεται η ανάπτυξη.
Τότε ήταν δύσκολο να παίξεις με ύψος 1.60. Ειδάλλως, έπρεπε να έχεις γρήγορη σκέψη, τεχνική, ταχύτητα, τα οποία τα είχα και τα τρία, οπότε κάλυπτα το μειονέκτημα του ύψους μου.
Και έπαιζα χωρίς μπάλα, δηλαδή έπαιζα και έφευγα.
Το ποδόσφαιρο θέλει και τη φυσική κατάσταση και εγώ δεν κουραζόμουν. Εκεί που κουράζονταν οι άλλοι μετά το 60′, εγώ τότε άρχιζα να ανεβαίνω και να ξεχωρίζω.
Κι αυτό, γιατί είχα βραδυκαρδία λόγω του στίβου, είχα 42 σφυγμούς σε ηρεμία. όταν πήγα για πρώτη φορά στον καρδιολόγο του ΠΑΣ, μου λέει «έχεις πρόβλημα με την καρδιά» και του λέει ο φυσικοθεραπευτής «ο Μπονόβας είναι αθλητής στίβου και έχει βραδυκαρδία από την προπόνηση», είχε μεγαλώσει η καρδιά μου και χτύπαγε πιο αργά.
Με βοήθησε λοιπόν πάρα πολύ η φυσική κατάσταση, βελτίωσα μετά τα τεχνικά δεξί-αριστερό, έκανα την ατομική μου προπόνηση και με όλα αυτά εκμηδένισα το μειονέκτημα του ύψους.
Εκτός του Ολυμπιακού, πριν φύγω από τον ΠΑΣ, είχα προτάσεις από Παναθηναϊκό, ΑΕΚ και ΠΑΟΚ.
Εγώ έκανα δύο χρόνια προπόνηση στην ΑΕΚ και δεν το ξέρουν πολλοί αυτό.
Τότε κάναμε πολύ παρέα με τον Στράτο Αποστολάκη (ο οποίος είναι και κουμπάρος μου, με στεφάνωσε), γιατί παίζαμε μαζί Εθνική Ελπίδων. Παίρνουμε δεύτερη βαλκανική νίκη στη Βουλγαρία και περνάμε Γυμναστική Ακαδημία το 1984. Ο Στράτος πάει απ’ τον Παναιτωλικό στον Ολυμπιακό το 1985 και την επόμενη χρονιά, το 1986, ακολουθώ κι εγώ. Απ’ το 1984 όμως παρακολουθούσαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο τα μαθήματα της Γυμναστικής Ακαδημίας.
Τότε ήταν ο Αντώνης Γεωργιάδης στην ΑΕΚ και, επειδή είχε δεσμούς με τον Πρόεδρο του ΠΑΣ, καθώς είχε περάσει απ’ την ομάδα, πήγαινα και έκανα προπόνηση εκεί. Και μάλιστα με την καλή ομάδα της ΑΕΚ, με Μαύρο, με Μπάγεβιτς, με Μανωλά!
Για δύο χρόνια! Προσπαθούσα να μην χάνω προπονήσεις, Κυριακή βράδυ γυρνούσα από τα Γιάννινα Αθήνα με το τελευταίο λεωφορείο των 21:00, πήγαινα το πρωί Γυμναστική Ακαδημία και μετά, όπως ερχόμουν από το Ολυμπιακό Στάδιο με τον ηλεκτρικό (έμενα στην πλατεία Βικτωρίας), σταματούσα στον Περισσό και έκανα προπόνηση με την ΑΕΚ.
Εγώ τότε ήμουν ήδη Ολυμπιακός και η ΑΕΚ με ζητούσε, αλλά δεν έδινε χρήματα, έδινε 5 εκατ. στον ΠΑΣ και τα υπόλοιπα λεφτά, επειδή ήταν ο «Ζήτα» τότε, τα συμπλήρωνε με ρούχα.
Τα περισσότερα χρήματα για να με αποκτήσει τα έδινε ο Παναθηναϊκός, αλλά ήθελε να μας πάει μαζί με τον Στράτο Αποστολάκη (ήθελε να μας πάρει και τους δύο) στον ΟΦΗ κι εγώ δεν το ήθελα αυτό.
Υπήρχε και η πρόταση του ΠΑΟΚ, αλλά ο Ολυμπιακός τότε ήταν η πρώτη μας πρόταση, η οποία μάλιστα ήρθε κατευθείαν γραπτώς, ο Πρόεδρος επίσης ήταν πολύ θετικός, επειδή ήταν καλά τα λεφτά και τα πήρε όλα μπροστά, όπως και εισπράξεις ενός φιλικού αγώνα, ταυτόχρονα κι εγώ σκεφτόμουν ότι, επειδή ο Ολυμπιακός είχε προβλήματα στα χαφ, θα έπαιζα βασικός, οπότε τον προτίμησα, γιατί εκτός από τα παραπάνω ήμουν και Ολυμπιακός.
Μιας και αναφερθήκαμε και στα οικονομικά, να πω ότι σχετικά με τα χρήματα που πήρα στην καριέρα μου είχα δύο ατυχίες.
Η πρώτη ήταν ότι δεν είχα άνθρωπο δικό μου τότε στη μεταγραφή από τα Γιάννινα στον Ολυμπιακό. Με είχε πάει ο Πρόεδρος και είχε πάρει τότε ο ΠΑΣ 25 εκατ., πήρα κι εγώ 5 εκατ.
Κάθομαι δύο χρόνια στον Ολυμπιακό, παίρνω Πρωτάθλημα, παίζω στην Εθνική ομάδα βασικός και μετά πάω στον Ηρακλή με αντάλλαγμα, επί Κοσκωτά, τον Κωφίδη. Ήταν να πάρω 200 εκατ. κανονικά, εάν καθόμουν στην ανανέωση συμβολαίων. Έφυγα από τον Ολυμπιακό στα 24 μετά από δυο χρόνια, άλλοι παίκτες έκατσαν πενταετίες-οκταετίες και είχαν άλλα νούμερα, άλλα συμβόλαια.
Το σπίτι που έχω στα Γιάννενα το αγόρασα με τα χρήματα που πήρα επί Κοσκωτά, όταν έφυγα.
Επίσης, όταν φεύγεις από τον Ολυμπιακό και πας στον Ηρακλή, τα νούμερα δεν είναι τα ίδια.
Πάλι στα 28 μου έκανα λάθος επιλογή. Είχα στερηθεί τους γονείς μου και γύρισα στον ΠΑΣ Γιάννινα, ο οποίος έπαιζε τότε Β’ Εθνική, ενώ είχα προτάσεις για Α’ κατηγορία και από Κύπρο, μέσω των οποίων θα μπορούσα να παραμείνω στην Εθνική και να πάω και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.
Είχα παίξει στα προκριματικά επί Μίλτου Παπαποστόλου, ήταν ο άνθρωπος που με πίστεψε πάρα πολύ και με κάλεσε πρώτος σε όλες τις Εθνικές. Μετά όμως ο Αλκέτας Παναγούλιας δεν μπόρεσε να με πάρει, γιατί ο ΠΑΣ ήταν Β’ Εθνική (1992-1994). Ενώ ήμουν λοιπόν βασικός σε όλες τις Εθνικές, δεν πήγα στο Παγκόσμιο για αυτόν τον λόγο!
Γενικά είχα ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην καριέρα μου, ήμουν πάρα πολύ αγαπητός.
Ο Αναστόπουλος ο Μητρόπουλος, ο Μίχος, ο Αποστολάκης, ο Ξανθόπουλος, όταν έπαιζα Εθνική ή με τον ΠΑΣ Γιάννενα, με είχαν αγκαλιάσει πάρα πολύ, με είχαν από κοντά, με πίστευαν και ως παίκτη.
Και μάλιστα πρέπει να μέτρησε και ο λόγος τους, όταν αποκτήθηκα από τον Ολυμπιακό. Τους ρώτησαν «Πώς τον βλέπετε τον Ανδρέα; Μπορεί να αντεπεξέλθει στον Ολυμπιακό;».
Εν τω μεταξύ, στην ομάδα τότε ήταν ο Αντώνης Γεωργιάδης, ο οποίος με είχε βγάλει εντελώς “ακτινογραφία” από τις προπονήσεις που έκανα στην ΑΕΚ εκείνα τα δυο χρόνια, οπότε, με το που πήγε εκείνος στον Ολυμπιακό, εγώ αποτέλεσα μια από τις πρώτες μεταγραφές.
Όταν πήγα στον Πειραιά, ο κόσμος ήταν άλλο πράγμα! Όταν παίζαμε αντίπαλοι στο Καραϊσκάκης με τον ΠΑΣ, μου έλεγαν «έλα, έλα εδώ, έλα στο “Τηγάνι”, στο Καραϊσκάκης, έλα στην ομάδα μας»! Ο κόσμος με είχε και μια αγάπη από πριν, αλλά, όταν πήγα, ήταν το αποκορύφωμα, τέτοια αγάπη, τέτοια λατρεία, τέτοιος θαυμασμός, ήταν σαν να ήμουν εκεί χρόνια!
Οι εφημερίδες, το «Φως» για παράδειγμα, να γράφουν πρωτοσέλιδα όπως «ο Μπονόβας στον Ολυμπιακό».
Όπου πήγαινα στη γειτονιά, γιατί έμενα τότε στην Καλλιθέα, για να είμαι κοντά στο Ρέντη, όπου έβγαινα στα μαγαζιά, να γίνεται χαμός.
Ήταν το κάτι άλλο!
Και βέβαια, από το Πρωτάθλημα που πήραμε το 1987 δεν θα ξεχάσω το παιχνίδι που δείξαμε τη διαφορά με τον Παναθηναϊκό.
Ο Παναθηναϊκός ήταν μια από τις πολύ καλές ομάδες τότε, ομαδάρα για την ακρίβεια, με Σαραβάκο, Ρότσα, Ζάετς, Δημόπουλο, Καρούλια, ένα πλήρες και τρομερό ρόστερ.
Μπροστά σε 80.000 κόσμο λοιπόν δείχνουμε την αξία μας και με γκολ του Παπαχρήστου παίρνουμε το παιχνίδι, το οποίο ήταν καθοριστικό για το Πρωτάθλημα.
Όταν στα δύο χρόνια με κάλεσε ο Κοσκωτάς επάνω και μου λέει «Ανδρέα, πρέπει να φύγεις να πας στον Ηρακλή», του λέω «κύριε Γιώργο, εγώ ήρθα με όνειρα και φιλοδοξίες στον Ολυμπιακό.Δεν μπορεί να μου κόβεις τα φτερά στα δύο χρόνια και ενώ έχω πάρει και Πρωτάθλημα». ήμουν βασικός στην ομάδα και έπαιζα και στην Εθνική.
Του λέω λοιπόν «πάρε και τον Κωφίδη, με τον Κωφίδη παίζουμε μαζί στην Εθνική». ο Μίλτος Παπαποστόλου είχε αριστερά τον Κωφίδη, δεξιά εμένα και ο Αναστόπουλος με τον Σαραβάκο ήταν μπροστά, αυτή ήταν η τετράδα τότε.
Σκέφτηκα ότι πιέστηκαν κι αυτοί, ενώ κι ο Θεοδωρίδης, ο συγχωρεμένος ο Πρόεδρος, στα ανταλλάγματα ήθελε κάποιον να αναπληρώσει τον Σάββα, οπότε κάπως έτσι νομίζω ότι θυσιάστηκα, αυτός ήταν ο λόγος.
Στο σημείο αυτό να αναφερθώ και στον Βασίλη Χατζηπαναγή.
Εκτός από τεράστιος παίκτης, στα στάνταρ του Μέσι και του Μαραντόνα, η τεχνική σκέψη και η φαντασία του ήταν το κάτι άλλο, δεν υπήρχε!
Ένας “μικρός Μαραντόνα” στην Ελλάδα, αυτός ο άνθρωπος, αν είχε φύγει στο εξωτερικό ή είχε παίξει στην Εθνική, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχε διαπρέψει σε μεγάλη ομάδα, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ κτλ, σε τέτοιου βεληνεκούς επίπεδο!
Έκανε απίστευτα πράγματα, είχε μια ηρεμία ως άνθρωπος, ήταν αρχηγός με όλη τη σημασία της λέξεως, παιχταράς με το «10», είχε επιπλέον και το ήθος και έδινε και τη θετική του ενέργεια στους συμπαίκτες του!
Στα τέσσερα χρόνια που έπαιξα εκεί και ήμασταν συμπαίκτες, είχαμε μεγάλο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Είχαμε παίξει και αντίπαλοι και μάλιστα η γνώμη του για μένα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόκτησή μου από τον Ηρακλή.
Με τον Βάσια μιλάμε συνέχεια, έχουμε επαφές και, όποτε πάω Θεσσαλονίκη να δω την κόρη μου που είναι δικηγόρος εκεί, πηγαίνω στα ματς με τον Ηρακλή και έρχεται, έχουμε ιδιαίτερη σχέση.
Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι ο Ηρακλής μεσουράνησε κι έπαιξε πολύ ελκυστικό ποδόσφαιρο και με τη φουρνιά πριν από εμένα, τον Λάκη Παπαϊωάννου και τους υπόλοιπους.
Όταν έφυγα για πρώτη φορά από τον ΠΑΣ Γιάννινα, ήμουν επί τέσσερα χρόνια βασικός στην ομάδα και αγωνιζόμουν και με το εθνόσημο. Παρόλο που πέσαμε τότε στο μπαράζ με τον Πανιώνιο, κάθισα μια χρονιά ακόμα, έπαιξα στα “ξερά” της Β’ Εθνικής το 1985, ανέβασα την ομάδα και μετά έφυγα.
Αυτά ο κόσμος δεν τα ξεχνάει, έχω τέτοια λατρεία από τον κόσμο της Ηπείρου αλλά και του ΠΑΣ Γιάννινα που, όταν πάω, ειδικά στην πόλη, δεν ξέρω ποιον να χαιρετήσω και πού να πάω.
Εκτός από το ότι είμαι από εκεί, γέννημα-θρέμμα, είμαι δεμένος με την πόλη, γιατί με αγάπησαν και τους αγάπησα. Κι ο ΠΑΣ έχει ξεχωριστή θέση μες στην καρδιά μου, καθώς ήταν η ομάδα που με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα να αναρριχηθώ και να κάνω την καριέρα που έκανα.
Πρέπει να είχα ένα θείο χάρισμα, ώστε να πετύχω όλα αυτά που πέτυχα παρά τις δυσκολίες. Μάλλον μια ανώτερη δύναμη με βοήθησε, δεν είχα τραυματισμούς, είχα μια φώτιση και μια δύναμη που δεν μπορούσα να την εξηγήσω.
Όταν έμπαινα στο γήπεδο μπροστά σε 80.000 κόσμο ήταν σαν να έπαιζα στην αλάνα με τα παιδιά, ένιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που δεν είχα ούτε άγχος ούτε κούραση, έλεγα «Σήμερα εσείς ήρθατε να με χειροκροτήσετε κι εγώ έχω τη δέσμευση μέσα μου να σας ευχαριστήσω».
Και επειδή ήμουν ένας άνθρωπος πάντα δοτικός, δεν έπαιξα ποτέ για τον εαυτό μου, έπαιζα για το σύνολο και για τον συμπαίκτη μου.
Γι’ αυτό και έχω φίλους μετά από τόσα χρόνια σε όλον τον πλανήτη, είτε από το οικοτροφείο, είτε από το σχολείο, είτε στο χωριό, είτε συγγενείς, είτε ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσα, είτε ανθρώπους που γνώρισα στην πορεία.
Ξαναβρεθήκαμε με ανθρώπους μετά από 30 χρόνια, αυτή η αναγνώριση, η αγάπη και ο σεβασμός που εισπράττω δεν πληρώνονται με όλον τον πλούτο του κόσμου.
Το ποδόσφαιρο είναι μέχρι τα 36 που έπαιξα. Το υπόλοιπο της ζωής είναι αυτό… που δεν σε ξεχνάνε. Είναι τόσο σημαντικό να έχεις αγάπη και σεβασμό από τον κόσμο, όπου πας να σε χαιρετούν και να σε χειροκροτούν! Και με τους παλαιμάχους που παίζουμε είναι σαν χθες, σαν να έπαιζα στο Καραϊσκάκης και τα άλλα γήπεδα.
Όταν πια πηγαίνω στο χωριό μου, τους μαζεύω εκεί στο καφενείο, πίνουμε τα τσίπουρα και μετά παίρνω τα πιτσιρίκια, πάμε στο γήπεδο και τους μαθαίνω λίγο τεχνική.
«Έρχεται ο Ανδρέας να μας μάθει τα μυστικά», λένε τα παιδιά, οπότε το θεωρώ και κάπως σαν υποχρέωσή μου να το κάνω. Και το κάνω!
Ο Ανδρέας Μπονόβας είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος