Τα αβγά τσιτσιρίζουν στο τηγάνι, δίπλα σε δυο φέτες μπέικον που σκάνε, όσο μαγειρεύονται.
Η φρυγανιέρα με ένα δυνατό «ντιν» ειδοποιεί πως το ψωμί είναι έτοιμο και ο καυτός μυρωδάτος καφές χύνεται σαν μαύρος καταρράκτης σε μια κούπα. Ο αδερφός του χτυπάει τα πόδια του στο ξύλο, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, και οι γονείς του χαζομιλάνε για τη μέρα που ξεκινά. Είναι ακόμα ένα πρωί στην κουζίνα του σπιτιού των Μπερν, στο Μπλάιθ, τέρμα Θεού στη Βορειανατολική Αγγλία.
Μα πίσω από όλους αυτούς τους ήχους ενός ακόμα πρωινού ξεχωρίζει ένας, αυτός που γαργαλά γλυκά τα αφτιά του Νταν μέσα από ένα παλιό τρανζιστοράκι. Ο ίδιος ήχος κάθε πρωί. Οι ηλεκτρικές κιθάρες ξεχύνονται, το ίδιο και το σαξόφωνο με τη χαρακτηριστική του μελωδία. Είναι το «Going Home» του –Mr. Dire Straits– Μαρκ Νόπφλερ, μα κανείς σχεδόν δεν το αποκαλεί έτσι, το κομμάτι έχει μείνει στην ιστορία ως «Local Hero», παίρνοντας το όνομα της βρετανικής δραματικής κομεντί που έντυσε μουσικά.
Κι όμως ελάχιστοι το έχουν συνδέσει με αυτή. Είναι η μουσική της Νιούκαστλ Γιουνάιτεντ, η ιαχή του St. James’s Park, κάθε φορά που βλέπει τους έντεκα πολεμιστές με τα ασπρόμαυρα να πατούν το καταπράσινο χορτάρι. Η μελωδία που ο κόσμος τραγουδά δυνατά πριν από κάθε παιχνίδι, η μελωδία που κάθε παιδί στο Τάινσαϊντ ακούει, αντικρίζοντας τους ήρωές του να στήνονται στο γήπεδο.
Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια παιδιά ονειρεύτηκαν να βρεθούν στην αντίπερα όχθη της, να ακούσουν τις ίδιες κιθάρες, το λίκνισμα του σαξόφωνου ως παίκτες, ως “Local Heroes” της αγαπημένης τους ομάδας. Ελάχιστα από αυτά το κατάφεραν. Κανένα εκ των ελαχίστων δεν το πίστευε λιγότερο. Κάτι η απόρριψη της Νιούκαστλ, όταν ήταν έφηβος, κάτι το χαμηλό επίπεδο όπου για χρόνια αγωνιζόταν, κάτι το ιδιαίτερο στιλ του και η χρυσή εξαγορά του συλλόγου από τη Σαουδική Αραβία.
Ο Νταν Μπερν δεν πίστεψε ποτέ πως θα ζήσει αυτό που πάντα ήθελε. Όπως κάποτε θα ομολογούσε όμως, «Άκουσα το “Local Hero” και βγήκα στο γήπεδο ως παίκτης της Νιούκαστλ. Ήταν εξωπραγματικό. Είπα στον εαυτό μου πως τουλάχιστον τώρα θα είχα για πάντα αυτή τη στιγμή, ό,τι κι αν ακολουθούσε».
Και πού να ήξερε όσα στα αλήθεια θα ακολουθούσαν… Πού να ήξερε πως ανέκαθεν υπήρχε μια αόρατη κλωστή που κρατούσε το πελώριο κορμί του συνδεδεμένο με το πεπρωμένο του, περιμένοντας τη σωστή στιγμή. Τη σωστή στιγμή για το γεγραμμένο, το πιο όμορφο αντάμωμα.
Στην άκρη της κουπαστής της σκάλας που ο αδερφός του, κατεβαίνοντας, ταρακουνούσε ολόκληρη υπήρχε πάντα ένα κρεμασμένο καπέλο με το σήμα της Νιούκαστλ. Δεν το φορούσε κανείς, πολύ απλά γιατί ο σκοπός του ήταν διαφορετικός, μεγαλύτερος. Τα χαρτάκια το γέμιζαν συχνά. Όνομα αντιπάλου, ημερομηνία αγώνα. Ο Νταν και ο Τζακ έχωναν τα χέρια τους στο καπέλο και, με σταυρωμένα τα δάχτυλα για καλοτυχία, ήλπιζαν στην καλύτερη πετυχεσιά, τραβώντας τα ματς που θα παρακολουθούσαν εναλλάξ από κοντά στο St. James’s Park. Τα οικογενειακά διαρκείας στην Ανατολική Κερκίδα ήταν περιορισμένα (δύο, ένα δηλαδή για τον πρεσβύτερο Μπερν και ένα για τον διαφορετικό κάθε φορά εκλεκτό του καπέλου γιο του), η αγάπη όμως για τους «Magpies» σε εκείνο το σπίτι μόνο όρια δεν είχε. Τουναντίον. Ήταν το πάθος, το κοινό συναίσθημα που σαν καλοδεμένος αρμός κρατούσε μπαμπά, γιους και λοιπή οικογένεια σε απόλυτη αρμονία.
Υπήρξε τυχερός ο Νταν, όχι μόνο γιατί ευτύχησε να τραβάει από το καπέλο όλα τα καλά ματς, τα ντέρμπι με τη Σάντερλαντ, τις βραδιές του Champions League, τις μάχες με τις λαμπερές αντιπάλους, αλλά κυρίως επειδή οι πρώτες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις που χαράχθηκαν μέσα τους είχαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή εκείνης της φανταστικής ομάδας του Κέβιν Κίγκαν κι έπειτα της επίσης σπουδαίας ομάδας του Σερ Μπόμπι Ρόμπσον. Τα γκολ του Άλαν Σίρερ, τις φοβερές στιγμές της θρασύτατης τότε Νιούκαστλ. Δεν είδε τίτλους, μα έζησε θριαμβευτικές βραδιές, μεγάλωσε βλέποντας την αγαπημένη του ομάδα πραγματικά μεγάλη.
Πώς να μη θελήσει να γίνει κι εκείνος μέρος της; Πώς να μη φανταστεί τον εαυτό του βυθισμένο στις ασπρόμαυρες ρίγες της; Δεν ήθελε κάτι άλλο.
Και όντως, έστω και σε ένα πρώιμο στάδιο, για λίγο καιρό είδε τη φανέλα της Νιούκαστλ να πέφτει στο -από τότε πανύψηλο- κορμί του. Όπως κάθε παιδί στο Τάινσαϊντ οπλίστηκε με το όνειρό του και βρέθηκε στο “Κέντρο Εξέλιξης” των «Magpies», τον προθάλαμο ουσιαστικά της ακαδημίας τους. Η επιλογή θέσης φάνταζε εύκολη. Ο μικρός γίγαντας ήταν ό,τι έπρεπε για το τέρμα. Κι έτσι, εκεί που δεν φυτρώνει χορτάρι, ανάμεσα από τα δοκάρια, έκανε τα πρώτα του βήματα.
Λίγα χρονιά μετά όμως το καρφί που ξερίζωσε το δάχτυλό του από το χέρι του άλλαξε τα πλάνα του. Ήταν 13 ετών και πάνω στο παιχνίδι, στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει έναν συρματένιο φράχτη, το δαχτυλίδι που φορούσε στον μεσαίο του δεξί χεριού του τον πρόδωσε, ένα ξέμπαρκο καρφί καρφώθηκε στο δάχτυλό του και το τραυμάτισε ανεπανόρθωτα. Πώς να παίξει τέρμα χωρίς δάχτυλο, με ένα χέρι που αγκομαχούσε να προσαρμοστεί στη νέα του πραγματικότητα;

Ο Νταν Μπερν σε ηλικία 6 ετών -δεύτερος κάτω αριστερά- με τη φανέλα της Νιουκάστλ.
Ήταν αναγκαστικό να φύγει από τα δοκάρια, να ψάξει αλλού την έφεσή του. Τα πόδια του όμως, όσον αφορά στην τεχνική και την κλάση, βρίσκονταν μίλια πίσω από αυτά των συνομηλίκων του. «Δυστυχώς, δεν μπορείς να παίξεις εδώ». Άουτς. Η πρώτη σφαλιάρα, το πρώτο εμπόδιο. Η Νιούκαστλ τον ξεπροβόδισε σκληρά, η απόρριψη χαράχθηκε κι αυτή μέσα του, όπως εκείνες οι πρώτες πανέμορφες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις.
Δεν ήταν εύκολο για ένα παιδί που καλούταν να διαχειριστεί ένα μοιραίο ατύχημα αλλά και το κορμί του που όλο και μάκραινε με γρήγορους, επίπονους συχνά, ρυθμούς. Δεν ήταν ποτέ του, για χρόνια ολόκληρα, ο πιο σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά δεν είχε και επιλογή. Ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο.
Οπουδήποτε. Μπλάιθ Τάουν, Μπλάιθ Σπάρτανς, Ντάρλινγκτον. Αναρριχήθηκε αργά, μέχρι τα 20 του προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στη ζωή και τον στόχο του, έπαιζε ερασιτεχνικά και εργαζόταν στα Asda, μια από τις πιο γνωστές αλυσίδες σούπερ μάρκετ της Αγγλίας. Τακτοποιούσε ράφια, καθάριζε, έσπρωχνε καρότσια πίσω στις θέσεις τους.
Κι όμως το πανύψηλο παιδί στις ερασιτεχνικές κατηγορίες της άλλης άκρης του Νησιού με κάποιον τρόπο τράβηξε το βλέμμα της Φούλαμ. Από το πουθενά σε μια ομάδα της Premier League, με μια μεγάλη ευκαιρία στα χέρια. Ή και όχι. Γιατί αυτή η ευκαιρία σε αυτό το επίπεδο δεν βρέθηκε ποτέ στα αλήθεια στα χέρια του. Ίσως και να μην ήταν έτοιμος να την κρατήσει, ίσως και να μην του δόθηκε ποτέ πραγματικά.
Σημασία είχε πως, πριν καν προλάβει να παλέψει για μια θέση στην ομάδα, εγκλωβίστηκε στο περιθώριό της.
Ο πρώτος συμφωνημένος δανεισμός στη Γέοβιλ της Γ’ κατηγορίας στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, ο Μπερν τη βοήθησε να πάρει την άνοδο στην Championship. Συνέχισε στη Μπέρμιγχαμ και επέστρεψε στη Φούλαμ, νιώθοντας -επιτέλους- έτοιμος. Κάποιες σκάρτες συμμετοχές πρόλαβε να γράψει στην Premier League, πριν οι Λονδρέζοι υποβιβαστούν.
Εκείνος ήταν εκεί, σημαντικός στη διασφάλιση της σωτηρίας τους στη δεύτερη κατηγορία, μα, όπως αποδείχθηκε, όχι αρκετά σημαντικός για εκείνους. «Νταν, ξέρεις κάνουμε ένα μεγάλο ξεσκαρτάρισμα», του είπαν, δείχνοντάς του την πόρτα της εξόδου.
Ήταν ήδη 24, τα πράγματα έδειχναν σκούρα και ο ίδιος -μάλλον υπερβολικά, μιας και ποτέ δεν έδειχνε να πιστεύει στον εαυτό του- επέμενε: «Ειλικρινά, δεν ήμουν αρκετά καλός. Η μόνη ομάδα που ενδιαφέρθηκε για εμένα τότε ήταν η Γουίγκαν, ήταν η μόνη μου επιλογή». Έτσι κι έγινε. Μονόδρομος στη Γουίγκαν, μια ακόμα εμπειρία στην Championship, μέχρι τα καμπανάκια να χτυπήσουν απροσδόκητα.
Η Μπράιτον είχε ήδη αρχίσει να πορεύεται στην αγγλική πυραμίδα, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στον περίφημο μυστικό αλγόριθμο που εντόπιζε τους μεταγραφικούς της στόχους, δίνοντάς της την ευκαιρία να βρει αξία εκεί που κανένας άλλος δεν μπορούσε να τη δει. Στον γιγαντιαίο Νταν Μπερν της Γουίγκαν, για παράδειγμα. Το ήξερε πως θα πήγαινε ως τέταρτος στόπερ στην ιεραρχία της, μα αυτή την ευκαιρία στην Premier League ήταν αποφασισμένος να την εκμεταλλευτεί.

Ο Νταν Μπερν με τη φανέλα της Γουίγκαν μετά την ιστορική νίκη της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το FA Cup, το 2018.
Το χρωστούσε στον εαυτό του. Ένας στόπερ με το δικό του σκαρί έδειχνε απόλυτα ταιριαστός στα “θέλω” του παλαιάς σχολής ποδοσφαίρου του Κρις Χιούτον, ο οποίος πάσχιζε να κρατήσει τους «Γλάρους» στα σαλόνια.
Λίγους μήνες αφού εντάχθηκε στην Μπράιτον πάντως, ο σύλλογος έκανε απότομη μεταβολή και επέλεξε τον Γκρέιαμ Πότερ, με στόχο να αλλάξει την ποδοσφαιρική του ταυτότητα, να παίξει μπάλα στα αλήθεια. Τα πράγματα αρχικά φάνταζαν δύσκολα για τον Νταν, αρκετοί τον ξέγραψαν, πίστεψαν πως ένας τέτοιος, βασισμένος στην κατοχή και την κυκλοφορία, τρόπος παιχνιδιού θα τον άφηνε πίσω. Όχι όμως και ο Πότερ. Ο Άγγλος κόουτς είχε πίστη στις δυνατότητες του Μπερν και γέμισε κι εκείνον με την ίδια πίστη, τον χρησιμοποίησε μέχρι και ως αριστερό φουλ μπακ κι εκείνος σταδιακά ανταπέδωσε με την προσφορά του στο γήπεδο.
Ήταν σουρεαλιστικό το θέαμα ενός δίμετρου τύπου να οργώνει πάνω-κάτω την πλευρά, να βοηθά σε άμυνα και επίθεση. Μα ο Νταν ήταν πάντα καλύτερος από όσο πίστευε και τα ξυλοπόδαρά του, παρότι δεν γέμιζαν το μάτι, ήταν ευλογημένα με κορυφαία -για το ύψος και το μέγεθός του- τεχνική. Λίγο-λίγο, παιχνίδι με το παιχνίδι, αυτό σε συνδυασμό με την εργατικότητα και το φιλότιμό του τον μετέτρεψαν σε μια σταθερά για την Μπράιτον του Πότερ, σε έναν αξιοπρεπέστατο αμυντικό της Premier League. Τίποτα πραγματικά σπουδαίο, μα κάτι συνεπέστατα καλό.
Ουσιαστικά, τα είχε ήδη καταφέρει. Επαγγελματίας στο κορυφαίο επίπεδο. Εκείνη η φλόγα του πρώτου ονείρου του ωστόσο δεν είχε πάψει να σιγοκαίει μέσα του. Έπαιζε απέναντι στη Νιούκαστλ αλλά το να παίξει για αυτή θα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.
Στο κεφάλι του η φλόγα έσβησε τον Οκτώβριο του 2021. Το επενδυτικό fund της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας ολοκλήρωσε την πολύκροτη εξαγορά της Νιούκαστλ. Οι «Magpies» έγιναν ο πιο πλούσιος σύλλογος του πλανήτη και τα υγρά όνειρα των οπαδών τους γέμισαν με υποσχέσεις μεταγραφών κορυφαίων, υπέρλαμπρων ονομάτων. «Αυτό ήταν μπαμπά. Δεν πρόκειται τώρα να πάρουν τον Νταν Μπερν της Μπράιτον», είπε απογοητευμένος στο τηλεφώνημα με τον πατέρα του το ίδιο απόγευμα. Ίσως να αισθάνθηκε πως απλώς δεν ήταν γραφτό του, σχεδόν συμφιλιώθηκε οριστικά με την ιδέα πως το απόλυτο όνειρό του δεν ήταν το ριζικό του, απλώς δεν θα εκπληρωνόταν. Ίσως να μην το επιθυμούσε το σύμπαν, σκέφτηκε.
Μα ξαφνικά ένιωσε την τάση, μια δύναμη, να τον τραβά και είδε μια -έως τότε αόρατη- κλωστή να παίρνει μορφή μπροστά στα μάτια του. Κατακόκκινη και παντοδύναμη, πλέον επέβαλλε την αναπόφευκτη ισχύ της. Η θεωρία της αόρατης κλωστής, από τα βάθη της κινεζικής μυθολογίας μέχρι και σήμερα, θέλει τους ανθρώπους να βρίσκονται σε συνεχή σύνδεση με το γεγραμμένο τους, με το μοιραίο τους πεπρωμένο, σαν να είναι δεμένοι με αυτό χάρη στη βοήθεια τούτης ακριβώς της κλωστής.

Ο Νταν Μπερν με τη φανέλα της Μπράιτον.
Μα να το συναντούν, μόνο όταν πρέπει, μόνο την κατάλληλη στιγμή, μόνο όταν το αντάμωμά τους υπόσχεται να πάρει την πιο όμορφη μορφή του. Κάθε βήμα έως τότε, κάθε στραβοπάτημα, κάθε σύμπτωση και ακόμα ένα λιθαράκι στον ίδιο ορισμένο εκ σύμπαντος δρόμο. Με τον ίδιο ειμαρμένο προορισμό, τον Μπερν στις ασπρόμαυρες ρίγες της Νιούκαστλ.
Ο Σβεν Μπότμαν της Λιλ, ο Ντιέγκο Κάρλος της Σεβίλλης, οι πιο φιλόδοξοι στόχοι για την άμυνα, δεν μπορούσαν να έρθουν στη μέση της σεζόν. Ο Έντι Χάου παρέλαβε μια ομάδα στο χείλος του υποβιβασμού και ήξερε πως η αντεπίθεση θα αρχίσει από τα μετόπισθεν. Αφού δεν μπορούσε να έχει τους πρώτους εκλεκτούς του, δύο από τους πιο υποσχόμενους παίκτες στην Ευρώπη, επέλεξε τον αμέσως καλύτερο, έναν πάντα αξιόπιστο τύπο, αυτόν που “τώρα δεν θα έπαιρναν ποτέ”, τον Νταν Μπερν της Μπράιτον.
Σαν ψέμα ή μάλλον σαν κάτι μεγαλύτερο, κάτι συχνά πιο πονηρό και απατηλό. Σαν πεπρωμένο. Εκείνος απλώς ήθελε να παίξει για αυτή, να την υπερασπιστεί, να παλέψει για χάρη της. Θα του ήταν υπεραρκετή μια μάχη για σωτηρία, μια σεζόν στην Championship, στη League One, τα τοπικά της Αγγλίας. Θα του ήταν υπεραρκετό απλώς να φορέσει τη φανέλα της Νιούκαστλ.
Θα μπορούσε να το είχε κάνει νωρίτερα. Μα η αόρατη κλωστή του θα ήξερε πως αυτή δεν θα ήταν η τέλεια στιγμή. Και φρόντισε όχι απλώς να τον ντύσει στις ασπρόμαυρες ρίγες αλλά να του δώσει την ευκαιρία να γράψει ιστορία με αυτές, να πετύχει πράγματα που δεν φανταζόταν ποτέ.
«Ήσουν επτά έτων, όταν σε πήρα στους ώμους μου και περπατήσαμε τον δρόμο του Wembley παρέα για τον ημιτελικό του FA Cup απέναντι στην Τσέλσι το 2000. Ποιος θα μπορούσε τότε να πει πως, την επόμενη φορά που η Νιούκαστλ θα πάλευε για έναν τίτλο στο ίδιο γήπεδο, θα ήμουν στις κερκίδες, βλέποντας το παιδί που κρατούσα, τον γιο μου, να παίζει στις πανέμορφες μαύρες και άσπρες ρίγες; Μόνο αυτός ο σύλλογος υπήρχε πάντα για εσένα», του έγραψε δημόσια ο πατέρας του τον Φεβρουάριο του 2023, λίγες ημέρες πριν η Νιούκαστλ διεκδικήσει το League Cup.
Ναι, σε αυτή τη Νιούκαστλ τού έμελλε να παίξει, σε μια ομάδα με όνειρα και φιλοδοξίες, με οδηγό το θράσος της και το πείσμα της να μπει στη μύτη των παραδοσιακών δυνάμεων της Αγγλίας. Τι σύμπτωση. Σαν την ομάδα που έμαθε να βλέπει ως παιδί και όχι κάποια -εκ των αρκετών ανά τα χρόνια- θλιβερή απομίμησή της. Αυτή ήταν η τέλεια χρονική συναστρία για τον Νταν και τους «Magpies», αυτήν περίμενε η δική του αόρατη κλωστή. Και μπορεί εκείνον τον Τελικό απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ η Νιούκαστλ να τον έχασε, μα αυτό απλώς την πείσμωσε περισσότερο, μόνο τη γέμισε με φλογερή αποφασιστικότητα για την επόμενη ευκαιρία που -ήξερε πως- θα έπεφτε στα χέρια της.

Ο Νταν Μπερν με τη φανέλα της Νιούκαστλ.
Όλοι δούλευαν για αυτή, μα κανείς περισσότερο από τον Μπερν, ο οποίος μεγάλωνε μαζί με την ομάδα της καρδιάς του. Από απλώς αξιόπιστος μετατράπηκε σε έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς της, πάντα εκεί, συνεπέστατος, σταθερός, σημαντικότατος.
Ένα ταξίδι παρόμοιο με τούτο της Νιούκαστλ που, όταν ο Νταν πήγε σε αυτή, πάλευε για τη σωτηρία της και πλέον έπαιζε εντυπωσιακά, έφτανε σε Τελικούς, στο Champions League, ζούσε σπουδαίες στιγμές. Μεγάλες νίκες, βραδιές που ξεπερνούσαν τη φαντασία, σαν εκείνη την ξεγυρισμένη τεσσάρα κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν στα «αστέρια», όταν ο ξανθός γίγαντας του St. James’s Park προκάλεσε σεισμό με τη βίαιη κεφαλιά που χαλύβδωσε το προβάδισμα των «Magpies».
Ο προ Νιούκαστλ Νταν θα ήταν τρισευτυχισμένος με όλα αυτά, μα πλέον κι αυτός, όπως όλος ο σύλλογος, διψούσε για το επόμενο βήμα, για κάτι που δεν θα γεννούσε απλώς ένα συγκαταβατικό χειροκρότημα αναγνώρισης, για κάτι που θα έμενε ανεξίτηλο στο πέρας του χρόνου.
Σεισμός. Ξανά. Από μια νέα κεφαλιά. Αυτή τη φορά στο Λονδίνο, στο κατάμεστο Wembley. Η τέλεια τηλεκατευθυνόμενη εκτέλεση του Μπερν καταλήγει στην αγκαλιά των διχτυών της Λίβερπουλ. Η ασπρόμαυρη κερκίδα εκρήγνυται, ο δρόμος για το League Cup ανοίγει. Και, όταν τα τρία σφυρίγματα βάζουν τέλος στην αγωνία, ο Νταν δυσκολεύεται να το πιστέψει. Χάνεται στις αγκαλιές των συμπαικτών του, χάνεται στη στιγμή.
Η Νιούκαστλ, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, πανηγυρίζει τον πρώτο της τίτλο μετά από δεκαετίες ολόκληρες, σφραγίζει πως είναι πραγματικά “εδώ”. Και εκείνος είναι εκεί, πρωταγωνιστής, απροσπέλαστος και κομβικός. Κλάματα, ουρλιαχτά, συνθήματα, φωνές. Γηπεδική βαβούρα σε μια στιγμή έκστασης.
Και κάπου εκεί ανάμεσα ξεπροβάλλει ένας άλλος ήχος. Οι ίδιες κιθάρες, το ίδιο λίκνισμα του σαξόφωνου. Το «Local Hero» αυτή τη φορά δεν ξεχύνεται από το τρανζιστοράκι της κουζίνας αλλά από τα τεράστια ηχεία του Wembley. Ο Νταν Μπερν δεν είναι ένα ντροπαλό παιδί με ένα αθώο όνειρο αλλά ακριβώς αυτό, ένας “Local Hero” που μόλις έχει οδηγήσει την ομάδα της καρδιάς του στην απόλυτη λύτρωση ενός ξεχωριστού τίτλου.
Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να παίξει για τη Νιούκαστλ, κι όμως πέτυχε πολλά, πολλά περισσότερα. «Δεν θέλω να κοιμηθώ, φοβάμαι πως θα ξυπνήσω και δεν θα έχω ζήσει τίποτα από όλα αυτά», είπε. Μα ήταν αλήθεια, τα έζησε, τα κέρδισε, δίχως ποτέ να το βάλει κάτω. Σαν να ήξερε πως -μετά από όλα τα πάνω και τα κάτω- στο τέλος του δρόμου του τον περίμενε υπομονετικά το πανέμορφο πεπρωμένο του. Στο τέλος της αόρατης κλωστής που φρόντισε για το παραμυθένιο του αντάμωμα με αυτό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μέισον Μάουντ: Ακροβατώντας ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα
Τζακ Γουίλσιρ: Αμάξι που μαρσάρει, δέκα μέτρα πριν στουκάρει