Το 1991, όταν ο Σπόρτιγκ αγωνίστηκε στο Final 4 του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Palau Blaugrana, έγινε το πρώτο μεγάλο “μπαμ” στο ελληνικό μπάσκετ γυναικών εκείνης της εποχής.
Ήταν η πρώτη φορά που μία γυναικεία ομάδα συμμετείχε στην τελική φάση μιας τόσο μεγάλης και σημαντικής διοργάνωσης, σε μία περίοδο μάλιστα όπου στους άνδρες ο Άρης του Γκάλη, του Γιαννάκη και των υπόλοιπων παικτών ήταν αυτό που λέμε στα “ντουζένια” του. Ίσως αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίον πολλοί αποκαλούσαν την ομάδα μας «ο Άρης των γυναικών».
Εμείς όμως δεν ήμασταν ακριβώς μια επαγγελματική ομάδα, όπως ήταν ο Άρης. Ήμασταν απλώς μια παρέα αθλητριών.
Μπορεί να ακούγεται λίγο… παλιομοδίτικο αυτό που θα πω, αλλά το μπάσκετ γυναικών εκείνη την εποχή ήταν λίγο πιο ρομαντικό.
Χωρίς μεγάλες και ιδιαίτερες απαιτήσεις. Με μία προπόνηση την ημέρα, με πενιχρές αμοιβές για τις Ελληνίδες παίκτριες και έναν προπονητή ο οποίος, σε αντίθεση με σήμερα που έχει μαζί του τους συνεργάτες του, ήταν μαζί με τον έφορο αυτοί που έτρεχαν για όλα.
Ακόμη θυμάμαι πόσο πολύ είχαμε εντυπωσιαστεί στη Βαρκελώνη από την ομάδα της Τσεζένα, όταν στον πάγκο της υπήρχαν μαζί με τις παίκτριες άλλα έξι άτομα. Μέχρι και ψυχολόγο είχαν στην αποστολή τους, όπως μάθαμε αργότερα!
Κι εμείς άλλο που δε θέλαμε, να κάνουμε μεταξύ μας την σχετική πλάκα. «Πού είναι ο δικός μας ψυχολόγος;», ρωτούσαμε η μία την άλλη. «Μάλλον έμεινε στην Αθήνα», απαντούσαμε και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια.
Πέραν της πλάκας όμως, η Τσεζένα, με την οποία παίξαμε στον ημιτελικό στη Βαρκελώνη, ήταν ομάδα-πρότυπο. Απ’ όλες τις απόψεις.
Εμείς, από την πλευρά μας, μπορεί να ήμασταν μία κατά κάποιον τρόπο ερασιτεχνική ομάδα, αλλά ο σύλλογος είχε μεγάλη προϊστορία στο μπάσκετ γυναικών στην Ελλάδα. Από την εποχή της Βλαντή, της Γιωτούλα αλλά και της Κομματά, με τις οποίες ήμουν και συμπαίκτρια.
Από το 1981 που πήγα στην ομάδα μέχρι το 1991 που αγωνιστήκαμε για πρώτη φορά στο Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, είχαν περάσει 10 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχαμε πάρει όλους τους τίτλους στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό και ο αείμνηστος Βασίλης Σακόπουλος, ο επονομαζόμενος και «Ζούγκλας», έδωσε στην πορεία όλο το “είναι” του για να διαπρέψει ο Σπόρτιγκ και εκτός Ελλάδας.
Μπορεί να είχαν ακουστεί πολλά για τον Βασίλη λόγω του παρορμητικού και εκρηκτικού χαρακτήρα που είχε, αλλά για μένα ήταν ο άνθρωπος που είχε ένα όραμα για το γυναικείο τμήμα, το οποίο ήταν η αδυναμία του και στο οποίο αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του για να το δει να γίνεται πραγματικότητα.
Έδωσε την ψυχή του. Πιστεύω και τα χρήματά του… Προσπάθησε να βρει κι άλλους ανθρώπους που θα ενίσχυαν οικονομικά την ομάδα, αναζήτησε χορηγούς και πάντα έψαχνε για τις καλύτερες ξένες παίκτριες.
Είχαμε κάνει πολλές πρωτοποριακές κινήσεις για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Είχαμε Ρωσίδες, Αμερικανίδες και σιγά-σιγά άρχισε να χτίζεται η ευρωπαϊκή πορεία μας.
Μέχρι που το 1991 μπήκαμε στις έξι καλύτερες ομάδες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μαζί με την Τσεζένα, μία ομάδα από τη Γαλλία, μία από τη Σουηδία, μία από τη Ρωσία και μία από την Ισπανία.
Οι περισσότεροι αγώνες που παίξαμε ήταν ντέρμπι.
Η νίκη όμως που πετύχαμε επί της γαλλικής Μιράντ μέσα στην έδρα της ήταν εκείνη που ξαφνικά μας έδωσε τη μεγάλη πιθανότητα να μπούμε στο Final 4. Η αλήθεια είναι πως κι εμείς, πηγαίνοντας τότε στη Γαλλία, είπαμε ναι μεν θα δώσουμε έναν δυνατό αγώνα, αλλά πιστεύαμε ότι η δύναμη της έδρας θα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Κι όμως! Κερδίσαμε με 67-60, μέσα σ’ ένα γήπεδο όπου ήταν γεμάτο από κόσμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις περισσότερες χώρες όπου αγωνιζόμασταν δεν παίζαμε σε μεγαλουπόλεις. Ήταν σε επαρχιακές πόλεις ή κωμοπόλεις, όπου η διεξαγωγή του εκάστοτε αγώνα ήταν το μεγάλο γεγονός της περιοχής και συγκεντρωνόταν όλος ο κόσμος.
Το παιχνίδι με τη Μιράντ ήταν ένα από αυτά και το γήπεδο ήταν γεμάτο από φιλάθλους κάθε ηλικίας που είχαν δημιουργήσει μια καταπληκτική ατμόσφαιρα. Με τη νίκη που πετύχαμε βρεθήκαμε με το ενάμισι πόδι στο Final 4 της Βαρκελώνης.
Για μένα αυτή ήταν η πιο σημαντική χρονιά του Σπόρτιγκ.
Στον ημιτελικό αγωνιστήκαμε με την Τσεζένα, με την οποία είχαμε παίξει και στον πρώτο κύκλο του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών εκείνης της χρονιάς. Σ’ εκείνους τους αγώνες είχαμε χάσει με μεγάλη διαφορά, αλλά στη Βαρκελώνη ηττηθήκαμε με 73-66, αν θυμάμαι καλά. Αν και κοντράραμε τις Ιταλίδες, δεν αντέξαμε μέχρι το τέλος και αποκλειστήκαμε για να κατακτήσουμε στην πορεία την τρίτη θέση στη διοργάνωση, αφού κερδίσαμε μια ομάδα από το Λένινγκραντ.
Η καλή ευρωπαϊκή πορεία συνεχίστηκε και τον επόμενο χρόνο, με αποτέλεσμα να προκριθούμε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το οποίο το 1992 διεξήχθη στο Μπάρι.
Όταν φτάνεις στην τελική φάση μιας διοργάνωσης, πάντα λες θα πάω στον Τελικό. Αυτό θέλαμε.
Δυστυχώς όμως στον ημιτελικό παίξαμε με τη Ντόρνα Βαλένθια. Ομάδα η οποία μεταξύ άλλων είχε στη σύνθεσή της τη Μουγιάνοβιτς, μία παίκτρια ύψους 2.08μ. Πώς ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσουμε αυτή την συγκεκριμένη παίκτρια; Δεν μπορούσαμε να την “παλέψουμε” στα μαρκαρίσματα. Και μετά το πρώτο ημίχρονο, παραδοθήκαμε.
Κακά τα ψέματα! Εκείνη την εποχή όποιος είχε μεγαλύτερο μπάτζετ μπορούσε να “χτυπήσει” και δυνατές ξένες.
Εμείς δεν υστερούσαμε στις γηγενείς παίκτριες. Οι Ελληνίδες του Σπόρτιγκ ήταν καλύτερες από εκείνες των αντίπαλων ομάδων μας στη Ευρώπη. Είχαμε την Κλιγκοπούλου, την Πεταχτή, την Καπογιάννη, τη Ρήγα. Όλες διεθνείς.
Υστερούσαμε στις ξένες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παίκτριες που ήταν εκείνη την εποχή στην ομάδα δεν βοήθησαν να την φτάσουμε μέχρι εκεί όπου πήγε. Προς Θεού! Όλες βοήθησαν! Από την αείμνηστη Τζούντι Μόσλι, την οποία θυμάμαι να πετυχαίνει σ’ έναν από τους ευρωπαϊκούς αγώνες μας 40 πόντους, μέχρι τη Λίντια Τζόνσον, μια δυνατή Αφροαμερικανίδα που “δεν καταλάβαινε από ξύλο”.
Ωστόσο, οι αντίπαλες ξένες, όπως για παράδειγμα αυτές που έπαιζαν στη Τσεζένα, ήταν ένα επίπεδο πιο πάνω.
Εκτός βέβαια από τη διαφορά δυναμικότητας που υπήρχε μεταξύ των δικών μας ξένων παικτριών και των αντιπάλων μας, το 1992 πήγαμε στο Μπάρι και με πολύ κακή ψυχολογία.
Νωρίτερα, πριν τη διεξαγωγή του Final 4, είχαμε χάσει στο ελληνικό Πρωτάθλημα από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς μέσα στη έδρα του, μία ήττα που ουσιαστικά μας είχε στερήσει την κατάκτηση του τίτλου της Πρωταθλήτριας.
Όταν λοιπόν αναχωρήσαμε για την Ιταλία, το ταξίδι προς την πόλη έμοιαζε ατελείωτο!
Να υπενθυμίσω ότι μιλάμε για μια εποχή που δεν πήγαινες με τσάρτερ, αλλά με καράβι και πούλμαν. Και μέσα σ’ όλα, είχαμε και τον αείμνηστο Σακόπουλο να “παραμιλάει” καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής για το χαμένο Πρωτάθλημα. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!», μονολογούσε, «Δευτεραθλήτριες στην Ελλάδα, τρίτες στην Ευρώπη!». Ακόμη ηχεί η φωνή του μέσα στα αφτιά μου.
Έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν μπόρεσε να “χωνέψει” εκείνη την ήττα στην Καλαμαριά. Γενικότερα υπήρχε στεναχώρια. Σε όλη την ομάδα. Κι αυτό μας βγήκε και μέσα στο γήπεδο. Από την στιγμή που έχεις χάσει ένα τόσο σημαντικό παιχνίδι, δεν είναι τόσο εύκολο να πεις «ok, πάει τελείωσε, πάμε τώρα στον επόμενο αγώνα».
Πιστεύω ότι ένα μέρος της ήττας από τη Ντόρνα με διαφορά 25-26 πόντων, όπως και η επόμενη που ακολούθησε στον αγώνα για την τρίτη θέση, οφειλόταν και στην κακή ψυχολογία. Είχαν αδειάσει οι μπαταρίες μας…
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η παρουσία του Σπόρτιγκ για δεύτερη συνεχή χρονιά σε ένα Final 4 παρέμενε μια σημαντική επιτυχία. Η οποία ωστόσο στην πορεία χάθηκε και δεν αξιοποιήθηκε ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο το σύνολο του μπάσκετ γυναικών στην Ελλάδα. Με αφορμή αυτήν, ίσως έρχονταν περισσότερα κορίτσια στον χώρο ή να κυνηγούσαν κι άλλοι σύλλογοι το ευρωπαϊκό όνειρο ή να γίνονταν περισσότερο ανταγωνιστικοί.
Αρκετά χρόνια αργότερα βέβαια, είδαμε πρώτα την ομάδα των Λιοσίων (ΔΑΣΑΛ) να σημειώνει κάποιες επιτυχίες και μετά τον Αθηναϊκό να φτάνει στο αποκορύφωμα κατακτώντας το Eurocup. Αυτές όμως ήταν διάσπαρτες επιτυχίες, δεν υπήρχε μια συνέχεια.
Τον επόμενο χρόνο από τη συμμετοχή μας στο Final 4 του Μπάρι αποφάσισα να αποσυρθώ από την ενεργό δράση.
Το 1992 ο Σπόρτιγκ είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του και δεν υπήρχε τρόπος να πάει παραπάνω.
Ουσιαστικά ήμασταν ένα ερασιτεχνικό (“ημι-επαγγελματικό”) σωματείο που πάντα προσπαθούσε να βρίσκει χρήματα, την στιγμή που οι άλλες ομάδες είχαν ήδη τους χορηγούς τους. “Παλεύαμε” με επαγγελματίες.
Πίστεψα ότι, με τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε κάτι άλλο στο αγωνιστικό κομμάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Είχαμε φτάσει το υψηλότερο επίπεδο. Καλώς ή κακώς, δεν μπορούσαμε να πάμε παραπέρα. Κι αυτό το πιστεύω μέχρι σήμερα. Είπα, «ok, έως εδώ ήταν!». Και εκείνη την περίοδο πήρα την απόφαση να αποχωρήσω από τα γήπεδα.
Ποτέ δεν θεώρησα το εαυτό μου ως επαγγελματία παίκτρια με τη σημερινή έννοια. Μπορεί να ήμουν πάντα έτοιμη στους αγώνες, συνεπής στις προπονήσεις, η πρώτη που πήγαινα στο γήπεδο και η τελευταία που έφευγα, να πρόσεχα τη ζωή που έκανα (πρωτίστως γιατί ήμουν αθλήτρια αλλά και γιατί έτσι είχα μάθει), όμως παράλληλα με το μπάσκετ υπήρχε η δουλειά μου στο κολέγιο όπου εργάζομαι μέχρι σήμερα, αρχικά ως γυμνάστρια και σήμερα σε διοικητική θέση.
Όταν έφτασα λοιπόν στην ηλικία των 30-31 χρόνων, σκέφτηκα το εξής απλό: Τι άλλο μπορούσα να δώσω στο Σπόρτιγκ; Τι άλλο μπορούσα να προσφέρω στην Εθνική ομάδα; Η απάντηση ήταν πως είχα δώσει τα πάντα!
Είχε έρθει η ώρα να κοιτάξω και κάποια άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα να κάνω την οικογένειά μου.
Επιπλέον, εκείνη την εποχή σταδιακά άρχισαν να αλλάζουν και οι συνθήκες στον χώρο του μπάσκετ. Να γίνονται πιο απαιτητικές, όχι ως προς το αγωνιστικό κομμάτι αλλά στα υπόλοιπα. Και από την στιγμή που είχα τη δουλειά μου, δεν ήταν εύκολο να το συνδυάσω.
Βέβαια, μόλις αποφάσισα να αποχωρήσω από την ενεργό δράση, ορισμένοι άνθρωποι απόρησαν. Ήμουν σε καλή φυσική και αγωνιστική κατάσταση, επομένως θεωρούσαν ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω για κάποιο διάστημα ακόμα. «Έτσι μαχαίρι θα το σταματήσεις;», με ρωτούσαν. «Ναι, έτσι», τους έλεγα. Ήμουν αποφασισμένη.
Είχα φτάσει άλλωστε και σ’ ένα σημείο όπου υπήρχε πολύ κούραση. Τόσο απ’ τον συνδυασμό της δουλειάς μου με το μπάσκετ όσο και απ’ τα συνεχόμενα ταξίδια στο εξωτερικό, τα οποία φυσικά εκείνη την εποχή γίνονταν με ενδιάμεσες στάσεις.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κάποτε πήγαμε να παίξουμε στο Νοβοσιμπίρσκ στη Σιβηρία. Δεν θυμάμαι αν ο ενδιάμεσος σταθμός μας ήταν η Μόσχα ή το Κίεβο, εκείνο όμως που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω είναι ότι περιμέναμε 12 ώρες στο αεροδρόμιο για την πτήση που θα πήγαινε στον τελικό προορισμό μας!
Εντάξει, ταξίδια σαν αυτό δεν είναι από αυτά που λες «θέλω να το κάνω ξανά». Ειδικά εκείνα που είχαν ως προορισμό τη Ρωσία. Από κάποιο σημείο και μετά είχε αρχίσει να γίνεται αρκετά κουραστικό.
Αποχώρησα λοιπόν και άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο με άλλα πράγματα. Το τρέξιμο για παράδειγμα, για το οποίο ο πατέρας μου μου έλεγε ότι είναι η βάση όλων των αθλημάτων και πάντα το αγαπούσα, αλλά και το σκουός.
Το κεφάλαιο «παίκτρια του μπάσκετ» είχε κλείσει οριστικά για μένα.
Και ξέρετε ποιο ήταν το πιο σημαντικό; Το γεγονός ότι το έκλεισα, όταν αισθανόμουν καλά. Μπορεί κάποιοι να είχαν παραξενευτεί τότε με την απόφασή μου, αλλά από μικρή είχα πει στον εαυτό μου ένα πράγμα, «αν διαπιστώσω ότι το μπάσκετ γίνεται για μένα αγγαρεία και δεν μπορώ να παίξω στο επίπεδο όπου θέλω να παίζω, θα αποχωρήσω».
Ως αθλήτρια, ήθελα να φύγω όσο ήμουν ακόμα στο τοπ. Έτσι επιθυμούσα να με θυμάται ο κόσμος.
Κι έτσι αποχώρησα! Για να συνεχίσω αργότερα να υπηρετώ το άθλημα με άλλους τρόπους!
Επιμέλεια Κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Εβίνα Μάλτση: Η Εβίνα χωρίς την Εθνική / Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει; / Από τη Γουμένισσα στο Γκάρντεν
Στέλλα Καλτσίδου: Προκλήσεις Ζωής / Κεφάλαιο Εθνική: Σχέση Στοργής
Όλγα Χατζηνικολάου: Η δική μου αλήθεια
Κατερίνα Σωτηρίου: Πορεία λύτρωσης
Μαριέλλα Φασούλα: Η Χαρά του Παιχνιδιού
Έλενα Τσινέκε: Έξω Από Τη Ζώνη Ασφαλείας
Ελεάννα Χριστινάκη: Διαδρομή Απελευθέρωσης / Στρατιωτική βάση για την επιτυχία