Όταν πρωτοκλώτσησα την μπάλα ήταν, όπως και για όλα τα παιδιά της Αργεντινής, το καλύτερο σημείο της ζωής μου.
Παίζεις μόνο για να το ευχαριστηθείς, χωρίς να έχεις κάποιον σκοπό.
Εμείς σπίτι δεν είχαμε πολλά παιχνίδια, είχαμε μόνο την μπάλα και πηγαίναμε να παίξουμε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου.
Μέναμε και σε μια περιοχή στο Μπουένος Άιρες με πολλές εκτάσεις πρασίνου, δεν μέναμε μέσα στην πόλη, άρα είχαμε πολύ χώρο για παιχνίδι.
Η μαμά μου ήταν πάντα στο σπίτι, ο πατέρας μου δούλευε σε νοσοκομειακό τμήμα εργαστηρίου με φάρμακα.
Εγώ είμαι ο μεσαίος στην οικογένεια, έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, όπως ανέφερα παραπάνω, και μια μικρότερη αδερφή.
Ο πρώτος δεν έπαιξε ποδόσφαιρο, μπορούσε, αλλά δεν του άρεσε πολύ η προπόνηση, να σηκώνεται νωρίς το πρωί.
Όπως και πολλά άλλα παιδιά που μπορούσαν να παίξουν, αλλά δεν είχαν το “πακέτο”, κι έτσι έμειναν στον δρόμο, γιατί δεν φτάνει να έχεις ταλέντο ή να είσαι καλός παίκτης, πρέπει να είσαι και άλλα πολλά.
Εγώ σε ηλικία οχτώ ετών, πολύ μικρός, πήγα στη Ρίβερ Πλέιτ.
Όταν είσαι μικρός, παίζεις σε ομάδα 5Χ5 και σε κάποιους μικρούς αγώνες.
Έπαιζα λοιπόν καλά και κάποια στιγμή ο πατέρας μου με ρώτησε αν ήθελα να δοκιμάσω στη Ρίβερ.
Τα πήγα καλά και έμεινα για περίπου πέντε χρόνια εκεί.
Είχα τρομερή χαρά ως παιδάκι που φορούσα τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ, αν κι εγώ είμαι φανατικός Μπόκα Τζούνιορς.
Στην Αργεντινή από πολύ μικροί είμαστε επαγγελματίες, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αυτό, αλλά από μικροί φτιάχνουμε στο μυαλό μας ότι αυτό είναι δουλειά.
Φυσικά, είναι και χαρά, αλλά χάνουμε πολλά πράγματα, όπως διακοπές ή εξόδους με φίλους, γιατί έχουμε προπόνηση την επόμενη ημέρα, οπότε μαθαίνουμε από παιδιά να λειτουργούμε ως επαγγελματίες.
Το να φοράς τη φανέλα της Ρίβερ σού δίνει χαρά, πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα και δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο εκεί μεγάλο αλλά και πολλά άλλα.
Υπάρχει και σχολείο, στο οποίο φοίτησα, και έχει τα πάντα μέσα. σχεδόν όλο το σχολείο το έκανα στην ομάδα, πήγα από πολύ μικρός μέχρι μεγάλος, και ήμουν στο κλαμπ από τις 06:00 έως τις 19:00.
Ως μαθητής δεν ήμουν καθόλου καλός, μάλιστα δεν έχω καν τελειώσει, μένουν ακόμα δυο-τρία μαθήματα που πρέπει να περάσω, έμεινα πίσω και πρέπει να το τελειώσω.
Δίνουν πολύ σημασία σε θέματα μόρφωσης, αλλά και το ποδόσφαιρο εκεί είναι σχολείο, γιατί μαθαίνεις έναν τρόπο παιχνιδιού πολύ ιδιαίτερο, μάλιστα νομίζω ότι έχω ποδοσφαιρικά το στιλ που χαρακτήριζε αυτήν την ομάδα.
Μετά την Ρίβερ πήγα σε μια άλλη ομάδα και στη συνέχεια στην Εξουρσιονίστας.
Είχα περάσει κάποιες δυσκολίες και είχα κουραστεί με το ποδόσφαιρο.
Στο σχολείο της Ρίβερ είχα φίλους που έπαιζαν στην Εξουρσιονίστας και μου πρότειναν να πάω εκεί, γιατί ήξεραν ότι μπορούσα να κάνω πράγματα. «έλα εδώ, έλα να παίξεις μαζί μας», μου είπαν και πήγα.
Χρήματα στην Ρίβερ δεν πήρα, ήμουν πολύ μικρός, αλλά ως ποδοσφαιριστής της ομάδας είχα τσάμπα το σχολείο.
Και στην Εξουρσιονίστας όμως, στην οποία πήγα 15 χρόνων, έπαιζα στην Β’ ομάδα.
Στα 17 μου ανέβηκα στην Α’ ομάδα και τότε πήρα κάποια λίγα χρήματα, η ομάδα έπαιζε στη Δ’ κατηγορία και εγώ έπαιρνα (σημερινά χρήματα) 50 ευρώ τον μήνα.
Πριν φύγω από την Αργεντινή για να έρθω στην Ελλάδα, είχα κάποιες προτάσεις από ομάδες δύο κατηγορίες ψηλότερα, αλλά τελικά πήρα την απόφαση να φύγω και να έρθω εδώ. σε μικρές κατηγορίες δεν μπορείς να κάνεις όνομα μεγάλο.
Ήμουν μικρός τότε, ήρθα στην Ελλάδα 19 ετών.
Είχε τελειώσει το Πρωτάθλημά μας και δύο μέρες μετά με φώναξε ο προπονητής της ομάδας και με ρώτησε αν ήθελα να παίξω στην Ελλάδα.
Εγώ είχα ακούσει ότι είχαν έρθει να με δουν σκάουτερ σε κάποια παιχνίδια, αλλά δεν είχα δώσει σημασία.
Όταν όμως μου έγινε η πρόταση, είπα «ναι» και μετά από δύο μέρες έφυγα από την Αργεντινή.
Μέχρι και σήμερα δεν είναι καθαρό στο μυαλό μου ακριβώς τι είχε γίνει, τις συνθήκες, αν πλήρωσαν για να με αποκτήσουν, πραγματικά δεν ξέρω, αλλά πήρα αμέσως την απόφαση.
Δεν μου φαινόταν δύσκολο να έρθω, τα πιο δύσκολα ήρθαν μετά, αλλά η απόφαση δεν ήταν δύσκολη.
Θα ερχόμουν σε μια ομάδα που έπαιζε Α’ Εθνική, σε μια χώρα πολύ όμορφη, ήταν η ευκαιρία της ζωής μου!
Αν δεν είχα πάρει αυτήν την διαδρομή, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, δεν το ξέρεις ποτέ αυτό.
Απ’ τα Γιάννινα λοιπόν έχω τις καλύτερες αναμνήσεις, είναι σαν να μεγάλωσα εκεί, ήταν το πρώτο μου σπίτι.
Έμεινα μόνος μου και έμαθα πολλά από τη ζωή, την πόλη, τον κόσμο.
Έπρεπε να μάθω να καθαρίζω το σπίτι, να μαγειρεύω αλλά και να μάθω και τον εαυτό μου.
Η ομάδα των Ιωαννίνων όλο αυτό το έκανε πολύ εύκολο, είναι σαν οικογένεια.
Είχα και Αργεντινούς συμπαίκτες, όπως ο Εστέμπαν Μπουχάν, ο οποίος σήμερα είναι από τους καλύτερούς μου φίλους και έγινε και ο μάνατζέρ μου, βοηθώντας με πολύ τότε στα πρώτα μου.
Γι’ αυτό κι εγώ, όταν έρχεται στην ομάδα που παίζω ένα μικρό παιδί και μπορεί να μη μιλάει ούτε αγγλικά, όπως συνέβη σε μια περίπτωση και στη Λαμία, προσπαθώ να το βοηθήσω, γιατί έχω περάσει από τη θέση του και ξέρω πόσο δύσκολο είναι.
Αν δεν έχεις κάποιον να σε βοηθήσει, μπορεί ακόμα και να γυρίσεις πίσω σπίτι σου.
Στην Καλαμάτα πήγα για έξι μήνες δανεικός, εκεί πέρασα πολύ δύσκολα, δεν είχα λεφτά ούτε για να φάω ψωμί, δεν είχα ούτε ένα ευρώ, δεν μου έδωσαν τίποτα από την ομάδα, πεινούσα, αυτή είναι η αλήθεια!
Αλλά ήμουν μικρός και το πάλευα, ήξερα πού ήθελα να πάω και ήμουν τυχερός που τελικά το πέτυχα. γύρισα πίσω στα Γιάννινα και μετά ήταν η σειρά του Ολυμπιακού.
Όταν υπέγραψα στον Ολυμπιακό, προπονητής ήταν ο Λεονάρντο Ζαρντίμ, αυτός ήταν που με ήθελε στην ομάδα.
Υπέγραψα τον Ιανουάριο του 2013 και έναν-δυο μήνες μετά ήρθε ο Μίτσελ.
Για τον τελευταίο έχω να λέω τα καλύτερα, αν και δεν πήρα ευκαιρίες.
Καταλαβαίνω πώς είναι το ποδόσφαιρο, ένας προπονητής μπορεί να σε θέλει, άλλος όχι, αυτό είναι λογικό, δεν μπορεί να μη νιώθεις καλά για κάτι τέτοιο και εμείς στην Αργεντινή μάθαμε από μικροί ότι το ποδόσφαιρο είναι έτσι.
Όταν έκανα προετοιμασία, είχα ένα πρόβλημα υγείας που δεν με άφησε να παίξω όπως πρέπει.
Δεν το είχα πει τότε, θα μπορούσα να το έχω κάνει, αλλά σκέφτηκα ότι ήμουν πια στον Ολυμπιακό και, αν έλεγα κάτι τέτοιο, μετά μπορεί να μην με έβαζαν να παίξω.
Έπρεπε όμως να έχω μιλήσει από την αρχή, μπορεί να ήταν όλα διαφορετικά.
Με τον Μίτσελ έχουμε τις καλύτερες σχέσεις, τον βρήκα το 2022 στο Ολυμπιακός-Λαμία και του το θύμισα σαν αστείο, «δεν μου έδωσες ούτε μια ευκαιρία», γέλασε και μου είπε «εντάξει, αλλά ακόμη είσαι πολύ καλός παίκτης».
Είναι ένας πολύ καλός προπονητής και νομίζω ότι πήγε πολύ καλά στον Ολυμπιακό, με καλά παιχνίδια και στο Champions League, έχω να λέω για αυτόν τα καλύτερα.
Ένας απ’ τους καλύτερους ανθρώπους που έζησα στον Ολυμπιακό ήταν ο Τσόρι Ντομίνγκες, όχι μόνο ως παίκτης μες στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό, πολύ καλός χαρακτήρας με υψηλή ποιότητα, με βοήθησε, είχαμε πολύ καλή σχέση, μιλάμε ακόμη και όλα αυτά δεν τα λέω λόγω της αργεντινικής καταγωγής του, αλλά γιατί τα πιστεύω.
Άλλοι παίκτες υψηλής ποιότητας, όταν ήμουν εγώ στην ομάδα, ήταν, για παράδειγμα, ο Βλάντιμιρ Βάις, ο οποίος είχε κάνει πολύ καλή πορεία στο Πρωτάθλημα και το Champions League, ο Μήτρογλου και γενικότερα το ρόστερ αποτελούταν από εξαιρετικού επιπέδου ονόματα.
Οι περισσότερες μεγάλες ομάδες της Ελλάδας με είχαν ζητήσει τότε, μέσα σε αυτές και ο Παναθηναϊκός. Όπως όμως είχα φύγει από την Αργεντινή χωρίς δεύτερη σκέψη, έτσι και δεν το σκέφτηκα πολύ για να υπογράψω στον Ολυμπιακό.
Τότε ο Παναθηναϊκός δεν ήταν όπως σήμερα. αν σε πάρουν τηλέφωνο σήμερα από τον Παναθηναϊκό, δεν το σκέφτεσαι, πας με τα μάτια κλειστά, αλλά τότε δεν ήταν το ίδιο, ο Ολυμπιακός έπαιζε απευθείας στο Champions League, χωρίς προκριματικά, χωρίς πλέι οφ, και αυτό έπαιξε ρόλο στην απόφασή μου.
Μιλώντας για Παναθηναϊκό, τη σεζόν 2012-2013 με τα Γιάννινα είχα βάλει ένα φοβερό γκολ κόντρα στον Παναθηναϊκό, το οποίο ψηφίστηκε το καλύτερο της χρονιάς.
Δεν μπορώ να το ξεχάσω, τερματοφύλακας ήταν ο Καρνέζης, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να το πιάσει.
Και κάθε λίγο πάω στο YouTube και το βλέπω, γιατί δεν ήταν μόνο το γκολ, ήταν όλη η ομάδα πολύ καλή τότε, με μικρούς παίκτες σε ηλικία και ήμασταν σαν μια οικογένεια πολύ δυνατή.
Οι παίκτες εκείνης της ομάδας αργότερα βρέθηκαν σε πολύ μεγάλους συλλόγους και πρωταθλήματα. ο Κοροβέσης σε ΠΑΟΚ, ο Κολοβέτσιος σε Τουρκία, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ο Οικονόμου σε Ιταλία.
Ήταν μια ομάδα με πολύ καλούς παίκτες αλλά και πολύ καλούς ανθρώπους. Αυτά μπορεί να ήταν και τα καλύτερα χρόνια που έχω περάσει, όχι μόνο μες στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό.
Μετά τον Ολυμπιακό ξαναγύρισα πίσω δανεικός στο Γιάννινα και τον Ιανουάριο του 2014 ήμουν Αργεντινή για να περάσω τις γιορτές με την οικογένειά μου.
Ήμουν στην πισίνα, γιατί εκεί τότε είναι καλοκαίρι, χτύπησε το κινητό μου, απαντάω και ήταν ο κύριος -με κεφαλαίο «Κ»– Γιώργος Δώνης.
Ήθελε να πάω στον ΑΠΟΕΛ, μου είπε ότι πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα και ότι είχε σκέψεις και σχέδια για το μέλλον της.
Και όντως, ό,τι μου είπε έγινε μετά.
Τον Γιώργο Δώνη τον έχω πολύ ψηλά, ό,τι είπα για τα Γιάννινα, το ίδιο ισχύει για την Κύπρο και τον ΑΠΟΕΛ.
Όταν είσαι μικρός, τα όνειρα τα βλέπεις κοντά αλλά και μακριά, ειδικά όταν είσαι ένα παιδί από την Αργεντινή και πρέπει να παλεύεις από πολύ χαμηλά για να φτάσεις ψηλά.
Αλλά ο ΑΠΟΕΛ μού έκανε αυτά τα όνειρα πραγματικότητα, χωρίς αυτήν την ομάδα θα ήταν πολύ δύσκολο να κάνω ό,τι επιθυμούσα.
Πήραμε Πρωταθλήματα και Κύπελλα, παίξαμε με επιτυχία στην Ευρώπη, είχαμε αντίπαλες μεγάλες ομάδες.
Και από τα πλέι οφ έχω αναμνήσεις, ήταν πολύ σημαντικά παιχνίδια, αλλά ήμουν πολύ τυχερός που το πρώτο παιχνίδι Champions League ήταν με την Μπαρτσελόνα στην Ισπανία. να ακούς το τραγούδι του Champions League και δίπλα σου να είναι ο Μέσι, ο Ινιέστα, ο Τσάβι, ο Ντάνι Άλβες, ο Πικέ, το θυμάμαι τώρα και σηκώνεται η τρίχα μου.
Από την αρχή όλοι οι συμπαίκτες μου στον ΑΠΟΕΛ ήξεραν ότι η φανέλα του Μέσι θα ήταν δική μου, αυτό το είχα πει από πριν, ήμουν ξεκάθαρος απέναντί τους, γι’ αυτό και δεν πάλεψα πολύ για να την πάρω, δεν πήγε κανένας να του τη ζητήσει.
Εντάξει, παίρνεις την φανέλα του, του δίνεις τη δική σου, του λες «σ’ αγαπώ, Μέσι» και φεύγεις, αυτό είναι όλο.
Ο Μέσι όμως πήρε τη φανέλα μου και δεν την άφησε κάπου στα αποδυτήρια, την πήρε σπίτι του και την έβαλε μέσα στο μουσείο του. Υπάρχει μια φωτογραφία που φαίνονται η φανέλα μου μαζί με άλλες φανέλες παικτών στο μουσείο του Μέσι!
Τον παρακολουθώ ακόμη, στην Αργεντινή τον έχουμε πολύ ψηλά, για εμάς είναι ο καλύτερος στην ιστορία.
Το καλύτερο πάντως είναι ότι τον βλέπεις ακόμη χαρούμενο, ζει τη ζωή του με χαρά, πάει σούπερ μάρκετ και βλέπεις στο πρόσωπό του τι χαρά έχει.
Και ο Ρικέλμε είναι μεγάλο μου είδωλο, έχω μεγαλώσει μαζί του, μου έχει δώσει τις μεγαλύτερες χαρές μέσα στο ποδόσφαιρο.
Ανέβασα φωτογραφία μου και με τον Καβάνι που πήγε στην Μπόκα Τζούνιορς. θυμάμαι τότε που παίξαμε αντίπαλοι στο ΑΠΟΕΛ-Παρί Σεν Ζερμέν, όταν η Παρί είχε από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου, θυμάμαι και το γήπεδό της, το οποίο μπορεί να είναι και το καλύτερο που έχω αγωνιστεί από πλευρά χόρτου.
Όσον αφορά και στον Τελικό του Μουντιάλ του Κατάρ, Αργεντινή-Γαλλία, αυτόν τον παρακολούθησα με την οικογένειά μου στη Λαμία, πανηγυρίζαμε με τη γυναίκα και τον γιο μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη Λαμία, γιατί, όσο ήμουν εκεί, η Αργεντινή πήρε το Μουντιάλ.
Και θα πω και μια αλήθεια που νομίζω ότι δεν είναι μόνο δική μου αλλά πολλών Αργεντινών. Το Κύπελλο το θέλαμε πιο πολύ για τον Μέσι παρά για την ομάδα, θέλαμε να το πάρει αυτός, γιατί το άξιζε.
Στην Κύπρο ήμουν πολύ τυχερός και δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει, αλλά στο πρώτο μου παιχνίδι με τον ΑΠΟΕΛ είχα πάει καλά και όλος ο κόσμος φώναζε το όνομά μου.
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί δεν συμβαίνει συχνά ο κόσμος μιας μεγάλης ομάδας, της μεγαλύτερης στην Κύπρο, να φωνάζει το όνομά σου από το πρώτο ματς.
Από την αρχή λοιπόν είχαμε πολύ καλή επαφή.
Βέβαια, βοήθησε πολύ και το ότι ήμουν πρώτος σκόρερ με τη φανέλα του ΑΠΟΕΛ στην Ευρώπη, πράγμα που δείχνει πόσο βοήθησα και εγώ την ομάδα, όπως φυσικά βοήθησε κι εκείνη εμένα.
Ήταν σαν να είχα γεννηθεί για τον ΑΠΟΕΛ, γι΄αυτό και είναι πολύ μεγάλο, πολύ δυνατό αυτό που νιώθω.
Στην Κύπρο γεννήθηκε και ο γιος μου.
Του μιλάω συνέχεια ελληνικά και αυτός καταλαβαίνει τα πάντα, πηγαίνει μεν σε αγγλικό σχολείο, αλλά στο σπίτι παίζουμε και του μιλάω ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά. τα ελληνικά θέλω να τα κρατήσει, γιατί είναι Κυπραίος, ενώ περιμένουμε με τη γυναίκα μου και κορίτσι, το οποίο θα είναι Ελληνίδα.
Είμαι πολύ χαρούμενος που ο γιος είναι από την Κύπρο και η κόρη μου θα είναι από την Ελλάδα, για καμία άλλη χώρα δε νιώθω όπως νιώθω για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η επόμενη περίοδος, κατά την οποία βρέθηκα σε ομάδες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ήταν δύσκολη, όπως και η απόφασή μου να πάει εκεί.
Τότε θα παίζαμε στα πλέι οφ του Champions League με τον ΑΠΟΕΛ και στα προηγούμενα δύο παιχνίδια είχα βάλει δύο γκολ, είχα δώσει δύο ασίστ και ήμουν σημαντικός για την ομάδα.
Η ομάδα από το Ντουμπάι με ήθελε “τώρα”, δεν μπορούσε να περιμένει δύο εβδομάδες ακόμα, ώστε να μου δώσει τη δυνατότητα να παίξω στα πλέι οφ.
Η καριέρα των ποδοσφαιριστών είναι πολύ μικρή και, όταν έχεις μια πρόταση, όπως είχα εγώ τότε, δεν μπορείς να την αφήσεις να περάσει έτσι. μετά μπορεί να μετανιώσεις, μπορεί όχι, αλλά εκείνη τη στιγμή πρέπει να πάρεις μια (δύσκολη) απόφαση.
Δεν ήξερα πολλά από το ποδόσφαιρο ή το πώς ήταν εκεί γενικότερα, ο καιρός πολύ δύσκολος, είχε πολύ ζέστη, δύσκολο να αγωνιστείς σε τέτοιες συνθήκες.
Το ποδόσφαιρο δεν ήταν και πολύ επαγγελματικό, για παράδειγμα κάποιος μπορεί κάποια στιγμή να αργούσε στην προπόνηση ή να μην ερχόταν καθόλου, γιατί… πολύ απλά δεν ήθελε.
Και εγώ ερχόμουν από τον ΑΠΟΕΛ, άρα όλο αυτό θα μπορούσε να χαμηλώσει την ποιότητα του ποδοσφαίρου μου.
Γύρισα λοιπόν πίσω στον ΑΠΟΕΛ μετά από τρία χρόνια και ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ!
Τα πράγματα δυστυχώς όμως δεν πήγαν όπως τα περίμενα.
Την πρώτη χρονιά πήραμε το Πρωτάθλημα και είχα παίξει κι εγώ καλά, αλλά τα επόμενα δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα.
Για τη μεγαλύτερη ομάδα της Κύπρου, το να μην πάρει το Πρωτάθλημα ή να μην κερδίσει ένα παιχνίδι που πρέπει να κερδίσει είναι πρόβλημα.
Η πίεση εκεί είναι πολύ μεγάλη και όποιος δεν την αντέχει μπορεί να δυσκολευτεί.
Κι εγώ βίωσα πίεση, γιατί όλοι περίμεναν από εμένα να κάνω ό,τι έκανα και τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Δεν ήταν η ίδια ομάδα, δεν ήμουν ο ίδιος εγώ.
Ξέρω ότι δεν πρόσφερα αυτά που πρόσφερα πριν, προσπάθησα να κάνω τα καλύτερα, αλλά δεν μου βγήκε πολύ.
Βέβαια, στην Ευρώπη πήγαμε καλά, παίξαμε στη φάση των «32» του Europa League, κάναμε κάποια καλά πράγματα, αλλά, αν δεν πάρεις Πρωτάθλημα στον ΑΠΟΕΛ, η χρονιά δεν μετράει καθόλου.
Όταν πήγα στη Λαμία, προπονητής ήταν ο Φέστα.
Στη Λαμία μού είχε προτείνει να πάω ο τότε Τεχνικός Διευθυντής, Γιώργος Κασναφέρης.
Είχε λήξει το συμβόλαιό μου στον ΑΠΟΕΛ και δεν ήθελα να μείνω άλλο, ήμουν εκεί πολλά χρόνια και ήθελα να αλλάξω χώρα, ήταν σαν να είχε κλείσει ένας κύκλος, σαν να είχαν τελειώσει οι σελίδες του βιβλίου.
Την πρώτη ευκαιρία λοιπόν που είχα την άρπαξα, δεν ήθελα να περιμένω, δεν το σκέφτηκα πολύ και ήρθα Ελλάδα.
Στην πορεία κατάλαβα ότι η ομάδα δεν εξελισσόταν “επαγγελματικά”, δεν έκανε το βήμα το παραπάνω, δεν υπήρχε ούτε γυμναστήριο, κάπου να κάνεις λίγο ζέσταμα.
Σήμερα βέβαια έχουν βελτιωθεί αυτά, είναι καλύτερα τα πράγματα.
Κοιτάζοντας πάντως τη μεγαλύτερη εικόνα, είμαι πολύ ευχαριστημένος από την ομάδα. Απλώς περίμενα κάτι πιο “επαγγελματικό”.
Στη συνέχεια ήρθε ο Ιωνικός.
Δύο μέρες μετά τη συμφωνία με την ομάδα, είχα την ευκαιρία να πετύχω το πιο μεγάλο όνειρο της ζωής μου που είχα από μικρός. να πάω πίσω στην Αργεντινή και να παίξω στην Α’ κατηγορία, εκεί που δεν έχω παίξει ποτέ.
Αλλά είχα δώσει τον λόγο μου στον Ιωνικό και αυτό για εμένα είναι πάνω απ’ όλα, είπα «όχι, έχω δώσει τον λόγο μου στον Ιωνικό».
Μου είπαν από την Αργεντινή «εντάξει, μην υπογράψεις, κάνε κάτι να φύγεις και σου δίνουμε πιο πολλά λεφτά», αλλά τους εξήγησα ότι δεν ήταν θέμα χρημάτων, εγώ θα πήγαινα εκεί και τσάμπα, μέχρι και που θα πλήρωνα.
Αλλά το «ναι» και ο λόγος μου δεν αλλάζουν. Πιο σημαντικό για εμένα είναι το «ναι» από μια επίσημη υπογραφή. Είπα «όχι» στο όνειρό μου για να είμαι κύριος στο «ναι» μου.
Ο πατέρας μου έτσι με έμαθε από μικρό και νομίζω ότι έτσι πρέπει και να είναι.
Μπορεί σε 10 χρόνια να πω «γιατί το έκανα;», αλλά θεωρώ ότι αυτό έπρεπε να γίνει.
Και εν τέλει μεγάλη η χαρά μου και στον Ιωνικό, 1000% συγκεντρωμένος στην ομάδα, ο κόσμος, οι οπαδοί, ο προπονητής, ο Πρόεδρος, όλοι τους πολύ καλοί, σε σημείο που, για να πω την αλήθεια, δεν περίμενα τόσο καλή οργάνωση και τόσο οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Οπότε θετικός ο απολογισμός και από την ίδια την ομάδα αλλά και από την Αθήνα.
Σίγουρα βρίσκομαι κάπου στο τέλος της καριέρας μου, πάντως, όταν τελειώσω με το ποδόσφαιρο, δεν σκέφτομαι να γυρίσω στην Αργεντινή για να μείνουμε, γιατί εκεί δεν είναι τόσο καλά, υπάρχουν πολλά προβλήματα, είναι λίγο επικίνδυνα και, όταν έχεις οικογένεια, το σκέφτεσαι πολύ αυτό.
Αν ήμουν μόνος μου, σίγουρα θα πήγαινα πίσω, αλλά με οικογένεια είναι διαφορετικά.
Οπότε σκεφτόμαστε να πάμε Ισπανία λόγω της γλώσσας, αλλά δεν λέμε και «όχι» στην Ελλάδα, μπορεί τελικά εδώ να κάνουμε το σπίτι μας, εδώ να συνεχίσουμε τη ζωή μας.
O Τόμας Ντε Βινσέντι είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Κρίστι Βανγκέλι: Στο ρουθούνι του Κριστιάνο Ρονάλντο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χουάν Μουνάφο: Πίνοντας μάτε στην Τρίπολη