Ο Ουζέιρ Σρνα γεννήθηκε στο Γκόρνι Στοπίτσι, ένα χωριό στην ανατολική Βοσνία, έναν χρόνο πριν ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η επέλαση των ναζιστικών δυνάμεων πέρασε, κυριολεκτικά, μέσα από το χωριό του. Το ισοπέδωσε. Με την οικογένειά του επέστρεψε έναν χρόνο μετά, όταν τα μέτωπα του πολέμου είχαν μεταφερθεί αλλού.
Υπήρχαν όμως τοπικά, χειρότερα, παρακλάδια. Αυτοί ήταν οι Τσέτνικς, Σέρβοι παραστρατιωτικοί, οι οποίοι διεξήγαγαν -από τότε…- τον δικό τους πόλεμο, μέσα στον Πόλεμο. Ένα βράδυ έφτασαν στο χωριό και, στη μανία τους κατά των αλλόθρησκων, το κατέκαψαν, χωρίς να αφήσουν τίποτα όρθιο, έμψυχο ή άψυχο.
Ο Ουζέιρ, μωρό στην αγκαλιά του πατέρα του, με τον έφηβο αδερφό του, τον Σαφέτ, κατάφεραν να γλυτώσουν τρέχοντας στο δάσος έξω από το χωριό. Η μητέρα του ήταν έγκυος. Δεν μπορούσε να ακολουθήσει τόσο γρήγορα. Κάηκε ζωντανή, μαζί με τη μικρότερη αδερφή του Ουζέιρ.
Τα τρία εναπομείναντα αρσενικά της φαμίλιας των Σρνα έφυγαν για βόρεια, αλλά, στο χάος που επικρατούσε, χάθηκαν, χωρίστηκαν. Ο Ουζέιρ βρέθηκε μόνος του σε καταυλισμό προσφύγων, ασυνόδευτος, στο Σαράγιεβο. Από εκεί μεταφέρθηκε σε ένα ορφανοτροφείο ακόμα βορειότερα, μακρύτερα από τη φωτιά αλλά και μακρύτερα από όποια σύνδεση μπορεί να βρισκόταν με τους συγγενείς του στη Σλοβενία.
Έμεινε για μερικούς μήνες στο ορφανοτροφείο, προτού ένας αστυνομικός από την Μούρσκλα Σόμποτα τον υιοθετήσει. Και από Ουζέιρ Σρνα θα μεγάλωνε, θα ανατρεφόταν πια ως ο Μίρκο Κέλεντς.
Ο πατέρας και ο αδερφός του είχαν μείνει σε βοσνιακό έδαφος, στο Σάματς. Και πλήρωσαν το τίμημα. Ο πρεσβύτερος των Σρνα βρήκε δουλειά σε ένα καφέ. Σε ένα διάλλειμά του, βγαίνοντας στον δρόμο, τον θέρισε μια αδέσποτη σφαίρα. Από τις πολλές που (και) τότε έπεφταν στον αέρα, ανεξαρτήτως στόχου. Σε όλη τη μετέπειτα ζωή του ο Ουζέιρ αναζητούσε τους τάφους των γονιών του. Δεν τους βρήκε ποτέ.
Ο Σαφέτ αναγκάστηκε, προκειμένου να εξασφαλίσει έστω τα ελάχιστα προς το ζην, να καταταγεί. Μετά από δύο χρόνια θητείας μετατέθηκε στη Νις, σε σερβικό έδαφος. Ο διοικητής του εκεί ήταν Σλοβένος και, ακούγοντας την ιστορία του, πως είχε χάσει και αναζητούσε τον αδερφό του, θυμήθηκε πως ένα ορφανό από τη Βοσνία είχε υιοθετηθεί από μια οικογένεια στη Μούρσκλα Σόμποτα.
Κίνησε για εκεί. Και μετά από εβδομάδες αναζήτησης βρήκε τον αδερφό του. Παρότι η θετή οικογένειά του είχε ενστάσεις, πολλά δεν μπορούσε να κάνει και έτσι τον πήρε μαζί του, επιστρέφοντας πια στο Σάματς. Πολίτης αυτός, ξανά Σρνα ο Ουζέιρ.
Και ξανά σε συνθήκες δύσκολες. Μεγαλώνοντας και αντιλαμβανόμενος τον κόσμο, πείναγε τόσο που, βλέποντας συμμαθητές και φίλους να έχουν να φάνε κολατσιό, ενώ αυτός δεν είχε, πίστευε στο μυαλό του πως η λύση για να τρέφεται θα ήταν να γίνει φούρναρης.
Και έγινε. Το στομάχι -κάπως- χόρτασε. Η ψυχή και το μυαλό ποτέ. Όταν λοιπόν προσκλήθηκε από συγγενείς του να πάει στο Σαράγιεβο, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Με τις αποταμιεύσεις από το φούρνο, αγόρασε παπούτσια, μπουφάν, βαλίτσα και ένα εισιτήριο τρένου και πήγε στην (μεγαλού)πόλη.
Εκεί δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά ως αρτοποιός, γι’ αυτό και έκανε διάφορα μεροκάματα. Στο πόδι. Όπου τα έβρισκε. Μήνες πέρασαν, μέχρι να μπορέσει να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα. Όταν λοιπόν τα κατάφερε και βρήκε μια θέση σε έναν φούρνο, τότε ξεκίνησε να παίζει και ποδόσφαιρο.
Τερματοφύλακας στην FK Sarajevo. Δεν άργησε πολύ όμως να ακολουθήσει -πάλι- τα κελεύσματα της ταξιδιάρας φύσης του. Σέρβοι μηχανικοί, φίλοι του, θα έφευγαν για το Βελιγράδι για μια νέα κατασκευαστική δουλειά. Τους ακολουθήσε. Δεν ταίριαξε όμως στην ακόμα μεγαλύτερη πόλη και λίγους μήνες αργότερα επέστρεψε στη Βοσνία, αλλά, όντας πια χωρίς τίποτα το σταθερό, χωρίς καμία βάση, ακολούθησε τον δρόμο του αδερφού του, επιλέγοντας και αυτός να καταταγεί.
Τοποθετήθηκε σε μια μικρή πόλη, την Μπουσόβατσα. Παράλληλα, ξεκίνησε να παίζει με την τοπική ομάδα. Σε ένα φιλικό με την Τσέλικ, μια από τις σημαντικές βοσνιακές ομάδες της εποχής, οι άνθρωποί της εντυπωσιάζονται και του ζητάνε να υπογράψει μαζί τους. Άλλο που δεν ήθελε.
Δεν έπαιξε ποτέ με την Τσέλικ. Δεν πρόλαβε, τελικά δεν (τους) έκανε και είχαν αποφασίσει να τον δώσουν δανεικό. Τους/τον πρόλαβε ξανά η συγκυρία. Σε ένα φιλικό στην Κροατία με τη Νερέτβα, ο τερματοφύλακας των αντιπάλων τους τραυματίστηκε στο ζέσταμα. Για να γίνει τον φιλικό, αυτός που έτσι κι αλλιώς θα καθόταν στον πάγκο της Τσέλικ συμφωνήθηκε να παίξει για τη Νερέτβα.
Ήταν καλός, τους άρεσε, του ζήτησαν να μείνει. Και έτσι, αντί να παραχωρηθεί δανεικός, έμεινε στο Μέτκοβιτς, την πόλη όπου έδρευε η Νερέτβα. Εκεί γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, τη Νάντα. Εκεί έγινε για πρώτη φορά πατέρας. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Ρενάτο, δεκαετίες αργότερα αναμείχθηκε ενεργά και από διάφορα πόστα (ως και προπονητής της έγινε) με τη Νερέτβα.
Ακόμα και παντρεμένος, ακόμα και πατέρας, ο Ουζέιρ, αποδείχτηκε αδύνατο να στεριώσει. Χώρισε, πήγε στο Παρίσι. Για δουλειά, για περιέργεια, σημασία δεν έχει. Αναμενόμενα επέστρεψε στο Μέτκοβιτς μετά από τέσσερα χρόνια. Γνώρισε τη Μίλκα. Την παντρεύτηκε και μαζί της έκανε άλλους δυο γιους, τον Ίγκορ και τον Ντάριο.
Τότε μόνο πάτησε, για τα καλά, μόνιμα πια, τα πόδια του στη γη. Ακόμα και αν ο πόλεμος δεν σταματούσε να τον ακολουθεί. Να ακολουθεί πια, γονιδιακά θαρρείς, και τους επιγόνους του. Ο εμφύλιος βρήκε τη φαμίλια του στο Μέτκοβιτς. Έμεινε και έζησε όλη τη φωτιά. Ξανά. Ευτυχώς για τον ίδιον αυτή τη φορά, χωρίς να βιώσει και άλλη απώλεια.
Έπιασε δουλειά ως οδηγός. Μεταφορές. Το ποδόσφαιρο πάντα κομμάτι της ζωής του. Και το μέσο πια να τα συνδυάσει όλα. Δουλειά, πάθος, οικογένεια, αλλά πια και τη μονιμότητα.
Η Νερέτβα τού ζήτησε να αναλάβει την ομάδα Νέων. Δέχτηκε. Και ο κύριος λόγος ήταν το στερνοπαίδι του. Ταλαντούχος. Σε ό,τι, αθλητικό, και αν καταπιανόταν. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πινγκ πονγκ.
Αυτή ήταν η διέξοδός του από την φρίκη ενός πολέμου, με τον οποίον συνδύασε τα δικά του παιδικά χρόνια. Όπως και ο πατέρας του. Αφοσιώθηκε, στο ξεκίνημα της εφηβείας, στο ποδόσφαιρο. Μικροκαμωμένος γαρ, (φαινόταν πως του) ταίριαζε περισσότερο. Δεν αποδείχτηκε λάθος.
Πολύ γρήγορα εντοπίστηκε. Στα τελειώματα του εμφυλίου δέχτηκε προτάσεις από Ντίναμο Ζάγκρεμπ και Βάρτεκς. Ο Ουζέιρ προτιμούσε τη δεύτερη. Και εκεί θα έστελνε τον κανακάρη του, αν δεν εμφανιζόταν στην πόρτα του ο Ίβαν Γκούντελ, παλαίμαχος θρυλικός άσος της Χάιντουκ, προσφέροντας δοκιμή στον Ντάριο.
Το πρόβλημα εδώ ήταν το όνομα. Μουσουλμάνοι, βοσνιακής καταγωγής, αν και ο γιος γεννημένος Κροάτης. Πώς στο καλό θα τον έστελνε λοιπόν, 15χρονο παιδί με τέτοια ταυτότητα, στο “εθνικόφρον” Σπλιτ, με τη χώρα να πασχίζει να βγει από την φρικαλεότητα ενός εμφυλίου, έχοντας ποτιστεί απ’ άκρη σ’ άκρη με οτιδήποτε μισαλλόδοξο και εθνικιστικό που οι περιστάσεις γέννησαν και γιγάντωσαν;
Τελικά, πήρε όσες εγγυήσεις γινόταν και, με την σκέψη πως το αρχικό πλάνο ήταν μια δοκιμή, το επέτρεψε.
Ο μικρός όμως ήταν τόσο καλός που ούτε κανείς τον άφησε να φύγει ούτε και το επίθετο ή το θρήσκευμά του έπαιξαν κανέναν ρόλο. Έτσι και έμεινε στο Σπλιτ. Για τα καλά. Δύο δεκαετίες αργότερα, αυτός ο μικρός, με το μουσουλμανικό επίθετο, ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της Εθνικής Κροατίας. Ο αναμφίβολος ηγέτης της, ο ρέκορντμαν συμμετοχών της (μέχρι να του πάρει το ρεκόρ ο Λούκα Μόντριτς).
Καλύτερος, πιο επιδραστικός και αναγνωρίσιμος, παρότι αμυντικός, μιας -όπως πολλές άλλες- εξαιρετικής φουρνιάς της «Hrvatska». Ο ίδιος, στα ποδοσφαιρικά τελειώματά του, αναλαμβάνοντας ρόλο καθοδηγητή για τους επόμενους, οι οποίοι κατοπινά οδήγησαν τους Βαλκάνιους σε έναν Τελικό και έναν μικρό Τελικό Παγκόσμιων Κυπέλλων.
Η τελευταία διοργάνωση στην οποία θα φορούσε το εθνόσημο και το περιβραχιόνιο ήταν το Euro 2016. Το τελευταίο φιλικό πριν τα γαλλικά γήπεδα ήταν ένα στη Ριέκα, κόντρα στο Σαν Μαρίνο. Ξεμούδιασμα, 10-0 επικράτησε η Κροατία, με τον ίδιον να πετυχαίνει το ένα της δεκάδας, το τελευταίο του διεθνές.
Έγινε γρήγορα αλλαγή, προκειμένου να φύγει αμέσως για το Μέτκοβιτς. Εκεί είχε μείνει ο Ουζέιρ. Ο γιος του έκανε λεφτά, πολλά λεφτά. Τα δύο πολυτελή αυτοκίνητα που του δώρισε έμειναν με το κλειδί στη μίζα, ακούνητα -μέχρι να πουληθούν- στο γκαράζ.
Είχε τη δυνατότητα να τους πάει να ζήσουν όπου επιθυμούσαν. Το μόνο που επέτρεψε ο Ουζέιρ ήταν να του αγοράσει έναν φούρνο. Δικό του πια. Τον πρώτο και μοναδικό της ζήσης του. Εκεί δούλεψε μέχρι τα ύστερά του. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Χωρίς να ποντάρει στους λογαριασμούς του Ντάριο.
Εκείνο το καλοκαίρι η υγεία του Ουζέιρ, έτσι κι αλλιώς για χρόνια επιβαρυμένη, είχε πάρει μη αναστρέψιμη πορεία. Ήταν τόσο άρρωστος που καλά-καλά δεν μπορούσε να σταθεί, αδυνατούσε έστω να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά για να δει το παιχνίδι του γιου του στην τηλεόραση.
Όταν μετά το τέλος του τον επισκέφθηκε ο Ντάριο, του είπε πως δεν θα ακολουθούσε την Εθνική στη Γαλλία για να μείνει δίπλα του. Ο Ουζέιρ ζωντάνεψε. Και άστραψε, χωρίς να αφήσει στον γιο του κανένα περιθώριο συζήτησης, καμία εναλλακτική, τίποτα. Θα πήγαινε κανονικά να κάνει τη δουλειά του.
Και πήγε.
Μια εβδομάδα μετά ο Ουζέιρ πέθανε, κατά τη διάρκεια του παρθενικού παιχνιδιού της «Hrvatska» στο Euro κόντρα στην Τουρκία. Ο Ντάριο ενημερώθηκε στα αποδυτήρια, αφού είχε ολοκληρωθεί η αναμέτρηση. Επέστρεψε άμεσα στο Μέτκοβιτς για την κηδεία. Απλή, λιτή. Ούτε ιμάμηδες, ούτε λόγοι, ούτε τίποτα.
Ένας φίλος του Ουζέιρ μόνο μίλησε. Απέφυγε τα μύρια όσα θα μπορούσε να πει, λέγοντας απλώς μια ιστορία από τότε που έπαιζε ποδόσφαιρο. Και πως κατέληξε έτσι, παίζοντας ποδόσφαιρο, σε μια κροατική ομάδα, σε κροατική γη, για να γεννήσει, να αναθρέψει και να δωρίσει στη νέα πατρίδα του, η οποία δεν υπήρχε καν τότε ως ανεξάρτητο κράτος, έναν αρχηγό της Εθνικής της πια ομάδας.
Τον Ντάριο Σρνα.
Σπίτι και ζωή του η Σαχτάρ
Στη Χάιντουκ εξελίχτηκε πολύ γρήγορα. Έφηβος ακόμη, ντεμοπούταρε, πήρε τίτλους, πρωτόπαιξε στην Εθνική, εξελισσόμενος γρήγορα σε έναν εξαιρετικό αριστερό ακραίο. Τι σόι ακραίο; Αναλόγως τις ανάγκες. Αριστερός μπακ, αριστερός χαφ, αριστερός full back; Πρόβλημα κανένα, τα πάντα, άνετα, υπηρετούσε.
Στα 21 του ήταν έτοιμος να φύγει. Είχε τη μισή Ευρώπη στα πόδια του, διάλεξε τον πιο αναπάντεχο των προορισμών. Σαχτάρ Ντόνετσκ. Ο μόνος λόγος που το έκανε -και δεν το έκρυψε ποτέ- ήταν τα χρήματα. Όπως κάποτε ο Ουζέιρ έγινε φούρναρης, πιστεύοντας πως θα έχει να τρώει, έτσι και ο Ντάριο επίλεξε την οικονομική εξασφάλιση, έχοντας και αυτός μεγαλώσει στην ανέχεια.
Και από εκεί που αυτή η εξασφάλιση συγκρουόταν εξ αρχής κιόλας με το αγωνιστικό του ένστικτο -πήγε στο Ντόνετσκ παρακαλώντας να “κοπεί” στα ιατρικά, ώστε να μην ολοκληρωθεί η μεταγραφή και να έχει έτσι ένα άλλοθι, μια δικαιολογία για να συνεχίσει κάπου αλλού, χωρίς το οικονομικό να είναι το βασικό του κίνητρο- κατέληξε το Ντόνετσκ να γίνει η ζωή του.
Ως και σήμερα.
Ψέματα. Όχι το Ντόνετσκ. Η Σαχτάρ. Ο πόλεμος που γνώρισε παιδί και που γενιά τη γενιά κυνηγάει την οικογένειά του δεν τον ξέχασε ούτε στην Ουκρανία. Τη μέρα, την πρώτη μέρα, που ανακοινώθηκε η ανεξαρτητοποίηση του Ντονμπάς, της περιοχής δηλαδή που εδρεύει το Ντόνετσκ, τη θυμάται λες και τη ζει σαν εκείνη της μαρμότας.
16 Μαΐου 2014. Η απόφαση πυροδότησε ένοπλη σύγκρουση και τελικά την εισβολή των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων ώστε να “διασφαλίσουν” πως η ανεξαρτητοποίηση από την Ουκρανία θα γινόταν με “ειρηνικό” τρόπο.
Με τη σύζυγό του, τη Μιρέλα (ζευγάρι ήδη για πολλά χρόνια), και την τετράχρονη τότε κόρη τους, την Κάσια (ο γιος του, Κάρλο, γεννήθηκε έναν χρόνο μετά, τον Ιούνιο του ’15), έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτα από το σπίτι τους. Τίποτα. Δεν πρόλαβαν, αλλά έτσι κι αλλιώς τότε πίστευε πως η κατάσταση θα εξομαλυνόταν το πολύ σε κάποιους μήνες.
Η μετεγκατάσταση όλης της ομάδας (πάνω από 1.000 άτομα προσωπικό, χωρίς να υπολογίζονται οι οικογένειές τους) στο Κίεβο ήταν το πρώτο αφυπνιστικό χαστούκι. Όχι και το τελευταίο, αφού, εξακολουθώντας να πιστεύει πως θα επέστρεφαν σύντομα στο Ντόνετσκ, αφενός έβρισκε τρόπους να μαθαίνει για την τύχη του σπιτιού του εκεί, αφετέρου αρνούνταν να μετακομίσει σε κάποιο άλλο στην ουκρανική πρωτεύουσα, παραμένοντας σε ξενοδοχείο.
Προσωρινά.
Το “προσωρινά” έγινε μόνιμη κατάσταση. Με ένα διετές διάλειμμα. Πρώτα, όταν τιμωρήθηκε με έναν χρόνο αποκλεισμό λόγω χρήσης απαγορευμένης ουσίας. Πήγε στο Λονδίνο με την οικογένειά του. Εκεί και έμειναν οι δικοί του, όταν την τελευταία πια σεζόν της ποδοσφαιρικής καριέρας του (2018-2019) επέλεξε να τον περάσει στη Σαρδηνία και την Κάλιαρι.
Η δική του βάση όμως, το δικό του λιμάνι, έστω και ξεριζωμένο, ήταν η Σαχτάρ. Με το που κρέμασε λοιπόν τα εξάταπα, συμφώνησε να αναλάβει πόστο στους «Ανθρακωρύχους». Κεφάλαιο, από τα μεγαλύτερα, του συλλόγου, είχε συνδέσει το όνομά του με την αλλαγή στάτους του club, η οποία συνοδεύτηκε με παντοκρατορία εντός των συνόρων και διεθνή αναγνώριση, όχι μόνο μέσω των πανάκριβων πωλήσεων και συνεπών παρουσιών σε ομίλους Champions League αλλά και της κατάκτησης του Κυπέλλου UEFA το 2009.
Εκείνο τον Τελικό κόντρα στη Βέρντερ Βρέμης τον θεωρεί την κορυφαία στιγμή της αθλητικής σταδιοδρομίας του.
Ξεκίνησε εκτός αγωνιστικού χώρου σταδιοδρομία με προοπτική να γίνει προπονητής, ανέλαβε ως και βοηθός (έκατσε μάλιστα στον πάγκο σε ένα παιχνίδι του Champions League με την Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη), μα στην πορεία κατάλαβε -και κατάλαβαν- πως η περσόνα του, ο χαρακτήρας του, ο ρόλος του μπορούσαν να τον μετατρέψουν σε μια μπράντα παραγοντική, ανάλογη με αυτήν που σηματοδότησε η δεκαπενταετής ποδοσφαιρική καριέρα του.
Και έτσι κι έγινε, αποτελώντας από το καλοκαίρι του ’20 τον Αθλητικό Διευθυντή της Σαχτάρ, τον ουσιαστικά αντ’ αυτού του βαθύπλουτου ιδιοκτήτη, του πάλαι ποτέ ολιγάρχη, του ανθρώπου που αναδόμησε (με αμφιλεγόμενη μεθοδολογία) τόσο το Ντόνετσκ όσο και -προφανώς- την ποδοσφαιρική του ομάδα, του Ρινάτ Αχμέτοβ.
Αυτός ήταν που στα μύρια όσα κελεύσματα από τοπ δυτικούς συλλόγους – ως και Μπάγερν, Τσέλσι και Ντόρτμουντ κατά καιρούς εμφανίστηκαν, χτυπώντας την πόρτα τόσο του Σρνα όσο και της Σαχτάρ– έβρισκε πάντα κάτι περισσότερο να προσφέρει στον Κροάτη, ώστε να τον κρατήσει δεμένο, συνδεδεμένο όλο και παραπάνω με την πόλη και την ομάδα.
Μέχρι που πια δεν γινόταν να ξεχωρίσουν. Ούτε με πολέμους. Πληθυντικός. Γιατί αυτός του ’14 δεν ήταν ο πρώτος που βίωσε στην Ουκρανία.
Ακολούθησε ο δεύτερος, με τη ρωσική εισβολή σε ολάκερη πλέον τη χώρα, στα τέλη Φεβρουαρίου του ’22. Το πρώτο 48ωρο της προέλασης των Ρώσων, χωρίς πρακτικά αντίσταση, και πάλι εφιαλτικό. Αξιοποιώντας τις επαφές του με την UEFA, βρήκε τρόπους διαφυγής για όλους τους παίκτες και τις οικογένειές του, με τον ίδιον -αφού όλοι ήταν ασφαλείς- να οδηγεί 36 ώρες για να φτάσει στο Ζάγκρεμπ.
Έφερε μαζί του πάνω από 80 παιδιά των ακαδημιών της Σαχτάρ. Από το ξέσπασμα του πρώτου πολέμου χρηματοδοτεί φιλανθρωπικά ιδρύματα για ορφανά πολέμου, στέλνοντας κάθε χρόνο είτε αρχικά στο Ντόνετσκ και την ευρύτερη περιοχή είτε εσχάτως πια στο Κίεβο και τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας, κυρίως ρουχισμό και φαγητό.
Σήμα κατατεθέν του τα μανταρίνια. Τα βρίσκει εύκολα, καθώς είναι ίσως το πιο φημισμένο προϊόν της γης του Μέτκοβιτς. Εκεί περνάει τον μισό πια χρόνο του. Με τη Μιρέλα αγόρασαν πριν χρόνια γη στο θέρετρο του Ντουμπρόβνικ. Εκεί -λέει πως- ελπίζει να γεράσει, να βρει απάγκιο, κάπου μακριά από τη φωτιά που είναι από γεννησιμιού του πατέρα του ξοπίσω του(ς).
Ως τότε, στο Μέτκοβιτς ξαποσταίνει. Στις ρίζες. Εκεί που ζουν τα δυο αδέρφια του. Το όνομα του μεσαίου, του Ίγκορ, το έχει χαραγμένο στο στήθος του, στην καρδιά του. Πάσχει από σύνδρομο Down και έτσι κάθε του γκολ, όσο έπαιζε, κάθε νίκη που πανηγύριζε ήταν όλα αφιερωμένα σε αυτόν.
Το δεύτερο τατουάζ του το ‘χει χτυπημένο στον (εννοείται) αριστερό αστράγαλό του. Ένα ελάφι. Αυτό σημαίνει το «Srna» στα κροατικά. Δεν του το εξήγησαν ποτέ. Δεν έμαθε πώς κόλλησε. Ούτε και ο Ουζέιρ ήξερε.
Δεν έδωσε απάντηση, ούτε εκδίδοντας τη βιογραφία του, ιδέα που τον παρότρυναν να υλοποιήσει οι άνθρωποι της Σαχτάρ, προσφέροντάς του ως και συγγραφέα για να τον βοηθήσει, αλλά στην πορεία κατέληξε να αναθέσει τη συγγραφή στη Μιλάνα Βλάοβιτς, φημισμένη δημοσιογράφο, συγγραφέα και στιχουργό στην Κροατία και επί 18 χρόνια (ως το 2011) σύζυγο του -γνωστού μας- Γκόραν Βλάοβιτς.
Και αυτό, παρά τον παραπλανητικό, εμπορικό και ιντριγκαδόρικο τίτλο της, «Zašto te zovu Srna», δηλαδή «Γιατί σε λένε Σρνα».
Ποιος ξέρει. Ίσως η απάντηση να δοθεί σε ταινία. Τέτοιο σενάριο άλλωστε -που γενιά τη γενιά αυτό το επώνυμο βιώνει πρωταγωνιστώντας και προσθέτει συνεχώς νέα κεφάλαια- μόνο στη ζωή γράφεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λούκα Μόντριτς: Η ζωή είναι ωραία…
Μάριο Μάντζουκιτς: Ατενίζοντας το «Μπλε Πεδίο»
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη