Έκταση του (συνήθως δεξιού) χεριού, απότομο κατέβασμά του στο πρόσωπο, το κεφάλι, το στήθος, την ωμοπλάτη του άμοιρου ανθρώπου απέναντί του. Και πάμε για τον επόμενο…
Το περίφημο «πιτσόνε» («piccione»), η «κίνηση-περιστέρι» του Μπαντ Σπένσερ, με την οποία έβγαζε νοκ άουτ σωρηδόν τους αντιπάλους του στις ταινίες με το alter ego του, Τέρενς Χιλ. Πολύ ξύλο. Σβουριχτές σφαλιάρες με την τεράστια παλάμη του, μπουνιές που εκσφενδόνιζαν τον άλλον στους τοίχους. Σχεδόν ράθυμα για τον ίδιο, διαδικαστικά.
Η απαραίτητη δόση χοντροκομμένης πλάκας στο σενάριο, ιδού η συνταγή των σατιρικών σπαγγέτι γουέστερν στα οποία διέπρεψε ο Κάρλο Πεντερσόλι. Αυτό ήταν το πραγματικό ονοματεπώνυμο του «μπουλντόζα», όπως καθιερώθηκε -και- στα καθ’ ημάς.
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις σε video club, από αυτά που ξεφύτρωναν σε κάθε τετράγωνο, και να μην πετύχεις ταινίες του(ς). Σε κάποια σχημάτιζαν αυτούσια κατηγορία. Από δω οι κωμωδίες, από κει τα φιλμ δράσης, παρά πέρα οι… Χιλ-Σπένσερ. Στα ελληνικά, οι περισσότεροι τίτλοι προέκυπταν από τη δική του πληθωρική περσόνα. «Ο Μπουλντόζας στο Χονγκ Κονγκ», «Ο Μπουλντόζας ξεσηκώνει την Αφρική» κοκ.
Στην πραγματική ζωή του, η οποία θα μπορούσε να δώσει λαβή για πλάσιμο πολύ πιο ενδιαφερόντων σεναρίων από τα χοντροκομμένα της κινηματογραφικής του καριέρας, επισκέφτηκε όντως κάθε πιθανό και απίθανο σημείο της Γης. Με κάθε ταιριαστή και αταίριαστη στο φιζίκ του επαγγελματική αφορμή.
Ευρέως γνωστός στην Ιταλία πρωτοέγινε ως αθλητής. Κολυμβητής και πολίστας. Από τους καλύτερους στη γείτονα, με συμμετοχές στις μεγαλύτερες διεθνείς διοργανώσεις και πληθώρα διακρίσεων.
Πριν τον Μπαντ, ήταν μια φορά κι έναν καιρό ο Κάρλο…
Το γαλάζιο της Νάπολι, της Λάτσιο, του νερού
Την τελευταία μέρα του Οκτωβρίου του 1929, οπότε έρχεται στον κόσμο στη Νάπολη, η Ιταλία είναι ακόμη βασίλειο. Η ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα… πιτσουνάκι τριών ετών, ο Μπενίτο Μουσολίνι στο πολιτικό και στρατιωτικό κουμάντο. Μια άλλη 31η Οκτωβρίου, του 1922, ο φασίστας ηγέτης έχει εισέλθει στην πρωτεύουσα μετά την «Πορεία προς τη Ρώμη» με τους Μελανοχίτωνες και του έχει παραδοθεί η εξουσία από τον Βασιλέα Βίκτορα Εμμανουήλ Γ’.
Η πορεία του Κάρλο Πεντερσόλι προς τη Ρώμη, όπου θα μεγαλουργήσει σε αθλητικό επίπεδο, αργεί ακόμη. Λομβαρδοί, από την ευρύτερη Μπρέσια ο μπαμπάς Αλεσάντρο και η μαμά Ρόζα. Γειτονιά του η ιστορική Σάντα Λουτσία. Δίπλα στη θάλασσα, στην οποία περνάει από μωρό πολύ χρόνο.
Στην ίδια πολυκατοικία μένει ο Λουτσιάνο Ντε Κρεσέντσο. Φίλος, συμμαθητής, κατοπινός διάσημος συγγραφέας και φιλόσοφος. Διασημότερος θα γίνει ο Καρλέτο. Αρχικά στη Ρώμη, όπου και μετακομίζει η φαμίλια το 1940 ελέω της δουλειάς του πατέρα του.
Θάλασσα δεν έχει η πρωτεύουσα της Ιταλίας, έχει όμως πισίνες… και πολύ περισσότερες υποδομές για κάποιον που θέλει να εξασκήσει στα σοβαρά ένα υδάτινο σπορ, όπως εκείνος. Γράφεται σε έναν μικρό σύλλογο, πιο μετά θα γίνει μέλος του Groupo Sportivo Fiamme Oro. Του κορυφαίου στη χώρα σε διάφορα σπορ. “Καλλιεργεί” 39 διαφορετικά, ακόμα και σήμερα στις τάξεις του περιλαμβάνει αθλητές όπως ο Ολυμπιονίκης των 100μ. στον στίβο, Μάρσελ Τζέικομπς.
Ο Πεντερσόλι γουστάρει εξίσου την κολύμβηση και το πόλο.
Θα φορέσει και το σκουφάκι της Λάτσιο, η οποία θα γίνει η αγαπημένη του ομάδα και στην μπάλα. Είναι παράλληλα εξαιρετικός μαθητής. Σε βαθμό που γίνεται δεκτός στο ρωμαϊκό Πανεπιστήμιο Sapienza και τη σχολή της Χημείας, προτού καν φυσήξει 17 κεράκια. Ένας σοφός… ταξιδευτής.
Είναι η εποχή που η φαμίλια ξεσπιτώνεται πάλι. Για την άλλη άκρη του κόσμου, τούτη τη φορά. Ιανουάριος του ’47, προορισμός η Νότια Αμερική. Η αδερφή του, η Βέρα, αλλάζει το ένα σχολείο μετά το άλλο, ο έφηβος ακόμη Κάρλο το ένα επάγγελμα μετά το άλλο: υπάλληλος στο ιταλικό Προξενείο στο Ρεσίφε, δουλειά σε χημικό εργαστήριο -προτού καλά-καλά ξεκινήσει τις σχετικές σπουδές- επίσης στη Βραζιλία, βιβλιοθηκάριος στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, γραμματέας στην Πρεσβεία της πατρίδας του στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης!
Κολύμβηση και πόλο, Ολυμπιακοί και τίτλοι
Η οικογένεια επιστρέφει το 1949 στην πατρίδα και ο υιός στα αγαπημένα του αθλήματα. Νταγλαράς πλέον 192 εκατοστών, ασχολείται ερασιτεχνικά και με την πυγμαχία. Και με την ελληνορωμαϊκή πάλη. Παλιότερα έχει λάβει μέρος και σε αγώνα ράγκμπι. Πραγματικά καλός είναι στο κολύμπι. Υπογράφει στους «Laziali» και ως μέλος τους συμμετέχει στο ιταλικό Πρωτάθλημα.
Γίνεται ο πρώτος Ιταλός που κατεβαίνει το ένα λεπτό στα 100 ελεύθερο, σε αγώνα στο Σαλσοματζόρε Τέρμε, έξω από την Πάρμα. Εκπροσωπεί τη χώρα του και σε διεθνείς αγώνες, το 1951 κατεβαίνει και τα 59 δευτερόλεπτα στο 100άρι. Το ίδιο έτος ανεβαίνει δις στο βάθρο των Μεσογειακών Αγώνων της Αλεξάνδρειας. Και στα 100μ. και στα 3×100 μικτή.
Δύο χρόνια νωρίτερα έχει ντεμπουτάρει στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα. Με συμμετοχή σε τελικούς στη Βιέννη, παρακαλώ. Φυσικά στα 100, αλλά και στα 4×200μ. Είναι τόσο καλός που προπονείται σύντομα στο Foro Italico. Το μοναδικό κλειστό κολυμβητήριο της πρωτεύουσας.
Στο μεταξύ έχει επανεγγραφεί στο πανεπιστήμιο, μεταπηδώντας στη Νομική. Δεν πατάει στα αμφιθέατρα, γιατί αριστεύει στις πισίνες.
Στα αγωνίσματά του είναι ο καλύτερος Ιταλός. Συμμετέχει σε ολόκληρους Ολυμπιακούς Αγώνες, του 1952 στο Ελσίνκι, καταλαμβάνοντας την ένατη θέση στα 100μ. Περνώντας δηλαδή από την προκριματική σειρά με 58.8’’, αποκλειόμενος οριακά στον ημιτελικό με το 58.9’’.
Το γυρίζει στο πόλο και το 1955 παίρνει Πρωτάθλημα με τη Λάτσιο, κατακτώντας και τους Μεσογειακούς της Βαρκελώνης με την Εθνική Ιταλίας. Το επόμενο έτος πάει και στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης ως κολυμβητής. Κι εκεί φτάνει μέχρι την ημιτελική κούρσα, έχοντας σημειώσει καλύτερο χρόνο στην προκριματική.
Μαζί με άλλους αθλητές προσκαλείται στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στους λίγους μήνες της παραμονής του στις ΗΠΑ σημειώνει ατομικό ρεκόρ στο 100άρι. Δοκιμάζει τις αντοχές του και στα 400μ., κάνει 4 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα… όταν το Παγκόσμιο ρεκόρ είναι 4,3’’!
«Κέρδιζα δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια στους κολυμβητικούς αγώνες, κάποια στιγμή το ενδιαφέρον μου ατόνισε», θα πει στα γεράματα.
Ήδη από τις ημέρες της Μελβούρνης, το έχει πάρει απόφαση. Να γυρίσει στη Νότια Αμερική, να κάνει άλλα πράγματα. Εργάζεται στην κατασκευή της Panamericana, του δρόμου δηλαδή που θα συνδέσει τον Παναμά με το Μπουένος Άιρες, στο κομμάτι που περνάει από τη Βενεζουέλα και την Κολομβία. Στην πρώτη, είναι μάρτυρας στο πραξικόπημα του Στρατηγού Βόλφγκανγκ Λαραθάμπαλ τον Ιανουάριο του 1958. Θα αστειευτεί πως η ομοβροντία πυροβολισμών τού φάνηκε ως παράταση των πρωτοχρονιάτικων εορτασμών. Η ψυχούλα του το ξέρει.
Το κάταγμα και το… σπάσιμο των ταμείων
Ούτε στο Καράκας εγκαταλείπει την κολύμβηση. Εξασκείται, όποτε βρίσκει χρόνο και πισίνα, εκπροσωπεί σε διεθνείς αγώνες τη Βενεζουέλα (!), φτάνει άλλωστε να καταγράψει συμμετοχή και στους Ολυμπιακούς της Ρώμης το 1960. Δοκιμάζει και μηχανοκίνητο αθλητισμό, οδηγώντας στο ράλι Καράκας-Μαρακαΐμπο μια Alfa Romeo.
Πίσω για μία ακόμα φορά στην Ιταλία, το ’60 γίνεται και γαμπρός. Παίρνει τη Μαρία Αμάτο, κόρη του γνωστού παραγωγού ταινιών, Τζουζέπε. Παρόλα αυτά και παρότι έχει κάνει και τον ηθοποιό, προτού βρεθεί για δεύτερη φορά στη Λατινική Αμερική, δεν σκέφτεται ακόμη σοβαρά την υποκριτική.
Με σχετικό ντεμπούτο ήδη από το 1950, στον γνώριμό του ρόλο, του κολυμβητή που σώζει από πνιγμό σε πισίνα έναν άνδρα, αλλά και μικρές συμμετοχές στο επικό «Quo vadis» (ως μέλος της Πραιτωριανής Φρουράς) και στο «Ένας ήρωας των καιρών μας» του Μάριο Μονιτσέλι (στον ρόλο πάλι ενός μυώδους και βίαιου τύπου), το γυρίζει στη… μουσική βιομηχανία. Υπογράφει στη RCA, θυγατρική της Sony, και γράφει από στίχους μέχρι μουσική για σάουντρακ.
Πατέρας πλέον δύο μικρών παιδιών, με τον κυρ-Μπέπε πάντως να έχει πεθάνει, στρέφεται προς την τηλεοπτική/κινηματογραφική βιομηχανία. Γυρίζει ντοκιμαντέρ για τη «RAI», το 1967 αλλάζει η ζωή του. Από σπόντα.
Ο Τζουζέπε Κολίτσι, σκηνοθέτης και φίλος του αποθανόντος πεθερού του, ρωτάει τη Μαρία αν ο σύζυγός της παραμένει έτσι θηριώδης. Ήταν… θηριωδέστερος (sic).
Τα 150 κιλά έχει φτάσει ο Πεντερσόλι, για τον ρόλο δείχνει ταμάμ. Δεν τα βρίσκει στα λεφτά, δεν είναι ψημένος να σταθεί πάλι μπροστά στην κάμερα. Η γυναίκα του τον πείθει να κάτσει να το συζητήσει με τον Κολίτσι. Ούτε η κουβέντα τους πάει καλά. Δεν μιλάει παρά μονάχα τα απολύτως βασικά αγγλικά, δεν ξέρει να ιππεύει, κατά πώς απαιτεί το σενάριο, δεν δείχνει καν διατεθειμένος να αφήσει μούσι, όπως του ζητείται.
Έλα όμως που ο σκηνοθέτης δεν βρίσκει άλλον ηθοποιό με τη δική του σωματοδομή και επιστρέφει, δίνοντάς του περισσότερα λεφτά… Μιλάμε για την ταινία «Ο Θεός συγχωρεί… εγώ όχι!». Την ταινία που τον τοποθετεί δίπλα στον Μάριο Τζιρότι, δηλαδή τον Τέρενς Χιλ, κατόπιν ακόμα μεγαλύτερης σπόντας. Οι δυο τους είχαν βρεθεί και στο καστ του «Αννίβα» με τον Βίκτορα Ματσούρ, μα το σμίξιμό τους ως πρωταγωνιστικό δίδυμο θα αργούσε κατά οκτώ χρόνια.
Στο «God forgives… I don’t!» πρώτο όνομα θα ήταν ο Πίτερ Μαρτέλ. Την παραμονή του ταξιδιού για τα γυρίσματα στην Αλμερία της Ισπανίας, o γνωστός ηθοποιός των σπαγγέτι γουέστερν, του οποίου το πραγματικό ονοματεπώνυμο ήταν Πιέτρο Μαρτελάντσα, σπάει το πόδι του. Του το σπάει, για την ακρίβεια, η κοπέλα του σε μεταξύ τους καβγά.
Ο Κολίτσι καλεί τον Τζιρότι, ο οποίος έχει μόλις ολοκληρώσει τα γυρίσματα ενός άλλου φιλμ, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Με πολύ ξύλο και μπόλικη πλάκα. Οι δυο τους κολλάνε από την πρώτη στιγμή, αλλάζοντας βέβαια, όπως συνέβαινε με τους ηθοποιούς τέτοιων ταινιών, τα ονόματά τους επί το αγγλικότερον.
Ο ένας γίνεται Τέρενς Χιλ, ο άλλος Μπαντ Σπένσερ. Κι ας κυκλοφορεί η αφίσα της ταινίας με τις φάτσες τους κάτω από το λανθασμένο ονοματεπώνυμο! Από πού κι ως πού «Μπαντ Σπένσερ» ο Πεντερσόλι; Από τον Αμερικανό ηθοποιό, Σπένσερ Τρέισι, και από την τσεχική μπίρα Budweiser, γνωστή ως σκέτο «Bud» στην Ιταλία. Απλώς του άρεσε να την πίνει, επιπλέον «bud» στην αγγλική γλώσσα είναι το μπουμπούκι, ο βλαστός που μόλις πετάγεται. Και του άρεσε κι η… αναντιστοιχία με την πελώρια σωματοδομή του.
Περσόνα για αντιγραφή, πτήσεις, Καρτέσιος
Σπένσερ και Χιλ θα παίξουν ως δίδυμο σε 16 (από τις 18 συνολικά κοινές τους) ταινίες, γνωρίζοντας εντυπωσιακή επιτυχία. Ακόμα και σε χώρες… κουφές, όπως η Ουγγαρία, όπου θα ανεγερθεί και άγαλμα του πρώτου. Λέτε να έπαιξε ρόλο που οι Μαγυάροι έχουν τρομερή παράδοση στην κολύμβηση και το πόλο;
Η πλάκα είναι ότι ο (10 χρόνια μικρότερος) δεύτερος, ως Μάριο Τζιρότι, σε ηλικία 12 ετών, είχε ανακαλυφθεί από τον διάσημο σκηνοθέτη, Ντίνο Ρίζι, σε έναν αγώνα κολύμβησης! Λίγους μήνες μετά, ο Βενετσιάνος με καταγωγή από τη Δρέσδη, Μάριο, έπαιζε στο «Διακοπές με έναν γκάνγκστερ» του Ρίζι.
Ως Τέρενς Χιλ είναι ο ευκίνητος, ο πιο νέος του ζεύγους. Ο Πεντερσόλι/Σπένσερ είναι ο βαρύς τύπος με το ακόμα πιο βαρύ χέρι. Καλοκάγαθος πάντως, ένας γκρινιάρης με χρυσή καρδιά. Θα κάνει μια χαρά εισπράξεις και στα σπαγγέτι γουέστερν, στα οποία θα εμφανιστεί δίχως το έτερόν του ήμισυ, θα δει και άλλους ηθοποιούς να κάνουν καριέρα ως… «Μπαντ Σπένσερ». Από τον Πολ Ελ Σμιθ μέχρι τον Ίστβαν Μπούιτορ (να τοι πάλι οι Ούγγροι!), ψηλοί και εύσωμοι συνάδελφοί του αφήνουν μούσι και υιοθετούν περσόνες κοντά στη δική του.
Ο ίδιος θα κολυμπάει για το κέφι του μέχρι μεγάλη ηλικία και θα εξακολουθήσει να καταπιάνεται με έναν σωρό πράγματα. Μετά τα 60, ο πολύγλωσσος Κάρλο (έξι οι γλώσσες που μιλάει) ξεκινάει σπουδές στην Κοινωνιολογία! Αεροπλάνα (ως ιδρυτής της εταιρείας Mistral Air, χώρια που πιλοτάρει ο ίδιος), τζιν ρούχα και βιβλίο που μπλέκει μαγειρική με… φιλοσοφία θα εμπλουτίσουν το βιογραφικό του, μέχρι να φανεί ανακόλουθος με την πιο πιασάρικη δήλωσή του από το παρελθόν.
«Στη ζωή μου έχω κάνει τα πάντα, εκτός από τρία πράγματα. Να γίνω μπαλαρίνα, τζόκεϊ σε ιππόδρομο και πολιτικός».
Το τρίτο το κάνει. Κατεβαίνει το 2005 με το Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ως υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος, δεν εκλέγεται. Είναι ώρα να αποσυρθεί. Ευκαιρία να διαβάσει κι άλλη φιλοσοφία. Από Πλάτωνα και Αριστοτέλη μέχρι Καντ και Καρτέσιο. Τον τελευταίο τον έχει παραφράσει στο δικό του βιβλίο, (όχι «σκέφτομαι» αλλά) «Τρώω, άρα υπάρχω». «Mangio, ergo sum».
Φεύγει από τη ζωή στις 27 Ιουνίου του 2016, στα 86 του. Αν όχι (εντελώς) πλήρης ημερών, σίγουρα πλήρης εμπειριών. Το φέρετρό του καλύπτεται με τα διακριτικά της Λάτσιο. Προτού γίνει διάσημος ηθοποιός και δοκιμάσει σχεδόν κάθε τι άλλο, ήταν ο υγρός στίβος που τον ενθουσίαζε. Που τον καθόριζε. Το μότο του, εκείνα τα χρόνια, ήταν μια διαφορετική παράφραση του Ντεκάρτ.
«Κολυμπάω, άρα υπάρχω».
CHECK IT OUT: Αθανασία Τσουμελέκα: O Άλλος Εαυτός
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: