Το βράδυ της παραμονής της 4ης Ιουλίου καθένας κοιμόταν μόνος του στο δωμάτιο, όπως συνήθως.
Ήμουν κι εγώ μόνος λοιπόν, δυστυχώς ή ευτυχώς.
Η απομόνωση και η συγκέντρωση νομίζω ότι κάνει καλό. Και καλό μας έκανε τελικά.
Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ με τη σημερινή μορφή του, να μπεις, να ψάξεις, να ενημερωθείς.
Εκείνο το βράδυ δεν έκανα κάτι διαφορετικό από τα συνήθη, νωρίτερα κάναμε κάποιες συζητήσεις με τους φίλους μου, τους συμπαίκτες μου, έκανα και κάνα τσιγάρο.
Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για κάποιον που είναι “απ’ έξω” και για εκείνον που είναι “από μέσα”. για τον δεύτερο η κατάσταση είναι πολύ πιο απλή, για εμάς δηλαδή ήταν μια ρουτίνα, δεν υπήρχε ιδιαιτερότητα.
Θυμάμαι με έπαιρναν άνθρωποι, φίλοι, γνωστοί, οικογένεια, και ήταν όλοι κατενθουσιασμένοι, μας μετέφεραν το κλίμα που επικρατούσε εδώ στην Ελλάδα, αλλά για εμάς η “δουλειά” δεν είχε τελειώσει.
Είχε γίνει όλο αυτό που είχε γίνει, πηγαίναμε παρακάτω, είχαμε ακόμα ένα παιχνίδι, έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε σε αυτό, οπότε δεν ήμασταν χαλαροί, ώστε να γιορτάζουμε ήδη όλο αυτό που είχαμε πετύχει.
Παραμονή βράδυ λοιπόν κοιμήθηκα πάρα πολύ καλά, χαρούμενος, γεμάτος αλλά και πάρα πολύ κουρασμένος, γιατί το παιχνίδι με την Τσεχία ήταν πολύ κουραστικό απ’ όλες τις απόψεις, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Θυμάμαι, στο πρωινό την επόμενη μέρα ήμασταν όλοι με ένα χαμόγελο, λέγαμε «ρε μαλάκες, τι κάναμε;», σε αυτό το μουντ, όχι υπερβολές.
Οι χαρακτήρες των παικτών που αποτελούσαμε τότε την ομάδα ήταν τέτοιοι που κανένας μας δεν μπορούσε να ξεφύγει από το μέτρο, όλοι ήμασταν προσγειωμένοι, με προσήλωση σε αυτό που είχαμε να κάνουμε.
Κάναμε προπόνηση όπως κάθε μέρα, χαλάρωμα, φαγητό, μια βόλτα, έτσι γύρω-γύρω από το ξενοδοχείο, όχι κάτι διαφορετικό ή ιδιαίτερο.
Ομιλία εκείνες τις ώρες δεν μας έκανε ο Ρεχάγκελ, γιατί, όπως πάντα, την κράτησε για πριν από το παιχνίδι, τότε μας μίλησε για το πώς και το τι θα έπρεπε να κάνουμε.
Άλλωστε, τα παιχνίδια ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο και δεν είχαμε χρόνο να δούμε κι άλλα βίντεο και να κάνουμε κι άλλες αναλύσεις, ενώ επίσης και τα πράγματα τότε σε σχέση με τώρα γίνονταν τελείως διαφορετικά.
Ο Ότο ήταν ένα από τα μυστικά μας όπλα, μας τόνωνε πάρα πολύ την ψυχολογία, μας έδινε τεράστια αυτοπεποίθηση μες στο γήπεδο.
Αλλά και για τον ίδιον νομίζω ότι ήταν η κορυφαία του στιγμή ως προπονητή.
Βοήθησε και βοηθήθηκε πάρα πολύ από τον τρόπο που επέλεξε όλους εμάς τους ποδοσφαιριστές για να δημιουργήσουμε αυτό το σύνολο.
Την ημέρα του αγώνα βλέπαμε παντού Πορτογάλους, παίζαμε βέβαια στην Πορτογαλία με την οικοδέσποινα. καθώς πηγαίναμε με το πούλμαν στο γήπεδο, παντού Πορτογάλοι που πήγαιναν κι εκείνοι στο Da Luz, πανηγυρίζοντας.
Το όμορφο της υπόθεσης όμως ήταν ότι, όταν πλέον μπήκαμε στο γήπεδο, είδαμε πάρα πολύ κόσμο στα γαλανόλευκα. Και φυσικά, το άλλο το φοβερό, όταν τελείωσε το παιχνίδι, ήταν όλα όσα συνέβησαν μέσα στον αγωνιστικό χώρο αλλά και στην Ελλάδα.
Σε όλα τα παιχνίδια της ποδοσφαιρικής μου καριέρας έκανα τον Σταυρό μου, πριν μπω στο παιχνίδι και τον αγωνιστικό χώρο. Η ευχή ήταν πάντα μια, να μπω και να βγω γερός, τίποτ’ άλλο δε ζητούσα. Αν θα χάναμε, αν θα κερδίζαμε, αν θα φέρναμε ισοπαλία, αυτό εξαρτιόταν από άλλα πράγματα. Κάπως έτσι μπήκα και τότε.
Τα λόγια που είπαμε, πριν μπούμε, ήταν ουσιαστικά ότι «δεν το χάνουμε, δίνουμε τα πάντα και δεν το χάνουμε».
Μπήκαμε σοβαρά, πειθαρχημένα και με ό,τι δυνάμεις είχαμε, ο ένας προσπαθούσε να δώσει δύναμη στον άλλον, γιατί το άγχος ήταν τεράστιο, δεν υπήρχε κάποιος ψύχραιμος που να μας λέει «έλα πάμε, παιδιά», όλοι σ’ εκείνη την αποστολή ήμασταν στην τσίτα, επομένως, δίνοντας κουράγιο ή μια συμβουλή εσύ σε κάποιον άλλον, λέγοντας δυο κουβέντες, έπαιρνες και ο ίδιος κουράγιο, ξεαγχωνόσουν.
Όταν βγήκα στο Da Luz, ένιωσα την ικανοποίηση ότι εγώ, η ομάδα μου και η χώρα μου βρισκόμαστε σ΄αυτόν τον Τελικό, ταυτόχρονα όμως ήμουν και λίγο ψυχρός, ήξερα δηλαδή ότι ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα.
Σκέφτηκα «ok, φτάσαμε ως εδώ, κάναμε μια τεράστια προσπάθεια, αλλά, αν δεν κατακτήσουμε αυτό το τρόπαιο, θα είναι κάτι λιγότερο», γιατί για εμάς θα ήταν κάτι λιγότερο, αφού είχαμε φτάσει εκεί που είχαμε φτάσει.
Πραγματικά ανατρίχιασα, όταν είδα σε όλο το πέταλο δεξιά τους Έλληνες, όταν το είδα γεμάτο στα γαλανόλευκα. Και αυτό το γαλανόλευκο το ένιωσα, κι όταν προηγηθήκαμε.
Νιώθαμε όλα τα vibes μέσα στο γήπεδο, όχι μόνο σε αυτό το παιχνίδι αλλά σε όλους τους αγώνες, η θετική αύρα που επικρατούσε ήταν τέτοια που μας διαπερνούσε, ερχόταν και σε εμάς.
Είχα φίλους στην κερκίδα που μου έλεγαν ότι αισθάνονταν και οι ίδιοι πως η ενέργεια που έβγαζε η ομάδα προς τα έξω ήταν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην κερδίσουμε το παιχνίδι, ό,τι κι αν συμβεί.
Στην ανάκρουση του Εθνικού ύμνου, όχι μόνο στον Τελικό αλλά και σε κάθε παιχνίδι, η ανατριχίλα που νιώθεις είναι ένα μοναδικό συναίσθημα. Δεν χρειάζεται να είσαι ποδοσφαιριστής, ο οποιοσδήποτε Έλληνας που “υπηρετεί” τη χώρα του από κάποιο πόστο νιώθει αυτόν τον ηλεκτρισμό να τον διαπερνά στο άκουσμα του Εθνικού ύμνου. Αν είσαι Έλληνας, δεν γίνεται να μην σε δονήσει.
Το πρώτο ημίχρονο ήταν όπως ένα κανονικό παιχνίδι, επαναλαμβάνω ότι οι άνθρωποι “απ’ έξω” βλέπουν και φαντάζονται τελείως διαφορετικά τα πράγματα, για εμάς “από μέσα” ήταν άλλο ένα παιχνίδι.
Βέβαια, επειδή ήταν Τελικός, η κρισιμότητά του ήταν τέτοια, αλλά, όταν σφυρίζει ο διαιτητής, δεν σκέφτεσαι «παίζω έναν Τελικό, άρα πρέπει να κάνω αυτό ή το άλλο», δεν έχει να κάνει με το τι διακυβεύεται, κάνεις απλώς αυτό που πρέπει να κάνεις.
Και οι συζητήσεις μας στο ημίχρονο ήταν αντίστοιχες, ότι δηλαδή είμαστε καλά, δεν υπάρχει κάποιος λόγος να πανικοβαλλόμαστε για οτιδήποτε, το παιχνίδι μάς πάει όπως μας πάει, θα συνεχίσουμε, θα βρούμε ένα γκολ, όπως κάναμε και στα υπόλοιπα παιχνίδια, και θα τελειώσουμε τη δουλειά μας.
Κι έτσι έγινε!
Το γκολ του Χαριστέα στο 57′το είδα πολύ καλά, ήμουν κοντά, λίγο πίσω, στο ύψος του πέναλτι.
Όταν είσαι φίλαθλος μπορεί να μείνεις εκεί, «πω-πω, τι γκολ έβαλε αυτός, πω-πω, τι κάνουμε τώρα, πώς τους κερδίζουμε έτσι!», αλλά, όταν είσαι μες στο παιχνίδι και παίζεις, είναι κάτι στιγμιαίο, την επόμενη στιγμή, όταν θα τσουλήσει και πάλι η μπάλα απ΄ την σέντρα για τον αντίπαλο, πρέπει να συγκεντρωθείς σε αυτό που έχεις να κάνεις. αν μείνεις σε αυτό που έγινε, έχεις τελειώσει, φεύγεις από την αυτοσυγκέντρωση που χρειάζεται το παιχνίδι.
Γι’ αυτό βλέπει κανείς πολλούς προπονητές πλέον, όταν βάζει η ομάδα τους γκολ, το πρώτο που κάνουν να είναι να βάζουν τα δάχτυλα στο κεφάλι και να λένε στους παίκτες «συγκεντρωθείτε».
Για εμάς ήταν έτσι, «μπήκε το γκολ, τέλος τα πανηγύρια, ok προηγούμαστε, τώρα τι πρέπει να κάνουμε».
Ξέραμε ότι θα πιέσουν, θα μας ζορίσουν, οπότε έπρεπε να είμαστε ακόμα πιο συγκεντρωμένοι, να δώσουμε ακόμα παραπάνω απ’ ό,τι είχαμε δώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Δεν κύλησε σαν όνειρο το υπόλοιπο παιχνίδι, με τίποτα. Αν ονειρευόμασταν, πάει να πει ότι κοιμόμασταν. Και, αν κοιμόμασταν, θα τρώγαμε γκολ…
Μετά το σφύριγμα όλα όσα ακολούθησαν έχουν λογική κι εξήγηση, όποιες αντιδράσεις υπήρξαν, ό,τι πιο τρελό είχε σκεφτεί ο καθένας από μας ή απ’ τον κόσμο, όλα έχουν λογική, αν και ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς.
Όχι στην Ελλάδα, στον κόσμο όλο, γι’ αυτό και θεωρώ ότι το επίτευγμα αυτό καταλαμβάνει μια απ’ τις πρώτες θέσεις στη λίστα των εκπλήξεων του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Έκπληξη που ωστόσο δεν είχε να κάνει με την τύχη ή κάτι παρόμοιο, αλλά όσον αφορά στο τότε ποδοσφαιρικό μέγεθος της Ελλάδας σε σύγκριση με το τι είχε να ανταγωνιστεί εκεί.
Στους πανηγυρισμούς δεν έκλαψα, η έκφραση του προσώπου μου όμως, όταν έπιασα το Κύπελλο στα χέρια μου, αυτή η αγριόφατσα που έχει αποτυπωθεί στις φωτογραφίες, αυτή η κραυγή που βγάζω, νομίζω ότι λέει τα πάντα σχετικά με το τι βγήκε από μέσα μου εκείνη τη στιγμή!
Ήταν το «ναι!», γιατί καταφέραμε κάτι πάρα πάρα πολύ μεγάλο, το μέγεθος του οποίου το το αντιληφθήκαμε και το αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που γίνεται ένα Euro και βλέπουμε ομάδες-μεγαθήρια να αποκλείονται από τις διοργανώσεις αυτές νωρίς.
Έχουμε συνειδητοποιήσει τι σήμαινε το κατόρθωμά μας, ειδικά βλέποντας πλέον πόσο δύσκολο είναι για τις Εθνικές μας ομάδες όχι να κατακτήσουν Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα αλλά να περάσουν και μόνο στα τελικά της διοργάνωσης ή και για παγκόσμιες δυνάμεις να καταφέρουν αυτό που κάναμε εμείς.
Το βράδυ ήπιαμε όλοι πολύ, είχαν έρθει και οι οικογένειές μας και ήμασταν όλοι μαζί, επιτρεπόταν πια να κάνουμε πάρτι, να γιορτάσουμε, να πιούμε, να γελάσουμε. Γιατί ήταν το τέλος! Είχαμε κάνει περήφανους καταρχήν τις οικογένειές μας, τον πατέρα μας, τη μάνα μας, οι οποίοι θα περπατούσαν με ψηλά το κεφάλι, και φυσικά όλους τους Έλληνες που μας υποδέχτηκαν πίσω στην Ελλάδα.
Και να μην το σκέφτομαι, υπάρχουν πολλά πράγματα που θυμίζουν την επέτειο της 4ης Ιουλίου.
Όλα τα παιδιά της ομάδας όμως δεν θέλουμε να γίνεται μεγάλο θέμα, κανένας μας δεν είναι της λογικής «εμείς τότε κάναμε αυτό, εσείς τώρα τι κάνατε;», είμαστε ταπεινοί άνθρωποι, συνέβη αυτό, πάμε παρακάτω, να δούμε τι μπορεί να γίνει για να μπορέσουμε να το ξανακάνουμε, μη μένουμε εκεί, μια αναφορά να γίνεται μέχρι ενός σημείου.
Κάθε χρόνο ασχολούμαστε πολύ με αυτό, ας βάλουμε ένα όριο, μια 20ετία πχ, οπότε και εμείς θα θέλαμε ως ομάδα του 2004 να βρεθούμε και να κάνουμε κάτι σαν ένα φιλικό φιλανθρωπικού χαρακτήρα, τιμώντας την επέτειο των 20 ετών.
Απ’ την άλλη βέβαια, ίσως είναι καλό να μαθαίνουν οι νεότεροι τι είχε συμβεί τότε, έχοντας ως στόχο πάντα να βοηθήσουμε το ποδόσφαιρό μας ώστε να μπορεί να ξαναγίνει κάτι τέτοιο.
Ο Τραϊανός Δέλλας είναι προπονητής ποδοσφαίρου, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα το 2004.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήμασταν λίγοι, ήμασταν εμείς
Γιάννης Τοπαλίδης: Παιχνίδι με το παιχνίδι / Εγώ και ο Ότο