Το χάραμα της 11ης Απριλίου του 1974 μόνο σύμφυτο με την ιερότητα της ημέρας δεν ήταν.
Ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το προηγούμενο βράδυ όμως, στην έδρα των πιο διάσημων ποδοσφαιρικά «Καθολικών», της Σέλτικ, το μόνο που δεν υπήρξε στα ενενήντα (και κάτι) λεπτά της αναμέτρησης με την Ατλέτικο Μαδρίτης, στο πλαίσιο του πρώτου ημιτελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ήταν σπονδή στην ιερότητα, ακολουθία και ευλάβεια με το Θείο Δράμα.
Κάθε άλλο. Στο Celtic Park υπήρξε μόνο δράμα. Με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Και κανένας, μα κανένας σεβασμός. Στο οτιδήποτε. Απλώς διαδραματίστηκε αυτό που έμεινε στην ιστορία ως η «Μάχη της Γλασκώβης». Και η αλήθεια είναι πως η ορολογία μάλλον δεν αποτυπώνει το μακελειό που συντελέστηκε στον αγωνιστικό χώρο, τα αποδυτήρια, το αεροδρόμιο κατά την αναχώρηση των Μαδριλένων, ολούθε, απανταχού και οποτεδήποτε έστω μνημονεύεται το συγκεκριμένο παιχνίδι.
«Κοινή ελπίδα πρέπει να είναι πως η Ευρώπη θα κάνει κάτι, θα αναλάβει δράση, καθώς δεν είναι δυνατόν να παρακολουθούμε τέτοια βάρβαρα, αποτρόπαια θεάματα», ο τρόπος με τον οποίον προσπαθούσε η ανταπόκριση της κορυφαίας γαλλικής εφημερίδας, «Equipe», να δώσει ένα αρχικό περίγραμμα, εκείνο το πρωινό της 11ης Απριλίου, για το τι είχε προηγηθεί πριν λίγες ώρες.
«Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί πως, για ό,τι έγινε, η ευθύνη βαραίνει κατά 90% τους Ισπανούς. Ποτέ δεν έχουμε δει ξανά τέτοια βιαιότητα σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, κάτι που σίγουρα δεν τιμά το ισπανικό ποδόσφαιρο».
«Αυτό που έγινε στο γήπεδο θα γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ιστορίας», η περιληπτική αναφορά των -προφανώς πιο μεροληπτικών λόγω εντοπιότητας- «Times», ενώ, από την άλλη πλευρά, η ισπανική (μαδριλένικη για την ακρίβεια), εν μέσω της Δικτατορίας του Φράνκο, «AS» αποθέωνε, «το ερυθρόλευκο πνεύμα και χαρακτήρα που εφεξής θα μείνει στη συλλογική μνήμη, διαμορφώνοντας το τι συμβολίζει η Ατλέτικο για τις επόμενες δεκαετίες».
Καθείς και στο χαράκωμά του. Για μάχη μιλούσαν άλλωστε.
Διαφορά φιλοσοφίας
Η Ατλέτικο συμμετείχε για τέταρτη φορά στη διοργάνωση, έχοντας πανηγυρίσει την προηγούμενη χρονιά το έβδομο Πρωτάθλημα της ιστορίας της. Στον δρόμο για τα ημιτελικά είχε ξεπεράσει όλα τα…Βαλκάνια, αποκλείοντας διαδοχικά τις Πρωταθλήτριες Τουρκίας (Γαλατασαράι), Ρουμανίας (Ντίναμο Βουκουρεστίου) και Γιουγκοσλαβίας (Ερυθρό Αστέρα), χωρίς να χάσει παιχνίδι και δεχόμενη στα έξι συνολικά που έδωσε μόλις δύο (και αυτά σε ένα, στη ρεβάνς με την Ντίναμο στη Μαδρίτη).
Έφτανε για τρίτη φορά στην ιστορία της στην τελική τετράδα της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, ποτέ όμως δεν είχε κάνει το παραπάνω βήμα. Στις δύο προηγούμενες είχε αποκλειστεί από τις μετέπειτα Πρωταθλήτριες Ευρώπης, τη συμπολίτισσα Ρεάλ το 1951 και τον Άγιαξ το 1971.
Από την άλλη πλευρά, η Σέλτικ είχε αποκλείσει διαδοχικά την Πρωταθλήτρια Φινλανδίας (Τούρκου), την Πρωταθλήτρια Δανίας (Βέιλε) και την Πρωταθλήτρια Ελβετίας (Βασιλεία), σημειώνοντας 16 γκολ σε αυτή την πορεία, έχοντας ως σημεία αναφοράς τους επιθετικούς της, τον Τζίμι Τζόνστον και τον Κένι Νταλγκλίς.
Ο πρώτος ήταν ένας από τα θρυλικά «Λιοντάρια της Λισαβόνας», όπως αποκλήθηκε η ομάδα της Σέλτικ, η οποία το 1967 στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, στο Da Luz, επικρατώντας στον Τελικό της Ίντερ με 2-1. Τρία χρόνια αργότερα το «Τριφύλλι» είχε φτάσει σε δεύτερο Τελικό, όμως ηττήθηκε από τη Φέγενορντ.
Στον πάγκο ήταν ένας ακόμα θρύλος, ο Τζοκ Στιν, ο πρώτος μη καθολικός προπονητής που ανέλαβε τα ηνία της το 1965 και ακριβώς εξαιτίας των όσων άμεσα πέτυχε, οδηγώντας τη Σέλτικ στην ευρωπαϊκή ελίτ της εποχής, υπερέβη το προαιώνιο ιδεοληπτικό και θρησκευτικό μίσος μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών.
Σαφές από την αναφορά του συνοπτικού ως τότε παλμαρέ πως οι Νησιώτες θεωρούνταν -και πιθανότατα ήταν- το φαβορί, με πολύ μεγαλύτερο επιθετικό ταλέντο, σαφέστατα περισσότερη εμπειρία και διεθνή αναγνώριση.
Η έτσι κι αλλιώς η αμυντικογενής (ευφημισμός, το Κατενάτσιο ήταν στα καλύτερά του) τακτική της Ατλέτικο, σήμα κατατεθέν της προπονητικής φιλοσοφίας του Αργεντινού προπονητή της, Χουάν Κάρλος Λορένσο (έμεινε στον πάγκο μόνο για εκείνη τη σεζόν, 1973-1974), ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο εν όψει του πρώτου ραντεβού των δύο ομάδων στην Γλασκώβη.
Με σημερινούς όρους, οι «Rojiblancos» παρατάχθηκαν με σύστημα που έμοιαζε περισσότερο με 5-4-1. «Ο Λορένσο, ο οποίος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τονώσει το φρόνημα των ποδοσφαιριστών του, ώστε να μη φοβηθούν την ατμόσφαιρα στις εξέδρες, έπαιξε ουσιαστικά με έξι αμυντικούς για να υπερασπιστεί την εστία της Ατλέτικο», η αναφορά του ισπανικού πρακτορείου ειδήσεων.
Κολακευτικό. Γιατί η πραγματικότητα ήταν πως δεν υπήρχε ούτε ένας από τους έντεκα «Rojiblancos» που δεν αμυνόταν. Και με τρόπο χαρακτηριστικότατο: «Το ματς ξεκίνησε ως θύελλα και κατέληξε σε πόλεμο», ανέφερε το ρεπορτάζ της (καταλανικής) «El Mundo Deportivo».
Ο «Φούρναρης», τα 51 φάουλ και οι 3 αποβολές
Το 1967 στο Διηπειρωτικό Κύπελλο η τότε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Σέλτικ, αντιμετώπισε την Πρωταθλήτρια Νότια Αμερικής, Ρασίνγκ Κλουμπ. Οι Λατίνοι επικράτησαν, αυτό όμως που περισσότερο έμεινε στους Νησιώτες ήταν ένας αντίπαλός τους στόπερ, ο Ρούμπεν Οσβάλντο Ντίας. Οι πατριώτες του, οι ισπανόφωνοι γενικότερα, του χάρισαν το παρατσούκλι «Panadero», ο «Φούρναρης» δηλαδή, ακριβώς επειδή ο πατέρας του ήταν αρτοποιός.
Στον Τελικό είχε αναλάβει να μαρκάρει τον Τζόνστον.
Τα όσα έκανε, οι τρόποι, η σκληράδα που μεταχειρίστηκε -όχι απλώς χαρακτηριστικά μόνο του δικού του αγωνιστικού προφίλ αλλά και της ομάδας του- τον μετέτρεψαν για τον σκωτσέζικο Τύπο από «Baker» («Φούρναρης») σε «Murderer» («Φονιάς»).
Με το που ανέλαβε ο Λορένσο την τεχνική ηγεσία της Ατλέτικο, τον πήρε μαζί του στη Μαδρίτη. Και έτσι ο «Panadero», επτά περίπου χρόνια μετά την παρθενική σύσταση των… φονικών ενστίκτων του, επέστρεφε ως αντίπαλος της Σέλτικ, έχοντας μπροστά του, ξανά, τον κοντοπίθαρο δαιμόνιο Σκωτσέζο εξτρέμ.
«Ένα δυσάρεστο περιστατικό συνέβη στην τελευταία προπόνηση της Ατλέτικο στην Γλασκώβη. Ο Παναδέρο Ντίας, παίζοντας με μεγάλη ορμή και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και με ασυνήθιστη για προπονήσεις και κόντρα σε συμπαίκτες του βιαιότητα, ήρθε στα χέρια, σε πάλη που θύμιζε μονομαχία δρόμου, με συμπαίκτη του, ο οποίος και δύο φορές υπέστη τα βάναυσα μαρκαρίσματά του», το ρεπορτάζ της «Mundo Deportivo» ανήμερα του αγώνα, ενδεικτικό προφανώς του τρόπου με τον οποίον ο «Φούρναρης» προετοιμαζόταν.
Η δική του σκληράδα όμως ήταν απλώς η… μία από τις έντεκα. Οι παίκτες της Ατλέτικο σε εκείνο το ενενηντάλεπτο στο Celtic Park υπέπεσαν συνολικά σε 51 φάουλ. Πενήντα και ένα. Αδιανόητο.
Διαιτητής είχε οριστεί από την UEFA ένας άπειρος για τέτοιο επίπεδο, Τούρκος, ο Ντογκάν Μπαμπατσάν, ο οποίος αποδείχτηκε αδύναμος να διαχειριστεί τις συνθήκες που η τακτική των Μαδριλένων προκάλεσε. Και αυτό, παρότι δεν φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει τις κάρτες του. Την πρώτη κίτρινη την έδειξε στο 7’ στον (Αργεντίνο επίσης) Ρούμπεν Αγιάλα. Επιθετικός. Τη δεύτερη στο 13’ στον «Φούρναρη».
Οι δυο τους, σε διάστημα ενός λεπτού, αποβλήθηκαν στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου (62′-63′), αφήνοντας την Ατλέτικο για περίπου μισή ώρα με εννιά στο γήπεδο. Έμειναν 8 στο 81′, όταν και έντεκα λεπτά μετά την είσοδό του στο γήπεδο αποβλήθηκε και ο Κίκε, ένας ακόμα αμυντικός.
Κάρτες και αριθμητικό/κά μειονέκτημα/τα που δεν άλλαξαν σε κανένα σημείο του παιχνιδιού, ανεξαρτήτως δεδομένων, τη φιλοσοφία και την προσέγγιση των Μαδριλένων: στο μισό γήπεδο κλεισμένοι και ξύλο. Πολύ ξύλο. Ξύλο και των γονέων. Σε κάθε μαρκάρισμα, σε κάθε διεκδίκηση, σε κάθε ευκαιρία και αφορμή.
«Αποβλήθηκα, γιατί κλώτσησα τον Τζόνστον στα πλευρά. Ήθελε να “χορέψει” μπροστά μου με την μπάλα και με εξαγρίωσε. Ούτε αυτοί ήταν άγιοι όμως», η παραδοχή του Παναδέρο, χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην «AS».
Για “κλάδεμα” στον Τζόνστον αντίκρισε την κόκκινη κάρτα -αφήνοντας την Ατλέτικο με 8- και ο Κίκε. «Δεν ήξεραν πώς να τον σταματήσουν. Ήταν ένας πραγματικός διάβολος με την μπάλα, κάθε φορά που την είχε στον έλεγχό του, τρομοκρατούσε τους Μαδριλένους, οι οποίοι ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο δεν πέρασαν ποτέ το κέντρο του γηπέδου», η αναφορά της «El Pais».
«Προσπάθησα να τον τρομάξω. Του είπα τα πάντα, τον προκάλεσα με ό,τι είχα και δεν είχα. Από το βλέμμα του ένιωσα πως καταλάβαινε. Στο τέλος τού είπα πως θα τον περιμένουμε στη Μαδρίτη», είχε πει ο Αντελάρδο, ένας από τους μέσους (αμυντικός χαφ περισσότερο με τα σύγχρονα μέτρα) εκείνης της ενδεκάδας της Ατλέτικο, αναφερόμενος στην… πηγή των δεινών των «Rojiblancos», στον στόχο τους, τον Τζόνστον.
«Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ίσως όχι με την ένταση που το έκανε ο Παναδέρο, ο οποίος σημάδεψε το γόνατο του Τζόνστον και τελικά παραλίγο να τον αποκεφαλίσει, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει», το αντίστοιχο σχόλιο του τερματοφύλακα (…) εκείνης της ομάδας, Μιγκέλ Ρέινα.
«Ποτέ, μα ποτέ δεν έχω δεχτεί τόσες κλωτσιές σε ένα παιχνίδι όσες σε εκείνο», τόνισε σε συνέντευξή του στην «El Pais» το 2002 ο ίδιος ο Τζόνστον.
«Ο διαιτητής τούς έδινε φάουλ, ατελείωτα φάουλ και έτσι έφερναν συνέχεια την μπάλα στην περιοχή μας. Νιώθαμε λες και ήμασταν στον πόλεμο του Βιετνάμ και μας βομβάρδιζαν ασταμάτητα. Δεν είχαμε άλλη επιλογή για να τα βγάλουμε πέρα με αυτή την πολιορκία», η απάντηση ενός ακόμα Αργεντινού κεντρικού αμυντικού της Ατλέτικο, του Κάτσο Ερέδια.
Και τα έβγαλαν πέρα οι Μαδριλένοι. Με 11, με 10, με 9, με 8, κράτησαν. Και πήραν το 0-0, για το οποίο από την πρώτη στιγμή και με κάθε μέσο και τρόπο έπαιξαν.
Η πρόκριση και τα ακόλουθα
Το αποτέλεσμα δεν ξεθύμανε την ένταση. Κάθε άλλο. Το τελευταίο σφύριγμα του Τούρκου εκτόνωσε ακόμα περισσότερη. Οι παίκτες της Ατλέτικο πήγαν καταπάνω του για να διαμαρτυρηθούν για τις αποφάσεις του, τις κάρτες, τις αποβολές. Από τις εξέδρες, τους πετούσαν τα… πάντα.
Οι αστυνομικοί που μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο για να αποτρέψουν την κλιμάκωση συμμετείχαν στο σκηνικό. «Μπαίνοντας στα αποδυτήρια, καταλήξαμε να παίζουμε ξύλο με τους παίκτες της Σέλτικ, με τους οπαδούς και με τους αστυνομικούς», είχε πει ο ακραίος μπακ της Ατλέτικο, ο Φρανσίσκο Μέλο.
«Στη φυσούνα είδα έναν αστυνομικό να έχει πιάσει τον Αγιάλα από τα μαλλιά και να τον τραβολογάει. Για να τον απελευθερώσω, κλώτσησα τον αστυνομικό στον κώλο και έτσι καταλήξαμε να φύγουμε και οι δύο για τα αποδυτήρια, κλωτσώντας όποιον βρίσκαμε μπροστά μας», συνέχισε ο Ερέδια.
Η αποστολή της Ατλέτικο αναχώρησε με ένοπλη συνοδεία για το αεροδρόμιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής υπήρχαν οπαδοί της Σέλτικ που παραμόνευαν σε κάθε γωνιά. Τα νέα της μάχης του γηπέδου είχαν διαδοθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στην Γλασκώβη, φτάνοντας -φυσικά- και στο αεροδρόμιο.
«Περνώντας από τον έλεγχο των διαβατηρίων, όταν ο αξιωματικός τσέκαρε το δικό μου και την εθνικότητά μου, το έφτυσε, το έριξε στο πάτωμα, το ποδοπάτησε και μου είπε να το σηκώσω από εκεί», η… ανταμοιβή που δέχτηκε, πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για τη Μαδρίτη ο «Φούρναρης».
Ο βρετανικός Τύπος, από την επομένη κιόλας, ξεκίνησε εκστρατεία κατά της Ατλέτικο, ζητώντας διάφορες τιμωρίες για τους «Rojiblancos», οι οποίες αφορούσαν είτε στο να οριζόταν ο επαναληπτικός σε ουδέτερο γήπεδο ή, αν γινόταν στη Μαδρίτη, να γινόταν χωρίς οπαδούς στις εξέδρες και έφταναν με επίσημα αιτήματα στην UEFA μέσω σχετικών ψηφισμάτων στην αποβολή των Πρωταθλητών Ισπανίας από τη διοργάνωση.
Από την πλευρά τους, τα ισπανικά media, παρότι δεν μπορούσαν να αγνοήσουν το προφανές, λογικά και επόμενα έψαξαν γωνίες για να το λειάνουν. «Η Ατλέτικο πήρε αυτό που ήθελε, αλλά το κόστος ήταν ένα δυσάρεστο και μάλλον αχρείαστο θέαμα, ειδικά μετά το τέλος του παιχνιδιού, όπου αγωνιστικός χώρος και αποδυτήρια μετατράπηκαν σε ρινγκ, με μάχες μεταξύ παικτών και αστυνομικών», είχε αναφέρει η πλέον επικριτική όλων «Mundo Deportivo».
Η (μαδριλένικη) «Marca» τα έβαλε με τον Μπαμπατσάν. Το «τρελός», με το οποίο χαρακτήρισε τον Τούρκο διαιτητή, ήταν το λιγότερο. «Ο Μπαμπατσάν ήταν ο υπεύθυνος μιας ποδοσφαιρικής λεηλασίας, η οποία θα καταγραφεί στην ιστορία των διαιτητικών ληστειών. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αν η διαιτησία του οφείλεται σε κληρονομικά χρωμοσώματα, σε μια προσωπική αντιπάθεια που του δημιουργήθηκε γονιδιακά προς οτιδήποτε ισπανικό, επειδή τόσο η μητέρα του όσο -φανταζόμαστε…- και ο πατέρας του είναι Τούρκοι, ή απλώς ήταν αποτέλεσμα μιας κολοσσιαίας ανικανότητας, η οποία λίγο έλειψε να κλέψει το παιχνίδι από την Ατλέτικο και να προκαλέσει σοβαρή ζημιά σε ποδοσφαιριστές, προπονητές, αξιωματούχους και σε κάθε Ισπανό που βρισκόταν στο στάδιο».
Τελικά, τίποτα απ’ όσα ζήτησε και αξίωσε η Σέλτικ και η σκωτσέζικη πλευρά δεν έγινε, πέραν της υποβολής ενός προστίμου δύο εκατομμυρίων πεσετών από την UEFA προς την Ατλέτικο και μια αυστηρότατη σύσταση για κόσμια συμπεριφορά των φιλάθλων της στη ρεβάνς, η οποία δύο εβδομάδες αργότερα πραγματοποιήθηκε κανονικά στο Vicente Calderón.
Απόρροια της «Μάχης της Γλασκώβης», η Ατλέτικο στερήθηκε συνολικά -τιμωρημένους και τραυματίες- έξι ποδοσφαιριστές, αλλά με δύο γκολ στο τελευταίο τέταρτο εξαργύρωσε την μνημειώδη τακτική της στο Celtic Park και, επικρατώντας με 2-0, πήρε το εισιτήριο για τον παρθενικό διεθνή Tελικό της ιστορίας της.
Εκεί αντιμετώπισε την Μπάγερν. Δεν άλλαξε τακτική, δεν άλλαξε προσέγγιση, κατενάτσιο απαρέγκλιτα. Με το 0-0 στα ενενήντα λεπτά, ο Tελικός οδηγήθηκε σε παράταση. Ο Λουίς Αραγονιές έβαλε μπροστά τους Μαδριλένους στο 114′, στην τελευταία φάση του ημιώρου όμως μια… προσευχή από τον Σβάρτσενμπεκ έφερε την ισοφάριση. Τότε δεν προβλέπονταν πέναλτι, αλλά δεύτερο παιχνίδι μετά από δύο ημέρες, όπου και οι εξαντλημένοι από δυνάμεις «Rojiblancos» υποτάχθηκαν στους Βαυαρούς (0-4).
Ατλέτικο και Σέλτικ αναμετρήθηκαν ξανά στον 1ο γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων της σεζόν 1985-1986 (προκρίθηκε η Ατλέτικο), η στιγμή όμως που οι μνήμες και οι πληγές της «Μάχης της Γλασκώβης» ή «του παιχνιδιού της ντροπής» («Shame Game»), όπως αποκαλείται επίσης, ανασύρθηκαν για τα καλά ήταν στο πλαίσιο των ομίλων του Europa League της σεζόν 2011-2012.
«Η Ρεάλ είναι οι αριστοκράτες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οι γείτονές τους είναι αποβράσματα. Η Ατλέτικο διάλεξε τότε μια ομάδα δολοφόνων για να μας καταστρέψει. Φονιάδων, οι οποίοι ήξεραν πως, εκτελώντας την αποστολή τους, δεν θα αγωνίζονταν στη ρεβάνς. Εάν κάποια από τα μαρκαρίσματά τους γίνονταν στον δρόμο, τότε οι περισσότεροι θα κατέληγαν στη φυλακή», είχε πει στην σκωτσέζικη «Sun» παραμονές εκείνων των παιχνιδιών ο αρχηγός της Πρωταθλήτριας Ευρώπης του 1967, Μπίλι ΜακΝιλ.
H απάντηση της Ατλέτικο ήταν στο παιχνίδι στο Celtic Park να ντυθεί με μπλε εμφανίσεις, άμεσα παραπέμποντας στους αιώνιους εχθρούς της Σέλτικ και των Καθολικών, τους Ρέιντζερς και τους Προτεστάντες. Οι «Rojiblancos» επικρατήσαν και στα δύο παιχνίδια, ξεπέρασαν άνετα τον όμιλο και έφτασαν σε έναν ακόμα Τελικό, κατακτώντας εκείνη τη φορά το τρόπαιο κόντρα στην Αθλέτικ Μπιλμπάο.
Το πρώτο διεθνές της εποχής του Ντιέγκο Σιμεόνε στα ηνία τους. Της εποχής -δεκαετίες αργότερα από τη «Μάχη της Γλασκώβης»– η οποία αν μη τι άλλο διαποτίστηκε, εννοείται, σε πιο αθλητικό πλαίσιο, αλλά προσαρμοσμένο σε σύγχρονες ποδοσφαιρικές επιταγές, από εκείνο «το ερυθρόλευκο πνεύμα και χαρακτήρα που εφεξής θα μείνει στη συλλογική μνήμη, διαμορφώνοντας το τι συμβολίζει η Ατλέτικο για τις επόμενες δεκαετίες».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο
Ολλανδία – Βραζιλία: Στη ρωγμή του Westfalen
Όταν η Εθνική Νέων του Κατάρ άγγιξε την κορυφή του κόσμου
17/11/1993, το τελευταίο βράδυ του ποδοσφαιρικού ρομαντισμού
Μπενφίκα – Σάντος: Όταν ο Πελέ ντρίμπλαρε μέχρι και αστυνομικό
Το παιχνίδι της ομίχλης που γέννησε την Grande Milan
Μπαρτσελόνα – Μάλαγα: Όταν ο Λιονέλ Μέσι κατέλυσε φύση και λογική
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη