«Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχος.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.
Δεν του λιγόστεψα του κόσμου.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχος.
Αναμάρτητος:
αξεδίψαστος».
Η 4η του Μάρτη θα έχει πάντα το δικό της ποδοσφαιρικό λεπτό σιγής.
Μίας στιγμής που κόβει την ανάσα και πνίγει καταρρακτωδώς τις κόγχες των ματιών. Που κάνει το στήθος να αγκομαχά για να βαριανασάνει και τους παλμούς να πέφτουν σε αυτό το πένθιμο μισό καρδιοχτύπι. Είναι η μέρα που ξεμένει αδειανή, για να ζυμώνει με κόμπους στον λαιμό το συναίσθημά της. Η μέρα που δεν ξέρει να πλάθει με τρυφερότητα τις λέξεις, μήτε να τακτοποιεί λυρικά τις αράδες της τη μία δίπλα στην άλλη.
Και τι και αν η τέχνη της ζωής μοιάζει περισσότερο με πάλη παρά με χορό; Μοιάζει με εκείνη την καταναγκαστική έννοια πως οφείλεις να είσαι πάντοτε έτοιμος. Να παραμένεις ακλόνητος σε αυτά που συμβαίνουν απροειδοποίητα.
Μία όμορφη -τελευταία- ημέρα
«Το προηγούμενο απόγευμα τον βρήκα να τραβάει βιντεάκια με τις αγαπημένες του Άλπεις στον ορίζοντα. “Mister, μα τι φανταστική μέρα έχει σήμερα”, μου είπε χαρούμενος που βρισκόταν εκεί. Πάντοτε ήταν χαρούμενος, όταν βρισκόταν πίσω στην προσωπική πατρίδα του. Λίγο αργότερα πήγαμε όλοι για δείπνο. Δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά». Ο Στέφανο Πιόλι, τότε προπονητής της Φιορεντίνα, δακρύζει με όσα αφηγείται στο ντοκιμαντέρ για τον Ντάβιντε Αστόρι. Τη βιαστική μα γεμάτη χαρά, γέλια και ευτυχία ζωή του.
Το πρωινό ήταν στρωμένο, μα εκείνος έλειπε. Καθυστερούσε απρόσμενα. Ποτέ του δεν είχε βρεθεί αργοπορημένος. Ακολουθούσε πιστά το πρωτόκολλο. Ήταν ο capitano, επαγγελματίας, συνεπής και δεν μπορούσε αν δεν έπινε τις πρώτες τζούρες από το espresso lungo που τόσο απολάμβανε.
Άλλωστε, λίγο αργότερα περίμενε ένα γρήγορο πέρασμα από τους γονείς του. Οι «Viola» βρίσκονταν στο Ούντινε για το απογευματινό ματς με την Ουντινέζε και το πατρικό του βρισκόταν στα 60χλμ. Μα δεν κατέβαινε. Δεν κατέβηκε ποτέ.
O Τεχνικός Διευθυντής, Αλμπέρτο Μαραγκόν, ανέβηκε στο δωμάτιο του αρχηγού. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν του απαντούσε. Κάλεσε στη ρεσεψιόν και με ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά άνοιξε.
Ο Ντάβιντε παρέμενε ξαπλωμένος. Δεν είχε όμως ανάσα. Ο Ντάβιντε δεν ξύπνησε ποτέ από τον ύπνο. Η καρδιά του τον άφησε εκεί. Ήρεμο, χωρίς να το καταλάβει καν.
Μία σοβαρή αρρυθμία, ένα πρόβλημα που από λάθος δεν είχε εντοπιστεί. Κάτι που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και ο Ντάβιντε τώρα θα έκανε ακόμη έρωτα με τη σύζυγό του, Φραντσέσκα, θα έπαιζε παντοτινά με την κόρη του, Βιτόρια, που τον έχασε μόλις στα δύο χρόνια της.
«Rossonero» όνειρο
«Η αλάνα που παίζαμε ήταν δίπλα στον ποταμό Μπρέμπο, ο οποίος διασχίζει το χωριό. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές βουτάγαμε στο νερό για να πιάσουμε τις μπάλες. Ούτε που θυμάμαι πόσες μπάλες χάσαμε εκεί». Ο Ντάβιντε μεγάλωσε στο κεφαλοχώρι της περιοχής. Το Σαν Τζοβάνι Μπιάνκο υπήρξε ο τόπος των παντοτινών ονείρων και του απώτερου μέλλοντος. Ενός μέλλοντος που δεν θα φτάσει ποτέ.
«Πάντοτε λέω ότι είναι τόσο όμορφα και γαλήνια εδώ. Εδώ έζησα τις πιο γλυκές στιγμές και εδώ θα ήθελα να επιστρέψω κάποτε που θα έχω μεγαλώσει πια». Το έλεγε συνέχεια αυτό.
Το μέρος όπου έμαθε ποδόσφαιρο και ονειρεύτηκε τη Μίλαν, όπως τα μισά παιδιά της Λομβαρδίας. «Στην οικογένεια οι περισσότεροι ήταν Ίντερ, αλλά εγώ είχα τρέλα με τους αμυντικούς των “Rossoneri”». Και εν μέρει τα κατάφερε. Για την ακρίβεια άγγιξε το όνειρο.
Ήταν μόλις 14 ετών, όταν το 2001 βρέθηκε στις ακαδημίες τους, να προπονείται από τον θρυλικό Φράνκο Μπαρέζι. Εκείνος ήταν που για την επόμενη πενταετία διαμόρφωσε σε τεράστιο βαθμό το αμυντικό δόγμα που κυριάρχησε στο κεφάλι του και το στυλ παιξίματός του. Χάρη σε εκείνον θα ξεχωρίσει και θα βρεθεί το 2004 στην Εθνική Ιταλίας U18.
Το 2006 είχε φτάσει η μαγική στιγμή της κλήσης στους Άντρες του club. Εκεί όπου πρόσμενε να αγωνιστεί δίπλα στο ίνδαλμά του. Αρχικά τον γοήτευε η ηρεμία του Αλεσάντρο Κοστακούρτα, μα τελικά ήταν ο ακατάπαυστος Αλεσάντρο Νέστα που υπήρξε ο αγαπημένος του. Σε όποια ομάδα και να πήγε το δικό του «13» κουβάλησε πάντοτε μαζί του.
Στη διετία 2006-2008 ωστόσο, δεν πήρε ούτε λεπτό. Και πώς να το έκανε αυτό στον πιο σκληρό ανταγωνισμό σέντερ μπακ που πιθανώς έχει υπάρξει σε ρόστερ. Ο Κάρλο Αντσελότι είχε να επιλέξει από τον αφρό του ποδοσφαιρικού κόσμου. Κοστακούρτα, Νέστα, Μαλντίνι, Καλάτζε και ενίοτε οι Μπονέρα, Φαβάλι. Ok, πού να βρει χώρο ο πιτσιρικάς; Όσο καλός κι αν φαινόταν. Στον Τελικό του Champions League το 2007 ταξίδεψε στο ΟΑΚΑ, είδε την ομάδα του να παίρνει ρεβάνς από τη Λίβερπουλ, αλλά το έκανε απλώς ως οπαδός.
Εν αρχή…
Εκείνη η διετία ήταν το ξεκίνημα των δανεισμών. Πιτσιγκετόνε και Κρεμονέζε στη Serie C αποτέλεσαν τα πεδία της δικής του απαρχής. Ο τρόπος του για να πείσει κάποιον σημαντικό να ασχοληθεί μαζί του.
Το έκανε η Κάλιαρι το 2008. Με 1 έκατ. ευρώ οι «Νησιώτες» τον πήραν συνιδιοκτησία με τους Μιλανέζους. Αρχικά έμεινε στον πάγκο, αλλά από τη δεύτερη σεζόν του εκεί μπήκε και δεν ξαναβγήκε. Τις επόμενες δύο σεζόν ήταν τόσο καλός που κάθε μεταγραφική περίοδο η Μίλαν σκεφτόταν να τον ανακτήσει. Δεν το έκανε όμως ποτέ και το καλοκαίρι του 2011 η Κάλιαρι έπραξε το αυτονόητο. Πλήρωσε ακόμα 2.5 εκατ ευρώ και τον κράτησε ολοδικό της. Μέχρι το 2014 ήταν το απόλυτο αφεντικό στο τότε Sant’ Elia.
Υπήρξε τόσο καλός, ώστε να μετρήσει μέχρι τότε επτά συμμετοχές με την Ιταλία. Παίκτης της Κάλιαρι στην Εθνική. Το επίτευγμα ήταν τεράστιο.
Οι μνηστήρες είχαν ήδη αρχίσει το φλερτ. Η πρώτη πρόταση ήταν κάπως παράξενη. Το 2012 η Σπαρτάκ Μόσχας ακούμπησε στο τραπέζι 15 εκατ. ευρώ. Ο Πρόεδρος της Κάλιαρι τον πίεσε να πει το ναι. Εκείνος αρνήθηκε. Είχε φιλοδοξίες. «Θέλω να μείνω στην Ιταλία. Έχω στόχους εδώ. Με την Κάλιαρι και ίσως κάποια στιγμή με ένα πιο μεγάλο club».
Το 2013 τον πλησίασε η Σαουθάμπτον. Κάπου, κάπως, χάλασε εκεί, για να εμφανιστεί τελικά η Ρόμα. Ακόμα ένας δανεισμός. Ο Ρούντι Γκαρσία τον υπολόγιζε. Έπαιξε και στο πλευρό του Κώστα Μανωλά. Είχε στα πλάγιά του τον Βασίλη Τοροσίδη και τον Χοσέ Χολέμπας. Βοήθησε να τερματίσουν δεύτεροι, αλλά παραδόξως δεν τον κράτησαν.
Στην Κάλιαρι δεν ήθελε πια να επιστρέψει. Είχε καταλάβει την αξία του. Ήταν για κάτι περισσότερο. Ψηλός, ταχύς, μαχητικός, πολύ καλός στον αέρα και με ένα δυνατό σημείο που πάντα ξεχωρίζει ως προσόν σε σέντερ μπακ. Το αριστερό πόδι του ήταν τεχνικό και δυνατό. Αυτό του επέτρεπε να παίζει αριστερός κεντρικός αμυντικός ακόμα και σε άμυνα τριών, πλεονέκτημα σπουδαίο για κάθε Ιταλό του 3-5-2.
Πάνω απ’ όλα όμως διέθετε τη στόφα του ηγέτη. Ήρεμος, αθλητικός, πιστός στο πρόγραμμα και την καλή ζωή. Αγαπημένος κάθε προπονητή και ιδανικός συμπαίκτης.
Βιολετί
Η Φιορεντίνα δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο. Ο τέταρτος δανεισμός της καριέρας του ήταν γεγονός. Ο Πάουλο Σόουζα ήξερε ότι βρήκε σε εκείνον τον άνθρωπό του. Την πρώτη τους χρονιά μαζί θα τερματίσουν στην πέμπτη θέση. Οι «Viola» ξέρουν ότι έχουν κάτι σημαντικό στα χέρια τους και φροντίζουν να το αποκτήσουν εξ ολοκλήρου.
Η Εθνική παραμένει στα πεδίο του και συνήθως μπαίνει αλλαγή του Τζόρτζο Κιελίνι, με τον οποίον γίνονται κολλητοί. Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2017, η άφιξη του Στέφανο Πιόλι στο Artemio Franchi θα του αποφέρει την αναμενόμενη τιμή.
Το περιβραχιόνιο είναι δικό του. Πλέον νιώθει ότι εκεί μπορεί να ριζώσει. Έχει περάσει από έναν σωρό χρώματα. Λευκό της εγκαρτέρησης, το κόκκινο της ρώμης, το ροζ κάποιας παραίσθησης, το γκρενά της εξωστρέφειας, το μαύρο της έντασης. Μα κατέληξε στο ποιο του ταιριάζει. Από τόσα χρώματα το μωβ της ανάληψης θα διάλεγε ξανά και ξανά. Και κάθε φορά.
Είναι ωραίο το χρώμα το μωβ
μην τ’ αλλάξεις.
Σαν φύλλα της πίκρας
και του ποτέ πια
Εκείνου που κάτι μάταια ψάχνει…
4 του Μάρτη
Θα παίξει μέχρι εκείνο το Σάββατο. Στις 4 του Μάρτη. Θα μπορούσε να ζει τώρα. Δεν θα του χρειάζονταν τέτοια αφιερώματα. Ακόμα και εδώ λογικά δεν θα γράφαμε για δαύτον. Ήταν πολύ καλός. Όχι όμως από εκείνους τους παίκτες που βλέπεις και δεν βγαίνουν από την σκέψη σου.
Μα είναι αυτή η ριμάδα η διάγνωση. Η «αμέλεια», όπως αποφάσισε το δικαστήριο. Ο γιατρός Τζόρτζο Γκαλάντι κρίθηκε υπεύθυνος και ένοχος για τον θάνατο του Ντάβιντε. Η απώλειά του δεν προήλθε από καρδιακή προσβολή, όπως αρχικά σκέφτηκαν άπαντες. Η μοιραία αρρυθμία υπήρξε προϊόν μίας καρδιακής ασθένειας που δεν διαγνώσθηκε, όταν έπρεπε.
Ο Γκαλάντι κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία, επειδή δεν θα έπρεπε να έχει υπογράψει δύο πιστοποιητικά αναφορικά με την υγεία του Ντάβιντε. Εάν του είχε κάνει περαιτέρω εξετάσεις, ως όφειλε, ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα είχε σωθεί η ζωή του.
Η ετυμηγορία της ενοχής τον έστειλε για δύο χρόνια στη φυλακή και με την υποχρέωση να καταβάλει περίπου 3 εκατ. ευρώ συνολικά στην οικογένεια του άτυχου ποδοσφαιριστή. Μόνο που, όπως αναφώνησε στη δίκη και η αγαπημένη του Φραντσέσκα, «όσα εκατομμύρια και να μου δώσει, δεν θα μπορέσω να ξαναφιλήσω τον Ντάβιντε!».
Όλα τα παιδιά του κόσμου
Κάπου εκεί γράφτηκε και ο επίλογος της τραγωδίας. Μίας ιστορίας που, όσα χρόνια και να περάσουν, πάντοτε θα κάνει τους πάντες στη Φλωρεντία και τη Σαρδηνία να δακρύζουν. Ο Ντάβιντε έφυγε με τον πιο άδικο τρόπο του κόσμου.
Ένας σέντερ μπακ χωρίς αποβολή στα 379 ματς της καριέρας του, ένας τύπος από τις πιο γενναίες και ευγενικές πάστες της πιάτσας. Ένας τύπος που αγαπούσε πάνω από όλα τα παιδιά. Όχι μόνο το δικό του μα όλα τα πιτσιρίκια που είχαν ανάγκη φροντίδας.
Και δεν έμενε μόνο στη θεωρία. Το ίδρυμα «Cure2Children» είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του. Εκεί έδινε αγάπη και έπαιρνε ως αντάλλαγμα μικρές, σφικτές αγκαλιές σούπερ ηρώων. Στο ογκολογικό νοσοκομείο της πόλης επισκέπτονταν μαζί με την Φραντσέσκα συχνά πυκνά τους μικρούς μαχητές. Είχε κάνει σημαντικές δωρεές και είχε πείσει και τη Φιορεντίνα να τον ακολουθήσει σε αυτό.
Πόσο κρίμα λοιπόν όταν φεύγουν άτακτα τέτοιες όμορφες ψυχές; Έτσι όμως δεν είναι η ζωή; Πολλές φορές αδικαιολόγητα φευγαλέα αφήνει τις ανάσες κομμένες. Τουλάχιστον, όσοι τον γνώρισαν το ξέρουν πως ό,τι πεθαίνει δεν πέφτει απαραίτητα έξω από τον κόσμο. Η καλοσύνη έχει τη δύναμη να περιπλανιέται, να αφήνει ωραίες ιστορίες να ειπωθούν και μέσω αυτών να μεταλαμπαδεύεται.
«Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
τον απαγορευμένο καρπὸ
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στα τοπίο,
για να ‘χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να ‘ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε»!
(Στο κείμενο παρατίθενται αποσπάσματα ποιημάτων της Κικής Δημουλά από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου».)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φράνκο Μπαρέζι, o Τελευταίος Μεγάλος