Ο δρόμος έχει ψυχή. Έχει φωνή. Έχει θύμησες, εικόνες. Πρωταγωνιστές και θρύλους.
Αλληλένδετους για δεκαετίες. Στη γωνιά της Ομέρ Άμπντοβιτς, στις εργατικές κατοικίες του προαστίου Ντρατς στο Τίτογραντ, υπήρχε -πλέον όχι- ένα γηπεδάκι. Για την ακρίβεια, υπήρχαν δύο τέρματα που το όριζαν. Δεν ήταν στρωμένο με μπετόν. Εννοείται όχι με οτιδήποτε συνθετικό που χαρακτηρίζει τα χρόνια μας.
«Đečevića Livada» το έλεγαν οι ντόπιοι. Οι σλαβόφωνοι το λένε στην γλώσσα τους «mali fudbal». «Μικρό ποδόσφαιρο».
Τότε, στα τέλη των ’70s και τις αρχές των ’80s, σε εκείνο τον δρόμο ήταν το αξιοθέατο, το σημείο συνάντησης, το καμάρι της γειτονιάς. Η ομάδα της γέμιζε τον δρόμο. Σταματούσε -κυριολεκτικά- την κυκλοφορία, οπότε παρατάσσονταν για το (σύγχρονο) 5×5.
Εκεί, στο χώμα. Που γινόταν λάσπη κάθε φορά που ψιχάλιζε. Ή, ακόμα-ακόμα, κάθε φορά που ποτιζόταν με τον ιδρώτα των δέκα που κυνηγούσαν το τόπι. Εκεί όπου κάθε ενόχληση, κάθε πρόβλημα γινόταν -έπρεπε να γίνει- σύμμαχος. Εκεί όπου, για να αποκτήσεις αβάντζο, έπρεπε να μάθεις να ακούς την μπάλα. Να προβλέπεις την κίνησή της. Τα χούγια της. Να της συμπεριφέρεσαι ως προέκταση του κορμιού σου. Να την κάνεις τον έκτο της ομάδας σου, διαφορετικά θα γινόταν ο έκτος αντίπαλός σου.
Εκεί όπου το να ζητήσεις φάουλ ισοδυναμούσε με κλεψιά. Εκεί όπου, για να πάρεις φάουλ, έπρεπε -όντως- να ματώσεις. Εκεί που η διαφορά στα σώματα και στα χρόνια πολύ απλά δεν σήμαινε τίποτα, δεν έκανε καμία διαφορά, δεν εξασφάλιζε χάρες. Ούτε για τον μικροκαμωμένο ούτε για τον μικρότερο. Εκεί όπου τίποτα δεν συγχωρούνταν.
Μπορούσες; Έπαιζες, έμενες όρθιος, κέρδιζες. Δεν μπορούσες; Έχανες.
Η ομάδα του Ντρατς, εκεί στο τέλος της Ομέρ Άμπντοβιτς, εκείνη την εποχή δεν έχασε ποτέ. Εκεί τουλάχιστον, στο γηπεδάκι του σπιτιού της. Κοντά τέσσερεις δεκαετίες αργότερα στο τέλος του δρόμου (που πλέον δεν λέγεται καν έτσι, εκτός από μια στάση λεωφορείου που το υπενθυμίζει), στην πρόσοψη ενός μεγάλου κτηρίου, ντόπια πιτσιρίκια, μεγαλωμένα με τον θρύλο του, αποτύπωσαν τις ψυχές του με ένα γκράφιτι που πλέον υπενθυμίζει την ιστορία του.
Με δύο πρόσωπα και μια φράση. Μόνο. Αποτυπώνοντας τα ξεχωριστά, τα ονομαστά στελέχη εκείνης της ομάδας που κατατρόπωνε κάθε έναν που πατούσε στο χώμα της Ομέρ Άμπντοβιτς. Δεν ήταν απλώς γειτονόπουλα, στο ίδιο μπλοκ έμεναν, ένας όροφος τούς χώριζε μόνο και τρία χρόνια. Ο Ζέλικο Γκάσιτς ήταν ο μεγαλύτερος.
Από εκείνη την αλάνα εξελίχτηκε και έγινε -και πώς να μην γίνει άλλωστε- ένας από τους μεγαλύτερους (αν όχι ο μεγαλύτερος) Γιουγκοσλάβους ποδοσφαιριστές στη σάλα. Από κάτω του -και δίπλα του στις προσωπογραφίες- ο Βενιαμίν εκείνης της ομάδας. Αλλά, είπαμε, κανείς δεν νοιαζόταν. Κανείς δεν το πρόσεχε, κανέναν δεν ενδιέφερε. Και έμαθε και ο ίδιος να μην ενδιαφέρεται, να μην νοιάζεται, να μην το χρησιμοποιεί ως άλλοθι και δικαιολογία.
Εκεί, στο χώμα, έκανε την μπάλα -όντως, καθ’ ομολογία του- τον καλύτερο συμπαίκτη του. Η ντρίμπλα, η οποιαδήποτε ντρίμπλα, έγινε φύση του. Η αναίδεια, ποδοσφαιρική και όχι μόνο, πέρασε στα γονίδια του. Ντρίμπλαρε, ντρίμπλαρε και ξαναντρίμπλαρε, κάνοντας κομπολόι, συνέχεια και ασταμάτητα, τόπι και αντιπάλους.
Δαύτος έγινε ακόμα μεγαλύτερος, ακόμα πιο τρανός από τον συμπαίκτη και διπλανό του στον τοίχο. Έγινε ο Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς. Παραδόξως, μα συνάμα και ενδεικτικά, τον Γκάσιτς είναι τον μόνο που σε όλη τη δική του ποδοσφαιρική διαδρομή αναγνωρίζει δημόσια ως καλύτερο του. Αυτόν με τον οποίον μοιράστηκε μια αλάνα. Μόνο αυτόν.
Ο δρόμος έχει ψυχή. Και ακολουθεί πάντα. Κυριαρχεί, ορίζει. Η επιγραφή που χαράκτηκε ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του γκράφιτι, όλες και όλες, από τρεις λέξεις αποτελείται.
«Više od života».
«Περισσότερο από ζωή».
Το διαμέρισμα
Στον δρόμο ο πιτσιρίκος Σαβίτσεβιτς βρήκε καταφύγιο, επειδή δεν μπορούσε να στεριώσει στο χορτάρι. Είχε ξεκινήσει από τα τσικό της Μπούντουτσνοστ, τα παράτησε όμως γρήγορα, όταν δεν συμπεριλήφθηκε στην ομάδα για ένα τουρνουά.
Με τον καιρό το ταλέντο του και η φήμη του ξεχείλιζαν. Ξεπερνούσαν, κατά πολύ, τα σοκάκια που αλώνιζε. Και έτσι ο νονός του, ο Νέσα Πέτροβιτς, φημισμένος μποξέρ της εποχής, ήταν αυτός που τον πήγε στην OFK του Τίτογκραντ. Σιτεμένος πια, στα 15 του, πατημένα. Άλλοι τότε ήταν ήδη στον προθάλαμο (αν δεν έπαιζαν κιόλας) ανδρικών ομάδων και αυτός πάλευε να ξεκινήσει, να πρωτομπεί σε καλούπια.
Δύο χρόνια χρειάστηκε. Πριν καν ενηλικιωθεί, ήταν βασικός στους «plavo-bijeli». Και ανυπόμονος. Για όλα. Φήμη, χρήματα, αναγνώριση, εξέλιξη.
Δεν είχε υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο και σε μια επίσκεψη του Ερυθρού Αστέρα στην Ποντγκόριτσα, πήγε και έπιασε τον θρύλο της «Zvezda» και τότε Τεχνικό Διευθυντή της, Ντράγκαν Τζάιτς, ενημερώνοντάς τον πως δεν ήταν επαγγελματίας, δεσμευόμενος απλώς με μια υποτροφία που τον ακολουθούσε από τότε που εντάχθηκε στις ακαδημίες της Μπούντουτσνοστ.
Πρακτικά τού ζήτησε να τον πάρει στο Βελιγράδι. Ο Τζάιτς ξεσκόνισε τα πάντα, ζήτησε νομικές συμβουλές για το κατά πόσον μπορούσε να σπάσει αυτή τη δέσμευση που είχε με την ομάδα του ο Σαβίτσεβιτς και αποκρίθηκε πως δεν γινόταν η μεταγραφή χωρίς να δοθούν χρήματα. Τον ορμήνεψε να μην υπογράψει τίποτα και να περίμενε δύο χρόνια ώστε να ολοκληρωθεί η υποτροφία και έτσι, τότε, να τον έπαιρνε στον Αστέρα.
Σιγά που θα περίμενε. Στράφηκε στη Σουτιέσκα, μια άλλη ομάδα του Μαυροβουνίου. “Τσίμπησαν” οι άνθρωποί της και συμφώνησαν να πληρώσουν ό,τι -τότε- χρειαζόταν ώστε να τον πάρουν από τη “μεγάλη” της περιοχής. Και ο άγιος φοβέρα θέλει όμως. Οι υπεύθυνοι της Μπούντουτσνοστ θορυβήθηκαν και του πρόσφεραν το πολυθρύλητο επαγγελματικό συμβόλαιο.
Τετραετές, με 40 εκατ. δηνάρια τον μήνα, πάνω κάτω δηλαδή (με τον υπερπληθωρισμό να κυριαρχεί τότε στην Γιουγκοσλαβία) σε σημερινές τιμές 350 ευρώ, περισσότερα απ’ όσα αθροιστικά έφερναν στο τραπέζι της οικογένειας οι γονείς του. Τα 3/4 πήγαιναν κατευθείαν στη μαμά Βόικα. Αυτή ήταν η μόνη που δεν συμμεριζόταν την ποδοσφαιρική κλίση του, κυνηγώντας τον να διαβάσει, να πάει στο σχολείο (με το ζόρι έφτασε στην Α’ Λυκείου και μετά, πάνω που -βάσει του τότε εκπαιδευτικού συστήματος- θα έπαιρνε κατεύθυνση, σταμάτησε, αφοσιωμένος πια πλήρως και με επαγγελματική προοπτική στο ποδόσφαιρο).
Ταμίας ήταν η Βόικα στην κρατική υπηρεσία σιδηροδρόμων του Τίτογκραντ, εκεί που ο πατέρας του, ο Βλάντο (το άκρως αντίθετο της μητέρας του. Ό,τι ζητούσε στο/για το ποδόσφαιρο φρόντιζε με κάποιον τρόπο να του το προσφέρει), ήταν Διευθυντής. Μαζί με τον τρία χρόνια μεγαλύτερο αδερφό του, φοιτητή Γυμναστικής Ακαδημίας, Γκόραν, όλοι τους μοιράζονταν ένα σπίτι 65 τετραγωνικών.
Γι’ αυτό και στο συμβόλαιό του ζήτησε και πέτυχε να προβλεφθεί η παροχή ενός διαμερίσματος 60 τετραγωνικών. Δικών του. Αποκλειστικά. Τόσο σημαντικό (του) ήταν που κατάφερε ο μπαγάσας να περάσει στο χαρτί πως, αν δεν του προσφερόταν εντός διετίας από την υπογραφή (καλοκαίρι 1987), τότε αυτομάτως θα έμενε ελεύθερος.
Αυτό από τη μία, η (μεταχειρισμένη) BMW 316 που πήρε με το… ένα τέταρτο του μισθού του που κρατούσε στην τσέπη του και -κυρίως- η μετεωρική ποδοσφαιρική ανέλιξή του, σε σημείο που σιγά-σιγά μετατρεπόταν για τη Ποντγκόριτσα, το Μαυροβούνιο, την Γιουγκοσλαβία ολάκερη ό,τι είχε γίνει στα μικράτα του στη γειτονιά, του χάριζαν, 19-20 χρόνων, τον κόσμο όλο.
Και είχε άλλον τόσο μπροστά του.
Το πρώτο αίμα με τον Όσιμ
Πρώτα ήρθε η Εθνική. Νέος εκλέκτορας ο Ίβιτσα Όσιμ, αδύνατο να τον αγνοήσει με τα όσα έκανε στην Μπούντουτσνοστ. “Άγραφη” στο γιουγκοσλαβικό ποδοσφαιρικό στερέωμα (άλλος… κόσμος οι σερβικές Αστέρας, Παρτιζάν, οι κροατικές Ντίναμο Ζάγκρεμπ και Χάιντουκ, ακόμα-ακόμα και οι βοσνιακές Ζελέζνιτσαρ και Σαράγιεβο), αλλά «Ντέγιο» δεν υπήρχε πουθενά.
Παιχνίδι το παιχνίδι, εβδομάδα την εβδομάδα, έμπαινε όλο και πιο κεντρικά στη μαρκίζα. Το ποδόσφαιρο ήταν θρησκεία στην Γιουγκοσλαβία, καλυπτόταν -παρά το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο- εκτενέστατα από τα ηλεκτρονικά media της εποχής, τα οποία είχαν ανακαλύψει έναν θησαυρό. Και βδομάδα την εβδομάδα φρόντιζαν να τον λαμπρύνουν όλο και περισσότερο.
Ο Όσιμ τον πρωτοκάλεσε λίγο μετά το κλείσιμο των 20 χρόνων του, φθινόπωρο του ’86, για ένα παιχνίδι με την Τουρκία στο Σπλιτ. Μπήκε αλλαγή, στο εικοσάλεπτό του στο γήπεδο σκόραρε. Πεδίο δόξης λαμπρό. Ένα ακόμα.
Όχι ακριβώς έτσι.
Δεν του πήρε παρά τρεις-τέσσερεις μήνες ώστε δημοσίως αυτός ο αυθάδης και αμετροεπής πιτσιρίκος, ο οποίος καλά-καλά δεν είχε βγει από το αβγό, να ξιφουλκήσει κατά του Όσιμ, κατηγορώντας τον για μεροληψία στις κλήσεις (υπέρ των συντοπιτών του), για το ότι δεν τον χρησιμοποιούσε αρκετά (όντως), για το ότι το έκανε λανθασμένα, όταν τον χρησιμοποιούσε.
Κοντολογίς, για τα πάντα όλα. Αδιανόητο. Ένας άβγαλτος, από μια ομάδα που δεν είχε την παραμικρή επιρροή στο τότε σκηνικό, να μην διστάζει να καταφερθεί δημοσίως εναντίον του εκλέκτορα -αυτονόητο πως δεν γινόταν προφανώς όποιος κι όποιος στην Γιουγκοσλαβία….
Άνιωθος. Χωρίς όριο και μέτρο. Αναιδής. Όπως έμαθε στον δρόμο. Όπως ακριβώς έπαιζε.
«Ό,τι κάνει ο Όσιμ, το κάνει για να με εκθέσει. Δεν γίνεται να με βάζει να παίζω και να μην έχει δύο μέσους που να τρέχουν για εμένα». Ναι, το είπε όντως.
Ξεκίνησε μια… ερωτοτροπία με τον Βόσνιο που δεν σταμάτησε, για όσο συνυπήρξαν στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Αναντικατάστατος στα μάτια του δασκάλου δεν λογίστηκε ποτέ. Μία μέσα, μία έξω τον πήγαινε. Στη μέσα, όλα μέλι και ζάχαρη. Στην έξω, έφταναν σε όρια που δεν άντεχαν ο ένας το βλέμμα του άλλου.
«Είχα θέματα μαζί του. Ήταν αδυσώπητος, απρόβλεπτος, ένιωθε πως έπρεπε δικαιωματικά να παίζει, το απαιτούσε. Ήταν καλύτερος παίκτης από όσους μπορεί να έπαιζαν. Αλλά μαζί του τα πάντα ήταν απρόβλεπτα. Και όχι πάντα για καλό. Ήταν ένας από τους καλύτερους που προπόνησα. Όμως η σχέση μας εκείνη την εποχή, η καθημερινότητά μας, με έκανε να θέλω να σταματήσω την προπονητική. Αρρώσταινα μόνο και μόνο στην σκέψη πως θα πήγαινα στις προπονήσεις και θα έβλεπα να με κοιτάει λες και θέλει να με κατασπαράξει. Αλλά και εγώ, αντιδρώντας, το ίδιο», θυμήθηκε, λίγο πριν φύγει, ο Όσιμ, έχοντας πάντως αρκετά χρόνια νωρίτερα -αφού αμφότεροι αποσύρθηκαν από την ενεργή ποδοσφαιρική σκηνή- λειάνει εντελώς τις σχέσεις τους και φιλιώσει.
Το κοτέτσι και το κρυφτό από την Στρατονομία
Μετά ήρθε η μεταγραφή. Το δυαράκι, ακόμη και τώρα, ορκίζεται πως δεν του το έδωσαν έγκαιρα. Λόγος που αντικρούεται. Σε κάθε περίπτωση, άντε βγάλε άκρη με τις συμφωνίες στη Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή. Μόνο και μόνο που σήκωνε μπαϊράκι, που έκανε -κατά δικαίων και αδίκων- σαματά, έφτανε και περίσσευε.
Όλοι οι “μεγάλοι” είχαν πιάσει στασίδι. Η διοίκηση της Μπούντουτσνοστ ήταν ταγμένη στην Παρτιζάν. Όπως και ο πατέρας του, Παρτιζάνος από μικρό παιδί (χωρίς να το περάσει στον κανακάρη του, ο οποίος τον Αστέρα υποστήριζε).
Οι Κροάτες, Χάιντουκ και Ντίναμο, είχαν τα λεφτά, τη φινέτσα, όχι όμως και τις προσβάσεις. Ο Αστέρας είχε το μέσο. Νάσταζιν Μπέγκοβιτς λεγόταν. Συντοπίτης του Σαβίτσεβιτς, Μαυροβούνιος, scout της «Zvezda» στην περιοχή. Προφανώς και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη παρακολούθηση για να ξεχωρίσει το τάλαντο του «Ντέγιο», όμως ο Μπέγκοβιτς, κάθε φορά που τον έβλεπε, φρόντιζε να ανάβει περισσότερο την φλόγα του, να τον φιλεύει με λογιών-λογιών δώρα (όπως και τη φαμίλια του), να χτίζει τέλος πάντων μια προσωπική σχέση.
Έτσι κι αλλιώς, ο Αστέρας εκείνη την εποχή “φώναζε” πως ερχόταν. Για να κυριαρχήσει. Και όχι μόνο εντός συνόρων. Για πρώτη φορά οι «Ερυθρόλευκοι» του Βελιγραδίου τον ζήτησαν, Ιανουάριο του ’87. Τους περίμενε η Ρεάλ στα προημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και πόνταραν, άμεσα, στη δική του ενίσχυση. Δεν τα κατάφεραν. Ούτε στη μεταγραφή ούτε κόντρα στη «Βασίλισσα» (παρότι το 4-2 του πρώτου ραντεβού στο Marakana θεωρείται το καλύτερο παιχνίδι που έχει κάνει ποτέ γιουγκοσλαβική ομάδα).
Από τότε όμως το πού θα καταλήξει, το πού θα πάει μετά την Ποντγκόριτσα, έγινε κυρίαρχο ζήτημα.
Μέχρι και το Κόμμα έφτασε να απασχολεί, με τον κάθε έναν εμπλεκόμενο, έχοντας τις προσβάσεις και τους ανθρώπους του, να προσπαθεί να αξιοποιήσει κάθε τι, οποιαδήποτε ισχύ μπορούσε να αποκτήσει στη διαπραγμάτευση και στο παζάρι. Όχι τόσο με την Μπούντουσνοστ όσο στο power play των τεσσάρων που διεκδικούσαν τον 22χρονο Σαβίτσεβιτς.
Μέχρι και στον Βεσελίν Τζουράνοβιτς, Πρόεδρο του Μαυροβουνίου για έναν χρόνο (1982-1983), μετέπειτα Πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας (1984-1985) και αυτονόητα εξέχον στέλεχος του Κόμματος, έφτασε η χάρη του.
«Επιτέλους, ας πάει όπου θέλει, σταματήστε να μας ενοχλείτε γι’ αυτό», το -ιστορικά καταγεγραμμένο- ξέσπασμά του μετά από την τελευταία, όπως αποδείχτηκε, απόπειρα (άγνωστο από ποιον) προσηλυτισμού του, ώστε αυτός με τη σειρά του να επηρεάσει την κατάληξη του Σαβίτσεβιτς.
Εν τέλει, η επιθυμία του «Ντέγιο», η προτίμησή του, υλοποιήθηκε. Και καλοκαίρι του ’88, παράλληλα με την επιστροφή του Άστερα στην εγχώρια κορυφή ύστερα από τέσσερα χρόνια, μετακόμισε στη «Zvezda».
Πέραν ενός αξιοσέβαστου αντιτίμου, ο Αστέρας πλήρωσε για να εγκατασταθούν προβολείς στο στάδιο της Μπούντουτσνοστ, ενώ παράλληλα η κρατική εταιρεία ειδών λαϊκής κατανάλωσης, η οποία έδρευε στο Βελιγράδι και διευθυνόταν από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Πρωταθλητών, συμφωνήθηκε να “αγοράσει” (τα εισαγωγικά μπαίνουν λόγω της φύσης της αγοραπωλησίας. Υπενθυμίζεται πως μιλάμε για τη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία) την τοπική υφαντουργική βιοτεχνία, η οποία ήταν η βασική “χορηγός” (ανάλογη και εδώ η χρήση των εισαγωγικών) της ομάδας του Σαβίτσεβιτς, δίνοντας παράλληλα δουλειά στον αδερφό του, Γκόραν, στο κεντρικό κατάστημα στην πρωτεύουσα.
Ο tempora, o mores.
Πέραν όμως του ρομαντισμού, υπήρξε και θρίλερ.
Η Παρτιζάν, ομάδα που υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η ομάδα του στρατού δηλαδή, θιγμένη από την απόφαση του Μαυροβούνιου, φρόντισε να του σταλεί προσκλητήριο στράτευσης στις 15 Ιουνίου, πέντε μέρες πριν την έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, προφανώς επιδιώκοντας να μπλοκάρει τη συμφωνία.
Ο στρατός τότε αποτελούσε αξεπέραστο εμπόδιο. Αδιανόητη η οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεφύγει κανείς έστω και μια ώρα από τις νόρμες της διαδικασίας. Έτσι όμως, ακολουθώντας αυτές ακριβώς τις νόρμες, η μεταγραφή στον Αστέρα θα μπορούσε να τιναχτεί στον αέρα.
Ο Μπέγκοβιτς, ο Μαυροβούνιος scout, τον έκρυψε στο σπίτι του για τρεις μέρες. Για την ακρίβεια, στο… κοτέτσι του.
Την τέταρτη ταξίδεψαν νύχτα, σε ένα Renault, για το Βελιγράδι. Έκαναν πάνω από δώδεκα ώρες δρόμο, έφτασαν πρωί της 19ης Ιουνίου, παραμονές δηλαδή της παρουσίασής του στον στρατό και της έναρξης της μεταγραφικής περιόδου.
Η Στρατονομία, ενημερωμένη προφανώς από τους επιτελείς της Παρτιζάν, τον αναζητούσε, περιμένοντας να φτάσει η 20ή Ιουνίου για να τον οδηγήσει στο στρατόπεδο. Για να είναι όλα σύννομα, οι επιτελείς του Αστέρα τον έκρυψαν για λίγες ώρες (και) στο Βελιγράδι, τον εμφάνισαν στα γραφεία λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα («πήραμε τα σκαλιά, όχι το ασανσέρ, γιατί φοβόμασταν μήπως μας περίμεναν και εκεί»), υπέγραψε αμέσως μετά την αλλαγή της μέρας το συμβόλαιό του και μετά, σε κοινή θέα πλέον, χωρίς να δώσει δικαιώματα και αφορμές, παρουσιάστηκε το επόμενο πρωί.
Μαζί με τον Ντάρκο Πάντσεβ, ο οποίος επίσης την ίδια μέρα είχε υπογράψει το δικό του συμβόλαιο, και αυτός επιλέγοντας τον Αστέρα αντί της Παρτιζάν, και αυτός υφιστάμενος τα ίδια… αντίποινα.
Έρωτας μέσα στην ομίχλη
Προσβάσεις, εννοείται, είχε και ο Αστέρας. Πριν καν ορκιστεί, πήρε μετάθεση για τα Σκόπια. Εκεί η «Zvezda» έστειλε γυμναστή για να μπορεί, στις εξόδους του, όποτε και όσες επιτρέπονταν, να διατηρεί ένα υποτυπώδες επίπεδο φυσικής κατάστασης. Παράλληλα, εξασφάλισε άδεια για να συμμετέχει στα ευρωπαϊκά παιχνίδια.
Η καριέρα του άλλαξε με τα δύο κόντρα στη Μίλαν, στο φθινοπωρινό συναπάντημα των Πρωταθλητών Γιουγκοσλαβίας με τους Πρωταθλητές Ιταλίας. Παρότι εκτός ρυθμού, ξεκίνησε στο πρώτο στο San Siro. Ήταν καλός. Πολύ καλός, επισκιάστηκε όμως από τον Ντράγκαν Στόικοβιτς.
Ο «Πίξι» ήταν το δεύτερο -μετά τον στρατό- ερωτηματικό για την αμεσότητα της μετάβασής του από το επίπεδο της Μπούντουτσνοστ σε αυτό του Αστέρα. Πρακτικά στην ίδια θέση αγωνίζονταν, αφεντικά αμφότεροι στο χορτάρι, στα αποδυτήρια, παντού. Πώς θα ταίριαζαν; Πώς θα συνταίριαζαν; Ανθρώπινα αρχικά, ποδοσφαιρικά μετά.
Το πρώτο που έκανε ο τεχνικός της «Zvezda», ο Ντράγκοσλαβ Τσεκούλαρατς, ήταν να τους βάλει μαζί στο δωμάτιο στις αποστολές. Μετά, τα υπόλοιπα ήρθαν φυσιολογικά. Τακίμιασαν. Βρήκαν χημεία. Και όχι μόνο βρήκαν χώρο και κώδικες για να συνυπάρξουν αλλά κυριάρχησαν.
«Παιδί μου, είναι σαν να έχεις μια ξανθιά και μια καστανή. Η μία θα δείχνει έτσι, η άλλη αλλιώς. Η μία θα θέλει αυτό, η άλλη εκείνο. Αλλά είναι και οι δύο ωραίες. Και μαζί δείχνουν ακόμα ωραιότερες. Και πλέον το ξέρουν», η μυθική απάντηση του Τσεκουλάρατς, όταν είχε ερωτηθεί για το πώς θα διαμόρφωνε το… γιν-γιανγκ του Αστέρα.
Και εκείνα τα παιχνίδια με τη Μίλαν ήταν τρανή απόδειξη. Στη ρεβάνς στο Βελιγράδι ήταν η σειρά του Σαβίτσεβιτς να κλέψει την παράσταση. Με δικό του γκολ ο Αστέρας πήρε προβάδισμα στο ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου, η ομίχλη όμως που σκέπασε τα πάντα εκείνο το βράδυ στην πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας έσωσε τους «Rossoneri».
Το παιχνίδι διακόπηκε στο 57’ και ορίστηκε την ακριβώς επόμενη ημέρα. Όχι για να συνεχιστεί αλλά να ξεκινήσει από την αρχή. Οι Μιλανέζοι, πιο φρέσκοι, πιο πλήρεις, με μεγαλύτερο βάθος, κατάφεραν να στείλουν το ματς στα πέναλτι (1-1 ο κανονικός αγώνας) και εκεί να πάρουν την πρόκριση (με τον Σαβίτσεβιτς να αστοχεί στη δική του εκτέλεση), συνεχίζοντας την πορεία τους για την κατάκτηση του πρώτου από τα δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών.
Σε αυτά τα δύο παιχνίδια ο «Ντέγιο» έγινε η καψούρα, μια από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές του, του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Για να αντιληφθεί τη λαχτάρα του «Kαβαλιέρε», είχε χρόνο ο Σαβίτσεβιτς. Και άλλα, πιο φλέγοντα. Στα μέσα εκείνης της σεζόν (1988-1989), βρέθηκε λύση με τον βραχνά του στρατού, καθώς ο πανίσχυρος Πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (για 20 χρόνια…) και παλιά δόξα του Αστέρα, ο Μίλαν Μίλιανιτς, σκαρφίστηκε μια πρωτοποριακή για την εποχή συμβιβαστική λύση.
Συμφώνησε με το Κόμμα και ίδρυσε μια -όπως ονομάστηκε- «αθλητική εταιρεία» με έδρα το Βελιγράδι, η οποία και θα απασχολούσε τους στρατεύσιμους αθλητές. Η έμπνευση είχε να κάνει αποκλειστικά με τον Σαβίτσεβιτς, ο οποίος έτσι θα μπορούσε να συμμετέχει, σχεδόν καθημερινά, στις προπονήσεις του Αστέρα.
Επειδή όμως περιλάμβανε όλους τους στρατεύσιμους (και δεν ήταν λίγοι, ενδεικτικά και μόνο μερικοί εξ αυτών της εποχή οι Πάντσεβ, Μπόμπαν, Στεβάνοβιτς, Πάντιτς, Τζουρόβσκι, Ασάνοβιτς, Γιούριτς), δεν έμοιαζε “φωτογραφική” και ούτε μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις (ούτε από την “στρατιωτική” Παρτιζάν, η οποία επίσης επωφελούνταν με τους δικούς της ποδοσφαιριστές, ούτε καν με τους άλλους της συνομοσπονδίας, Κροάτες, Βόσνιους, Σλοβένους, καθώς, ακόμα και αν αυτοί δεν μπορούσαν να έχουν τους δικούς τους ποδοσφαιριστές στις ομάδες τους, έτσι, με την «εταιρεία» στο Βελιγράδι, εξασφάλιζαν πως καθημερινά θα προπονούνταν και από καιρό εις καιρό, για να δικαιολογούν και το “κρατικό” της ιστορίας, θα έδιναν και μερικά φιλικά παιχνίδια ανά την επικράτεια, ως “επίλεκτοι” του στρατού).
Ας είναι καλά ο «Ντέγιο»…
Η μπαγκέτα και η καταξίωση
Με όλα τούτα, την πρώτη χρονιά στο Βελιγράδι δεν κέρδισε -στο γήπεδο- τίποτα. Αυτό όμως που φτιαχνόταν για χρόνια στο Marakana, με το παιδομάζωμα των απανταχού καλυτέρων από όλη την Γιουγκοσλαβία, μόνο να φρενάρει γινόταν, όχι να σταματήσει, να εκτροχιαστεί.
Την επόμενη σεζόν (1989-1990) έρχεται το Νταμπλ και μια ακόμα φοβερή και τρομερή εμφάνιση κόντρα στην Κολωνία στο Βελιγράδι, με δύο δικά του γκολ στο 2-0 επί των «Τράγων» για τους «16» του Κυπέλλου UEFA. Δεν έφτασαν για κάτι παραπάνω, αφού στη ρεβάνς ο Αστέρας ηττήθηκε με 3-0 και αποκλείστηκε.
Το καλοκαίρι του ‘90, η… ξανθιά έφυγε. Ο Στόικοβιτς πήγε στη Μασσαλία και τα ηνία, αποκλειστικά πια, ήρθαν στον Σαβίτσεβιτς. Δεν ήταν απλώς πρώτος μεταξύ ίσων. Ήταν ξεχωριστός. Αυτός που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν στο γήπεδο. Αυτός που δημιουργούσε, αυτός που εκτελούσε, αυτός που έκανε τον ίδιο και τους άλλους να δείχνουν καλύτεροι.
Είχε γίνει πλέον και σε αυτό το ανώτατο επίπεδο το χορτάρι κτήμα του. Όπως στη γωνιά της Ομέρ Άμπντοβιτς. Το πώς διανύει παραπάνω από μισό γήπεδο στο Olympiastadion στον πρώτο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στις 10 Απριλίου του 1991, χωρίς καν να ενοχλείται από τον δύσμοιρο Γιούργκεν Κόλερ, ο οποίος τον κυνηγάει, αλλά ξέπνοος τον βλέπει στην κατάληξη της κούρσας τους, με τον Γερμανό αμυντικό απλώς… ντεκόρ, να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα, χαρίζοντας τη νίκη στον Αστέρα στο Μόναχο (2-1), απόλυτα ενδεικτικό.
Στη ρεβάνς του Βελιγραδίου -και ενώ οι πρώτες φωτιές του επερχόμενου εμφυλίου είχαν ανάψει- ο Σίνισα Μιχάιλοβιτς ήταν αυτός που έκανε τη διαφορά, στέλνοντας με δικές του εκτελέσεις τον Αστέρα στον Tελικό του Μπάρι κόντρα στη Μαρσέιγ της… ξανθιάς, του ήδη παραγκωνισμένου εκεί Στόικοβιτς.
Ο Σαβίτσεβιτς δεν έβγαλε το ενενηντάλεπτο, αφού αντικαταστάθηκε στο 85’. Η ιστορία όμως δεν άλλαξε. Η «Zvezda», άχαστη στα πέναλτι, κατέκτησε το τρόπαιο από τη βούλα (0-0 μετά τα 120 λεπτά), επικυρώνοντας την κυριαρχία μιας ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής φουρνιάς, όχι μόνο στα στενά όρια της τότε ετοιμόρροπης συνομοσπονδίας αλλά συνολικά των Βαλκανίων και πιθανότατα ολάκερης της Ανατολικής Ευρώπης.
Το δεύτερο αίμα με τον Καπέλο
Δεν έφυγε αμέσως. Έδωσε ένα ανεπανάληπτο σόου στο Old Trafford κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Ευρωπαϊκό Super Cup. Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον δεν δέχτηκε -όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο- να διεξαχθούν δύο παιχνίδια, ένα στο Μάντσεστερ και ένα στο Βελιγράδι, επικαλούμενος (δικαιολογημένα) λόγους ασφαλείας. Σε αυτό που έγινε στο «Θέατρο των Ονείρων», παρά την παράσταση του Σαβίτσεβιτς, η «Zvezda» ηττήθηκε (0-1).
Πήρε έναν μήνα μετά το Διηπειρωτικό, κατέκτησε και το Πρωτάθλημα της εμφυλιοπολεμικής πλέον Γιουγκοσλαβίας και τότε, καλοκαίρι του ’92 πια, σήμανε η ώρα. Ο Μπερλουσκόνι, όπως κάθε καψούρα του, εννοείται πως δεν τον είχε ξεχάσει. Και, για να τον αποκτήσει, ξηλώθηκε.
Χρειάστηκε βέβαια ο… δάκτυλος της «Κυρίας» για να τον κινητοποιήσει. Η Γιουβέντους είχε επίσης ενδιαφερθεί, τόσο που το «Guerin Sportivo» φρόντισε, πρωτοσέλιδα, να ντύσει στα «bianconeri» τον Σαβίτσεβιτς, προεξοφλώντας τη μετακόμισή του στο Τορίνο.
Άλλο ο «Καβαλιέρε» δεν χρειάστηκε. Στην ως εκείνη την στιγμή δαπανηρότερη μεταγραφική περίοδο ομάδας στην ιστορία, έδωσε συνολικά 40 εκατ. ευρώ για να φέρει στο Μιλάνο Λεντίνι, Παπέν και Σαβίτσεβιτς (τα 11.5 από αυτό το πακέτο του ιδιοκτήτη των «Rossoneri» αφορούσαν στην αφεντιά του).
Τον Γάλλο ο Μαυροβούνιος τον έβλεπε και σιχτίριζε. Ακόμη δηλαδή, αφού ακόμη δεν μπορεί να δικαιολογήσει πώς στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα του 1991 αυτός, ως Πρωταθλητής Ευρώπης με τον Αστέρα, κατέληξε δεύτερος, πίσω από τον Γάλλο, ηττημένο στον Τελικό με τη Μαρσέιγ.
«Τα κυκλώματα δεν ήθελαν έναν Γιουγκοσλάβο, έναν Ανατολικοευρωπαίο να κερδίσει». Και αυτό το είπε. Σιγά που θα κώλωνε.
Κύκλωμα -θεώρησε πως- βρήκε και στο Milanello. Με ονοματεπώνυμο μάλιστα. Φάμπιο Καπέλο. Πώς να βρουν σημείο επαφής; Είχε ταυτοποιηθεί ως μεταγραφή του Προέδρου. Τέτοια άκουγε ο «Δον Φάμπιο» και έβγαζε καντήλες. Πόσο μάλλον όταν δεν συμμεριζόταν τα προεδρικά καπρίτσια.
Στα 20 του ο Σαβίτσεβιτς αξίωνε δημοσίως να τρέχουν άλλοι για πάρτη του στο γήπεδο. Πρωταθλητής Ευρώπης πήγε στο Μιλάνο, με μπερλουσκονική βούλα και θα άλλαζε χούγια και ρότα για χάρη… κάποιου Καπέλο; Ούτε καν.
Άκρη, εννοείται, πως δεν βρήκαν. Το πάλαι ποτέ “μία μέσα, μία έξω” του Όσιμ αποτελούσε σενάριο ιδανικό. Μία έπαιζε, δύο και τρεις δεν έπαιζε. Και σε αυτή τη μία, σπάνια αφηνόταν (ή και μπορούσε) να βγάλει ενενηντάλεπτο. Ο Καπέλο είχε -πέραν όλων των υπολοίπων- και τη δικαιολογία του περιορισμού στους αριθμούς των ξένων, καθώς όλοι και όλοι και στο Campionato και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις τρεις μόνο επιτρέπονταν, και έτσι του έδινε (του Σαβίτσεβιτς) και καταλάβαινε (από εξέδρα).
Από το πρώτο τέρμινο κιόλας στο Μιλάνο ο Μαυροβούνιος ψαχνόταν να φύγει. Έτοιμη ήταν η Ατλέτικο, έτοιμη και η Λάτσιο, ο Μπερλουσκόνι όμως δεν το συζητούσε. Και ούτε το συζήτησε ποτέ.
«Σε όλα τα χρόνια της ασχολίας του με το ποδόσφαιρο, σαράντα κοντά χρόνια, για τρεις ποδοσφαιριστές θα έκανε τα πάντα, τρεις είχε στην καρδιά του. Τον Βαν Μπάστεν, τον Σαβίτσεβιτς και τον Σεβτσένκο», ξεστόμισε -μετά το φευγιό του- ο διοικητικός, επιχειρηματικός, ποδοσφαιρικός Διόσκουρός του, ο Αντριάνο Γκαλιάνι.
Δεν μπορούσε, δεν τον έπαιρνε, δεν ήθελε, δεν του επιτρεπόταν συγκεκριμένα από τον Καπέλο, το «πρέπει να παίζει» που συνεχώς απηύθυνε για τον Σαβίτσεβιτς ο Μπερλουσκόνι δεν εισακουγόταν. Το σκοινί συνεχώς τραβιόταν και από τις δύο πλευρές, ποτέ όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, κυρίως του Μαυροβούνιου, δεν έσπασε.
Κάποτε σηκώθηκε και έφυγε την ώρα της ανακοίνωσης της αποστολής για ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι στις Βρυξέλλες με την Άντερλεχτ, επειδή του μεταφέρθηκε πως δεν θα ξεκινούσε, αναγκάζοντας όλη τη Μίλαν να τον ψάχνει για ώρες, μέχρι να δώσει σημάδια ζωής στην… Ελβετία, όπου είχε φτάσει οδηγώντας.
Άλλοτε, σε ένα παιχνίδι με την Ουντινέζε στο Friuli, οι συμπαίκτες του στα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου τον ενημερώνουν πως θα γινόταν αλλαγή. Δεν το είχε αντιληφθεί, δεν το περίμενε, αφού ήταν (όντως) ο καλύτερος του γηπέδου. Βγήκε βρίζοντας, πήγε καρφί στα αποδυτήρια και αρνήθηκε να επιστρέψει με την ομάδα στο Μιλάνο.
Ο κολλητός του στον ιταλικό Βορρά, μεγαλωμένοι ως συμπατριώτες μα όχι πλέον, ο ομόγλωσσος Ζβόνιμιρ Μπόμπαν είχε βαρεθεί -μέχρι να μάθει ο «Ντέγιο» τα ιταλικά- να μεταφράζει τα εκατέρωθεν καντήλια που εκτοξεύονταν στις προπονήσεις της Μίλαν.
«Και δεν τα έλεγα όλα», είχε παραδεχτεί ο «Ζβόνιε».
Πέραν του Μπερλουσκόνι, ένας μόνο, στην πρώτη διετία του Σαβίτσεβιτς στο Μιλάνο, τον αντιμετώπιζε όχι απλώς συγκαταβατικά αλλά ανάλογα της ποδοσφαιρικής του ταυτότητας. Ο δημοσιογράφος της «Gazzetta dello Sport», Τζενάρο Μποβολέντα, ήταν αυτός που το αποτόλμησε και σε ένα από τα γραφόμενά του χάρισε στον Μαυροβούνιο το παρατσούκλι που χαρακτήρισε την επαγγελματική σταδιοδρομία του.
«Il Genio».
«Η ιδιοφυΐα».
«Il Genio»
Τον πήραν στο ψιλό. Όχι αδίκως. Πού στο καλό είδε την ιδιοφυΐα στον πάγκο, στην εξέδρα; Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. Στον Tελικό του Champions League του 1994 στην Αθήνα. Η Μίλαν αντιμετώπιζε την Μπαρτσελόνα.
Ξεκάθαροι οι ρόλοι, ξεκάθαρες οι εκτιμήσεις. Η αμυντική μηχανή του Καπέλο, λειψή όμως από τις καταλυτικές απουσίες των βασικών της στόπερ, Φράνκο Μπαρέζι και Αλεσάντρο Κοστακούρτα, κοντραρόταν με την επιθετική μηχανή, την «Dream Team», του Γιόχαν Κρόιφ.
Παραμονές του Τελικού, πριν την αναχώρηση της αποστολής των «Rossoneri», το Milanello επισκέφθηκε ο Μπερλουσκόνι. Αφού είπε τα καθιερωμένα, πριν επιβιβαστεί στο ελικόπτερό του για να φύγει, παρουσία δεκάδων δημοσιογράφων, κοντοστάθηκε, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και φώναξε στον Σαβίτσεβιτς:
«”Genio”. Αν όντως είσαι, απόδειξέ το αύριο».
Καταρχάς, προεξόφλησε πως θα έπαιζε. Μόνο σίγουρο δεν ήταν. Στον Tελικό της περασμένης χρονιάς, κόντρα στη Μαρσέιγ, ο Καπέλο τον είχε αφήσει εκτός αποστολής. Η Μίλαν ηττήθηκε. Στον Τελικό της επόμενης, κόντρα στον Άγιαξ, θεωρήθηκε «τραυματίας» -ο ίδιος ορκίζεται πως δεν είχε τίποτα- και δεν αγωνίστηκε. Πάλι η Μίλαν ηττήθηκε.
Σε εκείνον όμως στην Αθήνα, ο Ιταλός προπονητής είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει τη φωτιά με τη φωτιά. Θα τον ξεκινούσε. Περιμένοντας το απρόβλεπτο, προσδοκώντας να αιφνιδιάσει. Η Μίλαν εκείνη την χρονιά κατέκτησε το σκουντέτο, σημειώνοντας 36 γκολ σε 34 αγωνιστικές (δέχτηκε μόλις 15). Μόνο μία φορά σημείωσε περισσότερα από δύο σε ένα παιχνίδι.
Στο Ολυμπιακό Στάδιο πέτυχε τέσσερα. Κονιορτοποίησε τους «Blaugrana», με τον Σαβίτσεβιτς, να αποδεικνύει ακριβώς αυτό που του ζήτησε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του.
Προφανώς όχι στην ασίστ που έφερε το πρώτο γκολ. Αλλά στο ανεπανάληπτο τρίτο. Στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, σε ένα τυφλό και χωρίς τύχη γέμισμα του Αλμπερτίνι, ο αθεόφοβος πήγε να κάνει ό,τι δεν έκανε ποτέ. Να τρέξει, να πρεσάρει, να μαρκάρει, να προσπαθήσει να κερδίσει την μπάλα.
Έβαλε την κόντρα στον Ναδάλ και πέτυχε όχι απλώς να την κάνει διεκδικήσιμη αλλά να την κάνει δική του. Δεν είχε υποστήριξη στην περιοχή, η μπάλα ήταν ψηλά. Όσο έπεφτε, ο ίδιος έκανε δύο βήματα και πάτησε στη γωνιά του “κουτιού” της Μπαρτσελόνα και, βλέποντας τον Θουμπιθαρέτα εκτός εστίας (όχι πολύ, τόσο όσο), έκανε το αδιανόητο.
“Κουτάλιασε” την μπάλα, την αγκάλιασε με όλο, θαρρείς, το μήκος του πέλματός του και από την αριστερή γωνιά του ορίου της περιοχής την έστειλε στο δεξιό παραθυράκι του Ισπανού τερματοφύλακα.
Έργο τέχνης. Ψέματα.
Έργο διάνοιας.
Περισσότερο από ζωή
Έργο που έφτιαξε, μια και καλή και εσαεί, την υστεροφημία του στους τιφόζι της Μίλαν. Για δαύτους, ό,τι και αν έκανε έκτοτε, οπότε και όσο και αν το έκανε, ήταν όντως ο ένας και μοναδικός «Genio». Ο “νονός” Μποβολέντα δικαιώθηκε, ο Μπερλουσκόνι το ίδιο, ακόμα-ακόμα και ο Καπέλο -για την πρόσκαιρη έμπνευσή του, για την παρατολμιά του σε εκείνον τον Τελικό- δικαιώθηκε.
«Αναμφίβολα, με τον Σαβίτσεβιτς είχα τις περισσότερες κόντρες στην καριέρα μου. Ποτέ δεν δούλευε, ποτέ δεν προπονούνταν. Και, όταν ήταν στο γήπεδο, όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να δουλεύουν διπλά για να τον καλύψουν. Είχε όμως μοναδικό ταλέντο. Και εμείς τον κάναμε σούπερ σταρ», είχε πει -χρόνια μετά τη συνύπαρξή τους- ο Ιταλός.
Όχι πως άλλαξαν οι σχέσεις τους κατά τη διάρκεια της εναπομείνασας συνεργασίας τους στο Μιλάνο. Κάθε άλλο. Απλώς η υπόσταση του Μαυροβούνιου ξεπέρασε κατά πολύ οτιδήποτε συμβατικό μπορεί να εισέπραττε από τον «Δον Φάμπιο». Και πια απλώς προσπερνούσε. Δεν φθάρηκε ούτε από την έκτοτε αγωνιστική νομοτέλεια. Και τη δική του -μαζί και με τους λογιούς-λογιούς τραυματισμούς ήρθε- και των «Rossoneri». Ένα Πρωτάθλημα μόνο πανηγύρισαν στα επόμενα τέσσερα χρόνια που έμεινε στη Λομβαρδία.
Γύρισε στο Βελιγράδι και στον Αστέρα για το ονόρε (τρία παιχνίδια όλα κι όλα) και για να διεκδικήσει θέση -στα 34 του πια- στο Euro 2000.
Είχε παίξει στο Παγκόσμιο του 1990 με την ενιαία ακόμη αλλά εμφανώς στα στερνά της Γιουγκοσλαβία και σταθερά τον Όσιμ εκλέκτορα.
Αντιμετώπισε το είδωλο του, τον Ντιέγκο Μαραντόνα, και από δαύτον και την Αργεντινή βίωσε τον αποκλεισμό στα πέναλτι στα προημιτελικά (με τους Βαλκάνιους να παίζουν από το ημίωρο κιόλας με 10 παίκτες λόγω της αποβολής του Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς).
«Αν περνάγαμε, θα το κερδίζαμε». Δεν είναι μόνο δική του εκτίμηση. Τόσο καλοί ήταν τότε οι Γιουγκοσλάβοι (και χωρίς τον τιμωρημένο -λόγω των όσων είχαν γίνει στο περίφημο Ντίναμο Ζάγκρεμπ-Ερυθρός Αστέρας την προηγούμενη άνοιξη- Ζβόνιμιρ Μπόμπαν).
Δεν έπαιξε στο Euro 1992 λόγω των ποινών που επιβλήθηκαν στη Σερβία και το Μαυροβούνιο (που τότε ονομάτιζαν ό,τι είχε απομείνει από την Γιουγκοσλαβία) για τον εμφύλιο που πια λυσσομανούσε.
«Αν παίζαμε, θα το παίρναμε». Το πήραν οι Δανοί, οι οποίοι πήγαν αντ’ αυτών (των «Orlovi»).
Πήρε γεύση μεγάλης διοργάνωσης, πάλι ως Σερβία και Μαυροβούνιο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’98, δεν μπόρεσε λόγω τραυματισμού στο Euro 2000 και έναν χρόνο αργότερα κρέμασε τα παπούτσια του.
Καταπιάστηκε άμεσα με την προπονητική. Εκλέκτορας πια. Δεν φτούρησε, πριν διαλύσει τα πάντα και ύστερα από δύο αποτυχημένες παρουσίες σε προκριματικές φάσεις, τα παράτησε έγκαιρα.
Πρωτοστάτησε στη βελούδινη απόσχιση του Μαυροβουνίου από τη συνομοσπονδία με τη Σερβία και έγινε, από την πρώτη στιγμή ουσιαστικά της σύστασης της ανεξάρτητης πια χώρας, Πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της πατρίδας του.
Δηλώνει άθεος και Κομμουνιστής, αναγνωρίζοντας, τιμώντας και υπεραμυνόμενος το “γιουγκοσλαβικό” παρελθόν του και την ανατροφή του. Πριν χρόνια, σε ένα παιχνίδι της Εθνικής Μαυροβουνίου στην Ουαλία, κατά τη διάρκεια μιας δεξίωσης διέκοψε έξαλλος λόγο του Δήμαρχου του Κάρντιφ, ο οποίος συνέκρινε τις συνθήκες ζωής και το στάτους της σταλινικής Ρωσίας με την Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
«Τι, στον διάβολο, ξέρεις εσύ για την πατρίδα μου»;
Παντρεύτηκε -και μετά από δεκαετίες χώρισε- τον σχολικό του έρωτα, τη Βάνια, έγινε πατέρας του Βλάντο και της Ταμάρα, η οποία μετέπειτα τον έκανε παππού. Προσπάθησε να εμπλακεί στην πολιτική, κατάλαβε πως δεν του χρειάζεται για να έχει λόγο και ρόλο.
Οδηγούσε κοντά μια μέρα για να πάει στην κηδεία του «δεύτερου πατέρα μου», Μπερλουσκόνι, και κάθε χρόνο ανήμερα των γενεθλίων του δέχεται ευχές με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο από την κοινωνία των «Rossoneri».
«”Genio”, μπορεί να μεγαλώνεις, αλλά μην ανησυχείς. Τα γκολ σου δεν πρόκειται ούτε να μεγαλώσουν αλλά ούτε και να ξεχαστούν».
Δεν είναι μόνο δαύτα. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι το “10άρι” που υποχρέωνε όσους τον έβλεπαν να σκέφτονται έστω να κάτσουν, από φόβο μην χάσουν κάποια από τις ντρίμπλες του.
Είναι αυτός που «όταν βγει από το γήπεδο, τα φώτα κλείνουν από μόνα τους. Τόσο πολύ σκοτεινιάζει» (τάδε έφη Μπερλουσκόνι).
Είναι, έγινε, για κάποιους έστω, φτάνει άλλωστε για τόσους και σίγουρα όχι μόνο για εκείνους που τον “χτύπησαν” σε μια πρόσοψη στην πρώτη του γειτονιά, «više od života».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντάρκο Πάντσεβ: Το δηλητήριο της κόμπρας
Ντράγκαν Στόικοβιτς: Καλλιτέχνης θα πει
Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο τέταρτος των Καραμαζόφ
Τα τέσσερα γαρίφαλα στη γωνία του Μίλινκο Πάντιτς
Αλιόσα Ασάνοβιτς: Οι αγκώνες της φωτιάς
Σίνισα Μιχάιλοβιτς: Τα πολύχρωμα τούβλα του Βούκοβαρ
Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, (Not) An ordinary man
Το παιχνίδι της ομίχλης που γέννησε την Grande Milan
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη