Το κυρίαρχο στοιχείο στο ποδόσφαιρο είναι η μπάλα.
Ακούμε προπονητές, αλλά και δημοσιογράφοι έχουν αρχίσει να μπαίνουν σε αυτό το μουντ, να μιλάνε για τακτικά θέματα, επίθεση, άμυνα, σχηματισμούς, transition, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο του ποδοσφαιρικού αγώνα, κατά τη γνώμη μου, είναι η μπάλα.
Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό το τι κάνεις χωρίς αυτήν και το πώς θα την επανακτήσεις γρήγορα, το τι κάνεις, όταν την έχεις, και το πώς θα βάλεις δυσκολίες στους αντιπάλους, φτάνοντας γρήγορα στην πλάτη τους.
Περί προπονητικής
Ο προπονητής μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρωταγωνιστές είναι οι ποδοσφαιριστές. Το να έχεις δηλαδή κάποιες ιδέες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορούν και να υλοποιηθούν, γιατί αυτό εξαρτάται από το αν έχεις τα κατάλληλα εργαλεία, τους ποδοσφαιριστές.
Επιθετικά, πιστεύω ότι πρέπει να προσδώσεις κάποιους αυτοματισμούς στους παίκτες, η δουλειά του προπονητή όμως είναι να φτάσει την ομάδα του στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας.
Στο αμυντικό κομμάτι, στο τι κάνεις χωρίς την μπάλα, θεωρώ ότι χρειάζεται αγωνιστική πειθαρχία, να έχεις παίκτες με συγκεκριμένους ρόλους και αρχές μέσα στο γήπεδο.
Φυσικά, κοινός παρονομαστής σε όλα είναι το ταλέντο, δεν μπορεί ένας προπονητής να πει σε έναν ποδοσφαιριστή «τώρα θα σουτάρεις», «τώρα θα ντριμπλάρεις», «τώρα θα σκάψεις την μπάλα» ή «τώρα θα κάνεις κεφαλιά».
Όσον αφορά σε εμένα λοιπόν, θεωρώ ότι έχω έναν χαρακτήρα επιθετικό και λάτιν, δηλαδή θέλω οι ποδοσφαιριστές μου να παίρνουν πρωτοβουλίες και να αυτοσχεδιάζουν, με μια λέξη να ντριμπλάρουν.
Μόνο έτσι μπορείς να διασπάσεις κλειστές άμυνες, καθώς δημιουργείς υπεραρρυθμία και μπορείς στη συνέχεια να βρεις έξτρα συμπαίκτες.
Αμυντικά, θέλω οι παίκτες μου να καλύπτουν γρήγορα χώρους με ταχύτητα και γρήγορη αντίληψη της φάσης, αυτό που λέμε ποδοσφαιρικό «awareness», «επίγνωση», «αντίληψη», καθώς πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο δεν διδάσκεται ή διδάσκεται έως έναν βαθμό.
Για εμένα δηλαδή, ποδοσφαιριστής γεννιέσαι ουσιαστικά. Βλέπουμε πχ μικρούς ποδοσφαιριστές, παιδιά ηλικίας 12 ετών, που είναι λες και ξέρουν, πριν πάρουν την μπάλα, πού βρίσκονται οι συμπαίκτες τους, πού είναι οι αντίπαλοί τους και γενικά λειτουργούν άψογα. Και οι προπονητές λίγο-πολύ μπορούν να διακρίνουν ποιοι είναι αυτοί οι παίκτες από τους οποίους μπορούν να έχουν προσδοκίες.
Εξ ου και το αποκαλώ «awareness», κάπως σαν «ποδοσφαιρική αντίληψη» στα ελληνικά. Και αυτό διαφέρει από θέση σε θέση. Άλλα στοιχεία αντίληψης πρέπει να έχει ο αμυντικός, άλλα ο μέσος, άλλα ο επιθετικός.
Εγώ λοιπόν αυτό δεν το είχα. Μπορεί να έτρεχα πάρα πολύ, μπορεί να ήμουν πολύ πειθαρχημένος, να έκανα αυτό που μου έλεγε ο προπονητής μου, αλλά ήμουν ένας παίκτης που είχε όρια. Πάντα, ενώ προσπαθούσα να εκτελέσω ως ποδοσφαιριστής αυτά που μου έλεγαν οι προπονητές μου και τα καταλάβαινα νοητικά, δεν μπορούσα να τα αποδώσω πρακτικά. Συζητούσα με τους τεχνικούς, προσπαθούσα να τους καταλάβω, τους κοιτούσα στα μάτια, προσπαθούσα να εκτελέσω κατά γράμμα τις εντολές που μου έδιναν, αλλά έβλεπα ότι είχα όρια σε αυτό.
Ενώ το μυαλό μου ήθελε, ουσιαστικά η αντίληψή μου και το σώμα μου δεν ακολουθούσαν. Αλλά το ποδόσφαιρο είναι μια βιομηχανία που δεν περιορίζεται. Αν το αγαπάς πραγματικά, μπορείς να το ακολουθήσεις από οποιοδήποτε μετερίζι.
Προσωπικά, συνέχεια επιμορφώνομαι, συνέχεια παρακολουθώ τις εξελίξεις της προπονητικής. Από το σχολείο διάβαζα πολύ, πήγαιναν οι γονείς μου να ρωτήσουν τους δασκάλους για την πρόοδό μου κι εκείνοι ρωτούσαν «μα διαβάζει βιβλία;», καταλάβαιναν δηλαδή ότι διάβαζα, κάτι που το κάνω και τώρα, για την ακρίβεια βάζω στόχους πόσα βιβλία θα τελειώσω μέσα σε έναν χρόνο, βιβλία κυρίως φιλοσοφικά, ψυχολογικά και ποδοσφαιρικά.
Στην προπονητική δεν φτάνουν οι ώρες, είναι κάτι που λειτουργεί 24/7, αλλά κάποιες στιγμές πρέπει να έχεις και ισορροπία, γιατί θα φτάσεις να “καείς”. Εγώ πχ πιάνω τον εαυτό μου να το παρακάνω, είναι στα όρια τη μανίας, μου το λέει αυτό και η σύζυγός μου, η οποία μπορεί να μου μιλάει για κάποια πράγματα, εγώ να έχω ένα βλέμμα απλανές, εκείνη να μου λέει «κατάλαβα, δεν άκουσες τίποτα» και εγώ να απαντάω «δεν άκουσα τίποτα, μπορείς να επαναλάβεις σε παρακαλώ;».
Σχετικά με τη δική μου πορεία, ξεκίνησα την προπονητική 29 ετών και από το μηδέν, χωρίς να έχω παίξει ουσιαστικά ποδόσφαιρο και χωρίς να είμαι αναγνωρίσιμος, πάντα όμως είχα στόχους και ονειρευόμουν, προφανώς μην γνωρίζοντας πού θα βγάλει όλο αυτό. Πήγα στη σχολή προπονητών και στη συνέχεια προπόνησα ομάδα, με τη γνώση μου να είναι καθαρά προπονητική.
Στο σημείο αυτό να τονίσω ότι οι σχολές προπονητών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικές, κατά τη γνώμη μου, όπως εξαιρετικοί είναι και οι εκπαιδευτές, οι οποίοι σου δίνουν αρχικά τα ερεθίσματα και στη συνέχεια πρέπει να ψαχτείς κι ο ίδιος.
Έχω προπονήσει πολλές ομάδες χαμηλών κατηγοριών, ξεκίνησα από ακαδημίες και ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, αλλά πάντα ήμουν υπεραναλυτικός, πάντα έκανα παραπάνω πράγματα απ’ ό,τι έπρεπε να κάνω, φτάνοντας παράγοντες και ποδοσφαιριστές στο σημείο να μου λένε «ρε κόουτς, αυτά που μας λες εδώ είναι για άλλο επίπεδο, είναι για παραπάνω!».
Εγώ όμως εκεί είχα διττό στόχο, ήθελα και να προετοιμάσω κάποιους νεαρούς ποδοσφαιριστές αλλά και να βελτιωθώ ο ίδιος.
Κάποια παιδιά έρχονταν από δουλειές, άλλα έρχονταν από οικογενειακά προβλήματα και άλλα απλώς είχαν το όνειρο να γίνουν ποδοσφαιριστές, ενώ παράλληλα κι εγώ ήθελα να εξελιχθώ προπονητικά. Άρα, ουσιαστικά εκπαίδευα τα παιδιά, εκπαίδευα και τον εαυτό μου.
Ένα παράδειγμα. Έκανα βιντεοανάλυση στο ερασιτεχνικό, κάποιους ποδοσφαιριστές τούς έπαιρνε ο ύπνος λόγω κούρασης, οπότε ουσιαστικά εξασκούσα τον εαυτό μου και όσους ήθελαν να παρακολουθήσουν.
Ταυτόχρονα, βλέποντας ότι η ισπανική σχολή ποδοσφαίρου έχει ξεφύγει, πήγα και έμαθα ισπανικά, την περίοδο που ήμουν προπονητής στα ερασιτεχνικά, ώστε να διαβάζω ασκησιολόγια, να βλέπω βίντεο και να καταλαβαίνω τις οδηγίες που δίνει ο προπονητής.
Από εκεί και πέρα, ακόμα ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα αποτελεί το να έχεις στην περιοχή σου ομάδες υψηλής κατηγορίας και υψηλού επιπέδου. Μπορεί να υπάρχουν καλοί και αξιόλογοι προπονητές, αλλά να μην έχουν την τύχη να υπάρχουν στην περιοχή τους ομάδες, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία. Σ’ αυτό το θέμα λοιπόν, εγώ έχω υπάρξει πολύ τυχερός στην περιοχή του Βόλου.
Φυσικά, εκτός από τυχερός είμαι και ευγνώμων για τη συνεργασία μου με ανθρώπους επαγγελματίες, όπως ο κύριος Τζαναβάρας στον Ολυμπιακό Βόλου ή ο κύριος Τσιώλης στον Βόλο, τους οποίους και θεωρώ μέντορές μου. άνθρωποι/προπονητές που με την υπομονή και τη συμπεριφορά τους καθόρισαν και τη δική μου προπονητική στάση απέναντι σε συνεργάτες αλλά και το ποδόσφαιρο γενικά.
Με βοήθησε πολύ η θέση του βοηθού προπονητή στην οποία βρέθηκα αρκετές φορές. Δεν βλέπεις μόνο πράγματα που πρέπει να κάνεις, βλέπεις και πράγματα που πρέπει να αποφύγεις. Δεν μπορείς να γίνεις προπονητής, εάν πρώτα δεν γίνεις βοηθός κάποιων άλλων που θα σε πιστέψουν και θα σε εμπιστευτούν.
Σε όλους τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα προσπαθούσα να δώσω να καταλάβουν ότι είμαι εκεί για αυτούς, χωρίς να τους μπερδεύω ή να τους δημιουργώ δεύτερες σκέψεις. Εάν μου ζητούσαν τον λόγο, τον έλεγα εμπεριστατωμένα. Εάν δεν μου ζητούσαν τον λόγο, δεν ήθελα να διαταράσσω τις σκέψεις τους, κάτι που ζητάω κι εγώ από τους συνεργάτες μου.
Δεν θέλω δηλαδή πληροφορίες που θα με εκτρέψουν από μια δική μου ιδέα. Όταν όμως πάρεις το θάρρος να μιλήσεις ή όταν σου δώσω εγώ τον λόγο και σε ρωτήσω, θέλω η άποψή σου να είναι πλήρως εμπεριστατωμένη, να μην είναι μια θεωρία του στιλ “έτσι μ’ αρέσει”.
Υπήρχε πάντως μια σχέση εμπιστοσύνης. Το ποδόσφαιρο είναι ένας τομέας που δεν έχει σταθερότητα, καθώς όλοι είμαστε άνθρωποι, έχουμε και τα πάθη μας. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, εγώ ήμουν βοηθός της ομάδας και έπρεπε να με εμπιστευτεί ο προπονητής, στην αρχή προσπαθούσαν να με καταλάβουν, κάποιοι ίσως με καχυποψία και απόσταση.
Εγώ, από την πλευρά μου, χωρίς να είμαι ενοχλητικός και παρεμβατικός, προσπαθούσα να κερδίζω την εμπιστοσύνη. Και εν τέλει, όταν καταλάβαιναν ότι μπορούν να με εμπιστευτούν και ότι αυτό που θα τους πω είναι προϊόν ώριμης σκέψης, κάναμε συζητήσεις. Φυσικά, υπήρχαν φορές που οι προπονητές μού εξηγούσαν ότι κάνω λάθος για τον τάδε λόγο κι εγώ το δεχόμουν.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι έχω εισαγάγει έναν δικό μου τρόπο ανάλυσης του αντιπάλου, τον οποίον μάλιστα τον έχω παρουσιάσει και σε σχολές προπονητών ποδοσφαίρου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και τον ονομάζω «αντεστραμμένη ανάλυση».
Εγώ μαζί με τους συνεργάτες μου θεωρούμε ότι ένα μέρος της ανάλυσης αντιπροσωπεύει όλη την ομάδα. Ένα κομμάτι αυτού που βλέπουμε, εάν παρατηρήσουμε ότι επαναλαμβάνεται και ότι αποτελεί μοτίβο, το λαμβάνουμε ως δεδομένο για να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που αφορούν στον αντίπαλο.
Το εισάγουμε μάλιστα σε προπονήσεις, χωρίς να ενημερώνουμε τους παίκτες. Παλιά αναλύαμε τον αντίπαλο, δείχναμε βίντεο στους ποδοσφαιριστές, «ο αντίπαλος κάνει αυτό, εμείς θα τον αντιμετωπίσουμε κάνοντας στο γήπεδο το άλλο, πάμε να προπονηθούμε σε αυτό» κτλ.
Σύμφωνα με αυτήν την μέθοδο, με τους συνεργάτες μου ξέρουμε πάρα πολλά πράγματα για τον αντίπαλο, εστιάζουμε σε δυο-τρία που γνωρίζουμε ότι μέσω αυτών θα διαταράξουμε επιθετικά και αμυντικά τον αντίπαλο και τα προκαλούμε με προπονητικά δεδομένα. Εν συνεχεία, καταγράφουμε σε βίντεο και δείχνουμε τον αντίπαλο σε σχέση με το τι κάνουν οι ποδοσφαιριστές στην προπόνηση για να αντιμετωπίσουν αυτό το πράγμα από μόνοι τους!
Στον Βόλο ξανά και ξανά
Όσον αφορά στον Βόλο, πρόκειται για έναν σύλλογο που έχω υπηρετήσει επανειλημμένως. Μπορεί κάποιοι να υποστηρίζουν ότι είμαι η “εύκολη λύση”, καθώς είναι και ομάδα του τόπου μου, αυτά όμως είναι απλώς σκέψεις στο μυαλό. Εμένα με ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο. Βρέθηκα ξαφνικά στη Φινλανδία, στην Ούλου, το ποδόσφαιρο είναι απρόβλεπτο και εγώ απλώς θέλω να βρίσκομαι στο γήπεδο.
Μετά τον Ολυμπιακό Βόλου είχα ένα κενό διάστημα, το οποίο ήταν συνειδητό. Πήγα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έκανα κάποια μεταπτυχιακά στην ανάλυση απόδοσης, ενώ παράλληλα βελτιστοποίησα τα ισπανικά μου. Ταυτόχρονα, ασχολήθηκα με μια τοπική ακαδημία, γιατί η ανάγκη μου να βρίσκομαι στο γήπεδο είναι σημαντική.
Η μεγάλη εικόνα λοιπόν είναι το ποδόσφαιρο και δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από αυτό.
Ο κύριος Μπέος επίσης είναι ένας άνθρωπος που ξέρει το άθλημα πάρα πολύ καλά, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Το να καταλήγει λοιπόν να επιλέγει έναν προπονητή αρκετές φορές, αυτό τι μπορεί να δείξει; Εγώ φυσικά το σκέφτομαι έτσι, κάποιος άλλος μπορεί να το σκεφτεί διαφορετικά, πχ «α, βρήκε την εύκολη λύση, ξαναπάει». Αλλά γιατί δεν γίνεται και με άλλους αυτό;
Η πρόταση λοιπόν ήρθε και πάλι από τον Βόλο και δεν υπήρχε περίπτωση να το σκεφτώ, πόσο μάλλον για την ομάδα του τόπου μου, είναι η οικογένειά μου. Σε όλα τα θέματα υπάρχουν τα συν και τα πλην, πάντα τα βάζω σε μια ζυγαριά και στη συγκεκριμένη περίπτωση τα θετικά ήταν περισσότερα.
Η απουσία των φιλάθλων μας από το γήπεδό μας ωστόσο έχει υπάρξει δυσάρεστη εικόνα τόσο για εμένα όσο και για τους παίκτες μου. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι θέαμα, το θέαμα χρειάζεται θεατή. Ναι, ξέρω, οι παίκτες είναι επαγγελματίες, έχουν την καριέρα τους, την επιβίωσή τους, αλλά, όταν παίζουν σε άδειο γήπεδο, υπάρχει ένα κενό στη συνολική εικόνα.
Για κάποιον πρέπει να παίξεις, από κάποιον θέλεις να ακούσεις το χειροκρότημα.
Και είναι κάτι που δεν αφορά μόνο στους ποδοσφαιριστές αλλά και τους προπονητές και τις διοικήσεις. Σε βοηθάει να εκκρίνεις ντοπαμίνη, σου δίνει παραπάνω κίνητρο. Μπαίνουμε και τα κίνητρά μας αποτελούν πχ το 80-90%. Λείπει το υπόλοιπο 10-20% που στο δίνουν οι φίλαθλοι, το κλίμα, το γήπεδο. Γι’ αυτό και εντυπωσιάστηκα, όταν άκουσα τα λόγια των νεαρών παικτών μας, «νιώθαμε καλά, γιατί ήταν γεμάτο το γήπεδο», σε εκτός έδρας αγώνα μας με τον Άρη στο «Κλεάνθης Βικελίδης».
Από την εμπειρία μου όμως, αντιλαμβάνομαι ότι ο αριθμός των Βολιωτών που παρακολουθεί την ομάδα του Βόλου είναι πολλαπλάσιος από αυτόν που έρχεται στο γήπεδο. Η περιοχή του Βόλου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς υπάρχουν άλλες δύο ομάδες, ο Ολυμπιακός Βόλου και η Νίκη Βόλου, οι οποίες έχουν μεγάλη βάση φιλάθλων, ίσως και πιο σκληροπυρηνικούς.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επικρατεί μια “αμηχανία” μεταξύ των φιλάθλων. Μπορεί να πάει κάποιος στο γήπεδο, να τον φωτογραφίσουν και την άλλη μέρα στην καφετέρια ο φίλαθλος της Νίκης Βόλου ή του Ολυμπιακού Βόλου να του πουν «καλά, ρε συ, πήγες και είδες τον Βόλο;» ή και το αντίθετο. Υπάρχει αυτό το “πείραγμα”, οπότε κάποιοι, για να το γλυτώσουν, μπορεί να μην πηγαίνουν καν στο γήπεδο.
Από εκεί και πέρα, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους του τόπου μου επίσης έχουν υπάρξει εξαιρετικές, να μου μιλούν, να με σταματούν στον δρόμο, να με ρωτάνε πράγματα, ο Βόλος είναι μια μικρή πόλη άλλωστε και γενικά κι εμένα ο χαρακτήρας μου είναι πολύ προσιτός, θα πιάσω κουβέντα και θα μιλήσω κανονικά, σαν να μιλάω σε κάποιον άλλον προπονητή.
Άλλο Ελλάδα κι άλλο Φινλανδία
Κάποια στιγμή βρέθηκα στη Φινλανδική Ούλου, αλλά η συνεργασία μας διεκόπη πολύ σύντομα. Ήταν μια κοινή συναινέσει απόφαση. Εγώ δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ στην κουλτούρα εκεί, όλο αυτό το “By the book” αλλά και γενικότερα ό,τι συμβαίνει στη χώρα αυτή είναι εντελώς αντίθετο με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
Κατά τη γνώμη μου, κάπου στη μέση είναι τα πράγματα, ούτε το ένα είναι καλό ούτε το άλλο, ούτε να είσαι ένα άβουλο ον που όλα πρέπει να τα τηρείς κατά γράμμα ούτε να ζεις μέσα στην αταξία. Μεταξύ των δύο βέβαια προτιμάω τη δική μας περίπτωση, καθώς έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία και ευρύτερη άνεση σκέψης.
Στο φινλανδικό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει κάτι τέτοιο και αυτό μου διαταράσσει τον τρόπο με τον οποίον βλέπω τα πράγματα. Επειδή είμαι υπερκινητικός και παθιασμένος με αυτό που κάνω, ίσως βγω από τα όρια της τεχνικής περιοχής του προπονητή, για παράδειγμα, με αποτέλεσμα να έρθουν και να μου βγάλουν κάρτα. Ε, αυτό δεν το δέχομαι.
Είναι μια ανθρώπινη καταπίεση. Ένας άνθρωπος είναι διαφορετικός, υπερκινητικός, και τραβάει την προσοχή, με μια κάμερα πάντα δίπλα του και τον τέταρτο διαιτητή να τον ακολουθεί και να του λέει «πρόσεχε να μην βγεις από τη γραμμή».
Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν συμβαδίζουν με τα πιστεύω μου. Μάλιστα, ζήτησε να με συναντήσει και ο Γκεστράνιους, αρχιδιαιτητής στη Φινλανδία, και μου είπε χαρακτηριστικά «επειδή έχω διαιτητεύσει στην Ελλάδα και ξέρω τι γίνεται, θεωρώ ότι είσαι πολύ ήρεμος για Έλληνας προπονητής!».
«Είμαι άνθρωπος που, όταν μιλάω, είμαι παραστατικός, κουνάω τα χέρια μου, γιατί λοιπόν αυτό θα πρέπει να το τιμωρείτε;», είπα από την πλευρά μου και συνέχισα «πώς θα πάνε οι διαιτητές σας να παίξουν ευρωπαϊκά παιχνίδια;». Ο κάθε προπονητής έχει ένα στιλ. Ο Σιμεόνε είναι ένας υπερκινητικός και κάποιες φορές προκλητικός, ο Αντσελότι είναι ένας κύριος, ενώ είδαμε τον Γκουαρντιόλα να γδέρνει το κεφάλι του και το πρόσωπό του.
Περί προπονητικής (συνέχεια)
Το σημαντικό είναι να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου, να μη μιμείσαι, να μην προσπαθείς να κάνεις πράγματα που δεν σε αντιπροσωπεύουν και -κυρίως- να μην φέρνεις τους άλλους σε δύσκολη θέση, να μην είσαι προσβλητικός.
Και μιλώντας για άλλους προπονητές, να πω ότι παρακολουθώ την πορεία πολλών εδώ και χρόνια, αλλά αυτός που μου έχει κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο Μαρσέλο Μπιέλσα. Είναι ένας άνθρωπος που πάντα καινοτομούσε και διέφερε από αυτό που έκαναν οι άλλοι. Έχω διαβάσει την ιστορία του, έχω παρακολουθήσει τα πάντα για αυτόν, είναι σαν να ήμουν συνεργάτης του. Ουσιαστικά, μέσα από όλες αυτές τις πληροφορίες που έχω πάρει από τον συγκεκριμένο τεχνικό, έχει επηρεαστεί πολύ και η δική μου προπονητική στάση.
Φυσικά, θεωρώ ότι το επίπεδο και των Ελλήνων προπονητών είναι πολύ υψηλό. Προσωπικά, πιστεύω ότι είμαι παράδειγμα ενός ανθρώπου που από το πουθενά βρέθηκε σε ένα υψηλό επίπεδο και όλο αυτό δεν έχει όρια.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου μακριά από το ποδόσφαιρο, το αγαπούσα πάντα. Μπορεί να μην έπαιξα επαγγελματικά, πιο μικρός μάλιστα μπορεί να είχα παράπονα από προπονητές μου και να θεωρούσα τον εαυτό μου αδικημένο, αλλά αργότερα βέβαια καταλαβαίνεις, όταν προπονήσεις.
Μου αρέσει να κοιτάω ψηλά και να βάζω υψηλούς στόχους, ωστόσο δεν διαταράσσω ποτέ την ταπεινότητά μου και δεν παύω να λειτουργώ σαν άνθρωπος. Δύσκολο όμως να είμαι ήρεμος, νιώθω ηρεμία, όταν είμαι δίπλα στη θάλασσα ή με την οικογένειά μου. Στο ποδόσφαιρο δεν γίνεται να συμβεί αυτό, γιατί εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτήν την ηρεμία να τη μεταδώσω στους παίκτες.
Έτσι λοιπόν, το μότο μου για τη ζωή είναι «όλα με πάθος», αυτό που κάνεις να το διέπει το πάθος. Αυτό λέω και στα παιδιά μου, σε ό,τι κάνουν στη ζωή τους, να δίνουν το μήνυμα στους άλλους ότι τους είναι απαραίτητοι!
Ο Κωνσταντίνος Μπράτσος είναι προπονητής ποδοσφαίρου.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Κώστας Μπράτσος: Στο τέλος θριαμβεύει το ποδόσφαιρο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Πετράκης: Ό,τι κουβαλάω μέσα μου
Λεωνίδας Βόκολος: Στον κόσμο των προπονητών