Τα πιόνια σιγά-σιγά γκρεμίζονται πάνω στο ασπρόμαυρο φόντο, όσο ο νεαρός νους του Κρίστιαν προσπαθεί να ταξιδέψει μπροστά, να σκεφτεί την επόμενη, ιδανική κίνηση.
Μα ο παππούς του πάντα τον νικά. Εντάξει, και πώς να μπορέσει ένα παιδί 9-10 χρόνων να κοντράρει την εμπειρία ενός ατόμου που ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά τη σκακιέρα;
Ο Μάτε, ο πρεσβύτερος των Πούλισικ, ήταν πάντα εκεί για τον εγγονό του. Πάντα παρών σε μια παιδική ηλικία που δεν θύμιζε παιδί. Πιο σκληρή, λιγότερο αθώα, λιγότερο ξέγνοιαστη, γεμάτη πλαίσια και κατευθύνσεις για τον απώτερο, αναπόφευκτο σκοπό, την εκπλήρωση των ποδοσφαιρικών προσδοκιών. Το λάτρευε το ποδόσφαιρο ο Κρίστιαν, από πάντα.
Αλλά κι εκείνα τα απογεύματα πάνω από τα λευκά και μαύρα τετραγωνάκια, παρέα με τον γκριζαρισμένο, ξεχωριστό κολλητό του, δεν πήγαιναν πίσω. Ακόμα κι αν ζοριζόταν, ακόμα κι αν έχανε και νευρίαζε με τον παππού του, ο οποίος δεν διανοήθηκε ποτέ να τον αφήσει να νικήσει. Ήταν δικά τους, ολόδικά τους αυτά τα μαθήματα σκακιού, για τον μικρό Κρίστιαν μια πολύτιμη απόδραση από την -επιβαρυμένη από προσδοκίες και υποσχέσεις- ποδοσφαιρική του καθημερινότητα.
Μια απόδραση, η ανάμνηση της οποίας δεν θα τον άφηνε ποτέ, που θα καταγραφόταν για πάντα στο DNA του. Πάνω στον παιδικό εκνευρισμό, στο μάταιο κυνήγι της νίκης, ο Κρίστιαν, χάρη στις διδαχές του παππού του, έμαθε από νωρίς, κουνώντας έξυπνα τα πιόνια του, πως, όταν δεν μπορεί να κερδίσει, το πιο σημαντικό είναι να αναβάλει την ήττα.
Να μπλοκάρει το ματ που θα δώσει τέλος στην παρτίδα. Και κάπως έτσι, πολλά χρόνια μετά, μπλοκάροντας το ματ, βγήκε, στο μέτρο του δυνατού, αλώβητος από την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής του.
Από την Πενσυλβάνια στη Βεστφαλία
Κρίστιαν Μάτε Πούλισικ. Εκτός από το μεσαίο του όνομα και τη χαρακτηριστική βαλκανική κατάληξη του επωνύμου του, ο παππούς του του έδωσε κι ακόμα ένα πράγμα. Κροατικό διαβατήριο. Και για το παιδί-θαύμα, την ελπίδα μιας ολόκληρης χώρας για μια νέα αυγή σε ένα από τα όχι δημοφιλή αθλήματα, αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, μιας και του επέτρεψε να μετακομίσει το συντομότερο δυνατό στην ήπειρο που οι καλύτεροι του ποδοσφαίρου σμιλεύονται επαγγελματικά.
Πριν καν το καταλάβει, πριν καν μεγαλώσει για την ακρίβεια, στα 16 του μόλις χρόνια, ο Κρίστιαν άφηνε πίσω το σπίτι του, την Πενσυλβάνια, για χάρη της Βεστφαλίας. Η ατομική προπόνηση στην αυλή του σπιτιού του, η οικογένεια, οι φίλοι του, ο παππούς του, κάθε κομμάτι της μέχρι τότε ζωής του χρειάστηκε να κλειδωθεί στο ντουλάπι του παρελθόντος για χάρη ενός υποσχόμενου μέλλοντος.
Η Μπορούσια Ντόρτμουντ, όπως συνηθίζει άλλωστε, φυσικά είχε εντοπίσει τον ταλαντούχο πιτσιρικά από το Χέρσεϊ και δεν έχασε την ευκαιρία να τον προσγειώσει στη Γερμανία, όσο νωρίτερα γινόταν. Το κροατικό του διαβατήριο τής επέτρεψε να μη χρειαστεί να περιμένει μέχρι εκείνος να κλείσει τα 18 κι έτσι ο Κρίστιαν βρήκε τον έφηβο εαυτό του στο αεροπλάνο για την άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Υποσχέσεις, προσδοκίες, potential. Οι νεαροί ώμοι του Πούλισικ καλούνταν να σηκώσουν ένα πολύ πιο περίπλοκο, πολύ πιο βαρύ φορτίο από τον συνηθισμένο πιτσιρικά, ακριβώς γιατί ένα ολόκληρο έθνος, το οποίο διψούσε για κάτι ελπιδοφόρο στο άθλημα που είχε αρχίσει να μεγαλώνει, έβλεπε σε εκείνον την ελπίδα. Μα ο ίδιος, από την πρώτη στιγμή στη Βεστφαλία, έδειξε απελευθερωμένος, άνετος και κυρίως έτοιμος. Μόλις 15 παιχνίδια έπαιξε με τις μικρές ομάδες της Ντόρτμουντ, πριν ο Τόμας Τούχελ πειστεί πως αυτό το παιδί έχει μια θέση στους άντρες.
Έκρηξη, ταχύτητα, ουσία. Ο Πούλισικ δεν ήταν ο συνηθισμένος έφηβος και ήδη από τα 17 του φόρεσε την κάπα του ηγέτη της νέας γενιάς των ΗΠΑ, αυτού που μπορούσε να κάνει μέχρι και την Ευρώπη να του υποκλιθεί. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει ρόλο στην Ντόρτμουντ, γιατί απλώς ξεχείλιζε από ακατανόητη για την ηλικία του κλάση κι αυτοπεποίθηση. Ήταν εκεί, στα “φτερά” της επίθεσης, σκοράροντας, δημιουργώντας, διαλύοντας ηλικιακά ρεκόρ, γεννώντας ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες, απαντώντας στις υποσχέσεις. Ήταν εκεί, από νωρίς έτοιμος για τον μοιραία προκαθορισμένο προορισμό του, έτοιμος για την ελίτ.
Υποσχέσεων συνέχεια
Σαν Μεσσίας σε περίοδο ξηρασίας. Κάπως έτσι προσγειώθηκε στο Λονδίνο ο Πούλισικ. Τον Ιανουάριο του 2019 η Τσέλσι έβγαλε περίπου 70 εκατ. ευρώ από τα ταμεία της για χάρη του, όμως τον παρέλαβε έξι μήνες αργότερα, τον Ιούνιο, όταν πλέον της είχαν επιβληθεί οικονομικοί περιορισμοί, όσον αφορά στις μεταγραφές. Ο Κρίστιαν επί της ουσίας ήταν η μόνη καινούργια προσθήκη σε ένα σύνολο γεμάτο συνομηλίκους του από τις «μπλε» ακαδημίες και με επικεφαλής τον Φρανκ Λάμπαρντ. Και μάλιστα, η πρώτη προσθήκη εξτρέμ μετά την αποχώρηση του “Βασιλιά” Εντέν Αζάρ.
Η οπαδική ανάγκη να βρεθεί ο αντικαταστάτης του σε μια δύσκολη για τους Λονδρέζους περίοδο έφερε αναπόφευκτα κι άλλο βάρος, νέες ευθύνες στον Πούλισικ, ενώ και το ίδιο το club δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για την υπογραφή «ενός εκ των πιο περιζήτητων ταλέντων του κόσμου». Όμως επρόκειτο για κάποιον που έδειχνε, τουλάχιστον φαινομενικά, να μπορεί να διαχειριστεί τις προσδοκίες. Ήδη είχε φορέσει το περιβραχιόνιο της Εθνικής του ομάδας, σε καιρό που αυτή επιχειρούσε να επανεφεύρει τον εαυτό της, ήδη έχει αγωνιστεί στο κορυφαίο επίπεδο.
Τα πάντα ξεκίνησαν εκείνο το κρύο φθινοπωρινό απόγευμα στο Turf Moor, στο ματς κόντρα στην Μπέρνλι. Γκολ με το αριστερό, γκολ με το δεξί, γκολ και με το κεφάλι. “Καλησπέρα, είμαι ο Κρίστιαν και δεν αστειεύομαι”.
Ο Πούλισικ πετυχαίνει τα πρώτα του τέρματα με την μπλε -άσπρη σε εκείνο το ματς- φανέλα και συστήνεται στο αγγλικό κοινό, ολοκληρώνοντας εντυπωσιακά το τέλειο χατ τρικ και γινόμενος στα 21 του ο νεότερος που καταφέρνει κάτι τέτοιο για την Τσέλσι.
Συνεχίζει καυτός, δίχως να χαμπαριάζει από κινδύνους, με πυξίδα τη νεανική του δίψα, και κλείνει την πιο μακρά σεζόν της ιστορίας ως διακριθέντας. Μα πάνω από όλα ως ακόμα περισσότερα υποσχόμενος, τοποθετώντας ασυναίσθητα στην πλάτη του και ακόμα περισσότερο βάρος. Τα πάντα συνηγορούν σε αυτό που όλοι βλέπουν να έρχεται. Ο Πούλισικ δεν μπορεί παρά να εκτοξευθεί. Αλλά 1+1 ίσως δεν κάνει 2 τελικά, τα μαθηματικά δεν είναι τόσο απλά. Ειδικά στην εποχή του Covid-19.
Στα λευκά και μαύρα κουτάκια
Άνοιξη του 2021. Ο ήλιος κοντεύει να βγει στη Μουμπάι της Ινδίας, αλλά ο 20χρονος Παλ παραμένει καρφωμένος στην καρέκλα του, χωμένος στον υπολογιστή του. Έχει μόλις νικήσει ακόμα μια παρτίδα διαδικτυακού σκακιού και, όπως πάντα, μελετά τις κινήσεις του μετά το παιχνίδι. Ο άγνωστος χειριστής των μαύρων πιονιών τον δυσκόλεψε, τον προβλημάτισε και στο τέλος της ημέρας ηττήθηκε, μόνο και μόνο επειδή το χρονόμετρό του έληξε.
Αυτή τη φορά κάτι του λέει να μπει στο προφίλ του αντιπάλου του, όχι η φωτογραφία του καστανού νεαρού αγοριού, κάτι διαφορετικό. Βλέπει το όνομά του, όχι το ψευδώνυμό του. «Κρίστιαν Πούλισικ», γράφει στο πεδίο που υποτίθεται πως κάθε παίκτης βάζει το αληθινό του όνομα. Ο Παλ, ο οποίος λατρεύει το ποδόσφαιρο, δυσκολεύεται να το πιστέψει, περνάει τις επόμενες μέρες αναζητώντας εμμονικά όσα μπορεί να βρει για τον μυστηριώδη αντίπαλό του, μα, όσο οι ώρες και οι μέρες περνούν, τόσο πιο πολύ πείθεται πως όντως έπαιξε απέναντι στον σταρ της Τσέλσι. Η λίστα των φίλων του περιλαμβάνει ένα σωρό Αμερικανούς από την Πενσυλβάνια άλλους ποδοσφαιριστές. Αν κάποιος προσπαθεί να παραστήσει τον Πούλισικ, το κάνει υπερβολικά καλά.
Ο νεαρός Ινδός συνεχίζει την έρευνά του, ψάχνει τα πάντα για έναν παίκτη που πλέον δεν θυμίζει τον εαυτό του, που στην πραγματικότητα βυθίζεται σε μια κατάσταση την οποία δεν μπορεί να ελέγξει, σε ένα κενό που τον ρουφά. Η προηγούμενη καλή του σεζόν μετατρέπεται σε ανάμνηση, πριν καν μπει ξανά στην αρένα της δράσης, καλείται να αντιμετωπίσει απανωτούς τραυματισμούς και, όταν όντως παίζει, δυσκολεύεται να θυμίσει τον εαυτό του.
Μένει μόνος στα 22 του, σε ένα άδειο, άχαρο σπίτι στο Γουίμπλεντον, λίγο έξω από το Λονδίνο. Μακριά από την οικογένειά του, τους δικούς του ανθρώπους, τους οποίους έχει να δει μήνες εξαιτίας της πανδημίας, εξαιτίας των απανωτών αγωνιστικών υποχρεώσεων.
Το παιδί που έδειχνε ατρόμητο σταδιακά αρχίζει να χάνεται, να αμφισβητεί τις δυνατότητές του. «Χανόμουν στο κεφάλι μου, προσπαθούσα να είμαι υπερβολικά καλός, γινόμουν ο ίδιος, εμπόδιο στον εαυτό μου, βρισκόμουν σε έναν φαύλο κύκλο».
Το ίδιο κεφάλι όμως που δημιουργούσε τον προσωπικό του λαβύρινθο δεν θα μπορούσε να ξεχάσει την αποτυπωμένη ανάμνηση της απόδρασης. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τα απογεύματα παρέα με τον Μάτε πάνω από τα λευκά και μαύρα τετραγωνάκια. Ένα μονοπάτι που έμαθε να ακολουθεί πιστά, μια τυφλή διαδρομή. Όποτε τα σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τον ποδοσφαιρικό του ουρανό, οι αχτίδες του σκακιού τού έδειχναν τον δρόμο, ήταν εκεί για χάρη και χάρη στον παππού του.
Στη σκακιέρα προσπάθησε να αποδράσει, μόνο που αυτή τη φορά εκείνη δεν βρισκόταν στο τραπέζι του σαλονιού του αλλά στην οθόνη του υπολογιστή του.
Όσο ο ίδιος όμως καταπιανόταν ξανά μετά από καιρό με το σκάκι, όσο έψαχνε λίγη από την παιδική του ξεγνοιασιά στο παιχνίδι που ανέκαθεν τον συνέδεε με τον παππού του, ο Μάτε άφησε την τελευταία του πνοή, έφυγε από τη ζωή λίγο πριν κλείσει το εφιαλτικό 2020. Με τον εγγονό του 6.000 χιλιόμετρα μακριά, ανήμπορο να πει κάτι κοντά σε ένα «αντίο» που θα αξίζει, ανήμπορο να παρευρεθεί στην κηδεία του. Πλέον ακόμα πιο βυθισμένο σε ένα βαθύτερο κενό, καταδικασμένο να μισεί για κάποιον καιρό αυτό που πάντα λάτρευε.
Ο δρόμος ήταν και πάλι ένας, πιο πολύ από ποτέ, και περνούσε ξανά από τα λευκά και μαύρα -ψηφιακά πλέον- τετραγωνάκια.
Μάτε
Ο Παλ δεν θα βρει ποτέ την απάντηση που ψάχνει μόνος του, αλλά θα του τη δώσει ο Κρίστιαν λίγο καιρό μετά. «Τον τελευταίο χρόνο εθίστηκα στο σκάκι, ξεκίνησα να παίζω, να παίζω πολύ», θα αναφέρει σε μια συνέντευξή του. Μα ίσως οι λέξεις που χρησιμοποιεί να είναι πολύ απαλές για να περιγράψουν την κατάσταση. Ο λογαριασμός του, το προφίλ του στην ιστοσελίδα του διαδικτυακού σκακιού λένε την αλήθεια. Ξεκίνησε δειλά, μα τη σεζόν 2020-2021 έπαιξε περισσότερες από 5.000 παρτίδες, αφιέρωσε περίπου 35.000 λεπτά στο παιχνίδι που ο παππούς του του συνέστησε, πιθανότατα αναζητώντας τον, τώρα που ένιωθε πιο μόνος από ποτέ.
Στο χορτάρι έπαιξε 5.776 λεπτά, σχεδόν το 1/7 του σκακιστικού του χρόνου. Φαινόταν πως κάτι δεν πάει καλά. Ακόμα κι όταν ο Τόμας Τούχελ, ο προπονητής που τον ανέδειξε στην Ντόρτμουντ, ανέλαβε την Τσέλσι, ο Πούλισικ δεν έδειχνε ικανός να σταθεί στα πόδια του. Σε τέτοιο βαθμό που ο σύλλογος τού έδωσε περίπου έναν μήνα για να αντιμετωπίσει τα πνευματικά του προβλήματα, τα οποία πλέον δεν ήταν μυστικό πως τον βασάνιζαν.
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί πώς αξιοποίησε τον χρόνο του μακριά από το ποδόσφαιρο ο Κρίστιαν. Θρηνώντας τον παππού του και κουνώντας ψηφιακά πιόνια πέρα δώθε στο ασπρόμαυρο φόντο, ανταγωνιζόμενος άγνωστους τύπους από όλο τον κόσμο, όπως ο Παλ. Γινόταν όλο και καλύτερος, μα πάντα επέλεγε να παίζει με ανώτερους αντιπάλους, όπως τότε απέναντι στον Μάτε. Συχνά ήταν δύσκολο να νικήσει, όσο δύσκολο ήταν να επικρατήσει κι αυτού του κενού που συνέχιζε να τον τραβά βαρυτικά, να τον βυθίζει στη λήθη. Η παιδική ανάμνηση της απόδρασης όμως ήταν ξανά εκεί.
Στρατιώτες, ίπποι, πύργοι και αξιωματικοί. Βασίλισσες και Βασιλιάδες. Όλα κινούνταν με τρόπο που ξυπνούσαν τον Μάτε μέσα του, τα δικά του λόγια. Όλα ορκισμένα να μπλοκάρουν το ματ, αποφασισμένα να μην παραδοθούν ποτέ. Μικρά ψηφιακά σχεδιάκια που ενέπνευσαν τον Κρίστιαν, που τον τράβηξαν στην επιφάνεια. Τον έπεισαν πως δεν έχει άλλη επιλογή. Ακόμα κι αν νιώθει πως δεν μπορεί να κερδίσει τη ρουφήχτρα, πρέπει τουλάχιστον να αναβάλει την ήττα, να μπλοκάρει το ματ. Αυτό θα ήθελε και ο Μάτε, αυτό του έλεγε πάντα.
«Ήταν ο παππούς μου αυτός που μου έμαθε να παίζω σκάκι, είναι μια ανάμνηση που κρατώ πάντα στην καρδιά μου και ήταν το σκάκι αυτό που με βοήθησε σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μου».
Μέρα με τη μέρα ο Κρίστιαν μπλόκαρε κάθε ματ που θα μπορούσε να τον σπρώξει ξανά στο κενό, μέρα με τη μέρα γινόταν καλύτερος ή μάλλον -ακόμα πιο σημαντικά- γινόταν καλύτερα. Τόσο που στην τελική ευθεία της δυσκολότερης για εκείνον χρονιάς μπόρεσε να λάμψει ξανά για λίγο. Γκολ στο Bernabéu, ασίστ στο Stamford Bridge. Η Ρεάλ Μαδρίτης σπίτι της, η Τσέλσι στον Tελικό του Champions League. Κι από εκεί Πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ο πρώτος Αμερικανός που έπαιξε ποτέ στον τελικό των αστεριών, το παιδί από την Πενσυλβάνια με το τεράστιο τρόπαιο αγκαλιά.
Την αμέσως επόμενη μέρα, με το χρυσό μετάλλιο ακόμη στον λαιμό, αφιέρωσε τον πήχη του χεριού του σε μια Βασίλισσα, στο δεύτερο -ίσως και πρώτο- αγαπημένο του παιχνίδι. Λίγο μελάνι για να του θυμίζει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του, τα απανωτά μπλοκαρισμένα ματ. Και από κάτω μια λέξη που σήμαινε τα πάντα: Μάτε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μέισον Μάουντ: Ακροβατώντας ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα